Γιώργος Αλογοσκούφης: Τα μνημόνια...μία παταγώδης αποτυχία

Γιώργος Αλογοσκούφης: Τα μνημόνια...μία παταγώδης αποτυχία
HuffPost Greece

Στη γραμμή της αφετηρίας ενός νέου πολιτικού και οικονομικού κύκλου για την Ελλάδα – λίγες ημέρες μετά την 21η Αυγούστου, που πέρασε στο ημερολόγιο ως ημερομηνία εξόδου της Ελλάδας από τα μνημόνια – συνάντησα τον Γιώργο Αλογοσκούφη, σε ένα σύντομο πέρασμά του από την Αθήνα.

Με καλωσόρισε ο ίδιος στο σπίτι του, στη Νέα Ερυθραία, λίγα 24ωρα πριν επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Από το 2016 ζει και διδάσκει εκεί, ως Καθηγητής στην Έδρα Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Fletcher School του Πανεπιστήμιου Tufts. Σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον «όπου αναδεικνύονται οι πιο σύγχρονες ιδέες στην οικονομική θεωρία», όπως λέει. Με την Ελλάδα, να συγκεντρώνει συχνά τεράστιο ενδιαφέρον…

Ήταν ο τελευταίος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της «κανονικότητας», δηλαδή ο άνθρωπος που κράτησε στα χέρια του τα ηνία της ελληνικής οικονομίας μέχρι το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης.

Αποχώρησε από την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή τον Ιανουάριο του 2009, ενώ στην πραγματικότητα η κρίση βρισκόταν προ των πυλών και είχε ήδη μπει σε συζητήσεις με τον τότε πρωθυπουργό πολύ νωρίτερα για το πώς θα αντιμετωπίσει η χώρα την θύελλα.

Μετά από εννέα χρόνια αποχής από τα πολιτικά πράγματα του τόπου και από την εμπλοκή του σε επίπεδο κομματικού μηχανισμού στη Νέα Δημοκρατία, ο Γιώργος Αλογοσκούφης δηλώνει ότι μπορεί να μιλά χωρίς περιστροφές, με απόσταση από γεγονότα και πρόσωπα.

Με αυτό το σκεπτικό, δέχθηκε άλλωστε να δώσει μία συνέντευξη εφ’όλης της ύλης, μετά από πολλά χρόνια.

Η κριτική του απέναντι στις κεντρικές επιλογές των μνημονίων, αλλά και στο πως εφαρμόστηκαν, είναι εξαιρετικά αυστηρή:

«Το οκταετές πρόγραμμα προσαρμογής που υιοθετήθηκε στον απόηχο της κρίσης του 2010 έχει, μέχρι στιγμής, αποδειχθεί μία παταγώδης αποτυχία», δηλώνει κατηγορηματικά.

Η απάντηση αυτή μας έκανε τόσο ισχυρή εντύπωση, ώστε του ζητήσαμε να μας εξηγήσει σε ποιο σημείο έκανε το μεγαλύτερο λάθος η Τρόικα. Εδώ θα δείτε τον ίδιο να απαντά…

Ωστόσο, σήμερα δεν κάνει μόνο τον απολογισμό του, μέσα από αυτή τη μεγάλη συνέντευξη στη HuffPost Greece.

Κυρίως, ο Γιώργος Αλογοσκούφης θέλησε να δώσει δημόσια απαντήσεις για το σήμερα και το αύριο.

Τον ρώτησα: Τι ακριβώς αλλάζει μετά την 21η Αυγούστου;
«Δυστυχώς δεν αλλάζουν πολλά…», ήταν το πρώτο του σχόλιο. Αλλά υπάρχει και συνέχεια, που αξίζει να προσέξετε.

Μιλώντας πάντοτε για το πώς βυθίστηκε η Ελλάδα στη δίνη μίας τόσο μεγάλης κρίσης, αιφνιδιάζει λέγοντας ότι «αν η Ελλάδα είχε υιοθετήσει περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων - ήδη με την υιοθέτηση του πρώτου μνημονίου το 2010 - δεν θα είχε υπάρξει τόσο μεγάλη εκροή κεφαλαίων με την εκδήλωση της κρίσης εμπιστοσύνης. Αυτό με τη σειρά του θα είχε ευμενείς συνέπειες για τη ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που αποδεκατίστηκε με την κρίση. Και η μεγαλύτερη ρευστότητα θα είχε ως αποτέλεσμα η ύφεση να είναι μικρότερη και ενδεχομένως βραχύτερη...»

