Διδυμότειχο: Ο έφεδρος Ανθλγος Δημήτριος Πεταλωτής στη δίνη του εμφυλίου, μέσα απ’ τις πρωτότυπες επιστολές του

Διδυμότειχο: Ο έφεδρος Ανθλγος Δημήτριος Πεταλωτής στη δίνη του εμφυλίου, μέσα απ’ τις πρωτότυπες επιστολές του

Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)

Ο Δημήτριος Πεταλωτής γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1925, ήταν τέκνο του Ευαγγέλου και της Κυράνως (το γένος Τσεκούρα Δημητρίου), είχε και μία αδελφή την Δάφνη (Δαφνούλα). Ο πατέρας του αρχικά εξασκούσε το επάγγελμα του πεταλωτή και αργότερα λειτούργησε μπακάλικο αλλά και καφενείο επί της οδού Βενιζέλου.

Ο Δημήτρης από μικρός βοηθούσε τον πατέρα του στις δουλειές αλλά παράλληλα πήγαινε και σχολείο, ήταν καλός μαθητής και κατάφερε να τελειώσει το Γυμνάσιο. Επίσης είχε ενταχθεί στο Σώμα Ελλήνων Προσκόπων (ΣΕΠ) Διδυμοτείχου, του οποίου διετέλεσε και αρχηγός. Επιπροσθέτως να σημειώσουμε ότι μεγάλη του αδυναμία ήταν η ενασχόληση με τα άλογα.

Είχε την ατυχία, όπως και πολλοί συνομήλικοί του, στα εφηβικά του χρόνια να βιώσει την γερμανική κατοχή στο Διδυμότειχο (1941-1944), και αργότερα τα πρώτα γεγονότα του εμφυλίου.

Εν μέσω του εμφυλίου πολέμου, σε ηλικία 22 ετών κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα. Κατετάγη στις 22 Οκτ 1947 στο Κέντρον Βασικής Εκπαιδεύσεως Αλεξανδρουπόλεως (Κ.Β.Ε.Α) όπου κατανεμήθηκε στον 2ο Λόχο του 1ου Τάγματος. Ακολούθως μετά το τέλος της βασικής του εκπαίδευσης, εισήλθε την 1 Φεβρουαρίου 1948 στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Σύρου (Σ.Ε.Α.Σ.). Μετά την αποφοίτησή του από την Σχολή Εφέδρων στις 24 Ιουλίου 1948, μετατέθηκε στην περιοχή της Ηπείρου στο 8ο Ελαφρό Τάγμα Πεζικού της 8ης Μεραρχίας Πεζικού. Έλαβε μέρος σε μάχες και στις 14 Νοεμβρίου 1948 σκοτώθηκε σε χαράκωμα του Υψ. 1.200 κοντά στο Βουργαρέλι του Νομού Άρτας.

Προς τιμήν του δόθηκε το όνομά του στο Στρατόπεδο όπου στεγάζεται σήμερα το Στρατηγείο της XVI Μ/Κ ΜΠ καθώς και άλλες Υπομονάδες της, στο βόρειο άκρο του Διδυμοτείχου.

Το τραγικό με την γενιά του Δημήτρη Πεταλωτή δεν είναι ότι κλήθηκε να λάβει μέρος σε έναν πόλεμο, αλλά σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Λίγο πολύ όσοι γεννήθηκαν στο τέλος του 19ου και στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα κλήθηκαν (σχεδόν όλοι) να πολεμήσουν, είτε στους Βαλκανικούς Πολέμους, είτε στον Πρώτο Παγκόσμιο, είτε στην Μικρασιατική Εκστρατεία, είτε στον Δεύτερο Παγκόσμιο. Ο χειρότερος όμως, καταστρεπτικότερος και πολύνεκρος πόλεμος για τον ελληνισμό υπήρξε ο εμφύλιος του 1946-49. Προσωπικά έχω ακούσει πολλές ιστορίες για τον εμφύλιο από τον παππού μου Χαράλαμπο Τσουλκανάκη, ο οποίος ήταν συνομήλικος με τον Πεταλωτή και υπηρέτησε την θητεία του ως στρατιώτης από το 1945 έως το 1949.

Βεβαίως ανάλογες ιστορίες έχουν ακούσει και άλλοι άνθρωποι από συγγενείς ή γνωστούς τους. Στην περίπτωση όμως του Δημήτρη Πεταλωτή, η οικογένειά του είχε κρατήσει πολλά προσωπικά του αντικείμενα από το στρατό, όπως και πολλά από τα γράμματα που τους έστελνε. Επίσης στο αρχείο της οικογένειας υπάρχουν, γράμματα συναδέλφων του καθώς και υπηρεσιακή αλληλογραφία και έγγραφα, τα οποία εστάλησαν μετά το θάνατό του.

Παρακάτω θα προσπαθήσουμε μέσω των επιστολών του, να σκιαγραφήσουμε τον χαρακτήρα και τα συναισθήματα του νεαρού Διδυμοτειχίτη έφεδρου Αξιωματικού. Να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με τις σωζόμενες επιστολές, στις περισσότερες απευθύνεται προς τους γονείς του, σε κάποιες απευθύνεται στην αδελφή του και στην τελευταία του επιστολή απευθύνεται στον γαμπρό του. Επί της ουσίας, οι αναγνώσεις και οι απαντήσεις των επιστολών γινόταν από την αδερφή του, καθώς οι γονείς του δεν ήξεραν γράμματα και δεν μπορούσαν να διαβάσουν και να γράψουν. Επίσης να αναφέρουμε ότι με τον καιρό και με τις συνθήκες να δυσκολεύουν, ειδικά όταν μετατέθηκε σε μάχιμη μονάδα στην Ήπειρο, οι επιστολές είναι δυσανάγνωστες και γραμμένες κάτω από δύσκολες συνθήκες. Δεν θα πρέπει να ξενίσει στον αναγνώστη το γεγονός, ότι όταν ο Δημήτρης στις επιστολές του αναφέρεται στα στελέχη του λεγόμενου Δημοκρατικού Στρατού (κομμουνιστές), χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως συμμορίτες, εχθροί της πατρίδας κλπ, καθώς έτσι μάθαιναν να τους αποκαλούν στα κέντρα εκπαίδευσης, και βεβαίως αυτές (αλλά και πολλές άλλες) ήταν οι διαδεδομένες εκφράσεις της εποχής που χρησιμοποιούνταν από τους αντιπάλους των κομμουνιστών.

Λόγω της οικονομίας του κειμένου θα παραλείψουμε να παραθέσουμε χωρία από τις επιστολές που αφορούν αιτήσεις του για την αποστολή χρημάτων ή δεμάτων από την οικογένειά του, χαιρετισμούς σε φίλους του και λήψη αλληλογραφίας απ΄ αυτούς, καθώς και άλλες τυποποιημένες εκφράσεις επιστολών.

Η πρώτη του επιστολή έχει ημερομηνία 23 Οκτ 1947, μία ημέρα μετά την κατάταξή του στην Αλεξανδρούπολη (Κ.Β.Ε.Α). Στην υπόψη επιστολή ο Δημήτρης γράφει στην οικογένειά του, ότι βρίσκεται μαζί και με άλλα παιδιά που κατάγονται από την πόλη και την επαρχία του Διδυμοτείχου. Επίσης αναφέρει και τις πρώτες εντυπώσεις του από τον στρατό και την εκπαίδευση του. Παρακάτω γράφει στην αδερφή του να καθησυχάσει τους γονείς τους, καθώς δεν τον δυσκολεύει η στρατιωτική εκπαίδευση και τα γυμνάσια. Επίσης στέλνει χαιρετισμούς σε άλλα φιλικά του πρόσωπα, γεγονός που επαναλαμβάνει σε πολλές από τις επιστολές του. Προς το τέλος της πρώτης του επιστολής γράφει τα εξής χαρακτηριστικά, που καταδεικνύουν το αίσθημα καθήκοντος προς την πατρίδα : «Βέβαια είναι σκληρό να βρίσκομαι μακριά σας αλλά τι να γίνει ήρθε η ώρα να υπηρετήσουμε και μεις την πατρίδα όπως τόσος κόσμος».

Στις 31 Οκτ 47 αποστέλλει νέα επιστολή, στην οποία αναφέρει τον προβληματισμό του που δεν έλαβε απάντηση στο πρώτο του γράμμα. Επιπροσθέτως αναφέρει ότι είναι πολύ πειθαρχημένος και ότι κέρδισε την εκτίμηση των εκπαιδευτών του. Στην βολή που έκανε ο Λόχος του βγήκε δεύτερος. Στεναχωρήθηκε πολύ όμως καθώς κατά την ημέρα της ονομαστικής του εορτής δεν είχε έξοδο, αλλά δύο μέρες μετά την 28η Οκτ παρέλασε με περηφάνια στην Αλεξανδρούπολη και όπως γράφει : «όλοι οι φίλοι φώναζαν γεια σου Δημητρό χρόνια πολλά». Επίσης γράφει, ότι τον προβληματίζει το πότε θα μπορέσει να πάρει άδεια, ώστε να δει από κοντά την οικογένεια και τα αγαπημένα του πρόσωπα, και ρωτάει πως πάνε οι δουλειές του πατέρα του. Λυπηρό είναι το γεγονός ότι σε πολλά από τα γράμματά του, αναφέρει ότι θέλει να πάρει άδεια για να δει τους δικούς του, αλλά όπως θα δούμε παρακάτω αυτό δεν έγινε ποτέ.

Στις 11 Νοε 47 έλαβε το πρώτο γράμμα από την οικογένειά του, και την επομένη στις 12 Νοε 47 απαντάει με νέο γράμμα, όπου περιγράφει τα χαρμόσυνα συναισθήματα που ένοιωσε, όταν το κράτησε στα χέρια του και το διάβασε.

