Τετάρτη, 22 Μαϊος 2019 21:08

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Το Κάστρο της Ζαρνάτας (Γ΄μέρος)

Γράφτηκε από τον
 ο μανιάτικος πολεμόπυργος στο κάστρο της Ζαρνάτας ήταν του Κουμουνδουράκη

ο μανιάτικος πολεμόπυργος στο κάστρο της Ζαρνάτας ήταν του Κουμουνδουράκη

 

 

Μετά την αποχώρηση των Βενετών το 1715, το κάστρο καταλήφθηκε και πάλι από τους Τούρκους. Μετά όμως τα Ορλωφικά και τον άτυχο ξεσηκωμό του 1770, με την καθιέρωση του θεσμού του μπέη της Μάνης το τέλος του 1776 και το καθεστώς της διοικητικής αυτονομίας, το κάστρο πέρασε στα χέρια των ισχυρών "γενών" της Μάνης.

Αρχικά στον Τζανέτο Κουτήφαρη, πρώτο μπέη της Μάνης, και στη συνέχεια στον Παναγιώτη Κουμουνδούρο ή Κουμουνδουράκη από το Σταυροπήγιο, τέταρτο στη σειρά μανιάτ-μπέη (1798-1803). Τότε η Ζαρνάτα έγινε στρατιωτικό και εκκλησιαστικό κέντρο σαν μητρόπολη μιας από τις τέσσερις καπετανίες της Μάνης. Ετσι τότε στην κορυφή του λόφου και στον εσωτερικό περίβολο του παλιότερου κάστρου χτίστηκαν ο τριώροφος πολεμόπυργος και η διώροφη οχυρή κατοικία με τειχισμένη αυλή και οχυρωματικούς περιβόλους.

Ενα σημαντικό γεγονός διαδραματίστηκε στην προεπαναστατική περίοδο στο κάστρο της Ζαρνάτας. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται από τον Τερτσέτη στα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αμέσως μετά την καθαίρεση του τέταρτου μανιάτ-μπεη Παναγιώτη Κουμουνδούρου ή Κουμουνδουράκη το 1803 και το διορισμό του Αντών-μπεη Γρηγοράκη σαν πέμπτου μπέη της Μάνης. Ο Αντών-μπεης για να πάρει την εξουσία είχε υποσχεθεί στην Πύλη να εξολοθρεύσει όλους τους αντάρτες της Μάνης. Ετσι, όπως γράφει ο Κολοκοτρώνης, «τρεις χιλιάδες Τούρκοι και Μανιάται, πηγαίνουν κατά του Κουμουνδουράκη Βέη τον οποίον εφθόνησε η Μάνη»...

Ο Κουμουνδουράκης προσπαθούσε να διαφύγει με 60 δικούς του από τις Κιτριές στην Καλαμάτα. Οι Καπετανάκηδες (Μαυρομιχαλαίοι), ο Παναγιώτης Μούρτζινος, ο Νικολάκης Χρηστέας και άλλοι καπετάνιοι οπαδοί του Αντών-μπεη τον καταδίωκαν. Ο Κολοκοτρώνης όμως, λόγω της φιλίας του με τους καταδιωκόμενους, προσπάθησε να τους βοηθήσει. Και συνεχίζει την αφήγησή του: «Με ημπόδιζαν να βοηθήσω τον Κουμουνδουράκην, άλλ" έπρεπε να τον βοηθήσω εξ αιτίας της φιλίας. Είχα μόνον δέκα οχτώ (...) ηθέλαμε να πιάσωμε το κάστρο του Κουμουνδουράκη τέσσαρες ώρες μακρυά από την Καλαμάτα».

Από το φθαρμένο εδώ χειρόγραφο κείμενο του Τερτσέτη φαίνεται ότι σε αυτή την καταδίωξη τραυματίστηκε ο Κολοκοτρώνης. Τότε αφήνοντας πίσω τους λάφυρα, και με τον έφιππο Κολοκοτρώνη τραυματία, οχυρώθηκαν σε έναν πύργο. Και συνεχίζει ο Κολοκοτρώνης: «Επιάσαμεν τον πύργον, και έπειτα δια νυκτός ανέβημεν εις το κάστρον του Κουμουνδουράκη». Ομως, αφού δεν κατάφεραν να βγάλουν το στουπί από το μολυσμένο πια τραύμα του Κολοκοτρώνη, αυτός πάσχοντας αναγκάστηκε να γράψει στους φίλους του Παναγιώτη Μούρτζινο και Χρηστέα που ήταν ανάμεσα στους διώκτες τους: «Με κάθε συμβιβασμό πρέπει να υπάγω στη Μάνη να γιατρευθώ…».

Πράγματι, οι φίλοι του έπεισαν τον Τούρκο Σερεμέτ-μπεη που ήταν ο διοικητής του στολίσκου που είχε αράξει από τον Αύγουστο στο Γύθειο και επικεφαλής του αποσπάσματος των Τούρκων και των Μανιατών που καταδίωκαν τον προηγούμενο μανιάτ-μπεη και τον Κολοκοτρώνη με τους δικούς τους, ότι θα πρέπει να επιτρέψει την έξοδο μερικών κλεφτών από το φρούριο της Ζαρνάτας, ώστε να αδυνατίσει η αντίσταση του Κουμουνδουράκη. Ο Σερεμέτ-μπεης αγνοώντας ότι ανάμεσα στους κλέφτες ήταν και ο καταζητούμενος Κολοκοτρώνης, επέτρεψε την έξοδο. Μετά τη φυγή του Κολοκοτρώνη και παρά τις περί του αντιθέτου συμβουλές που αυτός άφησε στον Κουμουνδουράκη, μετά από τις εγγυήσεις που του έδωσε ο Πετρούνης Μαυρομιχάλης, ο πρώην μανιάτ-μπεης συνθηκολόγησε και παραδόθηκε. Παραβιάζοντας κάθε συνθήκη ο Σερεμέτ τον πήρε αιχμάλωτο στα πλοία του και τον οδήγησε στην Κωνσταντινούπολη όπου και τον φυλάκισαν.

