Δευτέρα, 28 Ιανουαρίου 2019 13:59

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Το Κάστρο της Καλαμάτας (α’ μέρος)

Γράφτηκε από τον
οι διαδοχικοί κάτοχοί του πρόσθεταν δομικά στοιχεία κατά το δοκούν, ανάλογα με τις οχυρωματικές ανάγκες τους

οι διαδοχικοί κάτοχοί του πρόσθεταν δομικά στοιχεία κατά το δοκούν, ανάλογα με τις οχυρωματικές ανάγκες τους

 

 

 

Στα βορειοδυτικά της Καλαμάτας, πάνω στο λόφο, προσανατολισμένο από βορρά προς νότο, σε εξαιρετικά εποπτική θέση, στέκεται πληγωμένο από το χρόνο το κάστρο της πόλης.

Ενα κάστρο “χωρίς ταυτότητα” αφού δεν ακολουθεί κάποια από τις συνήθεις οχυρωματικές τεχνικές ούτε αντιπροσωπεύει αποκλειστικά κάποια εποχή. Κι αυτό επειδή οι διαδοχικοί κάτοχοί του προσέθεταν κατά το δοκούν και ανάλογα με τις οχυρωματικές ανάγκες τους δομικά στοιχεία κατά καιρούς. Παρ’ όλα αυτά, το κάστρο διατηρεί αδρά τους χαρακτήρες μιας μεσαιωνικής οχύρωσης, αφού έχει δυο περιβόλους και στο ψηλότερο τμήμα του υπάρχει εσωτερικός πύργος (donjon) αλλά και δεξαμενή.

Πρακτικά όμως, το σημερινό “οχυρό” είναι το τελικό αποτέλεσμα δύο τουλάχιστον οχυρωματικών προσπαθειών, που απείχαν μεταξύ τους περίπου πέντε αιώνες. Η πρώτη αφορούσε το εσωτερικό κάστρο που διαμορφώθηκε πάνω στο παλιότερο βυζαντινό, την εποχή της Φραγκοκρατίας, και η δεύτερη την προσθήκη του εξωτερικού τείχους και την κατασκευή της σημερινής κεντρικής εισόδου του, την εποχή της βενετικής κυριαρχίας του Francesco Morosini.

Η εποπτική και στρατηγική αυτή θέση ήταν από παλιά οχυρωμένη. Εδώ, σύμφωνα με τα “Γεωγραφικά” του Στράβωνα (1ος αιώνας π.Χ.) και το έργο του Παυσανία “Ελλάδος περιηγήσεως”, ίσως ήταν η οχυρή ακρόπολη των αρχαίων Φαρών. Οι Φαρές ή Φηρές ήταν παραλιακή πόλη, πρωτεύουσα και της ομηρικής εποχής στην ευρύτερη περιοχή της Μεσσήνης. Σύμφωνα με το Στράβωνα και τον Παυσανία, η πόλη απείχε από την ακτή πέντε μέχρι επτά στάδια (ένα στάδιο= 190 μ.). Δηλαδή περίπου ένα χιλιόμετρο, όσο απέχει και σήμερα το κάστρο από τη θάλασσα. Ο Στράβωνας μάλιστα ορίζει ότι οι Φαρές βρίσκονται δίπλα στις εκβολές του ποταμού Νέδοντα. Η πόλη πήρε το όνομά της από τον οικιστή της Φάρι, γιο του Ερμή και της Φιλοδάμειας.

Η πόλη των Φαρών αναφέρεται τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια. Εδώ έφθασε νεαρός ο Οδυσσέας ζητώντας από τους Μεσσηνίους την επιστροφή του κλεμμένου κοπαδιού προβάτων και τους βοσκούς του πατέρα του Λαέρτη και φιλοξενήθηκε από το βασιλιά των Φαρών Ορτίλοχο. Εδώ μάλιστα συναντήθηκε και με τον Ιφιτο, γιο του Εύρυτου από την Οιχαλία, γνωστό τοξότη από την αργοναυτική εκστρατεία. Και αυτός είχε έρθει εδώ αναζητώντας ζωοκλέφτες για δώδεκα φοράδες και τα πουλάρια τους. Ο Οδυσσέας του δώρισε σε ανάμνηση της γνωριμίας τους ένα οξύ ξίφος και ένα άλκιμο δόρυ και ο Ιφιτος δώρισε στον Οδυσσέα το περίφημο τόξο του πατέρα του με το οποίο έμελλε αργότερα να σκοτώσει τους μνηστήρες της Πηνελόπης και του θρόνου του (Οδύσσεια, ραψ. φ,14-41). Τα δώρα του Οδυσσέα δεν έφεραν όμως γούρι στον Ιφιτο. Κι αυτό γιατί τις φοράδες του Εύρυτου τις είχε κλέψει ο Ηρακλής για να τον εκδικηθεί για την αθέτηση της υπόσχεσής του να παντρευτεί την κόρη του Ιόλη. Η υπόσχεση του Εύρυτου αφορούσε αγώνα τοξοβολίας που είχε σαν έπαθλο την κόρη του Ιόλη. Ομως ο Ηρακλής ήταν ήδη… παντρεμένος. Ετσι αφού ο Ιφιτος τον υποψιάστηκε, πήγε στην Τίρυνθα όπου και φιλοξενήθηκε απ’ αυτόν. Ο Ηρακλής όμως αφού κατάλαβε ότι ο παρ’ ολίγον κουνιάδος του τα ήξερε όλα, δεν δίστασε, σε μια κρίση τρέλας και θυμού, να τον σκοτώσει γκρεμίζοντάς τον από τα τείχη της πόλης.