Ένα μήνα μετά την κατάταξή του στις 21 Νοε 47 αναφέρει σε επιστολή του, ότι εντάθηκαν τα γυμνάσια και οι υπηρεσίες στο στρατόπεδο με αποτέλεσμα να νιώθει σωματική κόπωση. Επίσης στην ίδια επιστολή γράφει ότι ενημερώθηκε για τις επιθέσεις των ανταρτών (κομμουνιστών) στο Διδυμότειχο και τις καταστροφές που προκάλεσαν, ζητάει να του στείλουν χρήματα και προσθέτει ότι σε έξοδό του στην Αλεξανδρούπολη συνάντησε τον συντοπίτη του Βασίλη Σιναπίδη (μετέπειτα Εφ Αξκό και βραβευμένο λογοτέχνη). Από την συγκεκριμένη επιστολή αξίζει να παραθέσουμε αυτολεξεί τα εξής : «από την ημέρα που φόρεσα την ένδοξη στολή του στρατιώτη κατάλαβα ότι θα πολεμήσω τους εχθρούς της πατρίδας μας που κατεστράφη κυριολεκτικώς».

Στις 23 Νοε 47 στέλνει νέα επιστολή, η οποία απευθύνεται στην αδερφή του, όπου μεταξύ άλλων τυπικών χαιρετισμών και ευχών, αναφέρει ότι τον πρότειναν για να εισαχθεί στην Σχολή Εφ. Αξκών και πως δεν του άρεσε και πολύ η πρόταση αυτή. Σε επόμενη επιστολή του στις 3 Δεκ 47 εκφράζει την στεναχώρια του, που αναγκάζεται να ζητάει συνεχώς χρήματα από τους γονείς του καθώς καταλαβαίνει ότι τους δυσκολεύει. Σχετικά με την εισαγωγή του στην Σχολή Εφ. Αξκών δεν το έχει αποφασίσει ακόμη, σκέφτεται μήπως είναι καλύτερα να γίνει βαθμοφόρος (εφ υπαξιωματικός). Κλείνοντας την επιστολή παρηγορεί τους γονείς του και τους δίνει θάρρος για να πάψουν να ανησυχούν γι’ αυτόν.

Σε επιστολή του στις 9 Δεκ 47, με παραλήπτη την αδερφή του, αναφέρει ότι την Κυριακή 14 Δεκ 47 θα γίνει η ορκωμοσία και ότι για το λόγο αυτό εντάθηκαν περισσότερο τα γυμνάσια. Επίσης αναφέρει ότι αποφάσισε να εισαχθεί στην Σχολή Εφ. Αξκών αφού (σύμφωνα με τα γραφόμενά του) αυτό ήταν και η επιθυμία των γονιών του, αλλά και παραίνεση του Λοχαγού του, καθώς ο ίδιος δεν το επιθυμούσε. Συγκεκριμένα γράφει, ότι ο Λοχαγός του είπε τα εξής : «αν δεν πας εσύ που είσαι ο λίαν κατάλληλος τότε ποιον θα στείλουμε». Στην ίδια επιστολή αναφέρει, ότι θα προσπαθήσει να πάρει άδεια πριν φύγει για την Σχολή καθώς η εκεί εκπαίδευση θα κρατήσει έξι μήνες.

Μετά την ορκωμοσία του στέλνει νέα επιστολή στις 17 Δεκ 47, όπου με υπερηφάνεια γράφει : «Την Κυριακή που μας πέρασε έδωσα τον όρκο του Έλληνος Στρατιώτου και από εκείνη την ημέρα έγινα πλέον πραγματικός Στρατιώτης». Παρακάτω περιγράφει την τελετή της ορκωμοσίας και ακολούθως εκφράζει τα παράπονά του που δεν λαβαίνει τακτικά γράμμα από την οικογένειά του, χαρακτηριστικά γράφει : «Δεν μπορεί να καταλάβει η Δαφνούλα τι αγωνία τραβάω κάθε μεσημέρι, γι’ αυτό μόλις στις 11:30 ώρα σταματήσουν τα γυμνάσια συντασσόμαστε μπροστά στον Λόχο και ο Λοχίας της Υπηρεσίας διαβάζει τα γράμματα και γω περιμένω με αγωνία να πάρω κανένα γράμμα από σας αλλά με περιμένει μεγάλη απογοήτευση». Κλείνοντας την υπόψη επιστολή αναφέρει ότι τελικά δεν θα μπορέσει να πάρει άδεια καθώς σε 15 ημέρες ίσως φύγουν για την Σχολή. Για το λόγο αυτό σε επόμενη επιστολή του στις 19 Δεκ 47 απευθύνεται στην αδερφή του και ζητάει να του στείλουν χρήματα για το ταξίδι, αλλά και για το γεγονός ότι το φαγητό της υπηρεσίας είναι λιγοστό και δεν επαρκεί για να χορτάσει και αναγκάζεται να αγοράζει από την πόλη.

Μετά από δύο επιστολές στις 23 και 26 Δεκ 47 που έστειλε από την Αλεξανδρούπολη, στις οποίες έγγραφε σχεδόν τα ίδια με την προηγούμενη επιστολή στις 19 Δεκ 47, η επόμενη επιστολή ταχυδρομήθηκε από την Σύρο στις 31 Ιαν 48, όπου είχε παρουσιαστεί στην Σχολή Εφέδρων Αξκών Σύρου (ΣΕΑΣ) μία ημέρα πριν. Στην υπόψη επιστολή περιγράφει τις πρώτες του στιγμές στη Σχολή, οι οποίες συνοδεύτηκαν με ένα (όπως αναφέρει) : «τρομερό καψόνι το οποίο κράτησε δύο ώρες». Στη συνέχεια γράφει για την 8ήμερη παραμονή του στην Αθήνα, εκεί μεταξύ άλλων γνωστών του Διδυμοτειχιτών συνάντησε και τον γιατρό Βασίλη Χατζηπουλίδη (ο οποίος επί κατοχής ως νέος ιατρός με τις ενέργειές του κατόρθωσε να αντιμετωπίσει και να περιορίσει επιδημικές νόσους στο Διδυμότειχο και την γύρω περιοχή με μεγάλη επιτυχία). Στην Αθήνα ο Δημήτρης έκανε και κάποια απαραίτητα ψώνια στα μαγαζιά που αφορούσαν την ένδυση του στη Σχολή. Στο τέλος της επιστολής περιγράφει και το θαλάσσιο ταξίδι του από τον Πειραιά στην Σύρο, όπου συνάντησαν μεγάλη τρικυμία. Ο άμαθος σε θαλάσσια ταξίδια νεαρός Διδυμοτειχίτης φοβήθηκε πάρα πολύ, και γράφει στην αδερφή του να ανάψει δύο κεριά στην Παναγία, τα οποία είχε κάνει τάμα.

Η δεύτερη επιστολή του από την Σχολή Εφέδρων Αξκών Σύρου γράφτηκε την 1 Φεβ 48, σ’ αυτήν την επιστολή αναφέρει με περισσότερες λεπτομέρειες για το πώς πέρασε στην Αθήνα. Είναι εντυπωσιακό το πόσους γνωστούς Διδυμοτειχίτες συνάντησε εκεί, οι οποίοι του πρόσφεραν απλόχερα την φιλοξενία τους και τον συνόδευσαν σε διάφορα μέρη της πρωτεύουσας όπως θέατρα, κινηματογράφους κλπ. Επίσης στην Αθήνα έμαθε από γνωστούς και συγγενείς ότι η αδερφή του η Δαφνούλα πρόκειται να αρραβωνιαστεί και της γράφει ότι σε επόμενη επιστολή της περιμένει να μάθει λεπτομέρειές για το χαρμόσυνο αυτό γεγονός.

Από την υπόψη επιστολή αξίζει να παραθέσουμε αυτολεξεί την περιγραφή του καψονιού που βίωσε ερχόμενος στην Σχολή : «Μόλις πάτησε το πόδι μας στην Σχολή με τα πράγματά μας φορτωμένοι μας βάλαν και γονατίσαμε, σηκώσαμε τα χέρια ψηλά και μας είπαν να προσευχόμαστε σαν τους Τούρκους και να φωνάζουμε Αλλάχ και να σκύβουμε μέχρι την γη, ύστερα μας λέγανε να πούμε ¨έτσι θέλαμε και τα πάθαμε¨, μετά μας κάναν τροχάδην και περάσαμε από όλα τα εμπόδια, και όλα αυτά γίνονταν στις 10 η ώρα το βράδυ, σκοτάδι πίσσα δεν βλέπαμε τι κάναμε, αλλά ευτυχώς δεν έπαθε κανείς τίποτα και το ρίχναμε στο σορολόπι, είναι μ’ αλλά λόγια άστα να παν στο διάβολο»!!!

Η επόμενη επιστολή του στάλθηκε 16 μέρες μετά (στις 17 Φεβ 48), προφανώς λόγω του έντονου προγράμματος εκπαίδευσης στη Σχολή. Στην επιστολή αυτή εκφράζει το παράπονό του, καθώς δεν έλαβε καμία απάντηση μετά την αποστολή των δύο τελευταίων επιστολών του. Το γεγονός αυτό του δημιουργεί ανησυχίες καθώς εκφράζει τους φόβους του μήπως και οι δικοί του άνθρωποι έπαθαν κάποιο κακό μέσα στη δίνη του εμφυλίου. Τους γράφει επίσης να μην ανησυχούν γι’ αυτόν διότι μέσα στη Σχολή είναι ασφαλής και ότι κατανεμήθηκε στο Πεζικό και η εκπαίδευσή του θα διαρκέσει έξι μήνες : «φόρεσα το χακί για να πολεμήσω τους εχθρούς της πατρίδας και να είστε υπερήφανοι γι’ αυτό, διότι εκτελώ το καθήκον μου προς την πατρίδα», γράφει χαρακτηριστικά. Επίσης τους γράφει να του στείλουν χρήματα, για να δώσει σ’ αυτούς που έχει πάρει δανεικά, αλλά και για να στείλει συριανά λουκούμια στην οικογένειά του και σε όσους τον περιποιήθηκαν στην Αθήνα.

