Λησμονημένα δρώμενα της Καθαράς Δευτέρας στην Κρήτη

Petite Perle 300×250

Της Ελένης Βασιλάκη

Ο λαογράφος Γιώργος Σταματάκης κατέγραψε και παρουσίασε στη διάρκεια της ομιλίας του για τα Αποκριγιώματα στην Κρήτη πλήθος δρώμενων που λάμβαναν χώρα στην Κρήτη την Καθαρά Δευτέρα.

Τα περισσότερα είναι λησμονημένα ενώ κάποια ίσως βλέπουν το φως της δημοσιότητας πρώτη φορά, μια και έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ζωντάνευαν από τις τοπικές κοινωνίες.

Η Καθαρά Δευτέρα δεν συνοδεύονταν από μεταμφιέσεις, όπως είχαμε το διάστημα που είχε προηγηθεί,  αλλά από δρώμενα με το πρόσωπο πάντα ακάλυπτο και αναγνωρίσιμο. 

Ίσως η κατανυκτική περίοδος επέβαλε σεβασμό  προς τις προτροπές της εκκλησίας, η οποία ευλογούσε τα πάντα άλλα όχι την αλλοίωση του προσώπου, καθώς το πρόσωπο στην συμβολική του υπόσταση είναι ιερό μια και αποτελεί την εικόνα του ίδιου του Θεού. 

Η Καθαρή Δευτέρα είναι αυστηρά νηστίσιμη. Δεν καταναλώνεται τίποτα. Πολλοί, παλιά, δεν έπιναν ούτε νερό. Μάλιστα ο καλός χριστιανός, λένε, νηστεύει τρεις μέρες τα πάντα: «Καλός κακός ο Χριστιανός το τρήμερο νηστεύει».

Η μέρα αυτή αποτελεί το πέρασμα από την αφθονία στην στέρηση. Τα βρεχτοκούκια ή παπούδια, τα ραπάνια, και οι αλατσολιές ήταν τα κύρια εδέσματα. Παρόλα αυτά με την πάροδο του χρόνου η αυστηρή νηστεία περιορίστηκε ή βρέθηκαν πολλά εδέσματα, κυρίως ξενόφερτα, τα οποία έκαναν το καθαροδευτεριάτικο τραπέζι πλουσιότερο και από το αποκριάτικο.
Τα Δρώμενα της Καθαράς Δευτέρας είναι πολλά. Κάθε περιοχή είχε και τα δικά της, όπως εξήγησε ο Γ. Σταματάκης, ενώ ορισμένα διαφέρουν ακόμη και από χωριό σε χωριό της ίδιας περιοχής.

Κάποια άλλα είναι κοινά σε όλο τον Ελλαδικό χώρο και παραπέμπουν σε αρχαίες διονυσιακές τελετές και βακχικές καταστάσεις

Η Γέννα, ο Γάμος η Κηδεία
Τρία από τα γνωστότερα δρώμενα αναπαριστούσαν τους τρεις σταθμούς της ζωής του ανθρώπου, λοιδορούμενους και διακωμωδούμενους. Πολλές φορές γινόταν σαν ένα δρώμενο το οποίο ξεκινούσε από το τέλος, Την κηδεία.  Πως μπορεί όμως μια νεκρική πομπή να είναι αστεία και μια θανή να προκαλεί γέλιο;

Και όμως  από όλα τα  δρώμενα το πιο αστείο ήταν η κηδεία. Ένας άντρας στο καθελέτο το πραγματικό (η κοινή κλίνη του χωριού) κατά τον Περικλή, στολισμένος με βρωμόχορτα και αγκάθες και ανάμεσα στα σκέλια του ένα τεράστιο  φούσκωμα που ξεβατζέρνει έξω από τα ρούχα και τα χόρτα, κι είναι δεμένο με το χέρι του υποτιθέμενου νεκρού ο οποίος κατά διαστήματα το κουνεί χωρίς να φαίνεται πως.

Μια ομάδα κρατεί το καθελέτο και ένας εντελώς μεθυσμένος παριστάνει τον παπά, που παραποιεί τα λόγια της νεκρώσιμης ακολουθίας αλλάζοντας την πολύ συχνά αναφερόμενη σε αυτήν λέξη ψυχή, με μια άλλη κακή λέξη που επίσης ξεκινά από ψ και τελειώνει σε η.