 

Ακόμα, οι Φαρές ήταν ένα από τα επτά “ευ ναιόμενα πτολίεθρα” που έδινε ο Αγαμέμνονας για προίκα μαζί με την κόρη του, στον οργισμένο Αχιλλέα (Ιλιάδα, 146-153). Μετά τα τρωικά, φιλοξενήθηκαν εδώ από το βασιλιά Διοκλή για δυο βράδια, από ένα βράδυ κάθε φορά, ο Τηλέμαχος και ο γιος του Νέστορα Πεισίστρατος. Οι δυο νεαροί πήγαν και επέστρεψαν μαζί από τη Σπάρτη, όπου συνάντησαν το Μενέλαο ζητώντας πληροφορίες για την τύχη του Οδυσσέα (Οδύσσεια, ραψωδία γ, 487).

Οι Φαρές αναφέρονται ακόμα στην Ιλιάδα, στο θάνατο των δίδυμων γιων του βασιλιά Διοκλή, Κρήθωνα και Ορτίλοχου, στην Τροία από τον Αινεία (Ιλιάδα, Ε, 541). Ετσι τον Διοκλή διαδέχθηκαν τα εγγόνια του, Νικόμαχος και Γόργασος, παιδιά της κόρης του Αντίκλειας και του φημισμένου γιατρού και γιου του Ασκληπιού, Μαχάονα.

Μια ακόμη σοβαρή πηγή, που επιτρέπει να ταυτίζουμε τις αρχαίες Φαρές με τη σημερινή Καλαμάτα, είναι και η πληροφορία από τα “Ελληνικά” του Ξενοφώντα (4, 8, 7) ότι την άνοιξη του 393 π.Χ. αφού κατέπλευσαν εδώ, δήωσαν και λεηλάτησαν την περιοχή ο Αθηναίος ναύαρχος Κόνων και ο τότε σύμμαχος των Αθηναίων σατράπης Φαρνάβαζος. Εδώ υπάρχει συμφωνία στις πληροφορίες για τη δυνατότητα ελλιμενισμού στην παραλία της Καλαμάτας. “Αλιμενότητα” αναφέρει ο Ξενοφώντας, “ύφορμον θερινόν” ο Στράβωνας. Επίνειο άλλωστε της Καλαμάτας μέχρι και τον 18ο αιώνα ήταν το Αρμυρό. Λόγω λοιπόν της μεγάλης καταστροφής που προκάλεσαν αλλά και της “αλιμενότητος” οι επιδρομείς Αθηναίοι και Πέρσες του 393 π.Χ. απέπλευσαν για τον Φοινικούντα.

Σύμφωνα με τις θέσεις του καθηγητή Πέτρου Θέμελη, το επίσημο ιερό της Αθηνάς Νεδουσίας βρισκόταν στην ακρόπολη των Φαρών, δηλαδή στο κάστρο και μάλιστα κοντά στο ερειπωμένο ναΰδριο της Παναγίας της Καλομάτας. Τα ωραία και έντονα μεγάλα μάτια της θεάς Αθηνάς (Γλαυκώπις, Οπτιλλέτις, Οξυδερκής) “πέρασαν” σαν επίθετο στη λαϊκή παράδοση και έδωσαν το “Καλομάτα” σαν επίθετο της Παναγίας στο ναΐδριο που χτίστηκε αργότερα στην ίδια θέση. Μια ακόμα επιβεβαίωση της θέσεως των αρχαίων Φαρών είναι και τα αποτελέσματα της ανασκαφής του καθηγητή Πέτρου Θέμελη στα Ακοβίτικα. Εκεί βρέθηκε αρχαϊκή επιγραφή από το ιερό του Ποσειδώνα. Είναι δε γνωστό ότι κοντά στα ιερά του Ποσειδώνα υπήρχαν και ιερά της Αθηνάς, όπως στο Σούνιο, στον Παρθενώνα κ.α. Επίσης και μόνη η ανακάλυψη του ηγεμονικού μεγάρου της πρωτοελλαδικής περιόδου (2600-2300 π.Χ.) στα Ακοβίτικα ενισχύει τις περιγραφές του Ξενοφώντα, του Στράβωνα και του Παυσανία που μιλούν για παραθαλάσσια, ζαθέη (καλοχτισμένη) και αλίμενη πόλη και αποδυναμώνουν τους ισχυρισμούς των E. Pernice (1894) και Natan Valmin (1930), ότι οι αρχαίες Φαρές έπρεπε να αναζητηθούν στο Ελαιοχώρι (Γιάννιτσα) επειδή υπέθεταν ότι η παραλία θα είχε μετακινηθεί λόγω προσχώσεων κατά αρκετά χιλιόμετρα.