Απαντά ακόμη, στο κομβικό ερώτημα ένα άλλαξε κάτι μετά την κρίση, σε σχέση με τις λανθασμένες λογικές που οδήγησαν την χώρα μας μέχρι εδώ.

«Πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος του λαϊκισμού», παρατηρεί…Στο κλείσιμο αυτής της συζήτησης, του έθεσα και την ερώτηση, εάν έχει κλείσει οριστικά για τον ίδιο ο κύκλος της πολιτικής, ή θα μπορούσε να ανοίξει ένας νέος κύκλος και υπό κάποιες προϋποθέσεις.

Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης…

Το 2007 εισηγηθήκατε εκλογές για να επιχειρηθεί οικονομική διόρθωση. Αν το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν διαφορετικό, αν η δημοσιονομική προσαρμογή είχε αρχίσει τότε, θα μπορούσε η μοίρα μας να είναι διαφορετική;

Η κρίση που αντιμετώπισε η Ελλάδα το 2010 δεν ήταν απλώς μία δημοσιονομική κρίση. Ήταν κρίση εξωτερικού δανεισμού, που εν μέρει μόνο οφείλεται στην για πολλά χρόνια κακή δημοσιονομική της κατάσταση. Οι ρίζες της κρίσης βρίσκονται στο ότι η Ελλάδα απεμπόλησε το εργαλείο της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής συμμετέχοντας στη ζώνη του ευρώ από το 2000, χωρίς να έχει αντιμετωπίσει ούτε το δημοσιονομικό της πρόβλημα, αλλά ούτε και το πρόβλημα της χαμηλής διεθνούς της ανταγωνιστικότητας κατά την περίοδο σύγκλισης.

Από τη στιγμή που η Ελλάδα μπήκε στη ζώνη του ευρώ, το μόνο εργαλείο σταθεροποίησης της οικονομίας που της απέμεινε ήταν η δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή η πολιτική των φόρων, των δημοσίων δαπανών και του χρέους. Ωστόσο, σε συνθήκες ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων σε μία νομισματική ένωση, η δημοσιονομική πολιτική δεν αρκεί για να επιτευχθεί ο διττός στόχος της επαρκούς οικονομικής ανάπτυξης χωρίς προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών. Μία προσπάθεια αντιμετώπισης της ανεργίας με δημοσιονομικά μέτρα, όπως η μείωση των φόρων ή η αύξηση των δημοσίων δαπανών, οδηγεί νομοτελειακά σε εξωτερικές ανισορροπίες, με τη μορφή της διεύρυνσης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Από την άλλη, μία προσπάθεια αντιμετώπισης των εξωτερικών ανισορροπιών, με τη μορφή της αύξησης των φόρων ή της μείωσης των δημοσίων δαπανών, οδηγεί νομοτελειακά σε αύξηση της ανεργίας και ύφεση.

Με τη συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ, η Ελλάδα λειτουργούσε πλέον για πρώτη φορά για δεκαετίες σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και χαμηλού πληθωρισμού. Αυτό επέτρεψε στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις να δανείζονται φθηνά σε σχέση με το παρελθόν, κάτι που οδήγησε σε αύξηση τόσο της κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων. Η αύξηση των επενδύσεων και η μείωση των αποταμιεύσεων οδήγησαν, ήδη από το 1998, σε πρωτοφανή ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, καθώς το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι, εξ ορισμού, η διαφορά εθνικών αποταμιεύσεων και επενδύσεων. Το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος συνέχισε να ανατροφοδοτείται λόγω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αλλά το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών διευρύνθηκε κυρίως λόγω της μείωσης των ιδιωτικών αποταμιεύσεων και της αύξησης των ιδιωτικών επενδύσεων, που ήταν αποτέλεσμα της μείωσης των επιτοκίων. Λόγω των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το δημόσιο χρέος μετατράπηκε σταδιακά σε εξωτερικό χρέος. Οι ελληνικές τράπεζες επέκτειναν το δανεισμό τους στον ιδιωτικό τομέα στο εσωτερικό, και, για να αποκτούν ρευστότητα, διέθεταν στο εξωτερικό τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου τα οποία διακρατούσαν. Με αυτό τον τρόπο, ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα συνετέλεσε με κρίσιμο τρόπο στη μετατροπή του δημοσίου χρέους σε εξωτερικό χρέος.

