Μπάντες ζωγραφικές: τα συναξάρια του Κώστα Παπανικολάου

Συνειρμοί λοξοί θέλουν να γεφυρώσουν την κόλαση και τον παράδεισο του Παπανικολάου...

«Η εικόνα είναι πολύ ισχυρή, πόσο μάλλον όταν είναι χειροποίητη. Γίνεται με τον ίδιο τρόπο που γινόταν πάντα. Έχει δηλαδή και την αρχαία τελετουργία μέσα της, όσο συνειδητά την τηρεί κάποιος. Μοιάζει με το ψωμί». Σε αυτή την ομολογία του Κώστα Παπανικολάου συνοψίζεται το απόσταγμα της ζωγραφικής του. Το έργο του σπαρμένο με αναφορές στο παρελθόν, δεν χάνει τον αυστηρά προσωπικό του ορίζοντα, και έχει ως ζητούμενο αυτό που νιώθει ως το απολύτως ελάχιστο: την ουσία της εικόνας, αυτό που καθηλώνει όχι μόνο το βλέμμα αλλά την συμμετοχή μας. Το έργο του δεν αναζητά θεατές, περιμένει να καλωσορίσει το κοινό του.

Νοσταλγός ενός άλλου εσωτερικού χρόνου, ο Παπανικολάου παραμένει θιασώτης της παιδικής ηλικίας, τόσο στο βλέμμα όσο και στον τρόπο που αποδίδει ζωγραφικά τον κόσμο. Τα έργα του δεν θέλει να παριστάνουν την «σπουδαία» ζωγραφική, αδιαφορώντας πλήρως για τον βαθμό ομοιότητας με το θέμα που ορισμένοι μοχθούν να αποδώσουν. Αυτό που, κυρίως, τον ενδιαφέρει είναι ο κραδασμός που έχει η ιδέα, «να το κάνεις έτσι ώστε να φαίνεται όπως θέλεις να είναι» εξηγεί απλά. Στην έκθεση που εγκαινιάζεται την ερχόμενη Πέμπτη στην γκαλερί «Σκουφά», κανένα άλλο έργο, ίσως, δεν μεταφέρει τόσο αποφασιστικά την πρόθεση του δημιουργού όσο η «ιερόσυλη εικονογράφηση του μαρτυρίου σαν όμορφη εικόνα»

Στο κάτω μέρος του έχει αντιγράψει παράσταση από αγγείο της γεωμετρικής περιόδου που έδειχνε ναυάγιο με το πλοίο αναποδογυρισμένο. Οι φιγούρες του αγγείου ακολουθούν τον κώδικα του ζωγράφου του Διπύλου, έχουν τριγωνικό κορμό, ενώ στο επάνω μέρος της σύνθεσης ο Παπανικολάου αποδίδει θαλασσοπνιγμένους, βγαλμένους λες από τα προσφυγικά ναυάγια. Μονάχα δύο οι τυχεροί που σώζονται. Στις δύο όψεις των καραβιών αναστοχάζεται, ίσως, κανείς, ότι η ζωγραφική είναι κάτι που υπήρξε και τώρα εμείς προσπαθούμε να κρατήσουμε το καντηλάκι αναμμένο. «Μια απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών», καθώς έλεγε ο Σεφέρης, ανάμεσα στους θεράποντες της τέχνης, τότε και σήμερα.

Μνημείο σε αυτή την ζωγραφική, που το ίχνος της είναι τόσο βαθύ όσο η ανθρώπινη παρουσία, είναι «οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας». Ο κόκκινος κήπος με τον φράχτη που δεσπόζει εμβληματικός στο σχήμα ενός Π, είναι υπαρκτό μέρος. Μας μεταφέρει την κάτω πλευρά του περίφημου Λεμονοδάσους στον Πόρο, από τη μεριά του Γαλατά, όπου ο ζωγράφος περνά τα καλοκαίρια. «Αυτό το μέρος είναι όπως ήταν πάντα, σαν αρχαίο» μου λέει και δημιουργεί μια εκτενή «τοιχογραφία», που της αφιέρωσε δύο περίπου χρόνια, ως προσωπική αλληγορία. Ο «Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων» του Παπανικολάου μπορεί να έχει σαφή αναφορά σε αυτούς της Πομπηίας, αλλά είναι τόπος προσωπικών βιωμάτων. Διάφορα δέντρα συνθέτουν το οργιαστικό τοπίο: λεμονιές, ροδιές, ελιές, μουσμουλιές, μια πανδαισία από καρποφόρα φυτά. Και στο βάθος προβάλλει η θάλασσα όπου αριστερά διακρίνεται ο Πόρος, το νησάκι Μόδι, ένα πλοίο-κοντέινερ δίπλα στο νησί, το συμβατικό πλοίο της γραμμής, κολυμβητές και ένας βαρκάρης που κοιτά με το γυαλί, όλα τους αναγνωρίσιμα στην εικονογραφία του Παπανικολάου.