Δύο μέρες μετά στις 19 Φεβ 48 στέλνει νέα επιστολή, όπου και πάλι εκφράζει τις ανησυχίες του καθώς δεν έλαβε ακόμη καμία απάντηση. Από την επιστολή αυτή αξίζει να παραθέσουμε την παρακάτω παράγραφο, όπου διακρίνουμε τα συναισθήματα και την ψυχολογία του Δημήτρη : «Τώρα καταλαβαίνω τι θα πει να είσαι κοντά στο σπίτι σου, στην Αλεξανδρούπολη δεν το έπαιρνα το ζήτημα τόσο σοβαρά, αλλά τώρα όμως που βρίσκομαι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά καταλαβαίνω πόσο δύσκολα είναι, και δυστυχώς να μην μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ και να σκέπτομαι τι να γίνονται οι δικοί μου, μπορώ μάλιστα να σας το πω, πως μερικές φορές βουρκώνουν τα μάτια μου αλλά συγκρατούμαι για να μην γίνω ρεζίλι στους άλλους συναδέλφους και πρέπει να κρατώ μια αξιοπρεπή στάση διότι είμαι και μέλλον Αξκος και χρειάζεται θάρρος και ψυχραιμία. Πολλές φορές σκέφτομαι, άραγε θα πάω καμιά φορά στο σπίτι μου να καθίσω με τους δικούς μου έστω και μια μέρα, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ και ας ελπίσουμε ότι θα κατορθώσω να πάρω άδεια μετά το πέρας των μαθημάτων». Και σε ένα άλλο σημείο αναφέρει για την Σχολή τα εξής : «αυτή η Σχολή τους ζωηρούς τους ανθρώπους τους κάνει αρνάκια, πραγματικά είναι μια ανώτερη Σχολή που δημιουργεί χαρακτήρες και διαπλάθει καταλλήλως τους ανθρώπους, τους κάνει να τηρούν τον λόγο τους και να αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεων τους. Εάν καμιά φορά έρθω κοντά σας τότε θα δείτε και μόνοι σας την πραγματικότητα και την αλλαγή που έγινε σε μένα, θα λέτε εσύ είσαι ο Δημητρός και δεν θα το πιστεύετε».

Στην επόμενη επιστολή του στις 2 Μαρ 48, για πρώτη φορά ενώ απευθύνεται στους γονείς του δεν γράφει ¨αγαπητοί μου γονείς¨ αλλά ¨σεβαστοί μου και αξέχαστοι μου γονείς¨, γεγονός που καταδεικνύει ότι τους έχει επιθυμήσει πάρα πολύ. Από την υπόψη επιστολή φαίνεται το πόσο καθοριστικά επηρέασε η εκπαίδευση στη Σχολή Εφ Αξκών τον χαρακτήρα του Δημήτρη, ο οποίος γράφει τα εξής : «όταν βγω από την Σχολή να με καμαρώσετε σαν άνθρωπο σοβαρό και με σταθερό χαρακτήρα. Εκείνο το παιδικό που είχα πάει περίπατο το αντικατέστησε το ανδρικό». Στην υπόψη επιστολή εκφράζει την χαρά του που έλαβε γράμμα από την Δαφνούλα και ενημερώθηκε ότι όλοι τους είναι καλά. Επίσης εκφράζει τον προβληματισμό και τις φοβίες του καθώς ενημερώνεται, ότι το Διδυμότειχο δέχθηκε επιθέσεις από αντάρτες κομμουνιστές και ότι υπάρχουν και θύματα. Επιπροσθέτως αναφέρει, ότι στη Σχολή είναι μαζί με έναν συμμαθητή του από το Γυμνάσιο, ο οποίος κατάγεται από το Αμόριο και ονομάζεται Αθανασούλας Σταύρος, μαζί κάνουν παρέα καθώς και με ένα άλλο πολύ καλό παιδί που γνώρισαν, το οποίο κατάγεται από την Κομοτηνή.

Σε νέο γράμμα του στις 10 Μαρ 48 απευθύνεται στην αδερφή του και εκφράζει πάλι τα παράπονά του που δεν λαμβάνει σύντομα απαντήσεις, αλλά στο αμέσως επόμενο γράμμα του στις 17 Μαρ 48 γράφει γεμάτος χαρά ότι στις 16 Μαρτίου τον επισκέφθηκε στη Σχολή ένας οικογενειακός φίλος, ο Γεώργιος Παναγάκης (ο οποίος ήταν στρατιωτικός που είχε υπηρετήσει στο Διδυμότειχο και είχε μετατεθεί στη Σύρο). Ο Παναγάκης του έφερε την επιστολή απάντηση που περίμενε, και αφού την διάβασε κάθισαν για ώρες στο κέντρο ψυχαγωγίας συζητώντας και αναπολώντας τις παλιές καλές στιγμές στο Διδυμότειχο.

Σε επιστολή του στις 2 Απρ 48, αναφέρει ότι στη Σύρο άρχισαν τρομερές ζέστες, γεγονός που τον δυσκολεύει καθώς ιδρώνουν πολύ τα πόδια του. Επίσης αναφέρει ότι υπάρχει ένα ενδεχόμενο αφού τελειώσει η εκπαίδευση του να έρθει μετάθεση στο Διδυμότειχο. Αναφορικά με το πρόγραμμα εκπαίδευσης γράφει ότι το τελευταίο διάστημα υπάρχει μεγάλη πίεση καθώς έδωσαν γραπτές εξετάσεις παράλληλα με τις καθιερωμένες σωματικές ασκήσεις εκπαίδευσης. Με το πέρασμα του καιρού και κατανοώντας τις ευθύνες που έχει ένας αξιωματικός, ο Δημήτρης προβληματίζεται πολύ και γράφει ότι άρχισε να μετανιώνει που επέλεξε να μπει στην Σχολή. Στην συνέχεια της επιστολής αναφέρει για την ακρίβεια των τιμών που επικρατεί στην Σύρο, γεγονός που δεν του επιτρέπει να έχει και πολλές εξόδους στην Ερμούπολη. Τελειώνοντας το γράμμα αναπολεί την οικογένειά του και αστειεύεται με το μπάλωμα της κάλτσας, γράφοντας τα εξής : «ο νους μου διαρκώς τρέχει κοντά σας και συχνά φαντάζομαι την μαμά καθισμένη στην γωνιά του ντιβανιού να πλέκει ή να μπαλώνει κάλτσες ή τίποτα άλλο, συχνά δε θυμάμαι αυτό, διότι και εγώ κάθομαι και μπαλώνω κάλτσες και σκέφτομαι πως όταν με το καλό έρθω κοντά σας θα συναγωνιστώ μαζί με την μαμά στο μπάλωμα των καλτσών να δούμε ποιος θα τις μπαλώσει καλύτερα».

Και στο επόμενο γράμμα του παραπονιέται για την ζέστη αλλά και για το γεγονός ότι βαρέθηκε το περιβάλλον της Σχολής στη Σύρο, και δίχως βεβαίως να έχει επίγνωση του πολέμου, επάνω στην αγανάκτησή του γράφει τα εξής : «όλα όμως θα τα υποφέρω έως ότου βγω και πάω στην μονάδα μου και ησυχάσω, μετά θα ξέρω ότι θα βρίσκομαι στο χαράκωμα μέσα και θα πολεμάω». Επίσης στο ίδιο γράμμα αναφέρει ότι το Πάσχα θα προσπαθήσει να πάρει μια ολιγοήμερη άδεια με σκοπό να πάει στην Παναγία της Τήνου για να προσκυνήσει τη Χάρη της.

Σε επιστολές του στις 20, 21, 25, 26 και 27 Απριλίου 48 αναφέρει ότι έλαβε γράμμα από τους γονείς του και τους ζητάει να μην ανησυχούν γι’ αυτόν. Στην επιστολή της 21ης Απρ 48 γράφει ότι : «έφυγα από το σπίτι μου για να φορέσω την ηρωική στολή του Έλληνος στρατιώτου για να υποστηρίξω το δίκαιον της πατρίδας μας που βασανίζεται έτσι αδίκως».

Στις 5 Μαΐου 48 στέλνει νέα επιστολή όπου αναφέρει πως δεν μπόρεσε να πάρει άδεια για να πάει στην Τήνο, επίσης αναφέρει το πως γιόρτασαν την ημέρα του Πάσχα (2 Μαΐου 48) μέσα στην Σχολή. Μαζί του στο γλέντι του Πάσχα ήταν και ο οικογενειακός τους φίλος Γιώργος Παναγάκης, με τον οποίο τσούγκρισαν αυγά και γλέντησαν όλοι μαζί. Το γεγονός της μη έγκρισης άδειας έστω και για την Τήνο, εκνεύρισε τον Δημήτρη πολύ, μέχρι του σημείου που γράφει ότι : «αν στο τέλος δεν μπορέσω να πάρω άδεια, θα με κάνουν να το σκάσω και να ρθω να σας δω, διότι πραγματικά και γω σας έχω αποθυμήσει και διαρκώς ο νους μου τρέχει σε σας». Ο κος Παναγάκης προσπαθώντας να τον ηρεμήσει, του είπε ότι θα προσπαθήσει να μεσολαβήσει στον Δκτη για να πάρει άδεια, καθώς και ότι θα φροντίσει να μετατεθεί μετά το τέλος της Σχολής στην Καβάλα έτσι ώστε να είναι κοντά στο Διδυμότειχο.