Αυτή η διαδικασία, που οφειλόταν στην πτώση των επιτοκίων, δεν μπορούσε παρά μόνο εν μέρει να αντιμετωπιστεί με δημοσιονομικά μέτρα, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε την οικονομία σε βαθιά ύφεση, που με τη σειρά της θα οδηγούσε σε περαιτέρω δημοσιονομική επιδείνωση, όπως έγινε μετά το 2007 με τη διεθνή ύφεση που προκλήθηκε από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Αυτό συμβαίνει μέσω της λειτουργίας των λεγόμενων αυτομάτων σταθεροποιητών, που σε περιόδους ύφεσης οδηγούν σε διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος, και σε περιόδους ανάκαμψης στον περιορισμό του. Σε περιόδους ύφεσης μειώνονται αυτόματα τα φορολογικά έσοδα και αυξάνονται οι κοινωνικές δαπάνες, με αποτέλεσμα να διευρύνονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτό συνέβη σε μεγάλο βαθμό μετά το 2007. Αν υπήρχε μεγάλη επιπλέον δημοσιονομική προσαρμογή, αυτή εν μέρει μόνο θα ήταν αποτελεσματική, καθώς θα συνέβαλε στην επιδείνωση της ύφεσης.

HuffPost Greece

Σε τελική ανάλυση, μετά τη συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ, η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε ένα δυσάρεστο οικονομικό δίλημμα μεταξύ εσωτερικής ύφεσης και ελλειμμάτων στο ισοζύγιο πληρωμών. Μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη ύφεση, η οποία θα συνέβαλλε σε μικρότερα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών. Μόνο αν η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει και νομισματικά μέσα, όπως η υποτίμηση θα μπορούσε να αποφύγει αυτό το δυσάρεστο δίλημμα.

Μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή στη δεκαετία 1998-2007 θα οδηγούσε μεν σε μικρότερα ελλείμματα στο ισοζύγιο, αλλά με κόστος μία πρόωρη και βαθιά οικονομική ύφεση. Αυτό βεβαίως δεν δικαιολογεί τη δημοσιονομική επέκταση που ξεκίνησε από τη στιγμή της συμμετοχής μας στη ζώνη του ευρώ το 2000. Δυστυχώς η δημοσιονομική πολιτική στην Ελλάδα χαλάρωσε εκ νέου, αμέσως μόλις η χώρα διασφάλισε τη συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα άρχισαν να αυξάνονται και πάλι, ήδη από το 2000, υπήρξαν μεγάλες αυξήσεις μισθών που διάβρωσαν ακόμη περισσότερο τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, ο εκλογικός κύκλος επέστρεψε, περαιτέρω μεταρρυθμίσεις όπως το ασφαλιστικό εγκαταλείφθηκαν, και αναλήφθηκαν πολυτελείς πρωτοβουλίες, όπως η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.

Παρά την προσπάθεια ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής μετά το 2004, το δίλημμα αυτό παρέμενε και το 2007. Επιτάθηκε δε από την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και την διεθνή ύφεση που ακολούθησε.

Το 2007 ήταν ήδη αργά για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που προέκυψαν μετά τη συμμετοχή μας στη ζώνη του ευρώ. Η δημοσιονομική πολιτική δεν αρκούσε λόγω του διλήμματος μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής ισορροπίας. Το στοίχημα είχε χαθεί κυρίως λόγω της ανεπάρκειας της πολιτικής της σύγκλισης πριν η Ελλάδα γίνει μέλος στη ζώνη του ευρώ. Για το λόγο αυτό, και λόγω των αυτόματων σταθεροποιητών, θεωρώ ότι προσπάθεια πολύ πιο έντονης δημοσιονομικής προσαρμογής απλώς θα επέφερε μεγαλύτερη οικονομική ύφεση, και θα ήταν μάλλον αναποτελεσματική.

Εκ των υστέρων, τι έπρεπε να γίνει το 2009 για να συγκρατηθούν τα ελλείμματα; Ή ήταν πια αργά;

Πιο γενικά, θα μπορούσε να ήταν λιγότερο βαθιά η κρίση και μικρότερα τα ελλείμματα στην συνέχεια, εάν είχε θυσιάσει η κυβέρνηση Καραμανλή με εσάς ως υπουργό Οικονομίας, έστω ένα μέρος από το πολιτικό της κεφάλαιο;

Θα έπρεπε η οικονομία να εισέλθει σε πολύ βαθύτερη ύφεση από αυτήν που προκάλεσε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση. Ούτε το 2009 υπήρχε η δυνατότητα αντιμετώπισης των προβλημάτων του ισοζυγίου χωρίς βαθύτερη ύφεση. Άλλωστε, αυτό φάνηκε εκ των υστέρων και με το πρόγραμμα προσαρμογής που ακολουθήθηκε μετά το 2010, το οποίο αντιμετώπισε μεν σταδιακά τα προβλήματα του ισοζυγίου, αλλά με τεράστιο κόστος σε όρους οικονομικής ύφεσης.

