Η ιστορία του φαρμάκου από την αρχαιότητα έως σήμερα

13-01-2020

Τι σχέση είχαν οι τοξότες της αρχαιότητας με τα φάρμακα; Ποια φαρμακευτικά σκευάσματα άλλαξαν την ιστορία της ανθρωπότητας;

Από τις παραδοσιακές θεραπείες μέχρι τη μαζική παραγωγή φαρμάκων, η Μαρία Σιδηροπούλου Ιατρός Δημόσιας Υγείας ΕΣΥ ξεδιπλώνει την ιστορία του φαρμάκου και την ανάπτυξη της φαρμακολογίας.

Ιστορική αναδρομή της ανακάλυψης των φαρμάκων και της ανάπτυξης της φαρμακολογίας – Μέρος Α’

Στο επίπεδο της εικασίας, πιστεύεται ότι ο άνθρωπος είχε μια σωρευτική εμπειρία σε ότι αφορούσε το περιβάλλον του. Η εμπειρία αυτή προήλθε από την παρατήρηση της φύσης (φυτά με άνθη και ζωηρά χρώματα, οσμή, ζώα, κλπ). Ιδιαίτερα τα φυτά τα περιεργαζόταν, τα δοκίμαζε με την γεύση του, τα μύριζε. Πειραματίστηκε στον αν θα μπορούσαν να είναι τροφή και αντλούσε παράλληλα πληροφορίες από την συμπεριφορά άλλων ζώων.

Σύντομα ανακάλυψε ότι κάποια φυτά ήταν δηλητηριώδη, αλλά και χρήσιμα, για κάποιες ασθένειες. Αυτά άρχισαν σιγά – σιγά να αναγνωρίζονται και να έχουν χρηστικές εφαρμογές στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων διαφόρων ασθενειών.

Τα φυτά με δράση στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα συνδέθηκαν με υπερφυσικές δυνάμεις και έγιναν το μέσον για θρησκευτικές τελετές, μαντείες και βοτανομαγείες. Τέτοιο φυτό ήταν η Μήκων η Υπνοφόρος, από το οποίο παράγεται το όπιο. Χρήση του οπίου αναφέρεται στην Μινωική Κρήτη αλλά και την Αίγυπτο.

Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με την χρήση του Μανδραγόρα, ενός φυτού που η ρίζα του είχε ανθρωπόμορφο σχήμα. Υπάρχουν θεωρίες που λένε ότι οι Πυθίες του Μαντείου των Δελφών χρησιμοποιούσαν μανδραγόρα για να δώσουν τους χρησμούς. Αντίστοιχες βοτανομαγικές τελετές υπήρχαν σε όλον τον κόσμο όπως π.χ στους Ατζέκους.

Η θέση του φαρμάκου λοιπόν έχει καθοριστεί από την αρχαιότητα και μέχρι σήμερα και αποτελεί μέρος της ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών.

Από την αρχαιότητα στον Μεσαίωνα

Αναφορές για την χρήση και για τις δράσεις των φαρμάκων βρίσκουμε σε πολύ παλαιά κείμενα. Η λέξη φάρμακο είναι κατά βάση ομηρική και σημαίνει «βοτάνι», δηλαδή φυτό με κάποια βιολογική δράση.

Στον ελλαδικό χώρο, αξιοσημείωτες είναι οι σχετικές αναφορές στα ομηρικά έπη τα οποία περιέχουν πολλά προσδιοριστικά επίθετα για φάρμακα, όπως «εσθλό» (ευεργετικό), «άχολο» (καταπραϋντικό), «νηπενθές» (ευφορικό), «οδυνήφατο» αναλγητικό, «ουλόμενο» (θανατηφόρο) κ.α.

Στην κλασική αρχαιότητα η λέξη φάρμακο διατηρεί την ευρύτητα της έννοιας που της έδινε ο Όμηρος, δηλαδή γενικά κάποιο δραστικό φυτό. Έτσι εκτός από τα θεραπευτικά φάρμακα υπάρχουν και τα «δηλητήρια φάρμακα» που ήταν βλαπτικά βότανα.

Ξεχωριστή κατηγορία ήταν τα «τοξικά φάρμακα», δηλαδή τα βότανα που χρησιμοποιούσαν οι τοξότες για να αλείφουν τα βέλη τους. Από εδώ προκύπτει και οι λέξεις «τοξικολογία» και «τοξικός» που ως επίθετο έχει περάσει και στην σημερινή ορολογία.

Στην αρχαία Ελλάδα, όπως και σε αντίστοιχους πολιτισμούς, χρησιμοποιούσαν για θεραπευτικούς σκοπούς κυρίως τα μέρη φυτών (ρίζες, φύλλα, άνθη, καρπούς κ.λπ.), αλλά και ζωικά προϊόντα (μέρη του σώματος ή εκκρίματα ζώων), καθώς και ανόργανες (ορυκτές) ουσίες.

Για τη χρήση τους, ως φάρμακα, τα μέρη των φυτών και τα άλλα φυσικά προϊόντα υποβάλλονταν σε σχετικά απλές επεξεργασίες όπως πολτοποίηση, ξήρανση, κονιοποίηση, βράσιμο (σε νερό ή κρασί), ανάμιξη με άλλες ουσίες κ.λ.π.

Στην αρχαία Ελλάδα αλλά και σε άλλους πολιτισμούς της αρχαιότητας (για ένα πολύ μεγάλο μέρος της ιστορίας τους), αυτοί που εκτελούσαν ιατρικές-θεραπευτικές δραστηριότητες ανήκαν σε δύο κατηγορίες. Υπήρχαν, οι «λαϊκοί θεραπευτές» και εκείνοι που θα ονομάζαμε σήμερα «θεσμοθετημένοι θεραπευτές».