Αξαποπίσω όλο το χωριό που παριστάνει το συγγενολόι. Ένας σωματώδης άντρας παριστάνει την χήρα που ακολουθεί υποβασταζόμενη λέγοντας πρόστυχα μοιρολόγια αναφερόμενα σε συγκεκριμένο μέλος του πεθαμένου άντρα της για το οποίο κυρίως λυπάται και του οποίου τις χάρες αναφέρει λεπτομερώς.
Ουρλιάζει τραβά να ξεπατώσει τα μαλλιά της αλλά ταυτόχρονα ορμά και στους άντρες που ακολουθούν σηκώνοντας το φουστάνι της για να φανεί η γάμπα πάνω από το στιβάνι.

 Οι άντρες της λένε διάφορα πονηρά υπονοούμενα αυτοσχεδιάζοντας εκείνη την ώρα και αυτή κλείνει αμέτρητα  ραντεβού αμέσως μετά την κηδεία. Η πομπή γυρίζει όλους τους δρόμους του χωριού και καταλήγει στην πλατεία όπου ο νεκρός ανασταίνεται με νερό (κι εδώ υπάρχει ο συμβολισμός) και αρχίζει να κυνηγά την χήρα την οποία τελικά πιάνει και την πλακώνει στην μέση μέση της πλατείας και ενώπιων όλων. Ύστερα όλοι μαζί συνεχίζουν το γλέντι.


Ο Γάμος γίνεται και αυτός με πομπή αλλά και  με πραγματικούς λυράρηδες που  προηγούνται.  Ένας υπερμεγέθης και πολύ αρρενωπός άντρας   παριστάνει την νύφη και ένας άλλος πολύ αδύνατος και αχαμνός  παριστάνει το γαμπρό.
 Ακολουθούσαν τα προυκιά που ήταν  μποξάδες από τα ελαιοτριβεία ολολάδωτοι, ως δείγμα της νοικοκυροσύνης της νύφης. Γινόταν η ανεγυρίδα του χωριού και η πομπή έφτανε  μέχρι την πόρτα της εκκλησίας.

Ο γαμπρός είχε κρεμάσει ένα ραπάνι στο παντελόνι του και η τεράστια νύφη καβαλίκευε ανάποδα σε έναν γάιδαρο. Γινόταν ο εικονικός γάμος με ένα παπά μεθυσμένο που άφηνε πονηρά  υπονοούμενα και στο τέλος αυτού, ο αχαμνός γαμπρός αρχίζει να κυνηγά την  τεράστια νύφη, με το ραπάνι να χτυπά ανάμεσα στα πόδια του.
Η νύφη έντρομη που θα χάσει ότι πολυτιμότερο της έδωσε η φύση τρέχει και άλλες φορές πέφτει αυτή και την πλακώνει ο γαμπρός και άλλες πέφτει ο γαμπρός και τον πλακώνει η νύφη. Στο τέλος συνευρίσκονται ενώπιον όλων με την νύφη να μην χορταίνει και τον γαμπρό να μην μπορεί να ανταπεξέλθει άλλο.

Η κηδεία και ο γάμος τελειώνουν με την συνεύρεση του ζεύγους χήρας – αναστημένου νεκρού ή γαμπρού- νύφης. Η γυναίκα μένει αμέσως έγκυος και ακολουθεί η διαδικασία της Γέννας όπου και πάλι κάποιος άντρα παριστάνει την μαμή. 
Βάζει την νύφη στα σκαμνιά και μπαίνει ολόκληρος  κάτω από το φουστάνι της. Ο άντρας που παριστάνει την νύφη έχει επώδυνο τοκετό και φωνάζει λέγοντας ακριβώς πιο μέλος τον πονεί.  Σε λίγο γεννά και η μαμή βγαίνει κάτω από τα φουστάνια κρατώντας το νεογέννητο που είναι συνήθως  κάτι ευτράπελο όπως για παράδειγμα ένα κουτσούρι, μια   αρβύλα, μια κολοκύθα ή το συνηθέστερο ένας ζωντανός κάτης που τον έχουν βάλει σε ένα τσουβάλι μαζί με σταχτή. (δεν αγαπούσαν ιδιαίτερα τους κάτες οι πρόγονοι μας).