Ενώ το έργο σε αγκαλιάζει προσκαλώντας σε να κινηθείς, να εισέλθεις εντός του, ο φράχτης ορίζει το κοντράστο από τον θεατή προς το έργο. Κρατά το ρόλο της περίφραξης μπροστά από το «πυρακτωμένο» περιβόλι που σε θέλγει να το περπατήσεις. Μια μνημειακή φρίζα όπου βαδίζει κανείς μέσα της, σαν σε εσωτερικό ναΐσκου. Μόνο που στέκεσαι μπροστά στον φράχτη, όπως μπροστά στο τέμπλο. Μπορείς να κοιτάξεις το ιερό, αλλά δεν μπορείς να μπεις στην Εδέμ.

Πλησιάζοντας επιμέρους πλευρές του έργου, ξετυλίγεται ένας κόσμος γεμάτος εικόνες, αρώματα, ήχους. Από κρωξίματα πουλιών και παφλασμούς, όλα σμιλεμένα στην ύλη μέσα, χωνεμένα στη γη, ελεύθερα στον άνεμο. Τον ασάλευτο χρόνο των θερινών διακοπών, μέσα στην οργιαστική φύση ταράζει υποδόρια αλλά ευκρινώς, μια σειρά από ερωτικές συνευρέσεις. Στο κέντρο του ξύλινου φράχτη που σχηματίζει αέτωμα, σαν βημόθυρο, βλέπουμε δύο πουλιά, αλλού ένα άλογο με γαϊδούρι, χελώνες, μια γυναίκα ξαπλωμένη στην αιώρα σε φιλήδονη στάση, παράμερα ένα ζευγάρι να κάνει έρωτα κι άλλο ένα να φιλιέται (καμωμένο από το χέρι του φίλου και ομότεχνου Τάσου Μαντζαβίνου - ζωγράφος μέσα στο έργο του ζωγράφου). Όλοι και όλα σε μια κατάσταση απόλυτης ευδαιμονίας.

«Όταν είσαι εκεί την άνοιξη, σου δίνεται αυτό το αίσθημα. Ενώ κυριαρχεί μια συνθήκη χαράς, οι άνθρωποι στα καφενεία σκέφτονται τις δόσεις, τα δάνεια… πού αποτύχαμε». Ο Παπανικολάου αφηγείται ένα οξύμωρο: έχουμε την απόλυτη ευδαιμονία, την ώρα που παραμονεύει η επικείμενη καταστροφή. Με ιστορικούς όρους, ο ζωγράφος δεν αντλεί απλώς εικονογραφικά από σωζόμενες παραστάσεις της πομπηιανής ζωγραφικής. Μεταφέρει την Πομπηία στο σήμερα και στο Λεμονοδάσος, μας κάνει μάρτυρες της δικής μας κρίσης.

Με σχέδιο αδρό και πλούσιο σε λεπτές παρατηρήσεις, η σύγχρονη πομπηιανή τοιχογραφία όσο μεγαλειώδης δείχνει, άλλο τόσο είναι ένας ύμνος στη λιτότητα των μέσων του ζωγράφου. Το έργο έχει βάση το κόκκινο (οξείδιο του σιδήρου, χοντροκόκκινο όπως λένε), ένα από τα χρώματα της πολυγνώτειας τετραχρωμίας που τόσο αγαπά ο δημιουργός. Χρώματα της γης που βρίσκονται στη φύση και δίνουν ένα αρμονικό αποτέλεσμα με απεριόριστες δυνατότητες. Αρμολογώντας το έργο με όρθιες τάβλες, ο Παπανικολάου έχει αφήσει ευφυώς τον φράχτη να φανερώσει τα νερά του ξύλου κάτω από μια ελαφρά ξυσμένη επίστρωση στον τόνο του πράσινου. Διαχειρίζεται το υλικό του, με τον τρόπο που κάνανε στο παρελθόν μεγάλοι χαράκτες όπως ο Τάσσος και ο Γραμματόπουλος. Το ξυλώδες υπόστρωμα δηλαδή καλείται να παραστήσει τον εαυτό του. Αξίζει να δει κανείς προσεκτικά τη θάλασσα που αποδίδεται με αυτοπεποίθηση σαν ριγέ σεντόνι, μόλις με μπλε και άσπρο. Σε αυτή τη «χρωματική εποποιία» τίποτε δεν περισσεύει. Τα πάντα υπηρετούν με ζύγι, τα απολύτως απαραίτητα. Κι ενώ το στήσιμο του έργου, όπως ο ίδιος παίζοντας δηλώνει πως είναι «κλεψιμαίικο» από τους κήπους της Πομπηίας, ο Παπανικολάου πατά στα χνάρια των ανώνυμων μαστόρων της αρχαιότητας, αφήνοντας βαθύ το δικό του ίχνος.

