Διοικητική οργάνωση της χώρας κατά την τουρκοκρατία

Η κατακτηθείσα από τους Τούρκους Ελλάδα στις 29 Μαΐου 1453, προοδευτικά μέχρι το 1460 είχε υποκύψει υπό το πέλμα του Μωάμεθ Β΄ (κατακτητή). Ο Μωάμεθ Β΄ ήταν γιος του Μουράτ Β΄ σουλτάνου της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκ της δυναστείας των Οσμανιδών, γεννηθείς το 1430 και βασιλεύσας 30 χρόνια (1451 - 1481) από ηλικίας 21 ετών μέχρι 52. Πέθανε νέος με το παράπονο ότι δεν πρόλαβε να κατακτήσει την Ιταλία και τη Ρόδο. Τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του, Βαγιαζήτ Β΄. Κατά τον Έλληνα Ίμβριο ιστορικό Κριτόπουλο, ο Μωάμεθ Β΄ ήταν «φιλέλληνας» επειδή παραχώρησε στον Έλληνα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τα λεγόμενα «προνόμια» ως εθνάρχη του Γένους των Χριστιανών και έδωσε πλήρη θρησκευτική ελευθερία και αυτονομία, παραχωρήσας σε αυτόν την ανώτατη πνευματική και δικαστική διοίκηση.

Η Ελλάς τότε διαιρέθηκε κατά το φεουδαϊκό μεσαιωνικό σύστημα σε τέσσερις γενικές διοικήσεις (Βιλαέτια), σε νομούς (Σαντζάκια), επαρχίες (Καζάδες), δήμους (Νιχαγιέδες) και κοινότητες οικισμούς (Καριέδες).

Αρχηγοί φέροντες διάφορα ονόματα Βέιδες (Μπέηδες), Βεγλέρ, βοεβόδες κλπ, είχαν την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση στις επαρχίες και τις πόλεις.

Η γη της χώρας η οποία ανήκε στους υποδουλωθέντες περιελθούσα στο Σουλτάνο «δικαιώματι δωρικτιτικό» διενεμήθη ως εξής: Άλλα εκ των ακινήτων παραχωρήθηκαν υπό του Σουλτάνου δια παντός σε αξιωματικούς Μουσουλμάνους όσοι είχαν συντελέσει δραστηρίως στην κατάκτηση της Πόλης. Άλλα με το όνομα Βακούφια (αφιερώματα) προσαρτήθηκαν σε τζαμιά (ναούς Τούρκων). Τα υπόλοιπα σχηματισθέντα σε φέουδα με το όνομα ζαΐμια και τσιφλίκια (τιμάρια) δόθηκαν σε διακεκριμένους Τούρκους, τους καλούμενους συνήθως Αγάδες και Σπαχήδες (ιππείς), που όφειλαν να συντηρούν με δικά τους έξοδα και ετοιμοπόλεμο στρατό.

Πολλοί δε εκ των ηττηθέντων που ελέγοντο ραγιάδες, διατήρησαν μικρές ιδιοκτησίες τις οποίες καλλιεργούσαν δίνοντας το 1/5 των προϊόντων τους στον τοπικό Αγά. Τα κτήματα αυτά που είχαν το δικαίωμα ζώντες να τα πουλήσουν ή να τα μεταβιβάσουν στα παιδιά τους ονομάζοντο Μούλκια.

Κατά το τουρκικό αστικό δίκαιο, τα κτήματα διαιρούντο α) σε Μιριγέ (δημόσια), β) Βακούφια (αφιερώματα σε ευαγείς σκοπούς) και γ) σε Μούλκια (ανήκοντα σε ιδιώτες).

Μερικά χωριά ορεινά, φτωχά και άκαρπα έμειναν στα χέρια των Ελλήνων, οι οποίοι όμως εθεωρούντο ως νομείς, γιατί το δικαίωμα της ιδιοκτησίας ανήκε στο Σουλτάνο. Τα χωριά αυτά ελέγοντο Κεφαλοχώρια (έχοντα ίδιαν κεφαλήν) και διατελούντα υπό την διοίκηση Ελλήνων προεστών, των λεγομένων Τουρκιστί Κοτζαμπάσηδων. (Γ. Κρέμος, τομ. Γ΄, σελ. 27-29). 

