Η γλώσσα του τένις: Για να απολαμβάνετε Τσιτσιπά και Σάκκαρη στην τηλεόραση

Ο Στέφανος Τσιτσιπάς και η Μαρία Σάκκαρη έχουν κάνει όλη την Ελλάδα να μιλάει… τενιστικά.

Η γλώσσα του τένις: Για να απολαμβάνετε Τσιτσιπά και Σάκκαρη στην τηλεόραση

Το τένις έχει το δικό του γλωσσάρι. Για να εξοικειωθείτε καλύτερα με τους όρους που χρησιμοποιούνται στο παιχνίδι, παραθέτουμε το λεξιλόγιο τους, ώστε να γίνεται πιο εύκολη η παρακολούθηση της περιγραφής στους αγώνες του.

Διαβάστε 100 ξενικούς όρους

Ace - άσος, άμεση επίτευξη πόντου με σερβίς - χωρίς ο λαμβάνων να ακουμπήσει την μπάλα.

Advantage - πλεονέκτημα, ο επόμενος πόντος μετά το 40 – 40.

Angle shot - γωνιακό κτύπημα.

Approach shot - κτύπημα προώθησης, κτύπημα προετοιμασίας της προώθησης του παίκτη από το πίσω προς το εμπρός γήπεδο.

ATP - αρχικά των λέξεων Association of Tennis Professionals, Ένωση Επαγγελματιών Τενιστών.

Backcourt - πίσω γήπεδο, το πίσω μέρος του γηπέδου ή η περιοχή η οποία ορίζεται μεταξύ της βασικής και της γραμμής σερβίς.

Backhand - το κτύπημα το οποίο εκτελείται από την αριστερή πλευρά του σώματος για τους δεξιόχειρες (το αντίθετο για τους αριστερόχειρες).

Backspin - η περιστροφή της μπάλας προς τα πίσω.

Backswing - φάση προετοιμασίας του κτυπήματος, η αιώρηση της ρακέτας προς τα πίσω.

Baseline - βασική γραμμή, η τελευταία, παράλληλη προς το δίχτυ, γραμμή του γηπέδου.

Break point - ο τελευταίος πόντος για την κατάκτηση του γκέιμ από τον λαμβάνοντα.

Break serve - η κατάκτηση του γκέιμ από τον λαμβάνοντα.

Bye - η πρόκριση στον επόμενο γύρο του πρωταθλήματος χωρίς αγώνα.

Circuit - σειρά πρωταθλημάτων τα οποία διοργανώνονται απο τον ίδιο φορέα.

Court - γήπεδο, ο αγωνιστικός χώρος αντισφαίρισης.

Cross court shot - διαγώνιο κτύπημα.

Davis Cup - Παγκόσμιο Ομαδικό Πρωτάθλημα Ανδρών.

Deep shot - βαθύ κτύπημα, κτύπημα στο οποίο η μπάλα αναπηδά 1-2 μ. από τη βασική γραμμή.

Default - αποβολή, ποινή αποκλεισμού του παίκτη από την συνέχεια του πρωταθλήματος για παράβαση του κώδικα συμπεριφοράς.

Deuce - ισοπαλία, σκορ 40-40 ή 5-5 στα γκέιμς.

Double fault - διπλό σφάλμα, διπλή μη έγκυρη εκτέλεση σερβίς, ισοδυναμεί με χάσιμο πόντου.

Doubles - Διπλό, ομαδικός αγώνας δύο εναντίον δύο παικτών.

Down the line shot - κτύπημα στην ευθεία, αναφέρεται και ως κτύπημα παράλληλο με τις πλάγιες γραμμές του γηπέδου.

Drop shot - κτύπημα εδάφους με περιστροφή προς τα πίσω, στο οποίο η μπάλα αναπηδά πολύ κοντά στο δίχτυ.

Eastern grip - είδος λαβής της ρακέτας.

Error - λάθος, δίχτυ ή άουτ, κατά τη διάρκεια ανταλλαγής κτυπημάτων (rally), με αποτέλεσμα το χάσιμο του πόντου.

Fault - σφάλμα, αποτυχημένη εκτέλεση σερβίς.

Fed (Federation) Cup - Παγκόσμιο Ομαδικό Πρωτάθλημα Γυναικών.

Fifteen -15, ο πρώτος πόντος που κερδίζει ο παίκτης ή η ομάδα.

Flat - κτύπημα χωρίς μετάδοση περιστροφής στην μπάλα.

Foot fault - σφάλμα ποδιών, παράβαση όταν ο σερβίρων πατάει τη βασική γραμμή ή εντός γηπέδου, καθώς και όταν σερβίρει από λάθος χώρο.

Forced error - λάθος υπό πίεση, λάθος που γίνεται όταν η μπάλα πολύ δύσκολα μπορεί να επιστραφεί αποτελεσματικά στο αντίπαλο γήπεδο.