Μεγάλη εξέλιξη στην τοποθέτηση της ακρόπολης των αρχαίων Φαρών στο Κάστρο της Καλαμάτας έφεραν τα ευρήματα των W. McDonald και H. Simpson (1959 και 1964). Μετά από έρευνες που έκαναν, έφεραν στο φως θραύσματα αγγείων της υστεροελλαδικής ΙΙΙ εποχής (1200-1100 π.Χ.) στη νότια πλευρά της ακρόπολης αλλά και λαξευτό τάφο της ίδιας χρονολόγησης στη μικρή λοφοσειρά “Τούρλες” στα ανατολικά του κάστρου. Στις Τούρλες και ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης συνέλεξε αργότερα (1966), θραύσματα μικρών πήλινων αναθηματικών πλακών, πιθανώς του ιερού των Ηρώων Ιατρών Νικόμαχου και Γόργασου.

Στην ίδια περίπου εποχή και στις εργασίες της διαμορφώσεως της πλατείας του μητροπολιτικού ναού της Υπαπαντής του Σωτήρος, μεταξύ του ναού και του μητροπολιτικού μεγάρου βρέθηκαν τυχαία και στη συνέχεια ανασκάφηκαν με προσοχή ευρήματα των ελληνιστικών ή υστερορρωμαϊκών χρόνων. Ο τότε έφορος αρχαιοτήτων Νικόλαος Γιαλούρης έφερε στο φως τοίχους κάποιου μεγάλου δημόσιου οικοδομήματος, πιθανώς γυμνασίου, καθώς και σύστημα αποχέτευσης και πήλινα αγγεία. Ολα αυτά τα ευρήματα περιφερικά του κάστρου, τονίζουν την αναγκαιότητα συστηματικής μελέτης και του χώρου στο εσωτερικό του, όπου όπως φαίνεται ήταν η κυρίως ακρόπολη των αρχαίων Φαρών.

Αυτή η πόλη και η ακρόπολή της, μετά τη λεηλασία της από τον Κόνωνα και το Φαρνάβαζο, παρήκμασε και παρέμεινε στην αφάνεια για αρκετούς αιώνες. Με το όνομα Φαρές εμφανίζεται για τελευταία φορά στο “Συνέκδημο” του Ιεροκλή, στην εποχή του Ιουστινιανού το 532 μ.Χ. Στη βυζαντινή εποχή, άγνωστο ακριβώς πότε, σίγουρα όμως πριν τον 8ο αιώνα αφού την εποχή του Σταυράκιου υπήρχε οχύρωση, στη θέση της ακρόπολης χτίστηκε βυζαντινό κάστρο που χρησίμευε στην άμυνα της πόλης αλλά και σαν ορμητήριο των αυτοκρατορικών στρατευμάτων στην προσπάθειά τους να καθυποτάξουν τους Σλάβους του Ταϋγέτου. Είναι πιθανό μάλιστα ότι στην ίδια εποχή ενισχύθηκε ο πληθυσμός της από μετακινηθέντες ελληνικούς πληθυσμούς που έφθασαν εδώ από την Αλαγονία, την Τριφυλία αλλά και την περιοχή του Ζυγού. Αυτοί τότε εγκατέλειψαν τις εστίες τους πιεζόμενοι από τους νεοφερμένους Σλάβους και Αλβανούς.

Κατάλοιπα αυτής της εποχής είναι το ναΰδριο της Παναγίας της Καλομάτας που πιθανώς έδωσε και το όνομα στην πόλη, μια δεξαμενή (γιστέρνα) καθώς και τμήματα χτισίματος του τείχους του κάστρου με “πλακάρες”, ενδεικτικό της βυζαντινής τοιχοποιίας. Για μεταφυσικούς κυρίως λόγους αλλά και για την ψυχολογική υποστήριξη της φρουράς οι βυζαντινοί συνήθιζαν να ενσωματώνουν στις επιφάνειες των οχυρών και στους ογκώδεις πύργους ιερά σύμβολα, εικονοστάσια ή και μικρούς ναούς. Αυτά καθαγίαζαν τα ευαίσθητα σημεία του οχυρού και ενίσχυαν την πίστη των φρουρών αφού έτσι είχαν συμμάχους το Σταυρό, την Παναγία και τους Αγίους. Ενα τέτοιο ναΐδριο υπήρχε και στη βάση του ογκώδους καστρόπυργου που τα ερείπιά του σώζονται πίσω από το σημερινό μικρό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Η παρουσία εκεί του ναϋδρίου παραπέμπει στη βυζαντινή κατασκευή του πύργου που μεταγενέστερα επισκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε και από τους Φράγκους σαν κατοικία των βαρόνων της Καλαμάτας. Το 1142 εμφανίζεται η νέα ονομασία της πόλης, Καλαμάτα, στο Βίο του Οσίου Νίκωνα του “Μετανοείτε”.