Τότε ο ορθόδοξος Ελληνισμός βρέθηκε κάτω από την κυριαρχία αλλοφύλων και αλλοθρήσκων κατακτητών και ήταν υποχρεωμένος πρωί-μεσημέρι-βράδυ να ακούει με θρησκευτική κατάνυξη και προσήλωση το Μωαμεθανό Μουεζίνη, εκπέμποντα από το ύψος του μιναρέ το διάγγελμα της πίστεως αυτών «Λα ιλλάχ, ιλ Αλλάχ, Βε Μουχαμέτ ρεσούλ Αλλάχ» (ο Θεός είναι ένας, ο Θεός και ο Μωάμεθ προφήτης του). Για τα θρησκευτικά καθήκοντα των μουσουλμάνων αρμόδιος ήταν ο Ιμάμης (αρχηγός) προεξέχων της δημόσιας προσευχής και λατρείας, β) ο Χότζας (ιεροδιδάσκαλος) ο διδάσκων τα ιερά γράμματα του Κορανίου στο λαό και τα παιδιά, γ) ο Μουεζίνης (ιεροψάλτης) ο οποίος από το μιναρέ κάθε μουσουλμανικού ναού (τζαμιού) εκφωνών μελωδικά πεντάκις της ημέρας το «Λα ιλλάχ…», καλών τους πιστούς σε προσευχή. Αυτός  έπρεπε να είναι βροντόφωνος και καλλίφωνος.

Οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί, κατά το Δαβίδ, αινούν το Θεό επτάκις της ημέρας  (ψαλμ. 118, στ. 164, όρθρος, ώρες Α, Γ, Στ, Θ, εσπερινός Μεσονυκτίου).

Κατά τον Μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο 1770 (τετράτομη γεωγραφία, τόμ. Β΄, σελ. 323), το Βιλαέτι (βιλαγιέτ) ήτο ανώτατη διοικητική διαίρεση της Σουλτανικής Αυτοκρατορίας. Ο διοικητής (γενικός) αυτού ελέγετο Βαλής, είχε τον βαθμό του Πασά (στρατηγού) συνήθως με την ευρύτατη διοικητική και στρατιωτική δικαιοδοσία του Βεζίρη (υπουργού). Περί εαυτόν είχε το Γενικόν Συμβούλιον συνεχόμενο κατ΄έτος επί 40 ημέρες εις την έδρα του Βιλαετίου και αποτελούμενο από δύο Μουσουλμάνους και δύο Χριστιανούς συμβούλους. Πρόεδρος αυτού ήτο ο Βαλής και αντιπρόεδρος ένας ανώτερος υπάλληλος του Βιλαετιού.

Το Σαντζάκι (Σαντζάκ) ήτο η πρώτη υποδιοίκηση μετά το Βιλαέτι. Κάθε βιλαέτι είχε δύο και περισσότερα Σαντζάκια (νομούς). Ο νομάρχης ελέγετο Μουτεσαρίφης. Από αυτά δε τα Σαντζάκια εξελέγοντο οι τέσσερις σύμβουλοι του Βιλαετιού.

Ο Καζάς (επαρχία) ήτο υποδιαίρεση του Σαντζακίου (του νομού), ο δε προϊστάμενος του Καζά έλεγετο Καϊμακάμης (Καϊμακάμ=έπαρχος). Είχε περιφέρεια ενός ιεροδικείου (ενός Καδή δικαστού-ιεροδίκου, προέδρου του Ιεροδικείου, δικάζοντας κατά τον ιερόν νόμον του Κορανίου. Ανώτατος βαθμός του Καδή ήτο ο Καζασκέρης (στρατοδίκης ή στρατιωτικός ιεροδίκης) και ένα βοεβόδα (εισπράκτορα των φόρων του Δημοσίου) και έναν μπουλούκμπαση (αστυνομικό).

Ο Ναχιγιές (ναχκές – δήμος) διοικούμενος υπό διοριζομένου υπό του Γενικού Συμβουλίου του Βιλαετίου προϊσταμένου ονομαζομένου Μουδίρη, ήτοι δημάρχου, έχοντος περί αυτόν αιρετούς τους Μουχτάρηδες, δύο ή περισσότερους εκ Τούρκων ή Χριστιανών ή Εβραίων, εκλεγομένων αναλόγως του πληθυσμού των κατοίκων του δήμου, οι λεγόμενοι κοτζαμπάσηδες (δημογέροντες).