Η στάχτη μπαίνει στα μάτια του κάτη ο οποίος ξαγριεμένος από την φασαρία και το κλείσιμο του στο τσουβάλι και χωρίς να βλέπει εξαιτίας της στάχτης  χύνεται στον κόσμο ουρλιάζοντας και τσαφουνώντας.
Τα δρώμενα αυτά διέφεραν από χωριό σε χωριό και από έτος σε έτος καθώς καθένας πρόσθετε ότι του επέτρεπε η φαντασία και η ευφυΐα του. Ο σκελετός τους όμως ήταν όπως περίπου περιγράφηκε. 
Από τα δρώμενα αυτά των τριών σταθμών της ζωής του ανθρώπου αυτό που προκάλεσε περισσότερο ενδιαφέρον στους μελετητές, ως μιμόδραμα, ήταν η εικονική κηδεία που γινόταν κατά το παρελθόν στα Λευκόγεια Ρεθύμνου. Ήταν μια πραγματική υπερπαραγωγή που αναπαριστούσε ακόμη και τον Άδη με μεταμφιεσμένους αγγέλους και καταχανάδες να διεκδικούν την ψυχή του μεταστάντος.

Ολοκληρωμένα επίσης δρώμενα εικονικής κηδείας και ανάσταση έχουν καταγραφεί στον Μέρωνα. το Γιαννιού, τη Γέργερη, το Αβδού, το Πετροκεφάλι, το Σταυροχώρι…Και οι τρείς σταθμοί έχουν αρχαία καταγωγή και ταυτίζονται με τελετές κυρίως του Διονύσου.

Το κλέψιμο της νύφης
 Το δρώμενο αυτό απαντάται στην περιοχή του Ρεθύμνου και κυρίως στο Μελιδόνι. Είναι παρόμοιο με το δρώμενο του γάμου. Κάποιες φορές έπαιρνε και χαρακτήρα αγωνιστικό καθώς ντυνόταν περισσότερες από μια νύφες τις οποίες φύλαγαν ομάδες αντρών για να μην τους τις κλέψουν. 
Όποια ομάδα κατάφερνε να μην τις κλέψουν την νύφη ήταν η νικήτρια αυτού του ιδιότυπου ας πούμε αγωνίσματος, Και στην περίπτωση αυτή η νύφη ήταν πάντα ένας πολύ σωματώδης άντρας και η όλη παράσταση κατέληγε με τον εικονικό γάμο και την γέννα.

Το προξενιό
Το δρώμενο αυτό έχει καταγραφεί στα χωριά της Βιάννου και του Μεραμπέλου. 
Στην μέση του χωριού και γύρω από ένα τραπέζι κάθεται η μέλλουσα νύφη με τον μέλλοντα γαμπρό που πάντα είναι αταίριαστοι και δυσανάλογοι. Παραδίπλα οι συμπέθεροι και οι προξενητές παινεύουν τους νεόνυμφους, αναφερόμενοι κυρίως στα γεννητικά τους όργανα και παροδώντας τα υπόλοιπα χαρίσματα τους.
  Ακολουθούν τα δοσίδια,  όπου οι συμπέθεροι δίνουν προυκιά όπως ένα κουτσό κάτη, δέκα ποντικούς απαλλαγούς κ..α. Δεν αποφεύγουν και τους υπαινιγμούς σε πραγματικά προξενιά που είχαν γίνει στο χωριό αυτοσχεδιάζοντας και λοιδορώντας.

Σε εμάς σήμερα δεν φαίνεται αστείο, όμως τα παλαιότερα χρόνια με τις περιορισμένες εικόνες και τις ευκαιρίες για διασκέδαση το δρώμενο αυτό προκαλούσε γέλια μέχρι δακρύων. Ακολουθεί γλέντι με μαντινάδες όπως:
«Επήγα και παντρεύτηκα από το Συκολόγο και χάρισε μου ο πεθερός μια χαρουπιά ντελόγο» «Επήγα και παντρεύτηκα από το Καραβάδω κι εχάρισε μου ο πεθερός ένα κατσούλι μαύρο».