Κοιτάζοντας προς τα πίσω σήμερα, ήταν σωστό ή λάθος, όταν ο Κώστας Καραμανλής είπε ”πάμε σε εκλογές γιατί πρέπει να ληφθούν σκληρά μέτρα σωτηρίας - και πρέπει να αποφασίσει ο λαός”;

Ο Κώστας Καραμανλής προκάλεσε εκλογές μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 2009, εν μέσω της χειρότερης μεταπολεμικής διεθνούς ύφεσης, διότι δεν είχε ούτε το χρόνο, ούτε την πολιτική νομιμοποίηση να επιχειρήσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκάλεσε η διεθνής κρίση, με δεδομένο ότι η αντιπολίτευση είχε ξεκαθαρίσει ότι θα χρησιμοποιούσε την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2010 για να ανατρέψει την κυβέρνηση στο μέσο της θητείας της. Ήταν πολιτικά μία σωστή επιλογή, καθώς σε μία δημοκρατία τελικός κριτής των μεγάλων αποφάσεων είναι ο λαός. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση αποτέλεσε το έναυσμα για την επαναξιολόγηση της ικανότητας της Ελλάδας, αλλά και των άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, να συνεχίσουν να εξυπηρετούν το εξωτερικό τους χρέος. Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, υπήρξε μεταστροφή του κλίματος στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Αν η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση Παπανδρέου προχωρούσε σε ένα πρόγραμμα έστω και ήπιας προσαρμογής μετά τις εκλογές, και δεν είχε καταρρακώσει με τις πράξεις και τις δηλώσεις της τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, ίσως είχε αποφευχθεί η κρίση εμπιστοσύνης που οδήγησε την Ελλάδα εκτός των διεθνών χρηματαγορών. Η κατάσταση οδηγήθηκε σε κρίση χρέους το 2010 λόγω πολιτικών λαθών της νέας κυβέρνησης, που επέτρεψαν να εμφανιστεί η Ελλάδα ως υπαίτια και όχι ως ένα ακόμη θύμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Λόγω αυτών των πολιτικών λάθη, αλλά και λόγω της αδυναμίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να λειτουργήσει στην αρχή της κρίσης ως “δανειστής έσχατης προσφυγής” για τις κυβερνήσεις και τις εμπορικές τράπεζες της ΕΕ, η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με μια «ξαφνική στάση δανεισμού» από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, και οδηγήθηκε στο να ζητήσει επίσημα βοήθεια από τους εταίρους της στην ΕΕ.

Η Ελλάδα κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ δημοσιονομικής προσαρμογής. Είναι διατηρήσιμο αυτό το αποτέλεσμα; Και η διατήρησή του, με τα απαιτούμενα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, είναι συμβατή με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που η χώρα χρειάζεται και ελπίζει; Υπάρχει ρεαλιστικό μίγμα πολιτικής που να το επιτυγχάνει ή χρειαζόμαστε ένα θαύμα;

Το οκταετές πρόγραμμα προσαρμογής που υιοθετήθηκε στον απόηχο της κρίσης του 2010 έχει, μέχρι στιγμής, αποδειχθεί μία παταγώδης αποτυχία, κυρίως λόγω της τεράστιας και παρατεταμένης ύφεσης την οποία προκάλεσε προκειμένου να διορθωθούν οι εξωτερικές ανισορροπίες. Ενώ οι προηγούμενες αστοχίες της οικονομικής πολιτικής μπορεί να αποδοθούν κυρίως σε επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων, η αποτυχία αυτή δεν έχει αμιγώς ελληνικά χαρακτηριστικά, καθώς είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των σχεδιασμών της τρόικας και των εσωτερικών αντιφάσεων της ζώνης του ευρώ.

HuffPost Greece

Σε κάθε περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ενεπλάκησαν άμεσα τόσο στο σχεδιασμό του προγράμματος προσαρμογής, το οποίο ήταν αποκλειστικά δικής τους έμπνευσης, όσο και στην εφαρμογή του. Η αποτυχία του προγράμματος είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό δική τους αποτυχία, και δεν οφείλεται παρά δευτερευόντως στο ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 2010 δεν υιοθέτησαν ποτέ με ειλικρίνεια το πρόγραμμα αυτό. Αυτό για το οποίο θα μπορούσε να πει κανείς για τις ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων την περίοδο της κρίσης είναι ότι δεν κατόρθωσαν να παρουσιάσουν ένα αξιόπιστο εναλλακτικό δικό τους πρόγραμμα για την υπέρβασή της, και ότι περιορίστηκαν σε εκ των προτέρων καταδικασμένες μάχες οπισθοφυλακών.

