«Ετσι έζησα τον Καπετάνιο»!

«Ετσι έζησα τον Καπετάνιο»!

Gazzetta team
«Ετσι έζησα τον Καπετάνιο»!

bet365

Είκοσι χρόνια μετά το «αντίο» του Γιώργου Βαρδινογιάννη από τον Παναθηναϊκό, τρεις δημοσιογράφοι που έζησαν από κοντά σχεδόν όλη τη θητεία του στον σύλλογο καταθέτουν στο «gazzetta.gr» ένα ελάχιστο απόσταγμα των ατέλειωτων σκέψεων και των δεκάδων χιλιάδων λέξεων που έρχονται στο νου όταν ακούς τη λέξη «Καπετάνιος».

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Γιάννης Σερέτης

Σε 21 χρόνια προλαβαίνεις να ζήσεις σχεδόν τρεις γενιές δημοσιογράφων. Συγχρωτίζεσαι μαζί τους, τσακώνεσαι, γελάς, πανηγυρίζεις, μαλώνεις... Σε 21 χρόνια, από το 1979 έως το 2000, άλλαξαν πάρα πολλά στα media. Ραδιόφωνα, κανάλια, αύξηση των αθλητικών και των πολιτικών εφημερίδων... Αλλαξαν πολλά και στον τρόπο διοίκησης του Παναθηναϊκού σ' αυτά τα 21 χρόνια. Σχεδόν όλα, εκτός από έναν: τον Γιώργο Βαρδινογιάννη που αποχώρησε σαν σήμερα πριν από 20 χρόνια. Το «gazzetta.gr» ζήτησε από τρεις εκ των δεκάδων ρεπόρτερ της ομάδας εκείνα τα χρόνια, να καταθέσουν τη δική τους πένα σ' αυτό το μίνι αφιέρωμα. Ο Χρήστος Κοντός (ΕΡΑ ΣΠΟΡ - Καθημερινή), ο Μένιος Σακελλαρόπουλος και ο Αντώνης Κατσαρός μοιράζονται μαζί μας αναμνήσεις, εικόνες, ιστορίες: έτσι, μια σταγόνα αναμνήσεων στον ωκεανό της ιστορίας που έγραψε με καλλιγραφίες και ανορθογραφίες ο ιστορικός «Καπετάνιος» του ελληνικού ποδοσφαίρου.

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΟΝΤΟΥ

Ακροβάτης στο όριο, πρωτοπόρος και εκρηκτικός

«Oh captain, my captain»! ΟΚ, υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι ο Γιώργος Βαρδινογιάννης είχε την ίδια ρομαντική επιρροή σαν αυτή του αξέχαστου Ρόμπιν Γουίλιαμς στους μαθητές της Ακαδημίας Γουέλτον στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», δεν παύει όμως να είναι ο γνήσιος «καπετάνιος» του ελληνικού ποδοσφαίρου, μια cult μορφή που άφησε έντονο το αποτύπωμα της στις δύο πρώτες δεκαετίες του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στη χώρα μας. Κράζεις ή θαυμάζεις, ένα είναι σίγουρο: δεν θα τον προσπεράσεις. Δεν ήταν καπετάνιος του γλυκού νερού, ένας απόμακρος πρόεδρος-ιδιοκτήτης που διοικούσε από απόσταση ασφαλείας. Εκρηκτικός και παρορμητικός χαρακτήρας, ακροβατούσε πάντα στο όριο και δεν φοβόταν να τσαλακώσει τη δημόσια εικόνα του, για να μυρίζει το μπαρούτι της πρώτης γραμμής. Όσο κρατούσε τα ηνία του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού, ο παράγοντας και ο ενθουσιώδης οπαδός πάλευαν πάντα μέσα του, γι’ αυτό και η φιγούρα του απέκτησε μια μυθική διάσταση στο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου, όντας ζωντανή ακόμα και τώρα, είκοσι χρόνια από τη μέρα που ανακοίνωσε την αποχώρησή του.