Σε επιστολή του στις 7 Μαΐου 48 γράφει ότι έλαβε την επιταγή που του έστειλαν και πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα την Κυριακή του Θωμά να πάρει άδεια και να πάει στην Τήνο. Την επόμενη ημέρα στις 8 Μαΐου 48 γράφει ξανά επιστολή και αναφέρει ότι είναι πολύ ευτυχής καθώς τελικά πήρε άδεια και θα πάει στην Τήνο, συγκεκριμένα γράφει τα εξής : «θα πάω στην Τήνο για να προσευχηθώ στην θαυματουργό εικόνα, να σας έχει πάντοτε υγιείς και καλά, καθώς και εμένα να με φυλάει από κάθε κίνδυνο».

Την επόμενη ημέρα από την επίσκεψή του στην Τήνο (στις 9 Μαΐου 48), γράφει νέα επιστολή (στις 10 Μαΐου 48), όπου περιγράφει όσα είδε στο νησί της Μεγαλόχαρης. Σύμφωνα με τα γραφόμενα της επιστολής ο Δημήτρης πήγε στην Τήνο με φίλους του από την Σχολή, όπου την Κυριακή του Θωμά λειτουργήθηκαν στο ναό της Μεγαλόχαρης. Ο μεγάλος και επιβλητικός ναός τους προξένησε τεράστια εντύπωση, όπως και το θαυματουργό εικόνισμα της Παναγίας, επίσης τους εντυπωσίασε γενικά όλος ο διάκοσμος του ναού (εσωτερικά και εξωτερικά), τον οποίο περιγράφει περιληπτικώς. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας πήρανε για συνοδό έναν γέρο, ο οποίος τους περιήγησε στα αξιοθέατα του νησιού. Τους πήγε στο Μουσείο της Τήνου, στο μνημείο που είχε ανεγερθεί πριν λίγα χρόνια για τον τορπιλισμό της Έλλης και στο μέρος όπου βρέθηκε το θαυματουργό εικόνισμα της Παναγίας. Για το προσκύνημα αυτό ο Δημήτρης μεταξύ άλλων γράφει τα εξής : «Απεκόμισα από την Τήνο τις καλλίτερες ιδέες και αναμνήσεις, τις οποίες θα θυμάμαι για όλη μου τη ζωή, ο κόσμος δεν είναι όπως της Σύρου ..….. αλλά λίγο διαφορετικός και αγαπά τον στρατιώτη και τον δυναμώνει».

Σε επιστολή που έστειλε στις 18 Μαΐου 48 γράφει ότι έλαβε τις φωτογραφίες που του έστειλε η οικογένειά του καθώς και το τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, και γράφει ότι και αυτός τους έστειλε μια ομαδική φωτογραφία όλου του λόχου του, στην οποία έβαλε ένα σημάδι επάνω από το κεφάλι του για να τον γνωρίσουν.

Τον Ιούνιο έστειλε τρεις επιστολές, στις 6, 12 και 15 Ιουν 48, στις οποίες μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η εκπαίδευσή του θα τελειώσει μάλλον κατά το τέλος Ιουλίου και ότι θα προσπαθήσει να πάρει άδεια για να μπορέσει να ανεβεί στο Διδυμότειχο και να τους δει για λίγες μέρες.

Την 1η Ιουλίου 48 στέλνει νέα επιστολή όπου γράφει ότι έχει να λάβει γράμμα ένα μήνα, ακολούθως αναφέρει ότι η εκπαίδευσή του τελειώνει στις 24 Ιουλίου 48 και ότι στις 25 με 27 του μήνα θα φύγουν για Αθήνα και πιστεύει ότι θα τους δώσουν άδεια για να δούνε τις οικογένειές τους. Σε ένα σημείο της επιστολής γράφει : «την 21 Ιουλίου συμπληρώνω 9 μήνες φορώντας το χακί και σκέφτομαι, πως εννέα μήνες δεν είπα μαμά, μπαμπά, αδερφή….».

Τις δύο τελευταίες επιστολές του από την Σύρο τις έστειλε στις 9 και 12 Ιουλ 48, στην δεύτερη επιστολή γράφει ότι ο Παναγάκης θα προσπαθήσει να μεσολαβήσει για να του βγει μετάθεση για την Καβάλα. Τελικά μετατέθηκε στο 8ο Ελαφρό Τάγμα Πεζικού/3ος Λόχος, στην Άρτα, όπως γράφει στην επιστολή του στις 31 Ιουλ 48 που απέστειλε από την Αθήνα. Για να καθησυχάσει τους γονείς του γράφει (είτε από άγνοια είτε σκοπίμως) ότι στα Γιάννενα έχει ησυχία και δεν έχουν γίνει μάχες και δεν υπάρχει κίνδυνος. Επίσης τους γράφει ότι πρέπει να είναι υπερήφανοι καθώς τώρα πλέον στην οικογένειά τους έχουν έναν αξιωματικό. Στην Αθήνα βρήκε και πάλι πολλούς Διδυμοτειχίτες (Διμοτιανούς), και ότι δεν μπόρεσε να πάρει άδεια για να έρθει να τους δει.

Το επόμενο γράμμα του στις 8 Αυγ 48 απεστάλη από την Άρτα καθώς το Τάγμα του μετακινήθηκε προς τα εκεί, και ο ίδιος παρουσιάσθηκε στις 6 Αυγ 48. Στην υπόψη επιστολή γράφει ότι οι Διμοτιανοί που βρήκε στην Αθήνα του εξιστόρησαν με κάθε λεπτομέρεια τα πολεμικά γεγονότα του εμφυλίου που διαδραματίστηκαν στο Διδυμότειχο. Στο Τάγμα του ο νεαρός αξιωματικός Δημήτρης Πεταλωτής ανέλαβε την διοίκηση μιας Διμοιρίας στον 3ο Λόχο, επ’ αυτού γράφει τους εξής (εύλογους) προβληματισμούς του : «την Διμοιρία που έχω είναι όλοι μεγάλοι της κλάσεως 30 και πάνω, και δυσκολεύομαι στην διοίκηση, αλλά σε δέκα μέρες ακούγεται ότι θα μας έρθουν καινούριοι αυτούς εύκολα μπορώ να τους διοικήσω, και αυτούς τώρα βέβαια μπορώ, αλλά είναι πολύ μεγάλοι και τους σέβομαι, ειδάλλως ξέρω εγώ τον τρόπο μου».

Σε επόμενη επιστολή του στις 17 Αυγ 48, γράφει ότι ο Λόχος του μετακινήθηκε από την Άρτα και εγκαταστάθηκε ως φρουρά σε μία γέφυρα που ονομάζεται Ζήτα. Ο Δημήτρης με την διμοιρία του τάχθηκε σε ένα βουνό για να παρατηρεί την γέφυρα από ψηλά. Το βουνό αυτό έχει μεγάλο υψόμετρο (όπως και πολλά άλλα βουνά στην Ήπειρο), γεγονός που εντυπωσιάζει τον νεαρό Διδυμοτειχίτη, ο οποίος δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοια γεωμορφολογία. Στην ίδια επιστολή αναφέρει ότι στην διμοιρία του υπηρετούν και δύο Εβρίτες, ο ένας από το Αμόριο και ο άλλος από την Φτελιά.

Με ημερομηνία 17 Αυγ 48 υπάρχει άλλη μία επιστολή, στην οποία προφανώς λόγω ταλαιπωρίας και κούρασης από το βεβαρημένο πρόγραμμα της μονάδας του (καθώς κινούνταν συνεχώς, όπως αναφέρει στην υπόψη επιστολή), έκανε λάθος στην ημερομηνία, μάλλον θα πρέπει να γράφτηκε μεταξύ 18 με 26 Αυγ 48. Στην επιστολή αυτή περιγράφει και μία μάχη που έδωσαν οι συνάδελφοι δύο άλλων διμοιριών της μονάδας του, οι οποίοι (όπως αναφέρει) τσάκισαν τους συμμορίτες (κομμουνιστές), και συμπληρώνει : «εγώ δυστυχώς ήμουν αλλού και δεν έλαβα μέρος στη μάχη, αλλά δεν πειράζει κάπου θα τους πετύχω και να δουν τι θα πάθουν».

Στις 27 Αυγ 48 στέλνει νέα επιστολή, στην εισαγωγή της οποίας εκφράζει την ανησυχία του καθώς αυτή είναι η τρίτη κατά σειρά και δεν έχει λάβει απάντηση. Το γεγονός που εντείνει την ανησυχία του είναι οι πληροφορίες που έλαβε σχετικά με επιθέσεις ανταρτών στο Διδυμότειχο. Μάλιστα τους ζητάει να του γράψουν πολλές λεπτομέρειες επί του θέματος, καθώς (γράφει) ότι μία άλλη φορά που πέσανε βλήματα μέσα στην αυλή του σπιτιού τους, το έμαθε από τρίτους και όχι από την οικογένειά του (προφανώς οι γονείς του δεν του έγραφαν αυτές τις ειδήσεις για να μην τον στεναχωρούν και αγωνιά και γι’ αυτούς). Την υπόψη επιστολή την έγραψε και πάλι από το μέρος όπου φρουρούν την γέφυρα Ζήτα και συμπληρώνει ότι σε λίγες μέρες θα τους αντικαταστήσουν στην φύλαξη της γέφυρας για να κατέβουν και πάλι στην Άρτα, όπου θα ξεκουραστούν. Επίσης τους ζητάει να του αποστείλουν άμεσα χρειαζούμενα πράγματα όπως κάλτσες, κοντογούνι κλπ.

