Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου 2019 14:00

Η κατάστρωση της ανικανότητας προς καταλογισμό στον Ποινικό Κώδικα

Γράφτηκε από την

Της Βασιλικής Ι. Σγάντζου*

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Υπάρχει μία εγγενής ασυμβατότητα ανάμεσα στις έννοιες του Νόμου και της Υγείας. Ο μεν Νόμος είναι μία κοινωνική κατασκευή, εν πολλοίς αυθαίρετη, η οποία οφείλει να είναι σαφής και ακριβής. Τα δε φαινόμενα του χώρου της Υγείας είναι κατεξοχήν βιολογικά φαινόμενα , αυθύπαρκτα που μολονότι η ανθρώπινη δραστηριότητα τα περιγράφει, δεν τα θεσμοθέτησε κάποιο έλλογο όν. Αυτή η ασυμβατότητα αποτελεί τον γενεσιουργό λόγο ορισμένων προβλημάτων που αναδύονται, όταν αντιμετωπίζονται ζητήματα, που εμπλέκουν ταυτόχρονα τόσο επαγγελματίες του χώρου της υγείας όσο και επαγγελματίες του νομικό-δικαιικού συστήματος. Μία πρώτη σύγκλιση επέρχεται από το γεγονός ότι τόσο το σύστημα της υγείας, όσο και του ποινικού δικαίου καλούνται να αντιμετωπίσουν και τη φαινομενολογία των ψυχικών (ψυχοσωματικών συμπεριλαμβανομένων) διαταραχών υπό το πρίσμα της εκδήλωσης άδικης, εγκληματικής συμπεριφοράς που δύναται να έχει ως επακόλουθο και που η Κοινωνία οφείλει να ψέξει. Έτσι, θεωρείται ότι μπορούν να χαρακτηρισθούν αμφότερες από το γεγονός ότι κωδικοποιούν «κοινωνικά αποδεκτή ανθρώπινη συμπεριφορά».

ΙΙ. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ

Η αρχή της ενοχής (nullum crimen sine culpa), η οποία κατά την κρατούσα σε επιστήμη και νομολογία άποψη προσδιορίζεται με αξιολογικά κριτήρια, έλκει την ισχύ της από το ίδιο το Σύνταγμα και συγκεκριμένα από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στον Ποινικό Κώδικα, ήδη από τη θέσπισή του το 1950 αλλά ακόμη και σήμερα κατόπιν της τροποποίησής του με τον Ν. 4619/2019, απαγορεύεται η επιβολή ποινής στα ακαταλόγιστα άτομα. Όταν δε η ψυχική ή πνευματική διαταραχή δεν οδηγεί σε ολική άρση του καταλογισμού αλλά σε ουσιώδη μείωσή του προβλέπεται επίσης ειδική μεταχείριση.

ΙΙΙ. ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Όλες οι λειτουργίες του οργανισμού μας ρυθμίζονται από το Νευρικό Σύστημα, το οποίο επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Ο τρόπος λειτουργίας του εγκεφάλου και η αλληλεπίδραση των ημισφαιρίων είναι σημαντικοί παράμετροι για την κατανόηση της επίδρασης του στην ανθρώπινη συμπεριφορά και την ψυχική σφαίρα. Ο εγκέφαλος, ως το οργανικό υπόβαθρο που είναι υπεύθυνο για την εκδήλωση της επιθετικής συμπεριφοράς, αποτέλεσε το αντικείμενο έρευνας πολλών νευροφυσιολόγων , ενώ μέχρι και σήμερα έχουν καταγραφεί διάφορες εγκεφαλικές παθήσεις οι οποίες έχουν σχέση με επιθετικές συμπεριφορές. Η επιθετική συμπεριφορά από την εξελιγκτική βιολογική οπτική έχει συγκεκριμένο ρόλο. Διάφορες ψυχικές διαταραχές μπορούν να ενέχονται στην εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς, όπως ψυχωσικές διαταραχές, διαταραχές προσωπικότητας ή διαταραχές προκαλούμενες από εγκεφαλική βλάβη.
Η επιθετικότητα , ωστόσο, αυτή καθεαυτή δε σχετίζεται ειδικώς με καμία από τις ως άνω. Ένας διαχωρισμός που έχει σημασιολογικό πρόσημο για τη διερεύνηση των μηχανισμών επιθετικότητας είναι αυτός μεταξύ παρορμητικών και σχεδιασμένων βίαιων άδικων πράξεων. Καταρχήν, ένας άνθρωπος, ακόμη κι ένας ψυχικά πάσχων, μπορεί να διαπράξει τόσο προσχεδιασμένες πράξεις (πχ ανθρωποκτονία εκ προμελέτης ή παιδοκτονία με δόλο α’ βαθμού) όσο και παρορμητικές πράξεις (πχ ανθρωποκτονία εν βρασμώ ψυχικής ορμής ή παιδοκτονία κατόπιν κατάφασης επιλόχειας κατάθλιψης). Εντούτοις, το πότε αυτές θα είναι τελικά άδικες απαντάται από τον ισχύον ποινικό κώδικα.