Ως παράγοντας, ο Γιώργος Βαρδινογιάννης ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε την αναγκαιότητα να οργανωθεί μια επαγγελματική ομάδα στα πρότυπα των κορυφαίων συλλόγων της Ευρώπης. Ο πρώτος που επένδυσε στη δημιουργία ενός υπερσύγχρονου προπονητικού κέντρου, ο πρώτος που πλήρωσε αδρά διάσημους τεχνοκράτες σαν τον σερ Αλφ Ράμσεϊ ή τον Στέφαν Κόβατς, ο πρώτος που κατάλαβε τη δύναμη του μάρκετινγκ και της τηλεόρασης. Ο πρώτος που έριξε τρελά λεφτά στην αγορά, αλλά κι ο πρώτος που μάζεψε τα λουριά, όταν κατάλαβε ότι οι ομάδες κτίζονται και δεν αγοράζονται με λεφτά που όπως έλεγε, συνιστούν κοινωνική πρόκληση. «Το μοναστήρι να ‘ναι καλά κι από καλογέρους…» ήταν μια από τις αγαπημένες του φράσεις, που εξηγεί εν πολλοίς τη μεταστροφή του φουριόζου «πάρτα όλα» των πρώτων χρόνων σε έναν πολύ πιο συγκρατημένο (και συγκροτημένο) παράγοντα στα χρόνια της ωριμότητάς του.

Αψύς Κρητικός, εξ ου και το προσωνύμιο «Ρίνγκο», αδυνατούσε να μπει στο ατσαλάκωτο κοστούμι του προέδρου. Όταν βουρλιζόταν, και βουρλιζόταν συχνά, δεν το είχε σε τίποτα να πηδήξει κάγκελα, να ξηλώσει καλώδια, να τα βάλει με όποιον του έμπαινε στο μάτι κι ας ήξερε ότι τον βλέπουν όλοι, ακόμα και οι κάμερες. Οι σχέσεις του με τον ποδοσφαιρικό περίγυρο, πάντα δύσκολες. Οργανωμένοι οπαδοί στα «χωράφια» του; Ούτε γι’ αστείο! Μάνατζερ; Τι είναι τούτο; Σπάνια περνούσαν την πόρτα του γραφείου του, ακόμα κι όταν είχαν επιβάλλει την παρουσία τους στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, κυρίως σε περιπτώσεις ξένων, απαιτούσε να κάνει ο κάθε ποδοσφαιριστής απ’ ευθείας τις διαπραγματεύσεις μαζί του. Τρόπος του λέγειν διαπραγματεύσεις, βεβαίως, διότι το ποσό που είχε κατά νου να προσφέρει, δεν ήταν προς συζήτηση. Όσοι επέμεναν, ήταν πιθανότερο να δουν μείωση παρά αύξηση της προσφοράς, αλλά η αλήθεια είναι πως σπάνια έφευγε κανείς δυσαρεστημένος.

Δικαίως ή αδίκως, ο Γιώργος Βαρδινογιάννης ήταν το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Η λέξη «βαρδινογιαννισμός», άλλωστε, αποτύπωνε την επιρροή του σε μια σειρά πραγμάτων στο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου, στην ουσία, όμως, ήταν μια λέξη σκληρή που αδικούσε την παρουσία και την προσφορά του. Υποτίθεται ότι ήταν πανίσχυρος και ήλεγχε τα πάντα, αλλά εάν συνέβαινε στην πραγματικότητα αυτό, πώς διάολο κατέκτησε μόλις έξι πρωταθλήματα σε 21 χρόνια παρουσίας του στον Παναθηναϊκό, δικαιολογώντας τα σχεδόν όλα με εξαιρετικές πορείες στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις την ίδια ή την επόμενη χρονιά;

Αυτή η φτωχή συγκομιδή τίτλων ήταν και ο βασικός λόγος της μόνιμα ψυχρής και τεταμένης σχέσης του με ένα μεγάλο κομμάτι των οπαδών του Παναθηναϊκού, που περίμεναν και απαιτούσαν πιο δυναμική διαχείριση κάποιων «θεμάτων», από μια οικογένεια που είχε την ισχύ να το πετύχει. Και δεν το έκανε για λόγους αρχής, όπως τόνισε όταν ανακοίνωσε την αποχώρησή του, αποδεχόμενος ουσιαστικά την ήττα του από τον Σωκράτη Κόκκαλη σε ένα λασπωμένο γήπεδο που ο ίδιος δεν ήθελε να παίξει: «Όπως ήρθαν τα πράγματα, είτε έπρεπε να συμβιβαστώ είτε να αποχωρήσω. Δεν δέχομαι να κάνω συμβιβασμούς, δεν είχα στόχο την κατάκτηση τροπαίων με οιονδήποτε τρόπο. Και ποτέ μου δεν χρησιμοποίησα τον Παναθηναϊκό ως μέσον πίεσης ή εμπορευματοποίησης. Η Πολιτεία απουσιάζει. Είναι πρωτόγνωρο για τα παγκόσμια δεδομένα, οι υπόδικοι να είναι εκλέκτορες και εκλεγόμενοι. Μιλάω σε αυτιά κλεισμένα. Η Πολιτεία έχει συνταγματική υποχρέωση να εποπτεύσει τον αθλητισμό. Πέρυσι μίλησα με όλα τα κόμματα. Δυστυχώς δεν έγινε τίποτα. Όλοι σκέπτονταν το πολιτικό κόστος. Εν πάση περιπτώσει, η παρουσία μου στον Παναθηναϊκό δεν είχε ποτέ στόχο το όφελος. Τα έργα που βλέπετε, δεν έγιναν με κλεμμένα λεφτά. Θα κριθώ από την ιστορία…».

