Ιδιόρρυθμο όπως και οι δυο κεντρικές ηρωίδες του είναι αυτό το έργο. Θα μπορούσε, ας πούμε, η Νόρα και η Έντα, να μην είναι αληθινά πρόσωπα αλλά φαντάσματα δυο εξωφρενικών αδελφών που έζησαν σε αυτό το παλιό νησιώτικο σπίτι δεκαετίες πριν και τώρα το έχουν στοιχειώσει. Δυο φαντάσματα που τρέμουν μάλιστα τα φαντάσματα. Κι ο θεατής θα μπορούσε να ‘ναι ο άτυχος περιπατητής που τον έπιασε κακοκαιρία στη διάρκεια της βόλτας του και χώθηκε για προστασία στο έρημο σπίτι με αποτέλεσμα ν’ ακούει τώρα κροταλίσματα από φλιτζανάκια του τσαγιού και ήχους από τακουνάκια να χορεύουν κλακέτες. Για μένα παραμένουν, έτσι κι αλλιώς, φαντάσματα. Φαντάσματα του νου μου.

Άλλωστε τα δυο αυτά ξωτικά εμφανίστηκαν εντελώς απρόσμενα στη ζωή μου, ήρθαν ένα ξημέρωμα στον ύπνο μου και άρχισαν να συνομιλούν εμπρός μου μ’ έναν απόλυτα κωμικοσοβαρό τρόπο, δίνοντάς μου, δε, τον ακριβή τόνο του έργου. Φορούσαν ρούχα εποχής, πλουμιστά και ογκώδη, σαν φιγούρες ελισαβετιανού θεάτρου. Παίζανε επάνω στη σκηνή, ήταν θεατρίνες δηλαδή, κι εγώ ήμουν από κάτω, θεατής και γελούσα. Αλλά και ολόκληρο το θέατρο σειόταν από τα γέλια.

Ξύπνησα κι έτρεξα να καταγράψω αμέσως ό,τι είχα δει, ξέροντας πόσο γρήγορα εξατμίζεται η ανάμνηση ενός ονείρου. Ένιωθα τυχερός που είχα δει – μόνο εγώ! – ένα άγνωστο έργο που έκανε μάλιστα μεγάλο σουξέ. Έτσι, η πρώτη σελίδα του έργου είναι σχεδόν ατόφιο το αυθεντικό κείμενο των δυο ηρωίδων, όπως το χαράξανε μόνες αυτές με τα χεράκια τους στον φλοιό του (κοιμισμένου) εγκεφάλου μου. Τα υπόλοιπα ήρθαν στην πορεία χτίζοντας φράση τη φράση. Κρατώντας όμως πάντα τον δικό τους τόνο.

Προσπάθησα να γράψω δυο ρόλους που να είναι ελκυστικοί για τις ηθοποιούς. Εάν η ιστορία αυτή δεν είχε γραφτεί με τη μορφή θεατρικού έργου αλλά, ας πούμε, διηγήματος, πολλές επιλογές τόσο σε επίπεδο πλοκής όσο και σε επίπεδο λόγου και αντιδράσεων των ηρωίδων ίσως να ήταν διαφορετικές. Αλλά όταν ξέρεις ότι αυτά τα λόγια θα μιληθούν από ηθοποιούς και οι συγκεκριμένες δράσεις/αντιδράσεις θα παιχτούν ζωντανά επί σκηνής με κινήσεις, ματιές, χρωματισμούς φωνής και έκφρασης, οδηγείσαι αναπόφευκτα σε μια γραφή που έχει στόχο να υπηρετήσει τις ερμηνεύτριες.

Που θα τους δώσει έδαφος να ξεδιπλώσουν τις υποκριτικές τους ικανότητες, την εκφραστική τους ευελιξία, την κωμική τους δεινότητα, την ψυχική τους ευαισθησία, τη δεξιοτεχνία τους. Πολλές φορές καλείσαι να υποτάξεις το συγγραφικό σου εγώ στην απρόσκοπτη ανάδειξη του ηθοποιού. Ό,τι θυσιάζεις, βέβαια, δεν πάει στον βρόντο, το εισπράττεις αλλιώς και μάλιστα πολλαπλασιασμένο. Η απογείωση του ηθοποιού συνεπάγεται την απογείωση του συγγραφέα.

Βιογραφικό

Γεννήθηκε στις Σέρρες το 1967. Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα. Τα τελευταία χρόνια έχει καταπιαστεί με τη συγγραφή λιμπρέτου για σύγχρονες όπερες. Επίσης διδάσκει θεατρική δημιουργική γραφή. Μυθιστορήματά του (Οι τέσσερις τοίχοι, Ο φιλοξενούμενος κ.α.) έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ θεατρικά του έργα (Λα Πουπέ, Κέικ, Αέρας, Λάσπη κ.α.) έχουν ανεβεί σε πολλές αθηναϊκές σκηνές.


Διαβάστε επίσης:

Αέρας, του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη στο Θέατρο Ιλίσια Βολανάκης