ΙV. Ο ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

Ο ισχύων ελληνικός Ποινικός Κώδικας αποδεχόμενος την άποψη ότι η ύπαρξη της ικανότητας προς καταλογισμό αποτελεί την κανονική περίπτωση καταλογισμού μίας άδικης πράξης στον δράστη, ακολουθεί τη ρύθμισή της με αρνητική μορφή, καθορίζοντας τις περιπτώσεις που υπάρχει ανικανότητα προς καταλογισμό. Έτσι, θα έλεγε κανείς πως η ικανότητα προς καταλογισμό εμφανίζεται ως μη-ανικανότητα για καταλογισμό. Ορίζεται ως η ψυχική εκείνη κατάσταση του πνευματικώς υγιούς ανθρώπου, που έχει αδιατάρακτη συνείδηση. Έτσι, ο Ποινικός Κώδικας δεν καθορίζει τι είναι η ικανότητα προς καταλογισμό, αλλά ποιοι είναι οι λόγοι εκείνοι που αποκλείουν ή ελαττώνουν αυτήν την ικανότητα, όπως ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 34 και 36 του Ποινικού Κώδικα. Ανάμεσα στις τρεις νομοθετικές δυνατότητες για την ρύθμιση της ικανότητας για καταλογισμό, ο ισχύον ποινικός κώδικας επιλέγει την μικτή ή σύνθετη μέθοδο και τούτο διότι σύμφωνα με την άρχουσα γνώμη που καλύπτει και τους χώρους της ψυχιατρικής και ψυχολογίας, αποτελεί τη σχετικά καλύτερη λύση σε επίπεδο δικαιοσύνης.

Το άρθρο 34 του Ποινικού Κώδικα όπως ισχύει σήμερα εν έτει 2019 υπό τον τίτλο «Ανικανότητα προς καταλογισμό» σε αντικατάσταση του προηγούμενου «Διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης» έχει ως ακολούθως: «Η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης κατά τον χρόνο τέλεσής της, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.». Αντιστοίχως το άρθρο 36 ορίζει πως «1. Αν εξαιτίας κάποιας από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό, επιβάλλεται μειωμένη ποινή (άρθρο 83). 2. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση υπαίτιας κατά την έννοια του άρθρου 35 πρόκλησης της μειωμένης ικανότητας.» Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Νέου Ποινικού Κώδικα, στο άρθρο 34 φαίνεται να έχουν ενταχθεί τρεις κατηγορίες δραστών, ήτοι εκείνοι που έχουν κάποια ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή διατάραξη της συνείδησης για οποιοδήποτε λόγο. Για την άρση του καταλογισµού υιοθετείται, όπως και στην προϊσχύουσα διάταξη το µικτό σύστηµα. Στο άρθρο 36 επαναλαµβάνεται η προϊσχύουσα διάταξη, µε τις αλλαγές που έχουν ενσωµατωθεί στο άρθρο 34, στο οποίο και παραπέµπει. Η ουσιώδης διαφοροποίησή της από την προϊσχύουσα διάταξη εντοπίζεται στην παρ. 2, βάσει της οποίας η πλήρης ποινή δεν απειλείται µόνο για την περίπτωση που ο µειωµένος καταλογισµός προκλήθηκε από υπαίτια µέθη, αλλά για οποιαδήποτε υπαίτια διατάραξη της συνείδησης. Σε κάθε περίπτωση αξίζει να σημειώσουμε πως η ύπαρξη ή µη υπαιτιότητας οριοθετείται από τους όρους του άρθρου 35 , βάσει του οποίου καθίσταται αναγκαία η διαπίστωση της «διπλής» υπαιτιότητας τόσο για την διατάραξη της συνείδησης όσο και για την τέλεση της αξιόποινης πράξης.