ΤΟΥ ΜΕΝΙΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Εγώ έδωσα τη ζωή μου στην ομάδα και θα το πει η ιστορία…»

ΑΝ το τσιγάρο είχε μιλιά, θα τον έβριζε σκαιά για τον τρόπο που του φερόταν. Κι αν είχε χέρια, θα του τραβούσε με δύναμη τα μαλλιά, πετώντας και μια κρητική βλαστήμια. Μετά όμως θα φίλιωναν, ήξεραν κι οι δυο ότι είναι αχώριστοι.

Αλλά εκείνη τη Δευτέρα, 29 Μαΐου 2000, ο Γιώργος Βαρδινογιάννης έκανε το τσιγάρο –μάλλον και τα 60 που κάπνισε εκείνη τη μέρα- να υποφέρει πολύ. Το δάγκωνε θαρρείς με μανία, το στριφογύριζε στα μακριά του δάχτυλα και το ξανάβαζε στο στόμα για να το δαγκώσει ξανά. Κι ύστερα, αφού το διέλυε, το πατούσε με δύναμη στο πάτωμα, σαν να ήθελε να του δώσει τη χαριστική βολή.

Μας είχαν φωνάξει ξαφνικά στην Παιανία, τη δική του Παιανία, «έχει να σας πει κάτι ο πρόεδρος», όπως μας ενημέρωσαν.

Του είχα τηλεφωνήσει το πρωί μπας και μάθω κάτι νωρίτερα, αλλά με σιχτίρισε!

«Γιατί διάολε βιάζεσαι; Να περιμένεις την ώρα!», μου είπε ξεψυχισμένα.

«Γιώργος Βαρδινογιάννης και ξεψυχισμένη φωνή δεν πάνε μαζί…», σκέφτηκα μέσα μου, δίχως όμως να περάσει από το μυαλό μου αυτό που επρόκειτο να πει, να γίνει δηλαδή πρώτο θέμα σε όλη την Ελλάδα.

«Εντάξει πρόεδρε, με συγχωρείς…», του είπα κι εγώ άψυχα.

Κατάλαβε ότι με είχε στενοχωρήσει. Με ήξερε από 18 χρονών παιδάκι και κόντευα πια τα σαράντα, με γυναίκα και δυο παιδιά. Όχι ότι μου είχε κάνει λίγα χουνέρια, αλλά εκείνη τη μέρα ήταν αλλιώς.

«Εμένα με συγχωρείς αλλά αυτό που θέλω να πω δεν το ξέρει κανείς και δεν θέλω να διαρρεύσει. Γιατί αν στο πω, θα το μπουμπουνίσεις σε κανένα ραδιόφωνο. Θα τα πούμε σε λίγο λοιπόν», μου είπε, και έκλεισε το τηλέφωνο.

Τηλεφώνησα στον Μανόλη Σαριδάκη, κολοσσό στο ρεπορτάζ, του είπα τον διάλογο με τον πρόεδρο και… με άφησε κόκαλο.

«Να δεις που θα πει ότι φεύγει… Μου το είχε πει απ’ έξω-απ’ έξω στη Νέα Υόρκη. Μακάρι να κάνω λάθος…»

Συνδύασα κάποια πράγματα στο μυαλό μου κι είχα πια την αίσθηση ότι θα μιλήσει για αποχώρηση. Ο Μανόλης ήταν χρόνια φίλος κι έτσι δεν έβαλα κανένα φρένο στη σκέψη μου.