Forehand - το κτύπημα το οποίο εκτελείται από τη δεξιά πλευρά του σώματος για τους δεξιόχειρες (το αντίθετο για τους αριστερόχειρες).

Forty- 40, ο τρίτος πόντος που κερδίζει ο παίκτης ή η ομάδα.

Game - γκέιμ, η αμέσως μεγαλύτερη μονάδα αποτελέσματος μετά τον πόντο. Αποτελείται από τέσσερις τουλάχιστον πόντους (15,30,40, γκέιμ).

Game point - ο τελευταίος πόντος για την κατάκτηση του γκέιμ.

Golden Grand Slam - η κατάκτηση από τον ίδιο παίκτη (ή ομάδα) των τεσσάρων Γκραν Σλαμ πρωταθλημάτων καιτου πρωταθλήματος των Ολυμπιακών Αγώνων την ίδια ημερολογιακή χρονιά.

Grand Slam - 1. καθένα από τα τέσσερα μεγαλύτερα πρωταθλήματα τένις (Αυστραλιανό Όπεν, Γαλλικό Όπεν, Γουίμπλετον και Αμερικανικό Όπεν). – 2. η κατάκτηση από τον ίδιο παίκτη (ή ομάδα) και των τεσσάρων Γκραν Σλαμ πρωταθλημάτων το ίδιο έτος.

Grip - ο τρόπος κρατήματος της ρακέτας, καθώς και η ίδια η λαβή της ρακέτας.

Ground stroke - κτύπημα εδάφους, το κτύπημα της μπάλας (φόρχαντ ή μπάκχαντ) μετά την αναπήδησή της από το έδαφος.

Half volley - μισό βολέ, το κτύπημα της μπάλας αμέσως μετά την αναπήδησή της από το έδαφος.

Hall of Fame - τo διεθνές αθλητικό μουσείο του τένις, το οποίο βρίσκεται στο Newport του Road Island (ΗΠΑ). Ιδρύθηκε το 1954 μόνο για Αμερικανούς παίκτες, ενώ το 1975 έγινε διεθνές.

Hold serve - η κατάκτηση του γκέιμ από τον σερβίροντα.

In - έγκυρο κτύπημα, αναπήδηση της μπάλας εντός των ορίων του γηπέδου, συμπεριλαμβανομένης και της γραμμής.

ITF - αρχικά των λέξεων International Tennis Federation, Διεθνής Ομοσπονδία Αντισφαίρισης.

Lawn tennis - τένις στο χόρτο, η πρώτη ονομασία η οποία δόθηκε στο άθλημα μαζί με τη λέξη Σφαιριστική.

Let - επανάληψη σερβίς ή πόντου.

Line ball - αναπήδηση της μπάλας σε γραμμή του γηπέδου (έγκυρη).

Line person - επόπτης/τρια γραμμών, ο/η αρμόδιος που ελέγχει εάν η αναπήδηση της μπάλας είναι εντός γηπέδου.

Lob - λόμπα, κτύπημα με ψηλοκρεμαστή τροχιά της μπάλας επάνω από τον αντίπαλο.

LTA - αρχικά των λέξεων Lawn Tennis Association, Ομοσπονδία Τένις της Μεγάλης Βρετανίας.

Love - μηδέν, χωρίς κανένα πόντο/γκέιμ σε έναν αγώνα τένις.

Masters - είδος πρωταθλήματος, στο οποίο συμμετέχουν συνήθως οι οκτώ καλύτεροι παίκτες της κατάταξης.

Match – αγώνας.

Match point - ο τελευταίος πόντος για την κατάκτηση του αγώνα.

Mixed doubles - αγώνας Μεικτού Διπλού, στον οποίο η κάθε ομάδα αποτελείται από έναν άνδρα και μία γυναίκα.

Net - δίχτυ.

Open - 1. πρωτάθλημα ελευθέρας συμμετοχής, δηλαδή ανοικτό, για ερασιτέχνες και επαγγελματίες, καθιερώθηκετο 1968. - 2. πρωτάθλημα ελευθέρας συμμετοχής ανεξαρτήτως ηλικίας.

Out - κάθε μπάλα του τένις η οποία αναπηδά έξω από την περιοχή του γηπέδου.

Passing shot - πέρασμα, κτύπημα με σκοπό να περάσει η μπάλα από οποιαδήποτε πλευρά του ευρισκόμενου στο δίχτυ αντιπάλου, χωρίς ο τελευταίος να μπορέσει να την ακουμπήσει.

Penalty - ποινή, πειθαρχική ή/και οικονομική τιμωρία παίκτη για παράβαση του κώδικα συμπεριφοράς.

Point - πόντος, η μικρότερη μονάδα μέτρησης.

Qualifier (Q) - παίκτης προκριματικού, παίκτης ο οποίος συμμετέχει στο κυρίως σχήμα του πρωταθλήματος μέσω της πρόκρισής του από το σχήμα (ταμπλό) του προκριματικού.