Το πρόγραμμα προσαρμογής, παρά το ότι αναμφίβολα περιείχε και μια σειρά από αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την ελληνική οικονομία, είχε μία σειρά από σημαντικές αδυναμίες. Οι κυριότερες ήταν η προχειρότητα με την οποία σχεδιάστηκε από τους εκπροσώπους των θεσμών, η έλλειψη ιεράρχησης των προτεραιοτήτων του, η έλλειψη συνέπειας μεταξύ μέσων και στόχων, η έμφαση σε μία αδιέξοδη φορολογική, εισοδηματική και χρηματοπιστωτική πολιτική, η οποία ενέτεινε την ύφεση, καθώς και οι συχνές αλλαγές κατεύθυνσης οι οποίες υπονόμευσαν την αξιοπιστία της προσαρμογής. Ασφαλώς το πρόγραμμα απέτυχε και λόγω της, εν πολλοίς δικαιολογημένης, έλλειψης αποδοχής του, τόσο από την ελληνική κοινή γνώμη όσο και τις ελληνικές κυβερνήσεις, που κλήθηκαν να το εφαρμόσουν, κάτω από πρωτοφανή διεθνή πίεση.

Το πρόγραμμα οδήγησε στην βαθύτερη και πιο παρατεταμένη οικονομική ύφεση που έχει γνωρίσει η ελληνική οικονομία τα τελευταία εξήντα χρόνια. Το κόστος σε όρους ύφεσης σε σχέση με το όφελος της μείωσης των ελλειμμάτων του ισοζυγίου πληρωμών υπήρξε υπέρμετρο.

Η πρώτη προτεραιότητα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος είναι να αναγνωρίσουν όλοι τους περιορισμούς και τις αδυναμίες του. Αυτό απαιτεί πολιτική γενναιότητα κυρίως εκ μέρους των εταίρων και δανειστών μας, καθώς αποτελεί έμμεση αναγνώριση και των δικών τους σημαντικών λαθών.

Το δεύτερο ζητούμενο είναι να συνεργαστούν οι διεθνείς θεσμοί (Επιτροπή ΕΚ, ΕΚΤ και ΔΝΤ) με τις ελληνικές αρχές για το σχεδιασμό ενός αμοιβαία αποδεκτού προγράμματος οικονομικής ανάκαμψης, το οποίο να είναι αποδεκτό από ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο πολιτικό φάσμα στην Ελλάδα. Αυτό το πολιτικό φάσμα θα πρέπει να ξεπερνά τη σημερινή, ή την αυριανή, κυβέρνηση. Δεν αρκεί το πρόγραμμα ανάκαμψης να είναι αποδεκτό από τους θεσμούς όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα. Το πρόγραμμα θα πρέπει να διαθέτει ευρεία πολιτική νομιμοποίηση στην ίδια την Ελλάδα, κάτι που δεν ισχύει για το τρέχον πρόγραμμα. Είναι ευθύνη των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων να πάρουν την πρωτοβουλία για την υιοθέτηση ενός ρεαλιστικού προγράμματος ανάκαμψης, κάτι που δυστυχώς δεν έκαναν κατά τη διάρκεια των τελευταίων οκτώ χρόνων, αλλά ούτε, δυστυχώς και το 2009 με την επιδείνωση της διεθνούς κρίσης.

Η τρίτη προτεραιότητα είναι η συνεπής εφαρμογή του προγράμματος κατά τρόπο που να εμπνέει εμπιστοσύνη ότι το νέο πρόγραμμα θα συνεχίσει να εφαρμόζεται μεσοπρόθεσμα και ανεξάρτητα από τυχόν αλλαγές κυβέρνησης. Ανάκαμψη χωρίς αξιοπιστία δεν μπορεί να επιτευχθεί. Αν το πρόγραμμα απολαμβάνει από την αρχή διευρυμένης πολιτικής νομιμοποίησης, τότε αυτομάτως αποκτά και αξιοπιστία, τόσο έναντι των εκπροσώπων των δανειστών, όσο και έναντι των επενδυτών που θα πρέπει να κινητοποιηθούν για να πραγματοποιηθεί η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Μόνο με ένα ανασχεδιασμένο, αξιόπιστο και συνεπές μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ανάκαμψης, με προσδοκώμενη διάρκεια και ευρύτερη στόχευση από αυτή μιας κυβερνητικής θητείας, μπορεί η Ελλάδα να εξασφαλίσει την ανάκαμψη των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης που είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορέσει η ελληνική οικονομία να ανακάμψει σε μόνιμη βάση από την υπερ-οκταετή ύφεση στην οποία έχει καταδικαστεί.