«Να μου το θυμηθείς φίλε. Αν φύγει ο καπετάνιος, μετά δεν θα είναι πια ο Παναθηναϊκός που ξέρουμε…»

Πήγα αμέσως στην Παιανία, ο καπετάνιος ήταν ήδη εκεί. Με ένα σκούρο γκρι κοστούμι, ανοιχτό γκρι πουκάμισο και γκρι γραβάτα. Ένα τσιγάρο υπέφερε στο στόμα του! Η στάχτη έκανε μια θεαματική βουτιά, με ένα γκελ στη γραβάτα πριν καταλήξει στο πάτωμα.

Ήταν βλοσυρός κι έτσι δεν τον πλησίασα καν! Κάποιος που τον ήξερε καλά, θα καταλάβαινε ότι μέσα του έχει πολλά μποφόρ!

Το άγριο κύμα του ξεχύθηκε γρήγορα, όταν όντως ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τον Παναθηναϊκό μετά από 21 ολόκληρα χρόνια. Ήταν 64 ετών αλλά δεν ήταν αυτό το πρόβλημα.

Τα λόγια του έβγαιναν μακρόσυρτα, σαν να σφύριζε.

«Όπως ήρθαν τα πράγματα, είτε έπρεπε να συμβιβαστώ είτε να αποχωρήσω. Δεν δέχομαι να κάνω συμβιβασμούς. Δεν είχα στόχο την κατάκτηση τροπαίων με οιονδήποτε τρόπο. Και ποτέ μου δεν χρησιμοποίησα τον Παναθηναϊκό ως μέσον πίεσης ή εμπορευματοποίησης. Η Πολιτεία απουσιάζει. Είναι πρωτόγνωρο για τα παγκόσμια δεδομένα, οι υπόδικοι να είναι εκλέκτορες και εκλεγόμενοι. Αναφέρομαι στις εκλογές της Ομοσπονδίας. Αισθάνομαι υπερήφανος που λόγω του Παναθηναϊκού η Ελλάδα εκπροσωπείται με δυο ομάδες στο Τσάμπιονς Λιγκ. Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι με τον δρόμο που έχει πάρει το ποδόσφαιρο δεν θα πάμε καλά. Πιστεύω ότι θα έχω τη θέση μου στη θύρα 3 του γηπέδου της Λεωφόρου, από εκεί που ξεκίνησα…»

Κοιταζόμασταν όλοι αμήχανα, δεν πιστεύαμε στ’ αυτιά μας. Ο καπετάνιος είχε νικηθεί εκ των έξω αλλά και των έσω… Δεν μπορούσε πια να κάνει τα πράγματα που ήθελε. Κι επειδή όντως ήταν ασυμβίβαστος, προτίμησε να φύγει από το να μη μπορεί να ενεργήσει όπως εκείνος επιθυμούσε.

Προσπαθούσε να χαμογελάσει –περισσότερο για τους φωτορεπόρτερ-, οι παλιοί ξέραμε ότι δεν είναι το αληθινό του χαμόγελο.

Όμως έλαμψε όταν είπε μια μαντινάδα που την πίστευε απόλυτα.

«Ποτέ, ποτέ σου μην ξεχνάς τα πρώτα σκαλοπάτια γιατί μ’ αυτά ανέβηκες εις τα ψηλά παλάτια…»

Έβαλε τα μαύρα γυαλιά του όταν τα μάτια του άρχιζαν να γυαλίζουν. Δεν θα επέτρεπε σε κανένα δάκρυ να τον κάνει να λυγίσει. Αυτόν που στα ντουζένια του έκανε τη γη να τρίζει.

Σηκώθηκε από την καρέκλα και πήγε προς την έξοδο. Μου έκανε ένα νεύμα και πήγα κοντά.

«Μα λαμέ γραβάτα φοράς; Είσαι με τα καλά σου;», μου είπε δήθεν αυστηρά.

«Πρόεδρε δεν είναι λαμέ, αλίμονο!», απάντησα γελώντας, αλλά δεν ήθελα να χάσω τα λίγα δευτερόλεπτα που είχα στη διάθεσή μου.

«Φεύγεις λοιπόν… Είσαι σίγουρος;»

Άναψε τσιγάρο –αλίμονο- και ετοιμάστηκε να μου δώσει σφαλιάρα, όπως τότε, στα 18 μου, όταν με είδε για πρώτη φορά στην Παιανία, ένα… μειράκιο, όπως με έλεγε ο Μανόλης Γαρυφαλλάκης και μετά όλοι οι παλιοί του ρεπορτάζ, μακαρίτες οι περισσότεροι.