Rally - ράλι, ανταλλαγή κτυπημάτων κατά τη διάρκεια του πόντου.

Ranking - κατάταξη/βαθμολογία, αλλά και η θέση ενός παίκτη σε αυτήν.

Retirement - εγκατάλειψη, η ήττα ενός παίκτη λόγω μη δυνατότητας συνέχισης του αγώνα.

Round robin - σύστημα διοργάνωσης αγώνων όπου κάθε παίκτης παίζει διαδοχικά με όλους τους αντιπάλους (ένας εναντίον όλων).

Seeding - η τοποθέτηση καθορισμένου αριθμού τοποθετημένων παικτών (seeded) στο ταμπλό του πρωταθλήματος, με σκοπό να αποφευχθεί η μεταξύ τους συνάντηση στους πρώτους γύρους.

Serve ή Service - σερβίς, το εναρκτήριο κτύπημα κάθε πόντου.

Serve and volley - προώθηση του παίκτη στο δίχτυ αμέσως μετά την εκτέλεση.

Server - ο παίκτης ο οποίος εκτελεί το σερβίς.

Service court - περιοχή σερβίς, ο χώρος όπου πρέπει να αναπηδήσει η μπάλα μετά την εκτέλεση του σερβίς.

Service line - γραμμή σερβίς, η παράλληλη προς τη βασική και το δίχτυ γραμμή η οποία ορίζει το μήκος κάθε περιοχής σερβίς.

Set - σετ, η τρίτη μονάδα μέτρησης αποτελέσματος.

Set point - ο τελευταίος πόντος ο οποίος απαιτείται για την κατάκτηση του σετ.

Singles - αγώνας Μονού, αγώνας ένας εναντίον ενός.

Slice - σλάις, κτύπημα το οποίο μεταδίδει στην μπάλα περιστροφή προς τα πίσω (αναφέρεται και ως backspin ή underspin), καθώς και είδος σερβίς το οποίο μεταδίδει στην μπάλα περιστροφή προς τα πλάγια.

Smash (Overhead) - σμας κτύπημα επάνω από το κεφάλι, αναφέρεται και ως φόρχαντ σμας.

Spin - τόπσπιν, περιστροφή της μπάλας προς τα εμπρός (αναφέρεται και ως overspin ή topspin).

Strings - οι χορδές της ρακέτας.

Straight sets - όταν ένας παίκτης κερδίζει κάθε σετ σε έναν αγώνα.

Tennis elbow - περικονδυλίτιδα, τραύμα των μυών γύρω από τον αγκώνα.

Tie break - σύστημα μέτρησης όταν το αποτέλεσμα στο σετ είναι ισόπαλο 6-6 γκέιμς (στους 7 νικηφόρους πόντους) ή το αποτέλεσμα του αγώνα είναι 1-1 σετ (στους 10 νικηφόρους πόντους).

Topspin - η περιστροφή της μπάλας προς τα εμπρός.

Tournament - τουρνουά ή πρωτάθλημα, η βασική μορφή διεξαγωγής αγώνων στο τένις.

Toss - η κίνηση του ελεύθερου χεριού με την οποία τοποθετείται η μπάλα στον αέρα (πέταγμα μπάλας) στην εκτέλεση σερβίς.

Umpire (Chair) - ο διαιτητής (καρέκλας) του αγώνα.

Unforced errors - αβίαστο (χωρίς πίεση) λάθος, λάθος το οποίο γίνεται όταν η μπάλα μπορεί να επιστραφεί αποτελεσματικά στο αντίπαλο γήπεδο.

Volley - κτύπημα της μπάλας πριν την αναπήδησή της στο έδαφος.

Walkover (W.O.) - νίκη σε αγώνα λόγω μη εμφάνισης αντιπάλου.

Warning - προειδοποίηση, παρατήρηση παίκτη για πειθαρχική ποινή σε επόμενη παράβαση του κώδικα συμπεριφοράς.

Wild card - κάρτα ελευθέρας συμμετοχής στο κυρίως/προκριματικό ταμπλό της διοργάνωσης.

Winner shot - νικηφόρο κτύπημα, κτύπημα με το οποίο επιτυγχάνεται η επίτευξη του πόντου χωρίς ο αντίπαλος να μπορέσει να ακουμπήσει την μπάλα.

Withdrawal - απόσυρση συμμετοχής παίκτη απο πρωτάθλημα στο οποίο είχε γίνει δεκτός.

Wrong foot - «λάθος πόδι», η κατεύθυνση της μπάλας στην αντίθετη πλευρά προς την οποία κινείται ο αντίπαλος.

WTA - αρχικά των λέξεων Women Tennis Association, Τενιστική Ένωση Γυναικών.

Πηγή: Δημητρακόπουλος, 1985· Μάντης κ.ά.,