Δευτέρα, 02 Σεπτεμβρίου 2019 15:03

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Το Παλιοναβαρίνο (A' μέρος)

Γράφτηκε από τον
Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Το Παλιοναβαρίνο (A' μέρος)

 

Πηγαίνοντας κανείς σήμερα στο Μουσείο της Στοάς του Αττάλου, στην αρχαία αγορά της Αθήνας, ανάμεσα στα άλλα μπορεί να δει και μια ασπίδα που εκτίθεται εκεί και φέρει την αναθηματική επιγραφή:

«ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΑΠΟ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΕΚ ΠΥΛΟΥ»

Αυτή ήταν μια από τις πολλές ασπίδες που είχαν αναρτήσει οι Αθηναίοι στην Ποικίλη Στοά, που δεν υπάρχει σήμερα αφού από εκεί πέρασε ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, δίπλα στην Αγορά. Οι ασπίδες αυτές είχαν αναρτηθεί εκεί σαν κτέρισμα αλλά και καύχημα της μεγάλης τους νίκης στη μάχη της Σφακτηρίας. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και η ασπίδα του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα. Ο στρατηγός Δημοσθένης, παππούς του γνωστού Αθηναίου ρήτορα, την άνοιξη του 425π.Χ. είχε καταλάβει την οχυρή θέση του όρμου του Κορυφασίου, στην ακρόπολη της Πύλου, σαν αντιπερισπασμό στην προσπάθεια κατάληψης της Αθήνας από το στρατό του Σπαρτιάτη βασιλιά Αγη. Από εκεί, ο Δημοσθένης εξαπέλυε τις «δυνάμεις καταδρομών» του, δηλαδή μικρά σώματα ατάκτων μαζί με Πύλιους επαναστατημένους είλωτες, που έφερναν μεγάλη φθορά στους Σπαρτιάτες της ενδοχώρας. Ετσι, ανάγκασε τη Σπάρτη να στείλει στρατό και στην κατεχόμενη Μεσσηνία, αποδυναμώνοντας με τον τρόπο αυτό την πολιορκία της Αθήνας.

Πάνω στα θεμέλια μιας παλιάς πελασγικής οχύρωσης, κατά την κατοίκηση της Πύλου του Κορυφασίου, μετά την καταστροφή της ομηρικής Πύλου στο λόφο του Ανω Εγκλιανού, είχε χτιστεί οχυρή ακρόπολη με το Ιερό της Κορυφασίας Αθηνάς. Σε αυτήν τη βραχώδη και απόκρημνη κορυφή της ακρόπολης της Πύλου λοιπόν, οχυρώθηκαν Αθηναίοι και ήταν σχεδόν απρόσβλητοι. Οι Σπαρτιάτες, αφού ήλθαν με αρκετές δυνάμεις στην περιοχή, προσπάθησαν, υπό τις διαταγές του στρατηγού Βρασίδα, να καταλάβουν με απόβαση την οχυρή θέση και να διώξουν τους Αθηναίους.

Παράξενο θέαμα. Οι Αθηναίοι στη στεριά και οι Σπαρτιάτες από τη θάλασσα! Στην κοπιαστική αυτή προσπάθεια της απόβασης από τα πλοία για την κατάληψη του οχυρού, ο Βρασίδας γλίστρησε και, αφού χτύπησε στο κεφάλι του, έχασε τις αισθήσεις του αλλά και... την ασπίδα του. Η οχυρή ακρόπολη του Κορυφασίου αλλά και η ασπίδα του Βρασίδα έμειναν στα χέρια των Αθηναίων. Λίγο αργότερα, τον Αύγουστο του 425 π.Χ., οι Αθηναίοι αφού ενισχύθηκαν με τρεις τριήρεις του Κλέωνα κατάφεραν να αποκλείσουν τον Σπαρτιάτη στρατηγό Επιτάδα με 292 οπλίτες, από τους οποίους οι 120 ήταν Σπαρτιάτες, στη βόρεια κορυφή της Σφακτηρίας, ακριβώς απέναντι από την ακρόπολη του Κορυφασίου. Εκεί, μετά από αποκλεισμό εβδομήντα δύο ημερών, οι Σπαρτιάτες παραδόθηκαν αφού ο Επιτάδας ήταν πια νεκρός. Η παράδοση έγινε στο στρατηγό Κλέωνα. Ομως εμπνευστής αυτού του ανορθόδοξου πολέμου και της τελικής νίκης των Αθηναίων ήταν ο νεαρός στρατηγός Δημοσθένης. Η διήγηση του Θουκυδίδη για τον έβδομο χρόνο του πολέμου, στο τέταρτο βιβλίο της «Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου» είναι απλή, δραματική, λιτή και ωμή:

«...Οι δε (Σπαρτιάτες) καθ’ εαυτούς βουλευσάμενοι τα όπλα παρέδωσαν και σφας αυτούς. Και ταύτην την ημέραν και την επιούσαν νύκτα εν φυλακή είχον αυτούς οι Αθηναίοι· τη δε υστεραία οι μεν Αθηναίοι τρόπαιον στήσαντες εν τη νήσω τάλλα διεσκευάζοντο ως ες πλουν και τους άνδρας τοις τριηράρχοις διεδίδοσαν ες φυλακήν, οι δε Λακεδαιμόνιοι κήρυκα πέμψαντες τους νεκρούς διεκομίσαντο».

Το οχυρό των αποκλεισμένων Σπαρτιατών στην ψηλότερη κορυφή της Σφακτηρίας, στη θέση Αϊ-Λιάς, διατηρήθηκε για αιώνες, μέχρι την πρόσφατη ιταλική κατοχή. Τότε οι Ιταλοί κατέστρεψαν το οχυρό του Επιτάδα και των ανδρών του. Κατά τον Θουκυδίδη, που είχε επισκεφθεί την περιοχή, αυτή η θέση διέθετε και κυκλώπειες πελασγικές οχυρώσεις, πολύ παλιότερες της εποχής του Πελοποννησιακού πολέμου (Ξυγγραφή Δ΄).

Μετά την παράδοσή τους, οι Σπαρτιάτες πρότειναν ανακωχή και ειρήνη με ιδιαίτερα βαρείς γι’ αυτούς όρους. Ομως οι υπερόπτες Αθηναίοι δεν δέχθηκαν την προτεινόμενη ειρήνη και έτσι συνεχίστηκαν τα δεινά του Πελοποννησιακού πολέμου. Η ασπίδα του Βρασίδα, μαζί με πολλές άλλες από τους παραδοθέντες Σπαρτιάτες, στόλισε την Ποικίλη Στοά της Αγοράς των Αθηναίων. Η ασπίδα που βλέπουμε σήμερα στο Μουσείο της Στοάς του Αττάλου δεν πρέπει βέβαια να συνδέεται απαραίτητα με τον Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα.

Η οχυρή θέση της ακρόπολης του ακρωτηρίου Κορυφασίου, που περιέγραψε και ο Παυσανίας στο πέρασμα του από την περιοχή περίπου το 160μ.Χ., κατά τη διαδρομή των αιώνων και τις κοινωνικές και κυρίως θρησκευτικές ανακατατάξεις υποβαθμίστηκε, εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε.

Το 1286, ο Φράγκος Nicola II de Saint Omer, ο γερο-Νικόλας της Κουγκέστας [«Το Χρονικόν του Μορέως»], βάιλος του Μοριά και δεύτερος σύζυγος της Αννας-Αγγελίνας Κομνηνής, χήρας του Guillaume II, de Villehardouin, ήλθε στην περιοχή της Πυλίας που ήταν προίκα της γυναίκας του. Ο Guillaume II, de Villehardouin ή Καλαμάτης ή και Μακρυδόντης ήταν ο δεύτερος γιος του Geoffroy I de Villehardouin. Μετά το θάνατο του πατέρα τους, ανέλαβε τη βαρονία της Καλαμάτας ο αδελφός του Geoffroy II. Μετά από αυτόν ανέλαβε ο δημοφιλής Guillaume II, ο πρώτος από τους Φράγκους άρχοντες που γεννήθηκε στην Καλαμάτα (γι’ αυτό ονομαζόταν και Καλαμάτης) και μιλούσε άπταιστα ελληνικά. Η αποδοχή του Guillaume II ήταν μεγάλη και ο σεβασμός προς τη χήρα του αλλά και το νέο σύζυγό της, το Nicola II de Saint Omer, ανάλογος. Ο Nicola II έχτισε πρώτα στην άγνωστη σήμερα περιοχή του Μανιατοχωρίου, ένα μικρό καστέλι για τη φύλαξη της περιφέρειας των χωριών της Πύλου, που ανήκαν στη νέα σύζυγό του.