Αν έπρεπε να εισηγηθείτε εσείς την οικονομική πολιτική της επόμενης ημέρας, ποιες θα ήταν οι βασικές προτάσεις σας;

Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Προκειμένου να επιτευχθεί η διατηρήσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, απαιτείται μια αξιόπιστη φορολογική μεταρρύθμιση φιλική προς τις επενδύσεις, καθώς και τολμηρές μεταρρυθμίσεις στο ρόλο και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα. Η φορολογική μεταρρύθμιση θα πρέπει να είναι δημοσιονομικά ουδέτερη, ή να συνδυαστεί με αντίστοιχη μείωση των πρωτογενών δαπανών του δημοσίου. Αν συνδυαστεί με περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους αυτό θα είναι ένα επιπλέον θετικό στοιχείο. Επιπλέον απαιτούνται χειρισμοί που θα ενισχύσουν την αξιοπιστία της ελληνικής πολιτείας έναντι των επενδυτών και των καταναλωτών, ώστε να ενισχυθούν οι άμεσες ξένες επενδύσεις, να ανακάμψει η κατανάλωση με βάση τα εισοδήματα και τα περιουσιακά στοιχεία των καταναλωτών, και όχι τον εξωτερικό δανεισμό, να αντιστραφεί, εν μέρει τουλάχιστον, η εκροή κεφαλαίων που αποσταθεροποίησε το χρηματοπιστωτικό σύστημα κατά τη διάρκεια της κρίσης και να εμπεδωθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Τι ακριβώς αλλάζει μετά την 21η Αυγούστου;

Δυστυχώς δεν αλλάζουν πολλά. Ίσως η Ελλάδα έχει τώρα μεγαλύτερα περιθώρια να σχεδιάσει μία πιο αποτελεσματική εθνική μακροοικονομική στρατηγική, αλλά τα περιθώρια αυτά δεν είναι μεγάλα. Το βασικό δίλημμα μεταξύ ανάκαμψης και εξωτερικής ισορροπίας παραμένει το ίδιο όπως και πριν την κρίση. Αν η Ελλάδα επιχειρήσει ανάκαμψη με δημοσιονομική επέκταση, θα υπάρξουν αμέσως προβλήματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, και άμεση απώλεια αξιοπιστίας. Σε αντίθεση με το παρελθόν, η ανάκαμψη θα πρέπει να βασιστεί στην εξωστρέφεια. Αύξηση των εξαγωγών, προσέλκυση αυτόνομων εισροών κεφαλαίου μέσω άμεσων ξένων επενδύσεων, αντιστροφή της εκροής κεφαλαίων που προκλήθηκε από την κρίση με επαναπατρισμό τους.

Η Ελλάδα χρειάστηκε τριπλάσιο χρόνο, τριπλάσια χρηματοδότηση και κατέβαλε πολύ μεγαλύτερο οικονομικό και κοινωνικό κόστος από ότι οι άλλες μνημονιακές χώρες για να κλείσει τον δικό της μνημονιακό κύκλο. Αν έπρεπε να εντοπίσετε μία, την βασική αιτία για αυτό, ποια θα επιλέγατε;

Τον κάκιστο σχεδιασμό και την αναποτελεσματική εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, σε συνδυασμό με τα βαθύτερα δημοσιονομικά και διαρθρωτικά της προβλήματα. Για να δώσω ένα παράδειγμα. Αν η Ελλάδα είχε υιοθετήσει περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων ήδη με την υιοθέτηση του πρώτου μνημονίου το 2010, δεν θα είχε υπάρξει τόσο μεγάλη εκροή κεφαλαίων με την εκδήλωση της κρίσης εμπιστοσύνης. Αυτό με τη σειρά του θα είχε ευμενείς συνέπειες για τη ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που αποδεκατίστηκε με την κρίση, και η μεγαλύτερη ρευστότητα θα είχε ως αποτέλεσμα η ύφεση να είναι μικρότερη και ενδεχομένως βραχύτερη. Ίσως να μην χρειαζόταν καν ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι το έξωθεν επιβληθέν κούρεμα του χρέους το 2012, με το PSI, το οποίο καταρράκωσε ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία της χώρας έναντι των διεθνών επενδυτών, και επέφερε ένα ακόμη αρνητικό σοκ στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και στη ρευστότητα της οικονομίας. Οι άλλες μνημονιακές χώρες δεν υποχρεώθηκαν σε κούρεμα του χρέους όπως συνέβη με την Ελλάδα. Βεβαίως δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι η Ελλάδα είχε και μεγαλύτερες οικονομικές ανισορροπίες από τις άλλες χώρες.