«Καλά κοιμόσουν; Αυτό δεν είπα μόλις τώρα;»

«Το είπες, αλλά…»

Με έκοψε απότομα.

«Δεν έχει αλλά και ξε-αλλά. Πάντα κάνω ό,τι λέω, το ξέρεις. Ας βγάλουν άκρη οι επόμενοι… Εγώ έδωσα τη ζωή μου στην ομάδα και θα το πει η ιστορία…»

Αυτός που το 1984 είχε τηλεφωνήσει στη μάνα μου και της είχε πει να ετοιμάσει τα μαύρα για να νεκροφιλήσει το γιο της (!), τότε στη μεγάλη κόντρα με τον Γιάτσεκ Γκμοχ, έστεκε συγκινημένος μπροστά μου, έτοιμος να δακρύσει.

Γι’ αυτό προτίμησε να φύγει, δεν θα το επέτρεπε στον εαυτό του.

Θυμόταν τον Παναθηναϊκό των 17 διεθνών, τον Παναθηναϊκό του Ρότσα, του Ζάετς, του Σαραβάκου, του Βαζέχα, του Βάντσικ, τον Παναθηναϊκό με τις τεράστιες πορείες στην Ευρώπη και τις δυο παρουσίες στα ημιτελικά του κυπέλλου πρωταθλητριών, μ’ αυτές τις σκέψεις μπήκε στο αυτοκίνητο, διαλύοντας ένα ακόμα τσιγάρο.

Κι αν… έγραψε η τσούλα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε, είμαστε λέει το παρατράγουδο σ’ ωραία άσματα, ήξερε, ξέρει ότι δεν τον αφορά.

Κι οι ρήτορες έχουν βγάλει το σκασμό. Γιατί ο καπετάνιος, στα 84 πια, παραμένει σύμβολο για τους πράσινους, για τους οποίους δούλευε νυχθημερόν. Προφανώς και με τα λάθη του αλίμονο. Αλλά έδινε ψυχή, κύρος, έφτιαξε μια ευρωπαϊκή ομάδα που τη σέβονταν όλοι και το εισπράτταμε όπου κι αν πηγαίναμε. Γιατί πρώτος αυτός είχε όραμα για την ομάδα. Όραμα!

Συγγνώμη για την άμυνα, που λέει και το άσμα, αλλά ο Παναθηναϊκός μετά την αποχώρηση του Γιώργου Βαρδινογιάννη –όσο κι αν διαφωνούν κάποιοι- είναι μια άλλη ομάδα, δεν έχει καμία σχέση με αυτή του παρελθόντος.

Βάστα γερά καπετάνιε, η ιστορία θα ξαναμιλήσει…

ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΤΣΑΡΟΥ

“Στις κληρώσεις μας έλεγε η Γιουβέντους ότι δεν ήθελε να κληρωθεί μαζί μας”

Μιλήσαμε πριν δύο καλοκαίρια στο τηλέφωνο, μετά από χρόνια. Όταν του ζήτησα να μου κάνει τώρα ένα σχόλιο για τον Παναθηναϊκό της εποχής του, με λίγα και πολύ συγκεκριμένα λόγια μου τα είπε όλα! Όπως έκανε πάντα άλλωστε. «Αντώνη, πηγαίναμε το καλοκαίρι στις κληρώσεις των Ευρωπαϊκών διοργανώσεων και ο εκπρόσωπος της Γιουβέντους κάθε φορά μας έλεγε ότι δεν θέλει να κληρωθεί μαζί μας…».

Δεν έχουν νόημα τα κοσμητικά επίθετα για τον Γιώργο Βαρδινογιάννη. Δεν τα είχε ανάγκη, ούτε τα ζητούσε. Κατά συνέπεια τα λεκτικά λούσα, για έναν άνθρωπο που ήταν ο ορισμός του αφεντικού στο ποδόσφαιρο, είναι πλεονασμός. Τον άνθρωπο που τα έβαζε ακόμη και με τους «δικούς του» φιλάθλους και κατέβαινε από τα επίσημα της Λεωφόρου, σκαρφάλωνε στα κάγκελα της «13» με το κοστούμι, για να πει στους οργανωμένους να σταματήσουν να βρίζουν τον Αντρεούτσι, που τους είχε νωρίτερα εκνευρίσει με άσχημη κίνηση, επειδή του έκαναν κριτική.

Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης υπογράμμιζε τα λάθη των άλλων, παραδεχόταν ωστόσο και τα δικά του. Πριν χρόνια στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης συναντηθήκαμε τυχαία και αφού μου εξήγησε τη θεωρία του για τους δίδυμους πύργους (ήταν πρόσφατο) δεν δίστασε να αναγνωρίσει το λάθος του στην περίπτωση του Πάρη Γεωργακόπουλου.

Έχει μεγάλη αξία η ιστορία που θα παραθέσω και έχει να κάνει με μία ιστορική μεταγραφή. Το 1996 και αφού ο Παναθηναϊκός σταμάτησε την ξέφρενη πορεία του στο Champions League κόντρα στον Άγιαξ, προσεκλήθη στον τελικό της Ρώμης ως ένας από τους τέσσερις ιδιοκτήτες-προέδρους των ομάδων που έφτασαν έως τα ημιτελικά. Την παραμονή του τελικού ένας συνάδελφος, που είμαστε μαζί στην ιταλική πρωτεύουσα για λογαριασμό της εφημερίδας «Μεσημβρινή», μου λέει ότι δικός του άνθρωπος μας περιμένει σε εστιατόριο στο κέντρο. Όταν φτάσαμε στην παρέα βρισκόταν και ο «καπετάνιος».

Η -για πολλή ώρα- σοβαρή συζήτηση περί πολλών θεμάτων, μεταξύ των υψηλά ιστάμενων παρευρισκομένων είναι η αλήθεια, έδωσε τη θέση της στο ποδόσφαιρο, χάρη στον πρόεδρο. Σηκώθηκε με το κομπολόϊ του, ήρθε δίπλα στην καρέκλα μου και μου απευθύνθηκε με το καταπληκτικό : «Για πες τώρα, είναι καλός αυτός ο Νασσιόπουλος που θα πάρουμε από τον Εδεσσαϊκό;». Δεν διαφώνησα, ούτε πανηγύρισα για τη μεταγραφή. Ρώτησα παρ' όλα αυτά εάν είχε σκοπό να προχωρήσει και σε άλλη κίνηση. «Έχεις τίποτα καλό στο μυαλό σου;», μου είπε. «Τον καλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή αυτή τη στιγμή», απάντησα. Με κοίταξε χωρίς να πει κάτι περισσότερο, περιμένοντας να πω το όνομα. «Τον Νίκο Λυμπερόπουλο που παίζει στην Καλαμάτα», συνέχισα. Η αντίδρασή του ήταν ιστορική. Σήκωσε το μεγάλο κινητό (1996…) και πήρε τηλέφωνο συνεργάτη του στην Αθήνα. «Όταν γυρίσουμε θα φύγουμε για την Καλαμάτα. Πάρε τον πρόεδρό τους και πες τους ότι τελικά θα αγοράσουμε τον Λυμπερόπουλο». Έκλεισε το τηλέφωνο και με κοίταξε με χαμόγελο. «Δεν θα πάει στην ΑΕΚ;». Ρώτησα. «Όλοι γι' αυτόν μου λένε. Εντάξει, με πείσατε» απάντησε χαμογελώντας.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα οι εφημερίδες έγραφαν ότι ο Μιχάλης Τροχανάς θα τον ανακοίνωνε στην ΑΕΚ την επόμενη εβδομάδα, αποκαλύπτοντας ποσά, διάρκεια συμβολαίου κλπ. Λίγα 24ωρα αργότερα η ΠΑΕ Παναθηναϊκός έβγαλε τη συνήθη λιτή ανακοίνωση για τη μεταγραφή του…

Οι Μάχες Των Play Off είναι στο Gazzetta.gr

Τα πιο συναρπαστικά Play Off της δεκαετίας είναι στο Gazzetta.gr! Όλα τα αθλητικά νέα για την αγαπημένη σου ομάδα, σε συνεχή ενημέρωση. Ακολούθησε το Gazzetta και θα είσαι πάντα ενημερωμένος για το πρόγραμμα των Play Off, την βαθμολογία των ομάδων, τις μεταδόσεις και φυσικά παρακολουθείτε live τα Play Off μέσα από το Game Center!

 

SUPERLEAGUE Τελευταία Νέα