Σε επιστολή του στις 6 Σεπ 48 δηλώνει την χαρά του που έλαβε γράμμα από την οικογένειά του, επίσης εκφράζει την θλίψη του για τα λυπηρά (όπως γράφει) πολεμικά γεγονότα που συμβαίνουν στο Διδυμότειχο και ευχαριστεί τον Θεό που δεν έπαθε κακό κάποιος δικός του. Παρακάτω επεξηγεί τους λόγους που αδυνάτισε, καθώς οι γονείς του παραλαμβάνοντας μια φωτογραφία που τους είχε στείλει ανησύχησαν που τον είδαν έτσι αδύνατο. Συγκεκριμένα τους έγραψε τα εξής : «αδυνάτισα διότι ησυχία δεν βρίσκω διαρκώς μετακινούμαστε και το βράδυ ύπνο δεν έχει, είναι τώρα μια εβδομάδα που τα βράδια δεν έχω κοιμηθεί καθόλου, παρά 2 με 3 ώρες την ημέρα μόνο, έχω συνηθίσει και το βράδυ περνά σαν να είναι μέρα». Επίσης γράφει πως θα ήταν καλύτερα τα πράγματα αν υπηρετούσε την θητεία του στην περιοχή του Διδυμοτείχου, όπου θα μπορούσε να βλέπει την μητέρα, τον πατέρα και την αδερφή του. Όμως, τους λέει να μη στεναχωριούνται άδικα και να είναι υπερήφανοι : «διότι βρίσκομαι στην δοξασμένη Ήπειρο και προσφέρω τις πολύτιμες υπηρεσίες μου». Παρακάτω περιγράφει τα πολλά φρούτα που ευδοκιμούν στην Άρτα, και τους γράφει πως θα προσπαθήσει να βρει τρόπο να τους στείλει σύκα και πορτοκάλια, καθώς δεν πρόκειται στα κοντά να πάρει ο ίδιος άδεια και να τα φέρει μαζί του.

Στις δύσκολες στιγμές που βιώνει ο νεαρός έφεδρος αξιωματικός Δημήτρης Πεταλωτής, ένα γεγονός τον γέμισε με μεγάλη χαρά, όπως βλέπουμε σε επιστολή που έγραψε στις 21 Σεπ 48 και απευθύνεται στην αδερφή του. Το γεγονός είναι, ότι σύμφωνα με την είδηση που έλαβε πριν από περίπου τέσσερις ημέρες, η πολυαγαπημένη του αδελφή, η Δαφνούλα αρραβωνιάστηκε τον γιατρό Πασχάλη Πασχαλίδη. Στο ίδιο γράμμα πληροφορούμαστε ότι στο Διδυμότειχο ησύχασαν τα πράγματα από άποψη πολεμικών επιχειρήσεων και ότι δόθηκε και παράταση κυκλοφορίας. Επίσης, σχετικά με τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ήπειρο, ο Δημήτρης γράφει ότι σε λίγο καιρό θα τελειώσουν καθώς οι συμμορίτες (κομμουνιστές) δεν μπορούν να σταθούν πουθενά και συγκεντρώνονται στα Τζουμέρκα : «και θα φάνε από κει ένα γερό ξετίναγμα και τότες από μας θα είναι πολύ μακριά και πιστεύω τότε πως κάτι θα κάνω για άδεια». Από το ίδιο γράμμα μπορούμε να κατανοήσουμε τι ζημιές προκαλούνταν από τις ανταλλαγές πυρών μέσα στην πόλη του Διδυμοτείχου, συγκεκριμένα γράφει ο Δημήτρης προς την αδερφή του : «Μου γράφεις πως βλήματα από το πυροβολικό των συμμοριτών τρύπησαν την ταράτσα, αλλά όμως δεν μου έγραψες μήπως πέσαν και πάνω στο σπίτι και σε ποια άλλα μέρη μέσα στην αυλή, στο άλλο σου γράμμα θα περιμένω να μάθω».

Στο επόμενο γράμμα του στις 29 Σεπ 48 απευθύνεται και πάλι στην αδερφή του περιγράφοντας ξανά την χαρά του για τον αρραβώνα της, και της εύχεται : «ταχείαν στέψην και πάσαν ευτυχίαν και χαρά» και εκφράζει την επιθυμία να μπορέσει να πάρει άδεια κατά τα Χριστούγεννα ώστε να περάσει λίγες μέρες κοντά τους. Επίσης γράφει να μη του στείλουν τις 300.000 δρχ καθώς σε λίγες μέρες θα πάρει το μισθό του και θα έχει επάνω του συνολικά περίπου 1.000.000 δραχμές, και εκεί επάνω στα βουνά που βρίσκεται, τονίζει ότι δεν μπορεί να ξοδέψει χρήματα (μη μας παραξενεύουν τα ποσά, την εποχή εκείνη υπήρχε το λεγόμενο πληθωριστικό χρήμα). Και κλείνει την υπόψη επιστολή αστειευόμενος, γράφοντας τα εξής : «πες την μαμά θα την φέρω από δω μια νύφη να καπνίζει και να κάθεται το ένα πόδι επάνω στο άλλο, αφού είναι και το όνειρό της αυτό και την θέλει έτσι τη νύφη, εγώ την έλεγα όταν ήμουν κοντά σας πως θα της πάω μια καλή κοπέλα, αλλά αυτή όχι την θέλει να καπνίζει και το πόδι το ένα πάνω στο άλλο, να της πεις πως δεν φταίω εγώ ….. Γελάτε ε ; καλά θα ρθω και τα λέμε».

Την επόμενη ημέρα στις 30 Σεπ 48 γράφει νέα επιστολή, όπου ζητάει να ενεργήσουν οι γονείς του για να μπορέσει να πάρει μετάθεση στην 7η Μεραρχία και σε οποιοδήποτε Τάγμα, δεν τον ενδιαφέρει λέει και ας είναι μέσα σε πολεμικές επιχειρήσεις, το πρόβλημά του είναι ότι δεν τα πάει καλά με τον λοχαγό του και όλο τσακώνονται, και όπως χαρακτηριστικά γράφει : «όλο με στέλνει στις πιο επικίνδυνες αποστολές και από αυτές δεν μπορώ να αρνηθώ καμιά». Μάλιστα τους λέει να απευθυνθούν στο Διδυμοτειχίτη βουλευτή και δικηγόρο Γεώργιο Κουγιουμτζόγλου και να του υπενθυμίσουν ότι προεκλογικά τους θυμόταν τώρα δεν πρέπει να τους ξεχάσει.

Στην αμέσως επόμενη επιστολή του, στις 4 Οκτ 48 τους αναφέρει να μη λάβουν υπόψη τα γραφθέντα στην προηγούμενη επιστολή περί μετάθεσης, ο λόγος που άλλαξε γνώμη είναι διότι : «τα είπαμε ένα χεράκι με τον Λοχαγό μου και τώρα τους κόπους τους μοιραζόμαστε μαζί με άλλους συναδέλφους, επίσης άλλαξε ο Διοικητής του Τάγματος και ήρθε άλλος, ο οποίος είναι πολύ καλός και πιστεύω πως θα πάρω και άδεια».

Οι επόμενες τρεις επιστολές του απευθύνονται στην αδερφή του. Στις 6 Οκτ 48, γράφει από το  Κουκλέσι Ιωαννίνων, όπου μεταφέρθηκε ο Λόχος του. Ο Δημήτρης μέσα στις δύσκολες στιγμές που περνά, θεωρεί καθήκον του να συμβουλεύσει την αδερφή του σχετικά με το πώς πρέπει να φέρεται ως μέλλουσα σύζυγος, μεταξύ άλλων γράφει και τα εξής : «τον μνηστήρα σου να τον αγαπάς με όλη την δύναμη της καρδιάς σου, διότι καθώς έχω καταλάβει από το πρώτο του γράμμα είναι ένας ανεκτίμητος για σένα θησαυρός».

Στις 13 Οκτ 48, στέλνει νέο γράμμα από το Κουκλέσι και γράφει ότι στο συγκεκριμένο μέρος υπάρχει ησυχία, ενώ στις γύρω περιοχές γίνονται μεγάλες μάχες και διαρκώς κατεβαίνουν αιχμάλωτοι αντάρτες σε ελεεινή κατάσταση. Στο υπόψη γράμμα φαίνεται το πόσο νοστάλγησε ο Δημήτρης την οικογένειά του και ιδιαιτέρως την μητέρα του, καθώς σε λίγες μέρες θα συμπληρωνόταν ένας χρόνος που είχε να τους δει : «Αυτά τα βράδια που είναι βροχερός ο καιρός βλέπω μια λάμψη στο ουρανό και δεν ήξερα τι ήταν, αλλά καθώς έλαβα το γράμμα σου και η απορία μου αυτή λύθηκε, και σας την λέω κι εσάς, έλαμπε το χρυσό δόντι της Μαμάς (με το Μ κεφαλαίο) που καθόταν στην ταράτσα και γελούσε, γιατί η λάμψη ερχόταν μέχρι εδώ…..».

