Ορμώμενη από παιδικές μνήμες και την φυσική περιέργειά της για τη γλώσσα που ως παιδί άκουγε από τους παππούδες της, η ελληνοκαναδή σκηνοθέτης Κατερίνα Μάρθα Κλαρκ, στήνει ένα οδοιπορικό προς ανεύρεση των ριζών της αρβανίτικης γλώσσας και κουλτούρας. Όντας μισή αρβανίτισσα και εκπληρώνοντας την υπόσχεσή της στη μητέρα της, μετά τον θάνατο του παππού της, ολοκληρώνει ένα εγχείρημα που ξεκίνησε χρόνια πριν.

Ως πρώτη κινηματογραφική έρευνα που γίνεται για τους Αρβανίτες, γυρισμένο κατά βάση στα Βίλια Αττικής, πέρα από τη γλώσσα, δίνει ιδιαίτερο βάρος τόσο στην κουλτούρα όσο και στην απεικόνιση της ιδιαίτερης προσωπικότητας των Αρβανιτών, καθώς και στην ιστορική τους πορεία μέχρι την εγκατάστασή τους στις περιφερειακές περιοχές της Θήβας. Σκληροί, αλλά και με μαύρο χιούμορ, με δυναμικές γυναίκες και με το γνωστό αρβανίτικο πείσμα, με μία γλώσσα που χάνεται, αλλά και με το ενδιαφέρον των νεότερων γενιών για τις ρίζες του, η σκηνοθέτης συνθέτει ένα πάζλ από αφηγήσεις γερόντων και νεώτερων και με τη βοήθεια της ερευνήτριας και κοινωνιογλωσσολόγου Έλενας Μπότση, μας δείχνει ότι αυτή η κουλτούρα δε θα σβήσει, μιας και το ενδιαφέρον τους για τη φυλή τους αντί να αποδυναμώνεται με την πάροδο των χρόνων, αντιθέτως, γίνεται πιο δυνατό.

Αντίθετα με προηγούμενες εποχές που οι Αρβανίτες αποποιήθηκαν τη γλώσσα τους, μη θέλοντας να ενοχοποιηθούν ως μη-Έλληνες (γνωστό και ως γλωσσική αυτοκτονία), οι νεότερες γενιές είναι πιο αποφασισμένες να αναβιώσουν και τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους και να τον περάσουν στα παιδιά τους. Αν και παρατηρείται μια λογική φθίνουσα πορεία στην μεταφορά της γλώσσας, είναι σημαντικό το γεγονός ότι τα νεαρά παιδιά έχουν ακόμα ακούσματα μέσα στο σπίτι τους. Τα αρβανίτικα έχοντας έναν πολύ δύσκολο γραπτό λόγο, μιας και τα φωνήεντα υστερούν σημαντικά έναντι των συμφώνων, στις καθημερινές εκφράσεις και στον καθημερινό τρόπο επικοινωνίας των μεγαλυτέρων, υπάρχουν ακόμα και χρησιμοποιούνται.

Ιδιαίτερη θέση στην κοινωνία των αρβανιτών, έχουν οι γυναίκες, που με τον σκληρό και περιπαιχτικό τους τρόπο, κατάφερναν κι έβαζαν στη θέση τους άντρες. Σα μητριαρχική κοινωνία, οι θέση τους ήταν σχεδόν ίση με των αντρών και ακόμα και το «δυνατό» φύλο αποδέχεται ότι στην τελική, αυτές έκαναν το κουμάντο. Σκληρές, εργατικές, περιπαιχτικές, με υπομονή, χρυσοχέρες και με χιούμορ, οι αρβανίτισσες.

Ιστορικό ενδιαφέρον έχει και η μετακίνησή τους ανά τους αιώνες και κατά την περίοδο της Βυζαντινής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που μας δείχνει την πορεία της νομαδικής φυλής από τη Βόρεια Ήπειρο, έως και τους σημερινούς τόπους διαμονής τους. Αναφορά γίνεται και στην συμμετοχή των Αρβανιτών στην Επανάσταση του 1821, μιας, και ως είναι γνωστό, μεγάλοι οπλαρχηγοί και Υδραίοι ναύαρχοι ήταν αρβανίτικης καταγωγής (Μπότσαρης, Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης, Κουντουριώτης, Μιαούλης, Μπουμπουλίνα κα) καθώς και στο θρησκευτικό διαχωρισμό τους, σε χριστιανούς και μουσουλμάνους που είχε ως αποτέλεσμα την τωρινή μορφοποίηση των Βαλκανίων.

Επισκεπτόμενη σπίτια, καφενεία, αυλές, παρακολουθώντας τις γιορτές και την καθημερινότητά τους, αφήνοντας τους να μιλήσουν με ευθύτητα, η σκηνοθέτης καταφέρνει να μας δώσει μια πλήρη εικόνα για τη στάση των αρβανιτών απέναντι στη ζωή, το παρελθόν, τις αναμνήσεις, την κουλτούρα και τη γλώσσα τους. Με ειλικρινή ματιά μας δίνει να καταλάβουμε τον όρο «αρβανίτικο κεφάλι», αυτό το πείσμα που κράτησε ανά τους αιώνες ζωντανό το πνεύμα τους και την αντίστασή τους στο να μην αφήσουν το παρελθόν και τα έθιμά τους να χαθούν στη δίνη της εξέλιξης.

Συντελεστές

Σενάριο-Σκηνοθεσία: Κατερίνα-Μάρθα Κλαρκ
Μοντάζ: Ελένη Τόγια, Κατερίνα Μάρθα Κλαρκ