Ο  Καριές (μικροσυνοικισμός, μικροχώρι, κοινότις), είχε κοινοτάρχη ένα Μποχτάρη και δύο έως τρεις Χριστιανούς ή Τούρκους ή και Εβραίους, αναλόγως του πληθυσμού της κοινότητας, συμβούλους.

Ένα Βιλαέτι απετέλεσαν η Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), η Ήπειρος και η Θεσσαλία μαζί με την Εύβοια, με έδρα τα Ιωάννινα. Το Βιλαέτι τούτο είχε πέντε Σαντζάκια ή Νομούς, ένας εκ των οποίων ήτο της κυρίως Ρούμελης, αποτελούμενος από την Ανατολική Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια με έδρα τη Χαλκίδα (Έγριπος-Εύρυπος).

Ώστε το Σαντζίκι τούτο περιλαμβάνεται τους Καζάδες α) Εύβοιας με τη Χαλκίδα, β) Αττικής με την Αθήνα, γ) Βοιωτίας με τη Λιβαδειά και τη Θήβα (ο Καζάς αυτός ήταν Βακούφι της Μέκκας) δ) της Λοκρίδας με την Αταλάντη και ε) της Φωκίδας με τα Σάλωνα (Άμφισσα) μαζί με τη Δωρίδα (Λιδωρίκι, Μαλανδρίνο) τον Έπαχτο (Ναύπακτος και το Γαλαξίδι).

Ένα Κεφαλοχώρι του Καζά της Φωκίδας που ήταν καταχωρημένο στην πλάκα της κατακτήσεως (σουλτανικό κτηματολόγιο) ως αυτοδιοίκητο ήταν η αρχαία χαράδρα (σημερινή Επτάλοφος ή Αγόριανη). Αλλά ο Μπεηζουντές των Σαλώνων Ζαΐμης περιφρονήσας το σουλτανικό φιρμάνιο, προκάλεσε τον θάνατό του και τη δολοφονία του καπετάν Δήμου Καλπούζου, πρωτοξάδελφου του οπλαρχηγού Κομνά Τράκα. (Emile le Gr;and 1893, σελ. 10).

Κατά το Γάλλο ιστορικό-φιλόλογο Κλ. Φλωριέλ (Δημοτικά Τραγούδια της σημερινής Ελλάδας, σελ. 27-29), υπήρχε προ της επαναστάσεως ανά την Ελλάδα ένα είδος της πολιτοφυλακής στην οποία έχει ανατεθεί το έργο της τηρήσεως της δημοσίας τάξεως και η καταστολή των ληστειών και βιαιοπραγιών. Η πολιτοφυλακή αυτή εμισθοδοτείτο από τον ελληνικό πληθυσμό και αποτελείτο εξολοκλήρου και δικαιωματικώς από Έλληνες. Τα μέλη αυτής της πολιτοφυλακής ονομάζοντο Αρματολοί (άνδρες ένοπλοι).

Επειδή και πολλά άτακτα στίφη ληστών και κακοποιών διέτρεχαν τότε και λεηλατούσαν τη χώρα, οι πασάδες αισθάνθηκαν ενωρίς την ανάγκη της συμπράξεως με τα εγχώρια αρματολικά σώματα. Τρία ήταν τα κέντρα των αρματολών, ο Όλυμπος, τα Άγραφα και ο Παρνασσός με την Γκιώνα. Φαίνεται ότι ο αριθμός των αρματολικιών εποίκιλε κατά καιρούς. Από τις όχθες του Αξιού ποταμού (Βαρδάρη) μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου ολίγο προ της Επαναστάσεως του 1821 ήταν 17, εκ των οποίων 10 στην Θεσσαλία και Λειβαδιά, 4 στην Αιτωλία, Ακαρνανία και Ήπειρο και άλλα 3 στη Μακεδονία (εντεύθεν του Αξιού). Επειδή συχνά κατερχόμενοι των ορέων ενεργούσαν επιδρομές στους καλλιεργημένους τόπους των Τούρκων και τους λεηλατούσαν, εξ αυτού επήραν το όνομα Κλέφτες.

 

Χρ. Γκούμας

Ιστορικός

Τελευταία ενημέρωση: 
Πέμ. 13 Δεκ. 2018 - 06:17