Σε εμάς σήμερα δεν φαίνεται αστείο, όμως τα παλαιότερα χρόνια με τις περιορισμένες εικόνες και τις ευκαιρίες για διασκέδαση το δρώμενο αυτό προκαλούσε γέλια μέχρι δακρύων. Ακολουθεί γλέντι με μαντινάδες όπως:
«Επήγα και παντρεύτηκα από το Συκολόγο και χάρισε μου ο πεθερός μια χαρουπιά ντελόγο» «Επήγα και παντρεύτηκα από το Καραβάδω κι εχάρισε μου ο πεθερός ένα κατσούλι μαύρο».

Η κηδεία των λερωσίμων
 Μια μοναδική κηδεία έχει καταγραφεί στο Καστιδώνι Σητείας. Σε ένα σταμνί δικη φερέτρου, στολισμένο με λουλούδια, τοποθετούσαν την Καθαρή Δευτέρα λερώσιμα φαγητά. Λίγα από κάθε είδος διότι δεν περίσσευαν και πολλά.
 Τα περιέφεραν ολοφυρώμενοι και τζαγκουρνομαδούμενοι, κλαίγοντας γι αυτό που χάνουν αλλά και γι αυτό που θα ακολουθήσει και κατέληγαν σε μια κανονική κηδεία της στάμνας στο κοιμητήριο του χωριού. Σχετικές μαντινάδες που ακούγονταν ως μοιρολόι ήταν:
«Ο λαζανάς ψυχομαχεί κι ο μακαρούνης κλαίει κι ο κρόμυδος σουρσουραδεί απάνω στο τραπέζι»
«Εμείς ετούτο κλέμενε εμάς ποιος θα μας κλάψει, απού το σκορδοκρόμυδο τ΄ άντερα θα μας κάψει».

Ο κακός σύντροφος
 Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον δρώμενο λόγω του λεπτού θέματος του ήταν ο κακός σύντροφος. 
Το δρώμενο αυτό που υπήρχε στο Μαλεβίζι, μου ανέφερε με αφορμή αυτή την ομιλία η κ. Μιράντα Τσαφαντάκη που η ευαισθησία της διαφύλαξε ιδιαιτέρες αναμνήσεις, από μια κοινωνία που η ίδια τις έχει λησμονήσει. 
Ο κακός σύντροφος είναι ο κακός σύζυγος, ο κακός ορτάκης,  ο κακός σιμισάτορας για τον οποίο γινόταν ένα δημόσιο δικαστήριο που στο τέλος τον απέδιδε στην κρίση της κοινής γνώμης. 
  Η δε κοινή γνώμη οχλοκρατούμενη και οχλαγωγούμενη όπως πάντα, τον κυνηγούσε γύρω γύρω στο χωριό φωνάζοντας βρίζοντας και χτυπώντας τον με στρουφιγμένα πανιά.
 Αυτός που θα παρίστανε τον κακό σύντροφο έβγαινε με «τσουμπανιάτες», ένα είδος κλήρωσης που έχανε όποιος έμενε τελευταίος.

Ο Πασχάλης
 Το έθιμο του Πασχάλη απαντάται στο Σταυροχώρι Σητείας και είναι μια παραλλαγή της κηδείας.  Το όνομα του συμβολίζει τα λερώσιμα πασχαλινά φαγητά τα οποία κηδεύονται. 
Ο νεκρός περιφέρεται στο χωριό και η πομπή καταλήγει στην βρύση όπου με την απειλή του νερού αναστήνεται ο Πασχάλης Το έθιμο αυτό κατέγραψε έμμετρα ο ριμαδόρος Κωστής Καμινάκης:
«Το ποθαμένο βάζανε για έθιμο στην βρύσηΓια να βραχεί με το νερό για να τον αναστήσειΚαι στου Πασχάλη τη θανή εσκούσανε στα γέλιαόσοι ακολουθούσανε μεγάλοι και κοπέλια…»

Η καμήλα
 Το δρώμενο της καμήλας είναι πολύ παλαιό. Ίσως τα πρώτα δείγματα του τα ανιχνεύουμε στον Λιβάνιο. Αρχικά είχε ελάχιστη σχέση με την καμήλα η οποία καταλάμβανε σε όλο το δρώμενο ένα πολύ μικρό χώρο ώσπου κατέληξε να είναι το κυρίαρχο στοιχείο του. 
Ξεκίνησε ως Χριστουγεννιάτικο έθιμο και γινόταν παραμονή πρωτοχρονιάς. Στο δρώμενο αυτό άνθρωποι μεταμφιεσμένοι σε Καμήλες τριγυρνούσαν στους δρόμους φωνάζοντας με σκοπό να "παραπλανήσουν" του στρατιώτες του Ηρώδη που αναζητούσαν το νεογέννητο Χριστό.