Στην υπαρξιακή ραστώνη του Πόρου, ο Κ. Παπανικολάου επιχειρεί τη «μυστική» δίοδο του θεατή σε μια ζωγραφική ευφορία, όχι σε ένα παράδεισο οριστικά χαμένο, αλλά σε αυτό που αποκαλύπτει ο Σεφέρης: «Ο Πόρος ήταν για μένα ο πιο «ηδονόπαθος» (γράφω σκόπιμα τη λέξη) τόπος της Ελλάδας που ξέρω… κλειστός, όπως είναι, μου θυμίζει ωστόσο πως είναι λίγα τα πράγματα που χρειάζομαι, πως θα ’πρεπε να παραμερίζω πράγματα που μ’ εμποδίζουν να βλέπω».

Σε σημείωμά του ο Σωτήρης Φέλιος είχε γράψει «ότι ο Παπανικολάου εκφράζει ζωγραφικά την ιδιοσυγκρασία του». Στην έκθεση της Σκουφά, ο δημιουργός επανέρχεται με τρία έργα που τ’ αποκαλεί «συνειρμικά», δίνοντας έτσι ένα τόνο προσωπικό σε αυτούς τους πίνακες. «Ήθελα να κάνω ένα παραμύθι όπως το θυμάμαι από παιδί, με τον άη Γιώργη που σκότωσε τον δράκο και απελευθέρωσε τα νερά» εξηγεί το αρχικό έναυσμα που κίνησε το «ποτάμι της ζωής», με σκηνές όπως οι μπάντες, λαϊκά υφαντά καμωμένα στον αργαλειό, που διηγούνται φρικώδεις σκηνές: μάχες, αρπαγές, βιασμούς, βγαλμένα με παράδοξα ευφρόσυνο τρόπο. Από τα πιο πυκνά έργα του σε παραστάσεις, ο ζωγράφος δε νοιάζεται για καμία προοπτική, καμία ιστορική συνέπεια. Δεν ακολουθεί σχολές ή κανόνες τέχνης. Από σεβασμό μόνο στη ζωγραφική παράδοση, κάνει «υπακοή» στους αγίους όπου ακολουθεί τον τύπο της εικονογραφίας, βάζοντας χρυσό φωτοστέφανο στους δύο στρατιώτες-άγιους.

Ο άη Γιάννης βαφτίζει τον Χριστό, την ώρα που ένα κόκκινο αυτοκίνητο παρασύρεται στο ποτάμι. Ο υπουργός ρίχνει στεφάνι στη μνήμη των Σαλαμινομάχων, καθισμένος πάνω σε μία παλέτα μαζί με τον παπά μπροστά σε ένα άγημα ναυτών (μνήμη Τσαρούχη). Οι κολυμβητές πέφτουν να πιάσουν τον σταυρό, επειδή νομίζουν ότι ο υπουργός ρίχνει τον σταυρό, αλλά ο σταυρός είναι στα άλλα δύο έργα. Ο άη Γιώργης (στο άλλο έργο) σκοτώνει τον δράκο κι απελευθερώνει τα ύδατα. Την ώρα του θαύματος ένα τύπος με κοστούμι και το πουκάμισο απέξω (σε κατάσταση εξαθλίωσης), σαν να έχει πιει μπύρες, κατουρά στο δέντρο. Δίπλα ο προφήτης Ηλίας πατά σε αρχαία σπαράγματα, ενόσω εξελίσσεται μία ανασκαφή στην οποία αποκαλύπτονται διάφορα στοιχεία. Υπάρχει η βάρκα του προφήτη Ηλία που άραξε και παίρνει το κουπί ανηφορίζοντας. Άλλοι ψήνουνε και γίνεται η ανάληψη του προφήτη στους ουρανούς. Ο Θεός ευλογεί τη σκηνή (και το έργο του ζωγράφου). Στο μεταξύ, διαδραματίζεται μια τελετή ταφής, με μια κηδεία οδεύουσα προς το νεκροταφείο. Εκεί υπάρχει πυρκαγιά, ένα Έρικσον και ένα καναντέρ σβήνουνε. Καπνός δεν υπάρχει ακόμη, άρα την προλάβανε. Εδώ στ’ αλήθεια ο παπάς ρίχνει τον σταυρό και οι ΟΥΚάδες βουτάνε. Κάποιος προσπαθεί να κάνει στη φιλενάδα του, ό,τι κάνει ένα μαύρο σκυλί σ’ ένα άσπρο. Αυτοί όμως όχι, είναι πιο νέοι και δεν κάνουνε άσεμνες χειρονομίες. Αντιθέτως, ένα ζευγάρι ερωτοτροπεί πίσω από τα χόρτα και τρεις πιτσιρικάδες τρομάζουν τις χήνες που πετώντας μπερδεύονται με τους σταυρούς, σα να είναι αυτές οι ψυχές των ανθρώπων. Κάποιος από κάτω τις πυροβολεί. Υπάρχει το γήπεδο κοντά στο νεκροταφείο, σε μια αναμέτρηση με έναν μονάχα νικητή. Ο παλιός φωτογράφος, με τη λευκή ρόμπα και το μαύρο πανί της μηχανής και το τρίποδο, φωτογραφίζει άγνωστο τι. Η μπάντα τοίχου έχει ολοκληρωθεί στο βαθμό που δεν το συνειδητοποιείς, επειδή η αφήγησή της είναι ατέρμονη.