« στην χώραν του Μανιατοχωρίου, έναν μικρόν καστέλλιν

διά φύλαξιν του τόπου του κατά των Βενετίκων»…

[«Το Χρονικόν του Μορέως» κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης, στίχοι 8094-95]

 

Αμέσως μετά, το 1287, σε έκταση περίπου πενήντα στρεμμάτων, γύρω αλλά και νότια από την αρχαία ακρόπολη του Κορυφασίου, θεμελίωσε το φρούριο που βλέπουμε σήμερα πάνω από τον όρμο του Ναβαρίνου, στο Port de Jonc (το λιμάνι του σχίνου) των Φράγκων. Με προφανή ανακύκλωση δομικών υλικών από τις πελασγικές οχυρώσεις, από το κατεστραμμένο ιερό της Κορυφασίας Αθηνάς αλλά και από τα κτήρια της κλασικής, ρωμαϊκής και βυζαντινής Πύλου που σήμερα βρίσκεται βυθισμένη στο Ντιβάρι, χτίστηκε το κάστρο του Παλιοναβαρίνου, το Zunchio των Φράγκων. Οι όποιες προσθήκες από τους Βενετούς ή και τους Τούρκους δεν μπορούν σε τίποτα να αλλοιώσουν τον φράγκικο χαρακτήρα του οχυρού. Η κάτοψή του έχει σχήμα τετραπλεύρου και χωρίζεται σε δυο περιβόλους, τον ανατολικό και το δυτικό. Στο δυτικό τμήμα, όπου πρέπει να ήταν και η θέση της ακρόπολης της κλασικής Πύλου, χτίστηκε ο καστρόπυργος του Nicola II de Saint Omer, που αργότερα έγινε το διοικητήριο και για τους μετέπειτα κυρίους του κάστρου. Στον ανατολικό περίβολο ήταν ο κυρίως οικισμός, πυκνοκατοικημένος όπως δείχνουν τα ερείπια των κτισμάτων που μπορεί να αναζητήσει, ανάμεσα σε πυκνή θαμνώδη βλάστηση και δέντρα, ο σημερινός επισκέπτης. Πυκνή και η δόμηση, λόγω της μεγάλης ασφάλειας που παρείχε το κάστρο αλλά και του αναπτυγμένου εμπορίου που υπήρχε εκεί στην περίοδο της ακμής του.

Από τον Τούρκο περιηγητή του 17ου αιώνα, Evliya Çelebî, αυτά τα ερείπια, τότε ήταν ογδόντα μικρά και στενά σπίτια, ένα τζαμί και πέντε μαγαζιά. Οταν επισκέφθηκε το κάστρο ο Pouqueville το 1816, μαζί με την εικόνα παρακμής που παρουσιάζει δίνει και την ταυτότητα στα δυο από τα πέντε μαγαζιά του κάστρου:

«Σήμερα το Ναβαρίνο δεν διαθέτει πια παρά μόνο τέσσερις ετοιμόρροπους προμαχώνες, εφοδιασμένους με σιδερένια κανόνια χωρίς κιλλίβαντες, κάτι που δεν εμποδίζει το οχυρό να συγκαταλέγεται στις οχυρές πόλεις, που διαθέτουν τους γενίτσαρους, τους κανονιέρηδες και τους βομβαρδιστές τους και που στα χρόνια μου είχαν σαν διοικητή στρατιάς ένα φούρναρη κι έναν κουρέα, που συντηρούσαν συγχρόνως, φούρνο και κουρείο στο παζάρι».

Κύριο πρόβλημα του σχεδόν απρόσβλητου οχυρού, που η κεντρική του πύλη ατενίζει το απέραντο Ιόνιο, ήταν η υδροδότησή του. Αναφέρεται ότι οι κατά καιρούς κάτοικοί του εκπαίδευαν γαϊδούρια που πάνω στα σαμάρια τους είχαν φορτωμένα μικρά βαρέλια για νερό. Τα γαϊδούρια κατέβαιναν ασυνόδευτα στο πέρασμα, στο στενό της Συκιάς, στο πηγάδι που υπάρχει και σήμερα από τη ρωμαϊκή εποχή, δίπλα στην αποβάθρα, κοντά στις λεύκες, απέναντι από τη βόρεια πλευρά της Σφακτηρίας. Εκεί κάποιος υπεύθυνος υδρονομέας τα φόρτωνε με νερό κι αυτά πάλι ασυνόδευτα, πήγαιναν το καθένα μόνο του στο σπίτι του αφεντικού του. Από αυτή την καθημερινή αναγκαιότητα προέρχεται και η τοπική έκφραση «έξυπνοι σαν τα γαϊδούρια του Ναβαρίνου».


NEWSLETTER