Στην Κρήτη το έθιμο της καμήλας είχε κυρίως αστικό και αποκριάτικο  χαρακτήρα. Ήταν διαδεδομένο στα αστικά κέντρα και μετά τον 19ο αιώνα υπάρχουν δημοσιεύματα που στηνόταν με πρωτοβουλία των Δημάρχων.
Σήμερα στην Κρήτη επιβιώνει ή αναβιώνει κυρίως στην Κάινα Αποκορώνου και τον Μέρωνα Αμαρίου. Η καμήλα στα χωριά αυτά κατασκευάζεται με μία ξύλινη σκάλα, δύο κοφίνια που αποτελούν τις δύο καμπούρες της, μία λινάτσα  και το σκελετό του κεφαλιού ενός γαϊδάρου.

Στον ουρανίσκο του κεφαλιού τοποθετείται ένα καρούλι για να ανοιγοκλείνει το στόμα του με το τράβηγμα ενός σχοινιού. Στα μάτια τοποθετούνται δύο μανταρίνια και το όλο κατασκεύασμα συμπληρώνεται με προβιές κυρίως κουνελιών.
Στην καμήλα μπαίνουν συνήθως τρεις άνθρωποι. Ένας κρατάει το κεφάλι στερεωμένο σ' ένα ξύλο και οι άλλοι δύο με τη βοήθεια των κοφινιών σχηματίζουν τις καμπούρες της.
Η καμήλα πρέπει να περάσει από κάθε σημείο του χωριού, και να καταλήξει στην κεντρική πλατεία όπου την γλεντίζουν.

Ο Αρκουδιάρης Αρκουδιάρηδες ονομάζονται γενικά οι μασκάρες με τα κουδούνια τα δέρματα ζώων την θορυβώδη κίνηση και τις ρυθμικές συχνά άσεμνες κινήσεις. Όμως υπήρχε και το κυριολεκτικό δρώμενο του αρκουδιάρη. 
Κάποιος ντυνόταν γύφτος και έντυνε έναν άλλο ως αρκούδα. Η αρκούδα στην Κρήτη παρά το ότι είναι άγνωστο ζώο έχει μεγάλο ρόλο στα δρώμενα και τις τελετουργίες ενώ το όνομα της έχει γίνει συνώνυμο πολλών παρεξηγημένων καταστάσεων.

Και μόνο το γεγονός ότι ένας άνθρωπος ντυνόταν αρκούδα αρκούσε για να δημιουργήσει ευθυμία. Σε παλαιότερες δύσκολες εποχές, ο αρκουδιάρης με την αρκούδα του πήγαιναν σε απομακρυσμένα λαδοχώρια, όπως τα Βασιλικά Ανώγεια, ο Νιπιδητός η Βιάννος.
Σταματούσαν σε κάθε αυλή, ο Αρκουδιάρης χτυπούσε ένα χάλκωμα ως ντέφι και η αρκούδα χοροπηδούσε, στο τέλος έβγαζαν το λαδικό και κάθε νοικοκυρά τους έβαζε από λίγο λάδι. Έτσι σταλιά σταλιά μάζευαν το λάδι της χρονιάς τους.