Συνειρμοί λοξοί θέλουν να γεφυρώσουν την κόλαση και τον παράδεισο του Παπανικολάου, που μεταφέρει σκηνές, όχι για να καταγγείλει, ούτε με πρόθεση ψυχαναλυτική. Ποτέ δεν είχε τέτοιο σκοπό ο ζωγράφος και αν δείχνεται ο ίδιος στη ζωγραφική του, είναι γιατί εύληπτα φαίνεται η εντιμότητά του στον τρόπο που διαχειρίζεται το θέμα και το υλικό του. Η ενότητα των τριών έργων θυμίζει το κινηματογραφικό «Χάος» των Ταβιάνι με τις σπονδυλωτές ιστορίες για το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο ζωγράφος έχει στήσει ένα πλήρες και συμπαγές εργοτάξιο βάζοντας παρ’ όλα αυτά τάξη στο χάος. Σε αυτό το ποτάμι της μνήμης συναντούμε μια ηθογραφία, γεωμετρικά τόσο καλοζυγισμένη που πάνω σε αυτήν κτίζεται ο ρυθμός του έργου. Η γεωμετρία πάλι «σώζει» τον Παπανικολάου, καθώς οργανώνει καθοριστικά την κατανομή των σχημάτων μέσα στον χώρο. Τα επιμέρους λεπτομερή στοιχεία, σφιχτοδεμένα σε μία σύνθεση παραπέμπουν σε λαϊκό υφαντό.

Ο προσεκτικός παρατηρητής θα δει «το έργο μέσα στο έργο», καθώς ο Παπανικολάου έχει βάλει δύο να ζωγραφίζουν, ένας μπροστά στο καβαλέτο κι άλλος στα γόνατα. Και στα τρία έργα, όμως, υπάρχει στο κέντρο ένας με την τσάπα στην πλάτη και τον σκύλο συνοδό του. Γύρω του επικρατεί πανδαιμόνιο, αλλά αυτός το χαβά του. Θα ήθελα να βλέπω τον πεζοπόρο ως τον ζωγράφο μας, ένας μαχητής «άγιος», που σε πείσμα – ή και για χάρη - των όσων συμβαίνουν, αυτός επιτελεί το έργο του.

Στις εικόνες του Παπανικολάου επιζεί εκείνο το άχρονο παγανιστικό στοιχείο που τυλίγεται στην πάχνη της όχθης και ξετυλίγεται στο «μαγαζί» όπως αποκαλεί το εργαστήριό του ο ζωγράφος. Παίρνει μορφές, αποκτά κίνηση, ευφραίνεται, αποζητά το ιερό μέσα στο σάρκινο. Απαλλαγμένος από την μνημειακότητα νεοκλασικών θεμάτων, ο δημιουργός υπηρετεί τα απλά, τα λησμονημένα, με μια αποφασιστικότητα στο σχέδιο και το χρώμα. Φιλοτεχνεί μεθοδικά το συναξάρι της γενιάς του συνυφαίνοντας ιστορίες σε ένα ζωγραφικό χρονικό, που μοιάζει να’ χει χαρακτήρα αποτροπαϊκό. Είναι σα να ξορκίζει ο ζωγράφος τον θάνατο, τον κυνηγό, τους Καμμένους, καταθέτοντας ένα σώμα έργου με χειρονομίες γενναιόδωρες, κώδικες εσωτερικευμένους, αλλά με πίστη στη ζωή. Πένθος και λύτρωση μέσω της τέχνης, φόρος μνήμης και αγάπης προς έναν «τόπο» οικείο.

«Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας» από αυτήν την Πέμπτη 6 Ιουνίου έως τις 29 Ιουνίου. Γκαλερί Σκουφά, Κολωνάκι, Σκουφά 4.

Δημοφιλή