Το άρθρο 34 ΠΚ φαίνεται πως διατηρεί την έκφραση «διατάραξη της συνείδησης». Στην Κλινική Ψυχιατρική οι διαταραχές της συνείδησης συνήθως αποτελούν κλινική έκφραση οξείας οργανικής βλάβης του εγκεφάλου. Φαίνεται πως με τον όρο αυτό, υπονοούνται κυρίως καταστάσεις που μολονότι δε θεωρούνται νοσηρές, επηρεάζουν την ικανότητα του ατόμου να αντιλαμβάνεται και να επεξεργάζεται νοητικά το πραγματικό γίγνεσθαι. Εδώ, θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν η αλλοίωση του επιπέδου συνείδησης, όπως και καταστάσεις που προκαλούνται από οργανικές ή ψυχοπιεστικές επιδράσεις. Από την ανάγνωση του άρθρου φαίνεται πως ο νομοθέτης προσδιορίζει με αρκετή ευρύτητα τις ψυχιατρικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις , που δύνανται να οδηγήσουν σε άρση του καταλογισμού. Οι εκφράσεις « δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί» και «δεν είχε την ικανότητα να ενεργήσει» που διατηρούνται στο ισχύον ποινικό δίκαιο φαίνεται πως εκ προοιμίου οδηγούν σε ορισμένα ερμηνευτικά προβλήματα, με την έννοια ότι φαίνεται πως είναι ανύπαρκτη η εγκεφαλική ή η σωματική λειτουργία που θα προκαλούσαν το αποτέλεσμα. Επίσης, στις περισσότερες περιπτώσεις η ικανότητα αντίληψης ή ενέργειας δεν είναι ανύπαρκτη, αλλά σαφώς επηρεασμένη. Ίσως, ο νομοθέτης δεν ήθελε να περιορίσει την προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 34 στις περιπτώσεις κυριολεκτικής μη δυνατότητας αντίληψης και ενέργειας.

Καταλήγοντας, ενδεικτικώς ο δράστης θα μπορούσε να θεωρηθεί ακαταλόγιστος στις περιπτώσεις που παρουσιάζει ψυχωσική διαταραχή με παραγωγικά συμπτώματα, όπως παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις, και αποδιοργανωμένος λόγος, που αλλοιώνουν την πραγματικότητα ή όταν πάσχει από νοητική καθυστέρηση ή έκπτωση των νοητικών λειτουργιών σε σημείο που αδυνατεί να κατανοήσει το περιεχόμενο βασικών εννοιών ή ειδικών εννοιών που συνδέονται με την ειδική υπόσταση των αδικημάτων που διαπράττει ή εν γένει όταν δε μπορεί να κατανοήσει ότι η πράξη του αποδοκιμάζεται από το δίκαιο.