Ο Μαϊμουνιάρης , που μόνο το όνομα του προκαλούσε  άλλους συνειρμούς και ευθυμία, είναι παρόμοιο δρώμενο με αυτός του Αρκουδιάρη. 
Το έθιμο αυτό γίνεται σχεδόν μέχρι σήμερα στον Νιπιδιτό. Ένας χωριανός μικροκαμωμένος που έχει το εντυπωσιακό ψευδώνυμο θεός ντύνεται μαϊμούνι. Ο μαϊμουνιάρης τον έχει δέσει με ένα τεράστιο σκοινί. Πάνε σε όλες τις γειτονιές.
 Πρώτος εμφανίζεται ο μαϊμουνιάρης που αρχίζει να ανελέσει το μακρύ σχοινί δημιουργώντας αίσθημα αναμονής ώσπου εμφανίζεται στην άλλη άκρη του το δεμένο μαϊμούνι που είναι μαζεμένο και σκυθρωπό ντυμένο με προβιές μαύρων κουνελιών.
 Κάποια στιγμή ανοίγει διάπλατα τα χέρια του και εμφανίζεται μέσα από τις προβιές, ανάμεσα στα πόδια του ένας τεράστιος φαλός που είναι τσούκος ραπάνι η ξερός βλαστός από αρτηκα και αρχίζει να το χορεύει πλησιάζοντας απειλητικά άντρες γυναίκες αλλά και παιδιά.

Ο Καδής
 Ο Καδής είναι ένα εντυπωσιακό έθιμο που απαντάται στον νομό Ρεθύμνου και στην Μεσαρά. Οι εντυπωσιακότερες παραστάσεις του έχουν καταγραφεί στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, όπου πραγματικά εξελίσσεται με έναν αξιοθαύμαστο για την ευρηματικότητα του τρόπο. 
Ο Καδής είναι ο άρχοντας της μέρας, Κάνει ότι θέλει και κανείς δεν μπορεί να του φέρει αντίρρηση.
Δίνει προσταγές που εκτελούν οι ακόλουθοι του, τα Καρακόλια. Ο ίδιος είναι ντυμένος με σεντόνια ή τραπεζομάντηλα καβαλικεύει ανάποδα το γάιδαρο και όλος ο κόσμος υποκλίνεται στο πέρασμα του. 
Ο Καδής δεν μπορούσε να είναι τυχαίο πρόσωπο, επέλεγαν ένα άτομο που το εκτιμούσαν όλοι. Είναι ο πλασματικός βασιλιάς, ο απόλυτος άρχοντας της καθαροδευτεριάτικης «ανατροπής», με εξουσίες που διαρκούν όσο διαρκεί η ανατροπή της τάξης. Μπορεί να επιβάλλει «πρόστιμα» και να τιμωρεί, μπορεί να ζητά δοσίματα για το γλέντι της αγροτικής κοινότητας, μπορεί να λέει ό,τι θέλει, όπως το θέλει. 

Να πως περιέγραψε ένας Κρυοβρυσανός το έθιμο αυτό στον Αικατερινίδη:
«Το πρωί μονομερίζομαι στη πλατεία του χωριού γη σ΄ ένα καφενείο και βαστούμε μαζί μας νηστίσιμα φαγητά, κουκιά φάβα ελιές. Τρώμε πίνουμε και κρασάκι και άμα βγούμε στο κέφι λέμε «να κάνομε και το καντή. Ποιος θα γενεί»; Δέχεται ένας. Βρίσκομε ένα γάιδαρο, στολίζομε με ένα άσπρο σεντόνι το καντή και στη κεφαλή του βάζομε ένα τουπί καπέλο, μουστάκια και γένια με λινάρι, τσιμπούκι με τρυπημένο κρομύδι και καλάμι, στάχτη στο κρομμύδι μέσα και άμα πάει κιανεις να τονε χαιρετίσει δίνει μια φυσέ και τον αθοποτίζει…… Έχει την αστυνομία του, άντρες ντυμένους με χωροφυλακίστικα και εκτελούνε τις διαταγές του. ….»

Ο εξομολόγος
 Το βυζαντινής καταγωγής δρώμενο του Εξομολόγου απαντάται κυρίως στην Κεντρική Κρήτη. 
Λαμβάνει χώρα στο κέντρο του χωριού όπου ένας παριστάνει τον ιερέα στον οποίο προσέρχονται οι πιστοί και εξομολογούνται φωναχτά και με στόμφο. 
Ο ιερέας που γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα τους κάνει πονηρές ερωτήσεις που εμπεριέχουν αληθινά γεγονότα τα οποία ο εξομολογούμενος προσπαθεί να αποφύγει ή να αποκρύψει, δημιουργώντας έτσι ένα θεατρικό σκηνικό με ποικίλους αυτοσχεδιασμούς.
 Ούτε η θεία κοινωνία ξέφυγε από τα αποκριγιώματα αφού στο τέλος ο εικονικός ιερέας κοινωνούσε τους πιστούς ρακί μέσα από ένα φαλόσχημο ασκό. Στην Μεσαρά ο Εξομολόγος ονομάζεται Ξαγοράρης.