Το επόμενο γράμμα του στάλθηκε κι αυτό από το Κουκλέσι στις 17 Οκτ 48, εκφράζει και πάλι την επιθυμία του να δει τους δικούς του ανθρώπους και νοσταλγεί το κρεβάτι του, γράφοντας τα εξής : «πότε θα μπορέσω να πάρω μια άδεια και να έρθω να σας δω για λίγες ημέρες και να ξαπλώσω το σώμα μου στο κρεβατάκι μου να ξεκουραστεί, γιατί εδώ στο Τάγμα έχω δυόμιση μήνες που είμαι και δύο μήνες κοιμάμαι σαν τον λαγό, με την χλαίνη μόνον πέφτω σε κανένα πουρνάρι και φέρνει ο Θεός την ημέρα». Παρακάτω γράφει ότι ο Λόχος του θα μετακινηθεί για επιχειρήσεις στα Τζουμέρκα, αφού πρώτα περάσει από την Άρτα για να ξεκουραστούν οι άνδρες για 2-3 μέρες. Και κλείνει την επιστολή γράφοντας ότι κι εφέτος στην γιορτή του δεν θα είναι στο σπίτι του, αλλά ευελπιστεί ότι θα έρθει η ημέρα που θα γιορτάσουν και πάλι όλη η οικογένεια μαζί.

Στις 20 Οκτ 48 η επιστολή του απευθύνεται στους γονείς του, τους οποίους παρηγορεί και τους γράφει να μην ανησυχούν γι’ αυτόν, σε ένα σημείο λέει : «έτσι τα έφερε η μοίρα και φέτος στην γιορτή μου να μην είμαι κοντά σας να γιορτάσουμε όλοι μαζί, αλλά δεν πειράζει αφού το θέλει η πατρίδα μας ας γίνει έτσι». Αν και τους γράφει να μην ανησυχούν, παρακάτω τους περιγράφει μία επίθεση που δέχθηκε η Διμοιρία του, αναφέροντας τα εξής : «Στις 17 του μηνός το βράδυ κατά τις 11:30 μας κάναν επίθεση οι συμμορίται καμιά 15, αλλά εμείς είμασταν έτοιμοι τους αντιληφθήκαμε και τους βάλλαμε, αυτοί από τον φόβο τους δεν έριξαν ούτε μια ντουφεκιά και σηκωθήκαν και φύγαν». Την υπόψη επιστολή την κλείνει με ένα υστερόγραφο, στο οποίο ζητάει να του στείλουν μία φωτογραφία της αδελφής του μαζί με τον αρραβωνιαστικό της.

Στην επόμενη επιστολή του την οποία έγραψε στις 25 Οκτ 48 στο Κουκλέσι απευθύνεται στην αδερφή του, και αναφέρει ότι σε λίγες μέρες θα επιστρέψει στο Λόχο του και ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στα Τζουμέρκα έχουν μεγάλη επιτυχία, χαρακτηριστικά γράφει : «ο στρατός τους έχει τσακίσει κυριολεκτικά».

Στην ίδια επιστολή ο Δημήτρης επισυνάπτει και μία συμπληρωματική με ημερομηνία 27 Οκτ 48, την υπόψη επιστολή αξίζει να την παραθέσουμε αυτολεξεί για να δούμε πως ¨γιόρτασε¨ την ονομαστική του εορτή, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου : «Με την ημερομηνία που σου γράφω μη σου φαίνεται παράξενο καθόλου και θα σου εξηγήσω το γιατί. Είχα λάβει το γράμμα σου τις 25 Οκτ 48 το απόγευμα και αμέσως κάθισα να σου απαντήσω, μόλις όμως το τελείωσα είχε σκοτεινιάσει καλά και δεν πρόφτασα να το βάλω στο φάκελο και το άφησα για την άλλη ημέρα που ήτο και η εορτή μου για να το στείλω, αλλά όμως την νύχτα τις 25 προς 26 (Οκτ) συνέβησαν πολλά δραματικά γεγονότα για μένα, μας έκαναν επίθεση οι συμμορίται κατά την μία η ώρα, στο πολυβολείο που ήμουνα είχαν πλησιάσει 15 μέτρα καμιά 20 και εγώ τους νόμισα για στρατό, διότι και περίμενα, και σηκώθηκα όρθιος για να τους μιλήσω, μόλις τους είπα ποιοι είστε μου έριξαν με ένα Μπρεν (ελαφρό πολυβόλο) μια ριπή αλλά ευτυχώς για μένα που πρόλαβα και έπεσα κάτω.

Οι σφαίρες σφύρισαν πάνω από το κεφάλι μου, τότε άρχισα να τους βάλλω και με όλη την διμοιρία μου τους κτυπούσα και τους τσάκισα κυριολεκτικά μέχρι δε το πρωί μας βάλλαν και στο τέλος οπισθοχώρησαν, το πρωί που έκανα ενημέρωση παρεδόθησαν δύο και εγκατέλειψαν έναν νεκρό, αλλά στην μεριά την δική τους όλος ο τόπος ήταν αιματοβαμμένος, είχαν πολλούς νεκρούς και τραυματίες, η δύναμις των συμμοριτών ήτο 200-250 και είχα μόνον 16 άνδρας, οι οποίοι πολέμησαν σαν πραγματικοί ήρωες και γω έτρεχα από θέση σε θέση και εμψύχωνα τους άνδρες, το πρωί ήρθε ένας Ταγματάρχης και μου έδωσε συγχαρητήρια μετά ήρθε ο Ταξίαρχος και από τον ενθουσιασμό του για την νίκη αυτή κόντεψε να με φιλήσει. Εγώ τώρα ανήκω στο 87 ΤΕ και ο Διοικητής του 87 ΤΕ μου έκανε πρόταση για Πολεμικό Σταυρό για το θάρρος και την ψυχραιμία που έδειξα και ότι κράτησα τις θέσεις μου μέχρις τέλους και αι συμμορίται οπισθοχώρησαν μπροστά στην επιμονή την δική μας». Κλείνοντας την ¨επεισοδιακή¨ αυτή επιστολή γράφει στους γονείς του να μην ανησυχούν καθώς τελικά δεν έπαθε τίποτα και στο υστερόγραφο αστειεύεται γράφοντας : «ήτο η υποδοχή που μου έκαναν για την γιορτή μου …. Γελάτε ε ;».

Στις 30 Οκτ 48 στέλνει νέα επιστολή όπου γράφει ότι μετακινήθηκε από το Κουκλέσι και πήγε στο Βουργαρέλι (Άρτας) στους πρόποδες των Τζουμέρκων. Κλείνοντας την σύντομη αυτή επιστολή γράφει ότι ο Διοικητής άρχισε να δίνει άδειες και ελπίζει πως ίσως μπορέσει να πάρει και αυτός άδεια : «για να έρθω να σας δω διότι σας αποθύμησα και εξάλλου λείπω 13 μήνες από κοντά σας».

Γεμάτος χαρά που έλαβε φωτογραφίες από τους δικούς του, γράφει επιστολή στις 1 Νοε 48, όπου συνεχίζει να βρίσκεται στους πρόποδες των Τζουμέρκων. Τους λέει να μην ανησυχούν γι΄ αυτόν, και σχολιάζει την φωτογραφία που ο πατέρας του είναι καβάλα στο άλογο, μετά βεβαίως από 13 μήνες συνεχόμενους στον στρατό τον παρομοιάζει σαν Στρατηγό : «με τα κιάλια και το αυτόματο», όπως χαρακτηριστικά γράφει. Επίσης αναφέρει ότι στην περιοχή που βρίσκεται κάνει πολύ κρύο αλλά το αντιμετωπίζει με τα μάλλινα ρούχα που του έστειλαν. Κλείνοντας την επιστολή γράφει γι΄ πολλοστή φορά ότι ενδέχεται σε ένα μήνα να πάρει άδεια.

Στις 2 και 9 Νοε 48, στέλνει επιστολές που απευθύνονται στην αδερφή του, στην πρώτη της λέει ότι είναι καλά και για να την καθησυχάσει της γράφει ότι στο μέρος που βρίσκεται τώρα δεν κινδυνεύει από μάχες καθώς : «οι συμμορίτες βρίσκονται πολύ μακριά από μας και έτσι δεν υπάρχει κανείς φόβος να έχουμε πάλι μάχες και πορείες. Σκέψου ότι στο ύψωμα που βρίσκομαι το βράδυ κοιμόμαστε και βγάζουμε τα άρβυλα για να ξεκουραστούμε καλύτερα, πιστεύω πως τον χειμώνα θα τον περάσουμε σ’ αυτό το ύψωμα και θα περάσουμε πολύ καλά, αφού βέβαια δεν θα υπάρχουν συμμορίτες». Στην δεύτερη επιστολή, που εντωμεταξύ είχε λάβει φωτογραφίες όπου η αδελφή του είχε φωτογραφηθεί μαζί με τον αρραβωνιαστικό της καθώς και μία επιστολή από τον γαμπρό του, της απαντάει τα εξής : «έλαβα το γράμμα σου έλαβα και από τον Πασχάλη και μου έστειλε και αυτός μια φωτογραφία για να τον γνωρίσω, πραγματικά είναι πολύ ωραίος και σου εύχομαι ταχείαν στέψιν και ότι άλλο επιθυμείς». Παρακάτω της γράφει και για την προαγωγή του : «σου λέω δε και ένα ευχάριστο γεγονός ότι το άστρο (του Ανθυπολοχαγού) το πήρα και σε λίγες ημέρες θα ορκιστώ μαζί με άλλους Δοκίμους».

Η τελευταία επιστολή του Εφ. Ανθλγου (ΠΖ) Δημητρίου Πεταλωτή, γράφτηκε στις 9 Νοε 48 και απευθυνόταν στον γαμπρό του, τον ιατρό Πασχάλη Πασχαλίδη. Του γράφει ότι έλαβε το γράμμα και την φωτογραφία του και ότι χάρηκε που τον γνώρισε έστω και μέσω της φωτογραφίας. Επίσης του λέει ότι δεν θα μπορέσει να πάρει άδεια και προτρέπει τον ίδιο να πάρει άδεια (καθώς ο γαμπρός του υπηρετούσε στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στην Βλαχοκερασιά Αρκαδίας, ως ιατρός της Χωροφυλακής), και να πάει να δει την αρραβωνιαστικιά του και τα πεθερικά του για να παρηγορηθούν λίγο. Κλείνοντας την επιστολή του γράφει για την προαγωγή του τα παρακάτω : «όλοι οι Δόκιμοι ονομαστήκαμε Ανθλγοί και αυτές τις μέρες πρόκειται να ορκισθούμε».