Εκτός από την έλλειψη προς καταλογισμό, όπως αναφέρθηκε, ρυθμίζεται στον Ποινικό Κώδικα και η κατάσταση μειωμένου καταλογισμού. Στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συντρέχει το υπό κρίση άρθρο 36 του ΠΚ όταν ο δράστης παρουσιάζει νοητική έκπτωση σε βαθμό που του επιτρέπει να έχει μία αδρή αντίληψη του άδικου χαρακτήρα της πράξης, περιορίζοντας,όμως, σημαντικά τη δυνατότητα κατανόησης όλων των παραμέτρων ή όταν παρατηρείται αιφνίδια έξαρση ενός συναισθήματος ή ενός αισθήματος με δυσάρεστη χροιά, μιας παρόρμησης, όταν προβαίνει στην άδικη πράξη κατόπιν εκδήλωσης έντονου φόβου, πόνου, άγχους ή οργής.
Πάντως, για να τύχουν εφαρμογής τα υπό κρίσην άρθρα θα πρέπει,, βάσει και της μικτής μεθόδου, να υπάρχει αιτιώδης αλληλουχία ανάμεσα στο «βιολογικό» εύρημα και το «ψυχολογικό» επακόλουθο ενόψει της συγκεκριμένης πράξεως. Κάνουμε, δηλαδή, λόγω για ένα «κατασκεύασμα δύο ορόφων». Οι βιολογικοί λόγοι που εξαντλητικά περιγράφονται στον νόμο, διαζευκτικά αναφερόμενοι, αποτελούν την εισαγωγική πύλη, με το πέρασμα της οποίας καταλήγουμε στο ψυχολογικό εκείνο επακόλουθο αυτών, απαντώντας ποιες είναι οι ψυχικές εκείνες συνέπειες των βιολογικών παραγόντων πάνω στην ικανότητα συμμορφώσεως κατά τον χρόνο τέλεσης της άδικης πράξης. Μόνο τότε κάνουμε λόγο για ολική ή μερική άρση του καταλογισμού.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η περίοδος του άκρατου βιολογικού αναγωγισμού, που διανύει ο κλάδος της Ψυχιατρικής σήμερα, τείνει να προσδώσει στη λειτουργία του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος νευραλγικό ρόλο για την ερμηνεία της αιτιοπαθογένειας πλήθους ψυχικών διαταραχών. Όμως, τελικά, κι αυτή μοιάζει να αποτελεί μία μονοδιάστατη προσέγγιση ενός πολύπλοκου φαινομένου. Σημαντικό επίσης πρόβλημα εμφανίζει το ζήτημα της αρμοδιότητας in foro του ψυχιάτρου-πραγματογνώμονα και της συνεργασίας του με το δικαστήριο, ήτοι όπως αναφέρθηκε και αρχικά της σχέσης του κλάδου της Υγείας με την Επιστήμη του Δικαίου. Η έννοια του ακαταλόγιστου, νομικής προέλευσης και φύσης, γεννά ερωτηματικά ως προς τον πραγματικό της χαρακτήρα, τον οποίο έρχεται στην πράξη να προσδιορίσει εννοιολογικά η Ψυχιατρική μέσω του Ψυχίατρου Πραγματογνώμονα ως «βοηθού» δικαστού στο πλαίσιο της ποινικής δίκης.

Η αναγνώριση του κλάδου της Δικαστικής Ψυχιατρικής πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Δεν πρέπει να καταλογίζεται στον δράστη η πράξη του ενόσω δεν έχει το νομικά επιβαλλόμενο minimum υπευθυνότητας που εμφανίζει η ιδεατή μονάδα του μέσου ανθρώπου. Επειδή δε ο δικαστής δε διαθέτει τον ειδικό εκείνο «εξοπλισμό» σε γνώσεις, κρίνεται απαραίτητη η αρωγή του πραγματογνώμονα – ψυχιάτρου. Αυτή η επικοινωνία μεταξύ των επιστημών κρίνεται αναγκαία και επιβεβλημένη ειδάλλως ρισκάρουμε να καταλήξουμε εν τέλει σε ουσιαστικά αυθαίρετες δικαστικές κρίσεις, χωρίς καμία επιστημονική βαρύτητα.

* Η Βασιλική Ι. Σγάντζου είναι πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών, Ασκούμενη Δικηγόρος Αθηνών, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Ποινικών Επιστημών ΕΚΠΑ