Ο Νάνος
Αποκριάτικη μεταμφίεση από τις Άνω Ασίτες προσαρμοσμένη στη λογική του αλλόκοτου και του εξωπραγματικού.
Ένας άντρας παριστάνει τον νάνο και περιφέρεται μέσα στο χωριό, ξεσηκώνοντας μόνο με το πέρασμα του μικρούς και μεγάλους. Η τοποθέτηση ράβδου στη μέση του μεταμφιεσμένου δημιουργεί την ψευδαίσθηση χεριών καλυμμένων με μεγάλο πουκάμισο και παραπέμπει στην εικόνα ενός ανθρώπου πολύ χαμηλού αναστήματος. 
Με την τεχνική αυτή ο θεατής νομίζει ότι οι ώμοι βρίσκονται εκεί που ευρίσκεται η μέση ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Μια κνισάρα τοποθετείται πάνω από το κεφάλι και σκεπάζεται με σεντόνι ή άλλο ύφασμα επιτείνοντας το τερατόμορφο αποτέλεσμα, ενδεικτικό της αποκριάτικης ευρηματικότητας που ίσως στην εποχή μας να χαρακτηρίζονταν και ρατσιστική.

Η καμπουρόγρια
 Η γριά γενικά κατέχει μεγάλο μέρος στην αποκριά. Η φυσική φθορά. η αδυναμία, η αναπηρία και η ασχήμια προκαλούσαν πάντα το γέλιο στις λαϊκές τάξεις κάτι που σήμερα αποποιούμαστε μετά βδελυγμίας. 
Ποιος μπορεί σήμερα να γελάσει με έναν ανάπηρο; Παλαιότερα όμως ήταν συνηθισμένο και αποδεκτό. Πολύ περισσότερο την αποκριάτικη περίοδο όπου όλα επιτρέπονται. 
Ένας άντρας μεταμφιέζεται σε άσχημη γριά με μια τεράστια καμπούρα και περιφέρεται την καθαρή Δευτέρα ανάμεσα στον κόσμο που διασκεδάζει.  Κουτσαίνει, τραυλίζει, πέφτει, σηκώνεται, πηδά πέρδεται  και ρίχνεται πονηρά στους άντρες. 
Η καμπουρόγρια είναι συνηθισμένη σε όλη την Κρήτη.  Ο κόσμος την χτυπά και την πειράζει Αυτή τους κυνηγά με την κατσούνα της εκστομίζοντας φοβερές και πρόστυχες κατάρες. 
Όπως, να τους μαραθεί και να κρεμάσει σαν τη κουναλίδα (για τους άντρες) να τους αραχνιάσει και να μπαινοβγαίνουνε μόνο καβρομαμούνες (για τις γυναίκες).

Το όργωμα
  Από τα πιο συνηθισμένα δρώμενα είναι η εικονική αροτρίωση στην οποία έχει αποδοθεί γονιμικός χαρακτήρας. Δύο άντρες  παριστάνανε τα βόδια και ζευγμένοι κανονικά με τον ζυγό το αλέτρι και τα λούρα προσποιούνταν ότι όργωναν ένα χωράφι.
  Ένας άλλος παρίστανε   τον ζευγά φωνάζοντας τα πολύ γνωστά τότε επιφωνήματα «Έσωι, Λάσω!, Αντάρ! Να βουινά!» Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πιο τρανταχτό αστείο που προκαλούσε ασταμάτητο γέλιο αλλά και πολλές παρεξηγήσεις ήταν να αφήσουν να υπονοηθεί  ή να αποκαλέσουν   κάποιον   χοντρό κτήμα (γάιδαρο βουι, μουλάρι αϊλιά) πόσο μάλλον στην προκειμένη περίπτωση που ο άνθρωπος μεταμφιεζόταν εκουσίως σε αυτά.


Ροή ειδήσεων - ΡΟΗ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