Πέντε μέρες μετά την συγγραφή της παραπάνω επιστολής ο Εφ. Ανθλγός (ΠΖ) Δημήτριος Πεταλωτής έπεσε μαχόμενος στη μάχη του Βουργαρελίου στο ύψωμα 1.200, στις 14 Νοε 1948. Όσον αφορά το ιστορικό της μάχης, παραθέτουμε τα παρακάτω στοιχεία.

Όπως είδαμε στις επιστολές που απέστειλε ο Δημήτρης ευρισκόμενος στο Βουργαρέλι στις 2 και 9 Νοε 48, ανέφερε ότι οι συμμορίτες (κομμουνιστές) βρίσκονται μακριά από εκεί και ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για μάχες. Είναι γεγονός πως τα Τζουμέρκα κατόπιν ισχυρής πίεσης από τις δυνάμεις του Ελληνικού στρατού εγκαταλείφθηκαν από τους κομμουνιστές και οι εκεί βάσεις τους διαλύθηκαν. Όπως θα δούμε παρακάτω όμως υπήρξε ισχυρή αντεπίθεση των κομμουνιστών για την κατάληψη αυτών των περιοχών.

Ανατρέχοντας στην διπλωματική εργασία του Βασίλη Μαλαμή : «Οι Εμφύλιες διαμάχες στην Ήπειρο : η μάχη στα υψώματα Σελίου και Προφήτη Ηλία στο Βουργαρέλι Άρτας (1945-1950) μέσα από ανέκδοτο πρωτότυπο αρχειακό υλικό», αναφερόμενος στην σύγκρουση του Ελληνικού στρατού με τους αντάρτες κομμουνιστές γράφει τα εξής : Αυτοί ήταν οι δύο αντίπαλοι που αναμετρήθηκαν την νύχτα της 14ης Νοεμβρίου 1948 στη θέση Σελίου – Προφήτη Ηλία Βουργαρελίου, με νίκη των δυνάμεων του Εθνικού Στρατού. Στην Ημερήσια Διαταγή της 84ης Σ περιοχής, της 17ης Νοεμβρίου 1948, που απευθύνεται στους μαχητές του Βουργαρελίου, εκθειάζεται το θάρρος που επέδειξαν στην μάχη της 14/11/1948. Επαινούνται για τα ιδανικά τους και την αφοσίωση που επέδειξαν στο καθήκον. Μάλιστα αναφέρεται ότι αντιστάθηκαν με πείσμα, χωρίς να πτοηθούν από το πλήθος των αντιπάλων και την αφθονία των Σλαβικών όπλων.

ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΓΗ 84ης Σ περιοχής

Της 17ης Νοεμβρίου 1948

ΜΑΧΗΤΑΙ  ΤΟΥ ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙΟΥ

Μιά καινούργια σελίδα της εθνικής μας ιστορίας γράφτηκε στις 14 Νοεμβρίου στο Βουργαρέλι των ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ που θα θυμίζη στις μεταγενέστερες γενεές τό ακατάβλητον θάρρος καί τήν ζωτικότητα της φυλής μας δίνοντας ένα ακόμη παράδειγμα πρός μίμησιν, μαζύ μέ τόσα άλλα που είναι γεμάτη η ιστορία του γένους μας.

Επειδή πιστεύατε γερά στήν ηψηλήν σας αποστολήν, να προστατεύσητε τήν ζωήν καί τήν τιμήν των σκληρώς σήμερον δοκιμαζόμενων Ελλήνων, δεν εδιστάσατε να αντισταθήτε μετά πείσματος καί θάρρους παραδειγματικού κατά των πολλών και ασυνείδητων επιδρομέων χωρίς να πτοηθήτε από το πλήθος των ορδών των καί τήν αφθονία των Σλαϋικών όπλων μέ τά οποία ήσαν εφοδιασμένοι.

Επί 7 ολόκληρες ώρες επολεμήσατε καρτερικά αποκρούσαντες επιτυχώς υπερεξαπλασίας επιτεθεμένους καί είμαι βέβαιος ότι θα εξακολουθούσατε τόν αγώνα επιτυχώς αν δέν μεσολαβούσεν η κύκλωσίς σας καί η αισθητή ελάττωσις των πυρομαχικών σας . Η σύμπτυξή σας, όχι για να φύγητε, αλλά για να καταλάβητε νέας θέσεις καί συνεχίσητε τόν άνισον αγώνα, έδωσε νέο υπέροχο παράδειγμα του ακατάβλητου θάρρους σας καί της αδαμάστου θελήσεώς σας νά εξέλθητε νικηταί καί τό επιτύχατε

ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΑΙ ΤΟΥ ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙΟΥ

Άκουσα από τά στόματα αυτοπτών της άγριας πάλης που διεξήχθη εις τα υψώματα ΣΕΛΙΟ και ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ του ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙΟΥ όλοι έχουν μείνει κατάπληκτοι από τόν ηρωισμόν σας καί τά κατορθώματά σας έγιναν θρύλος της περιοχής των ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ Αξ/κοί καί οπλίται συναγωνιστήκατε ποιος να ξεπεράση τόν άλλον σέ ηρωισμό καί σέ αυτοθυσίαν ώστε νά μήν μπορεί κανείς νά βρή μεμονωμένους ήρωας γιατί όλοι σας ανεξαιρέτως ηπήρξατε ήρωες.

Η όψις τήν οποίαν όλοι σας παρουσιάσατε τήν επομένην της αγρίας καί άνισου πάλης δέν έδιδε τήν εντύπωσιν τμήματος δοκιμαζομένου αλλά έδιδε τήν όψιν τμήματος ευρισκομένου εις το πεδίον των ασκήσεων.

ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙΟΥ

Η ελληνική ψυχή θά σκιρτήση όταν μάθη ότι το μεγαλύτερον μέρος των μαχητών του ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙΟΥ προέρχεται από το εθνικό σχολείο της ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ όπου διαπαιδαγωγούνται τά παραπλανηθέντα αδέλφια μας που η έντεχνος Ελανική προπαγάνδα μας τούς είχε προσωρινώς απομακρύνει αλλά τώρα πια δεν θά μπορέση ποτέ νά μας τούς αποσπάση αλλά μαζί συντροφευμένοι θά βαδίσουμε στόν δρόμον που βρήκαμε χαραγμένο από τους ένδοξους προγόνους μας.

Όπως αι ΣΠΕΤΣΑΙ τά ΨΑΡΡΑ συνέδεσαν τό όνομά τους μέ τήν νεωτέραν Ιστορίαν του έθνους μας γιατί συνέβαλον εις τήν ανεξαρτησίαν μας έτι καί τό ξηρό καί άγονο νησί της Μακρονήσου θά τοποθετήσει τό όνομά του δίπλα στα τρία νησιά γιατί συνέβαλεν εις τήν διατήρησιν της ανεξαρτησίας Αγώνες σαν του Βουργαρελίου καί μαχηταί σαν τούς υπερασπιστάς του ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙΟΥ εδραιώνουν τήν πεποίθησην των Ελλήνων γιά τήν σύντομον τελικήν Νίκην.-

ΖΗΤΩ Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΣ ΜΗΤΕΡΑ ΕΛΛΑΔΑ

Διά τήν ακρίβειαν της αντιγραφή

Ο

Υπασπιστής

(σφραγίδα και υπογραφή του ιδίου)

ΣΥΡΜΑΣ  ΣΠΥΡΙΔΩΝ

ΣΥΝ/ΡΧΗΣ  ΔΙΑΒΙΒΑΣΕΩΝ

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ

Δεκαπέντε μέρες μετά το θάνατο του Δημήτρη Πεταλωτή στις 29 Νοε 48 ο Διοικητής της μονάδας του έστειλε επιστολή προς την οικογένειά του, στην οποία έγραφε τα εξής : «Το 8ον Ε.Τ.Π. με βαθιά θλίψη σας αναγγέλλει δια του υποφαινομένου τον ηρωικό θάνατο του προσφιλούς σας Δημητρίου, εις Βουργαρέλι Άρτης. Εθυσιάσθη στο βωμό της ελευθερίας και πλουτίζει ήδη το πάνθεο των ηρώων με το άφθαστο ψυχικό σθένος και την αυταπάρνησιν που επέδειξε κατά τη μάχη της 14-11-48 με πολύ υπέρτερους δυνάμεις συμμοριτών. Ο Δκτης, οι αξκοί και οπλίται συμμεριζόμενοι το βαρύτατο πένθος σας παραστέκουμε στο μεγάλο σας πόνο, και είναι υπερήφανοι που αδέλφια τους σαν τον αείμνηστο Δημήτρη επέρασαν στην ιστορία. Το Θεό παρακαλούμε να μετριάσει τη λύπη σας. Ο νεκρός ετάφη με τις αρμόζουσες τιμές στο κοιμητήριο Άρτης».

Σαφώς και δεν ήμαστε σε θέση να περιγράψουμε τα συναισθήματα οδύνης των μελών της οικογένειας του Διδυμοτειχίτη πεσόντα εφέδρου αξιωματικού. Που να ήξεραν όταν τον αποχαιρετούσαν πριν από 13 μήνες (πηγαίνοντας να παρουσιασθεί στην Αλεξανδρούπολη), ότι δεν θα τον ξαναέβλεπαν ποτέ.