Λαϊκοί θεραπευτές στην αρχαία Ελλάδα ήταν, μεταξύ άλλων, οι ονομαζόμενοι «ριζοτόμοι» (αυτοί που έκοβαν και συνέλεγαν ρίζες κυρίως φαρμακευτικών φυτών) και οι «φαρμακοπώλαι» (αυτοί που πουλούσαν φάρμακα και φαρμακευτικά φυτά).

Οι άνθρωποι αυτοί, που δεν είχαν ιδιαίτερη ιατρική μόρφωση, προμήθευαν γιατρούς και αρρώστους με φαρμακευτικά φυτά. Παράλληλα, έδιναν ιατρικές συμβουλές και εκτελούσαν σε μεγάλη έκταση, θεραπείες και κάποιοι από αυτούς είχαν κερδίσει την εκτίμηση ακόμη και των «επιστημόνων» γιατρών, οι οποίοι λάβαιναν σοβαρά υπόψη τις γνώσεις τους.

Ιδιαίτερη φήμη είχε ο Κρατεύας, «ριζοτόμος» στην αυλή του Μιθριδάτη Δ (α΄ μισό του 1ου αιώνα π.Χ.), ο οποίος έγραψε ένα σημαντικό βιβλίο για φαρμακευτικά φυτά, το οποίο επηρέασε τόσο τον Διοσκουρίδη όσο και άλλους μεταγενέστερους (το βιβλίο δεν σώζεται).

Στην Ιπποκρατική Συλλογή δεν σώζεται έργο (ή έστω μέρος του) που να αναφέρεται συστηματικά σε φάρμακα. Η Ιπποκρατική Σχολή (5ος και 4ος π.χ αιώνας), αναφέρει σχεδόν εκατό φυτικά φάρμακα για θεραπευτική χρήση που αποτελούν την πρώτη γραπτή μαρτυρία στην ελληνική γλώσσα.

Στην Ιπποκρατική ιατρική τα φάρμακα δεν αποτελούν το κύριο θεραπευτικό μέσο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελούν λύση έσχατης ανάγκης. Η Ιπποκρατική θεραπευτική είναι, κατά κύριο λόγο, διαιτητική –διαιτητική με την ευρύτερη έννοια της λέξης. Ο όρος «δίαιτα» δεν αναφέρεται εδώ μόνο στο τι τρώει και πίνει κανείς, αλλά σε όλο τον τρόπο ζωής του (life style).

Οι αντιλήψεις και οι γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων για τα φάρμακα και γενικότερα για την ιατρική, έμελλε να κυριαρχήσουν για πολλούς αιώνες, όχι μόνο στον ελληνόφωνο κόσμο, αλλά και σε όλη τη Δύση.

Βασικό στοιχείο στην περιγραφή των ιδιοτήτων των φαρμάκων, από τον Διοσκορίδη, είναι η έννοια «δύναμις» που αποδίδεται σε κάθε φάρμακο, ο κρόκος, π.χ., έχει «δύναμιν… πεπτικήν, μαλακτικήν, υποστύφουσαν, ουρητικήν»..

Ιπποκράτης, ο πατέρας της Ιατρικής

Η διάδοση της Φαρμακογνωσίας

Ο Διοσκορίδης ή Διοσκουρίδης (1ος μ.χ αιώνας), Έλληνας γιατρός, ριζοτόμος και φαρμακολόγος του ρωμαϊκού στρατού με καταγωγή από την Κιλικία, συνέβαλε στην καθιέρωση, την εγκαθίδρυση και την διάδοση της Φαρμακογνωσίας.

Η τελική όμως συστηματοποίηση των γνώσεων σχετικά με τα φάρμακα (όπως και όλου του σώματος γνώσεων της αρχαίας ελληνικής ιατρικής) γίνεται με τον Γαληνό (129-199/200 ή 216/217 μ.χ.).

Ο Γαληνός ήταν Ρωμαίος γιατρός, ελληνικής επίσης καταγωγής ο οποίος συνέχισε την παράδοση της Ιπποκρατικής Ιατρικής, την κωδικοποίησε και την εμπλούτισε με τις θεραπευτικές γνώσεις της εποχής του.

Τα έργα του Διοσκουρίδη και του Γαληνού μεταφράστηκαν γρήγορα στα λατινικά και ήταν ανάμεσα στα πρώτα έργα που τυπώθηκαν μετά την εισαγωγή της τυπογραφίας.

Η θεραπευτική αυτή, όσο κι αν φαντάζει σήμερα μακρινή και ξένη σε σύγκριση με τις σημερινές ιατρικές αντιλήψεις, στην πραγματικότητα παρέμενε ζωντανή (και σε μεγάλο βαθμό κυρίαρχη) ακόμη και τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Τα φάρμακα και οι θεραπείες αυτές παραμερίστηκαν τον 19ο αιώνα, με την επικράτηση της σύγχρονης ιατρικής και την ανάπτυξη των νέων χημικών φαρμάκων.

Τα χειρόγραφα των Διοσκουρίδη, Γαληνού και των μαθητών τους αποτέλεσαν την βάση της Βυζαντινής ιατρικής. Τα σημαντικότερα έργα τους μεταφράστηκαν επίσης στα Αραβικά κι αυτό επηρέασε καθοριστικά την εξέλιξη της Αραβικής Ιατρικής όπως φαίνεται και από τα χειρόγραφα του ιατροφιλόσοφου Αβικέννα.

Διαβάστε το Μέρος Β’ της ιστορίας του φαρμάκου εδώ.