Από την παραπάνω περιγραφή του Κολοκοτρώνη φαίνεται καθαρά ότι ο μανιάτικος πολεμόπυργος στο κάστρο της Ζαρνάτας ήταν του Κουμουνδουράκη. Με αυτές τις προσθήκες η όψη του παλιότερου μεσαιωνικού κάστρου αλλοιώθηκε σημαντικά. Στη θέση του παλιότερου Ναού του Αγίου Νικολάου χτίστηκε το 1847 αυτός της Ζωοδόχου Πηγής. Με το πέρασμα του χρόνου και την εγκατάλειψη η φθορά στο οχυρό έγινε μεγαλύτερη. Οι προμαχώνες κατεδαφίστηκαν και στα τείχη υπάρχουν σημαντικά ρήγματα και ελλείμματα μέχρι τα αρχαιοελληνικά θεμέλια. Στη νοτιοανατολική γωνιά του περιβόλου, εκεί όπου υπήρχε η μια από τις δυο εισόδους του κάστρου, το τείχος κατεδαφίστηκε την περίοδο του πρόσφατου εμφυλίου πολέμου (1945-49) για να ενισχυθεί η άμυνα του με συρματόπλεγμα αφού το παλιότερο κάστρο και το μανιάτικο οχυρό συγκρότημα είχε γίνει κρησφύγετο των ανταρτών των γειτονικών χωριών Σταυροπήγιο (Βαρούσι) και Μάλτα. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά ήρθε και ένας σεισμός το 1947 να ολοκληρώσει τις καταστροφές στο παλιότερο κάστρο αλλά και στον τριώροφο μανιάτικο πύργο του Κουμουνδούρου. Περιγραφές για αυτό το τειχισμένο συγκρότημα της Ζαρνάτας άφησαν οι περιηγητές O. M. Baron de Stackelberg, C. R. Cockerell, B. De St Vincent.

Μια περιγραφή του μεταεπαναστατικού κλίματος στην περιοχή δίνεται γλαφυρά από το Bory de Saint-Vincent του τμήματος φυσικών επιστημών της Γαλλικής Expédition Scientifique du Morée μετά την επίσκεψή τους στον καπετάνιο της Ζαρνάτας ή του Κάμπου, Αθανασούλη Κουμουνδουράκη:

«Ηταν ντυμένος στα χρυσοκέντητα βελούδα και στα γουναρικά. Εμοιαζε περισσότερο με Τούρκο βεζύρη παρά με Ελληνα. Τον φρουρούσε στον πύργο ένας φοβερός αγριόσκυλος, σωστό λιοντάρι, που γνώριζε μόνο το αφεντικό του και δεχόταν τροφή μόνο από ένα κορίτσι του σπιτιού. Αν τολμούσε άλλος μα ζυγώσει τον ξέσχιζε. Τη νύχτα ο μολοσσός αγρυπνούσε πλάι στον καπετάνιο. Κάθε αυγή έμπαινε το κορίτσι, αλυσόδενε τον σκύλο και τον οδηγούσε στο ενδιαίτημά του όπου του έδινε για πρωινό ένα ολόκληρο αρνί. Ετσι δεν είχε ανάγκη από ένοπλους φρουρούς ο Κουμουνδουράκης.

Ηταν 35 χρόνων, με κατάλευκο δέρμα και είχε πολύ κακή φήμη. Αιχμαλώτιζε ταξιδιώτες και τους φυλάκιζε στο υπόγειο δεσμωτήριο, στη "γούβα" του πύργου, για να εισπράξει λύτρα. Ο τελευταίος του άθλος ήταν η απαγωγή με δόλο των προεστών της Καλαμάτας. Τους κάλεσε, αμέσως μετά την εισβολή του Ιμπραήμ, να μελετήσουν κοινά μέτρα για την αντιμετώπιση του εχθρού. Αλλά κατά τη συνάντηση τους αιχμαλώτισε και αξίωσε 6.000 τάληρα για να τους ελευθερώσει. Και να πως δικαιολογούσε την πράξη του:

- Θα τα έπαιρνε ο Ιμπραήμ και θα χάνονταν. Εγώ τα γλύτωσα και ωφέλησα την πατρίδα. Πλήρωσα με αυτά στρατιώτες».

[Το κείμενο προέρχεται από τον πέμπτο τόμο: «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21» του Κυριάκου Σιμόπουλου.]

Ακαπνο ή όχι το οχυρό της Ζαρνάτας, τέσσερα μίλια μακριά από τις ανατολικές ακτές του Μεσσηνιακού, ατενίζει τον Κάμπο θυμίζοντας πολλές ιστορικές στιγμές της έξω Μάνης. Ο έφηβος Νέστορας από το μυκηναϊκό βασίλειο της Πύλου και ο γιος του Ασκληπιού Μαχάων, οι Παλαιολόγοι, ο Evliya Çelebî, ο Κοσμάς Γερακάρης και οι Μαλτέζοι πειρατές του Crevilliers, ο Francesco Morosini και ο Παύλος Μακρής, ο provveditor Pietro Bembo και ο Λιάκο Δόξας, οι Κουμουντουράκηδες και ο τραυματίας Κολοκοτρώνης, οι αντάρτες του εμφύλιου και οι διώκτες τους πέρασαν πάνω αυτό το χαμηλό λόφο με το ταπεινό "φρούριον που περιβάλλεται από τείχη ημιτελή"…