Αν δεχθούμε ότι η 21η Αυγούστου είναι το τέλος της Οδύσσειας, η αρχή της που τοποθετείται; Πού τοποθετείτε την «αρχή του κακού»;

Όπως ήδη εξήγησα, η αρχή τοποθετείται στην ανεπάρκεια της πολιτικής της σύγκλισης στη δεκαετία του 1990, εν όψει της ένταξης της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Απεμπολήσαμε το εργαλείο της νομισματικής πολιτικής χωρίς να έχουμε διασφαλίσει ούτε δημοσιονομική ισορροπία, ούτε επαρκή διεθνή ανταγωνιστικότητα. Αφού ενταχθήκαμε στη ζώνη του ευρώ μείναμε με μόνο εργαλείο σταθεροποίησης τη δημοσιονομική πολιτική, η οποία δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το δίλημμα μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής ισορροπίας. Επιπλέον η δημοσιονομική πολιτική, ειδικά στην Ελλάδα, με την υψηλή φοροδιαφυγή και τον τεράστιο δημόσιο τομέα, είναι ένα εξαιρετικά αμβλύ, αναποτελεσματικό και πολιτικά ευαίσθητο, εργαλείο μακροοικονομικής σταθεροποίησης.

Βεβαίως δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε και τα μεγάλα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί πριν την υιοθέτηση της πολιτικής της σύγκλισης, κυρίως στη δεκαετία του 1980. Η ελληνική οικονομική πολιτική στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή, και είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για τα σημερινά αδιέξοδα. Οι υπέρογκες αυξήσεις του κόστους εργασίας στις αρχές της δεκαετίας, η υπερβολική επέκταση του δημόσιου τομέα, η αύξηση της φορολογίας και ο υψηλός πληθωρισμός ήταν περαιτέρω σοβαρά πλήγματα για την ελληνική οικονομία. Όταν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα προωθούσε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, τη δημοσιονομική προσαρμογή και το πρόγραμμα της Ενιαίας Αγοράς, η Ελλάδα είχε υιοθετήσει την πολιτική της διολίσθησης της δραχμής, την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ) των μισθών και την επέκταση του δημόσιου τομέα, έχοντας εναποθέσει τις ελπίδες της για ανάπτυξη στις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Η δεκαετία του 1980 είναι το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα του πώς η Ελλάδα, σε πείσμα των διεθνών και ευρωπαϊκών τάσεων, επέμεινε στη δική της ιδιαίτερη μακροοικονομική στρατηγική παρά τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούσε αυτή η στρατηγική. Είναι ένα παράδειγμα του τι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επαναλάβουμε, και ο κυριότερος λόγος για τον οποίο σε καμία περίπτωση δεν πρέπει ούτε καν να σκεφτόμαστε έξοδο από τη ζώνη του ευρώ, παρά τις αδυναμίες της ευρωζώνης στις οποίες ήδη αναφέρθηκα.

Είμαστε σήμερα φτωχότεροι κατά 25% του εθνικού εισοδήματος και κατά 500.000 νέους που μετανάστευσαν. Είμαστε και σοφότεροι; Είμαστε καλύτεροι; Η κρίση έγινε, τελικά, ευκαιρία; Μήπως είναι ώρα για κυβερνήσεις ή έστω για μία κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας και στήριξης, ώστε να επιχειρήσει μεγάλες μεταρρυθμίσεις;

Όπως ήδη ανέφερα, μόνο με ένα ανασχεδιασμένο, αξιόπιστο και συνεπές μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ανάκαμψης, με προσδοκώμενη διάρκεια και ευρύτερη στόχευση από αυτή μιας κυβερνητικής θητείας, μπορεί η Ελλάδα να εξασφαλίσει την ανάκαμψη των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης που είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορέσει η ελληνική οικονομία να ανακάμψει σε μόνιμη βάση από την υπερ-οκταετή ύφεση στην οποία έχει καταδικαστεί. Το πως θα διασφαλιστεί πολιτικά η συνέχεια και η συνέπεια είναι το μεγάλο ζητούμενο. Υπάρχουν περισσότεροι από ένας τρόποι για να γίνει κάτι τέτοιο αν υπάρχει η πολιτική βούληση από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας.