Με όσο κουράγιο μπόρεσε να μαζέψει ο πατέρας του, έστειλε επιστολή προς τον Δκτη της μονάδας του Δημήτρη, στην οποία μεταξύ άλλων έγραφε : «δια της παρούσης κε Διοικητά θα σας παρακαλέσω θερμώς όπως ευαρεστηθήτε και μοι γνωρίσητε τας συνθήκας υφ’ ας εφονεύθη ο υιός μου, τον τόπον και χρόνον ως και τον τόπον ενταφιασμού, ίνα εν ευθέτω χρόνω προσέλθωμεν και προσφέρωμεν τρισάγιον εις τον τάφον του».

Να αναφέρουμε ότι για τις συνθήκες θανάτου του Δημήτρη Πεταλώτη ενδιαφέρθηκε να μάθει με επιστολή που απέστειλε στην μονάδα του, και ο καλός του φίλος Εφ. Ανθλγός Μουταφίδης. Έτσι έχουμε στα χέρια μας δύο επιστολές, μία στις 16 Δεκ 48, η οποία απευθύνεται στον Εφ. Ανθλγό Μουταφίδη και μία στις 24 Δεκ 48, η οποία απευθύνεται στον πατέρα του Δημήτρη Ευάγγελο Πεταλωτή.

Από την δεύτερη επιστολή (την οποία υπογράφει ο Δκτης του Τάγματος Τχης (ΠΖ) Μπάλκος Αναστάσιος),  παραθέτουμε το απόσπασμα όπου περιγράφονται οι συνθήκες θανάτου αλλά και ταφής του Δημήτρη : «Την νύκτα της 13-14 Νοεμβρίου, χίλιοι πεντακόσιοι συμμορίται προσέβαλαν τη θέση των τμημάτων μας. Η μάχη που άρχισε ήταν σκληρή και άνιση, χίλιοι πεντακόσιοι εκείνοι, το 1/10 εμείς. Ο γιος σας πολέμησε επί κεφαλής της διμοιρίας του σαν ήρωας, μέχρι τη στιγμή που μια σφαίρα τον χτύπησε στο μέτωπο. Τρεις μέρες αργότερα η πόλις της Άρτης με όλες τις αρχές, τα σωματεία, τα σχολεία και τον πληθυσμό της, κήδευσε τους νεκρούς μας, όπου ανάμεσα τους την πρώτη θέση κατέχει ο γιό σας, με μια πάνδημη εκδήλωση πένθους, αγάπης και θαυμασμού του αληθινού και δοκιμασμένου λαού, όλοι έφεραν ξεχωριστά λίγα λουλούδια, και όλοι ακολούθησαν σε μια πρωτοφανής για την πόλη της Άρτας πομπή έως το νεκροταφείο, όπου σε θέση τιμητική επτά σταυροί στη σειρά, μαρτυρούν το χρέος των Ελλήνων. Μέσα στην ίδια ατμόσφαιρα ειλικρινούς πένθους και αγάπης, το τάγμα ετέλεσε το μνημόσυνό τους. Τελειώνοντας σας εκφράζω το θαυμασμό μου, για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίσατε το οδυνηρό πλήγμα. Έτσι ακριβώς αξιότιμε κύριε θα σας ήθελε και το παιδί σας και από τον ουρανό θα νοιώθει υπερηφάνεια για σας».

Από επιστολή που απέστειλε στις 24 Αυγ 49, ο στρατιωτικός ιατρός και γαμπρός του Δημήτρη, Πασχάλης Πασχαλίδης προς τη Δαφνούλα, γνωρίζουμε ότι μέχρι και τη λήξη του εμφυλίου πολέμου (τέλος Αυγούστου 49), ο τάφος του άτυχου Διδυμοτειχίτη εφ Αξκου βρισκόταν στα κοιμητήρια της Άρτας. Μετά τη λήξη του πολέμου οι γονείς του μετέβησαν στην Άρτα και προέβησαν στην ανακομιδή των οστών του Δημήτρη, τα οποία μετέφεραν στο Διδυμότειχο και τα εναπέθεσαν σε τάφο που τους παραχώρησε τιμητικά ο Δήμος Διδυμοτείχου στην είσοδο του νεκροταφείου της πόλης.

Από έγγραφο της επιτροπής κανονισμού πολεμικών συντάξεων με ημερομηνία 14 Απρ 1950 (καθώς ο πατέρας του Δημήτρη Ευάγγελος Πεταλωτής σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία λόγω του θανάτου του γιού του σε πολεμικές επιχειρήσεις, υπήρξε δικαιούχος πολεμικής σύνταξης ύψους 5.200 δρχ μηνιαίως), βλέπουμε ότι : «δια της υπ’ αριθμ 193/1949 εγκυκλίου Δγης του Υπουργείου Στρατιωτικών ο εν τω ιστορικώ αναφερόμενος έφεδρος Ανθυπολοχαγός Δημήτριος Ευαγγέλου Πεταλωτης προήχθη εις τον βαθμόν του Λοχαγού». Είναι επίσης σημαντικό να αναφέρουμε ότι μετά το θάνατό του Δημήτρη απονεμήθηκε στην οικογένειά του Δίπλωμα Ευγνωμοσύνης από το Υπουργείο Στρατιωτικών και το ύψωμα 1.200, όπου έχασε τη ζωή του μετονομάστηκε σε «Ράχη Πεταλωτή Δημητρίου».

Η συγγραφή του παρόντος κειμένου και η παράθεση όλων των ανωτέρω στοιχείων, δεν έχει ως σκοπό να σκαλίσει παλιές και απούλωτες πληγές, αλλά δια μέσω του νεαρού έφεδρου αξιωματικού Δημητρίου Πεταλωτή να καταδείξει τα συναισθήματα (τις αγωνίες, τις χαρές, τις λύπες), των άτυχων αυτών παιδιών (και από τις δύο πλευρές) που κλήθηκαν να συμμετέχουν σε έναν αδελφοκτόνο και μακάβριο πόλεμο. Έναν πόλεμο, δημιούργημα ξένων συμφερόντων και αγεφύρωτων εσωτερικών πολιτικών παθών, τα οποία ως κράτος μας κατατρέχουν ακόμη.

Δεν θα ξεχάσω τον παππού μου Χαράλαμπο Τσουλκανάκη, που όπως προανέφερα ήταν συνομήλικος του Δημήτρη Πεταλωτή και πολέμησε κι αυτός ως στρατιώτης στον αδελφοκτόνο εμφύλιο, ο οποίος αν και είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους κομμουνιστές και έζησε μαζί τους για περίπου ένα μήνα, όταν θυμόταν εκείνα τα γεγονότα έλεγε «αχ τα καημένα παιδιά (εννοώντας τους αντιπάλους του κομμουνιστές), αυτοί οι καπετάνιοι τα πήραν στο λαιμό τους». Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και πολλά νέα παιδιά (αγόρια και κορίτσια), από την αντίπαλη πλευρά έχασαν τη ζωή τους, είτε στα πεδία των μαχών είτε από εκτελέσεις στα έκτακτα στρατοδικεία.

Στο σημείο αυτό νομίζω πως αξίζει να παραθέσω μερικούς στίχους από δύο Διδυμοτειχίτες ποιητές, οι οποίοι πολέμησαν κι αυτοί στον καταραμένο εμφύλιο 1946-49, πρόκειται για τον Βασίλη Σιναπίδη (εφ Αξκό στον εμφύλιο με τον Ελληνικό Στρατό), και για τον Σωτήρη Χατζηπεντίδη (μαχητή του ΔΣ Κομμουνιστών, ο οποίος σκοτώθηκε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις το 1948).

Βασίλης Σιναπίδης : Σκαρφαλώσαμε μια νύχτα λαχανιασμένοι / σε μια κορφή του Μαύρου Βουνού. / Είμαστε η ασπίδα ενός παρόντος / και το δοξάρι ενός αβέβαιου μέλλοντος. / Κυνηγούμε τον αδερφό μας τον Κάιν, / τον προαιώνιον αδερφό μας, / που πλανιέται ακόμα μεσ’ το Χρόνο και τον Τόπο / κυκλικά, μπήγοντας το μαχαίρι του στα στήθια τ’ αδερφού του, / γιατί ο Φθόνος του σάλεψε τα φρένα.

Σωτήρης Χατζηπεντίδης : Ζούμε ; μες το μεθύσι αυτό της μοίρας / πόχει μας ρίξει η ανομιά του λιοβασιλέματος ; / Ζούμε ; Χανόμαστε ; Το κύμα μας πλακώνει. / Τι φταίμε εμείς, αθώα παιδιά της μάνας μας ;

Για την συγγραφή του παρόντος κειμένου οφείλω πολλές ευχαριστίες στην κυρία Ζωή Πασχαλίδου ανιψιά του αείμνηστου Δημήτρη Πεταλωτή (κόρη της αδελφής του Δάφνης), που μου εμπιστεύτηκε τις επιστολές του, τις φωτογραφίες (του Δημήτρη και της υπόλοιπης οικογένειάς του) και ότι άλλο αρχειακό υλικό είχε από την αλληλογραφία μετά το θάνατό του.

Θα πρέπει επίσης να εκφράσω την συγκίνηση μου που κράτησα στα χέρια μου, μελέτησα αυτό το υλικό και συνέγραψα το παρόν κείμενο καθώς ως στρατιωτικός υπηρέτησα (και υπηρετώ) το μεγαλύτερο μέρος της θητείας μου στο στρατόπεδο που φέρει το όνομα του «Εφ. Ανθυπολοχαγού Δημητρίου Πεταλωτή», ας είναι αιωνία η μνήμη του, όπως και όλων των άδολων θυμάτων του εμφυλίου πολέμου και ας ευχηθούμε να μη ξαναζήσει ποτέ η πατρίδα μας τέτοιες φρικτές στιγμές.