Ένα σουρεαλιστικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Αθήνα της κρίσης, Το τέλος της πείνας είναι η ιστορία μιας άνεργης γυναίκας που φτάνει στο σημείο να προσφέρει τα ζωτικά της όργανα με αντάλλαγμα χρήματα για να μπορέσει να ζήσει. Οι συναλλαγές αυτές, όμως, γίνονται όλο και πιο αλλόκοτες…


– Η λέξη «πείνα» στην κυριολεξία του όρου είναι συνδεδεμένη με καταστάσεις ανέχειας που –ίσως κακώς– δύσκολα θα περίμενε κανείς να βιώνει μια νέα, μορφωμένη γυναίκα όπως η ηρωίδα σας. Ήταν σκόπιμη αυτή η ανατροπή;

Η Έμμα περνάει δύσκολα οικονομικά αλλά, κυρίως, περνάει δύσκολα υπαρξιακά. Το κοινωνικό κουτάκι που της αναλογεί τη βασανίζει. Δεν είναι επαναστάτρια, δεν είναι προϊόν ώριμης σκέψης η δυσφορία της. Είναι η φύση της αυτή, βρίσκεται πολύ κοντά στο ένστικτό της γιατί είναι ακόμη συνδεδεμένη έντονα με την παιδική της ηλικία. Από αυτή την άποψη υπάρχει, ίσως, ένα είδος ανατροπής. Γιατί ως προς την κυριολεξία του όρου δεν υπάρχει. Στην σημερινή Ελλάδα πολλοί άνθρωποι, με μόρφωση ή χωρίς, με νιάτα ή χωρίς, ζουν με τα βασικά.

– Πολλές φορές, τόσο στον καθημερινό όσο και στον ποιητικό λόγο, χρησιμοποιούνται μεταφορικά εκφράσεις όπως «έδωσα την καρδιά μου» ή «μου έχει πάρει τα μυαλά», παραθέτετε μάλιστα σχετικά κείμενα ως επιγραφή του βιβλίου. Πώς αποφασίσατε τη μετάβαση από τη μεταφορά στην κυριολεξία;

Είναι κάτι που με απασχολεί στη γραφή μου αλλά και στον τρόπο που σκέφτομαι. Δεν ξέρω γιατί κάνω τέτοιους συνειρμούς, ίσως γιατί αφήνω το μυαλό μου να με οδηγήσει, να με πάρει από το χέρι και να μου δείξει αυτό το μονοπάτι. Με ιντριγκάρει να αναπτύσσω τις υποθετικές καταστάσεις ως πραγματικότητα, ως μια νέα πραγματικότητα που ανοίγει άπειρους ορίζοντες.

– Γιατί επιλέξατε η παράδοση ζωτικών οργάνων να συνίσταται σε μια ψυχρή –από την άποψη του αγοραστή, τουλάχιστον– οικονομική συναλλαγή;

Έχω πρόβλημα με το μελό. Αν και έχω εμμονή με τη σωματικότητα ήθελα αυτή η εμμονή να περνάει μέσα από ένα εγκεφαλικό πρίσμα χωρίς πολλούς πολλούς συναισθηματισμούς. Ήθελα διαύγεια και όχι φλυαρία. Δεν ξέρω αν το πέτυχα.

– Η ηρωίδα διαμαρτύρεται «δεν θα μου ξεριζώσετε το αρσενικό από μέσα μου» όταν ο Σαν τη διορθώνει ως προς το γραμματικό γένος της (του) σπλήνα της. Πού αποδίδετε αυτή την έκρηξη;

Ίσως η λέξη «έκρηξη» είναι λίγο υπερβολική. Πρόκειται, μάλλον, για την ανάγκη της Έμμας να εμπεριέχει όλες τις πιθανές εκδοχές εαυτού.

– Με κάθε παράδοση ενός οργάνου ή αντικειμένου η Έμμα νιώθει όλο και μεγαλύτερη έξαψη και έλξη προς τον υπεύθυνο γι’ αυτή την αφαίρεση. Πιστεύετε ότι αυτό απηχεί και την πραγματικότητα σε μια σχέση;

Ναι, πιστεύω ότι το πάρε-δώσε σωμάτων, συναισθημάτων και σκέψεων αυξάνει την έλξη, αρκεί να γίνεται με ενδιαφέροντα τρόπο. Ποιος είναι ο ενδιαφέρων τρόπος; Για κάθε ζευγάρι, δεν εννοώ μόνο ερωτικό, υπάρχει και διαφορετικός ορισμός.

– Στη ζωή της Έμμας υπάρχει ένας άντρας, ο Πρόδρομος, που θα μπορούσε να της προσφέρει αυτό που θα έλεγε κανείς μια «υγιή» σχέση. Και όμως, δεν τον επιλέγει. Γιατί;

Δεν μου αρέσει ο χαρακτηρισμός «υγιής» σχέση ούτε μέσα σε εισαγωγικά, ούτε εκτός. Προφανώς, ούτε στην Έμμα.

– «Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να ερωτευτούν. Να καταργήσουν τον εαυτό τους δηλαδή», λέγεται στο βιβλίο. Μήπως αυτό είναι εντέλει το ζητούμενο;

Δεν έχω ιδέα ποιο είναι το ζητούμενο. Ακόμη το ψάχνω. Πάντως ορισμένες φορές το να νιώθεις ότι αγαπάς κάποιον άλλον περισσότερο μπορεί να σου προσφέρει ένα είδος προσωρινής ανακούφισης από το βάρος του εαυτού μας. Όμως δεν θα το εφάρμοζα ποτέ σαν τρόπο ζωής. Ίσως οι γονείς να αισθάνονται πιο κοντά στην κατάργηση του εαυτού για χάρη του παιδιού τους αλλά δεν το ξέρω με σιγουριά, και προφανώς αποκλείεται να ισχύει για όλους τους γονείς.

– Δεν μαθαίνουμε ποτέ το πραγματικό όνομα της ηρωίδας, μόνο το ψευδώνυμό της. Ποια είναι τελικά η Έμμα;

Ένα κορίτσι που δίνεται γενναιόδωρα και αυτοκαταστροφικά.


Φωτό: Ανδρέας Σιμόπουλος


Διαβάστε επίσης:

Το τέλος της πείνας – Λίνα Ρόκου