Εσείς προσωπικά, αν ξαναβάζατε τον εαυτό σας στο γραφείο της Πλατείας Συντάγματος, μπορείτε να μας πείτε τρεις αποφάσεις που θα αλλάζατε, τρία πράγματα που θα τα κάνατε αλλιώς; Κι αν το κάνατε θα μπορούσε να είναι διαφορετική η εξέλιξη, διαφορετική η διαδρομή της χώρας την τελευταία οκταετία;

Ήδη έχω πολλές φορές αναφερθεί στο τι θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, με κυριότερο την εντονότερη προσαρμογή της οικονομίας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στην περίοδο της μακροοικονομικής ευφορίας, 1998 με 2007. Η περίοδος αυτή περιλαμβάνει και την περίοδο που ήμουν Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να κάνω και τη δική μου αυτοκριτική. Ωστόσο ειλικρινά πιστεύω ότι με δεδομένο το μέγεθος της διεθνούς κρίσης και τις αδυναμίες και τις ασυμμετρίες της ευρωζώνης πολύ δύσκολα θα αποφεύγαμε μία μακρά και επώδυνη περίοδο προσαρμογής μετά το 2004. Εξακολουθώ και πιστεύω ότι η ήπια προσαρμογή και η ομαλή προσγείωση της ελληνικής οικονομίας ήταν και είναι η καταλληλότερη μακροοικονομική στρατηγική για την Ελλάδα. Μπορεί κανείς να συζητήσει τη δοσολογία, αλλά το δυσάρεστο δίλημμα μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής ισορροπίας σε μία νομισματική ένωση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τη δημοσιονομική προσαρμογή. Πολύ πιο έντονη δημοσιονομική προσαρμογή θα είχε οδηγήσει τη ελληνική οικονομία σε ύφεση και κρίση πολύ νωρίτερα. Δείτε τα παραδείγματα της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, οι οποίες δεν είχαν το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας το 2007, και παρόλα αυτά δεν απέφυγαν μια βαθιά κρίση μετά την επιδείνωση της διεθνούς κρίσης το 2008.

Υποθέτω ότι ως υπουργός βρεθήκατε - και εσείς - απέναντι σε μηχανισμούς και νοοτροπίες που δεν διευκόλυναν αυτές που αποκαλούμε ”επώδυνες θεσμικές μεταρρυθμίσεις”. Μετά από οκτώ χρόνια μνημονίων, έχει αλλάξει κάτι από αυτές τις λογικές;

Τώρα θα φανεί αν κάτι άλλαξε στους μηχανισμούς και τις νοοτροπίες. Ελπίζω ότι η εμπειρία με την κρίση θα ευνοήσει εφεξής μια πιο υπεύθυνη πολιτική αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας, αν και πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος του λαϊκισμού, που δυστυχώς έχει ενισχυθεί πολιτικά λόγω της αναποτελεσματικότητας της πολιτικής της προσαρμογής.

Η Ελλάδα γνώρισε στην ιστορία της καταστροφές και χρεοκοπίες, αλλά και περιόδους μεγάλης, ραγδαίας ανάπτυξης. Μπορούμε να ξαναζήσουμε κάτι τέτοιο;

Θέλω να είμαι αισιόδοξος, αν και πιστεύω ότι πρέπει να γίνουν πολλά πριν μπορέσουμε να δούμε ρεαλιστικά μια μεγάλη και ουσιαστική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Το πιθανότερο είναι να έχουμε μία μικρή αρχικά ανάκαμψη, η οποία σταδιακά, και με την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας, θα ενισχύεται.

Το μοντέλο διακυβέρνησης στην Ελλάδα βασίζεται εδώ και πολλές δεκαετίες στην εναλλαγή κεντροδεξιάς - κεντροαριστεράς στην εξουσία. Θεωρείτε ότι αυτά τα ιδεολογικά σχήματα παραμένουν απαραίτητα, ή είναι παρωχημένα;

Οι πολιτικές διαφορές, όπως εκφράζονται στη διάκριση μεταξύ κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς δεν μπορούν να καταργηθούν. Είναι στη φύση της πολιτικής. Το ζητούμενο είναι οι μετριοπαθείς πολιτικές δυνάμεις να μπορέσουν να βρουν αποτελεσματικές και ευρύτερα αποδεκτές λύσεις σε μία εποχή έντονης παγκοσμιοποίησης, που συνεπάγεται αυτή σημαντικούς περιορισμούς, όπως συνεπάγεται περιορισμούς και η συμμετοχή μας στην ευρωζώνη. Αλλιώς κινδυνεύουμε να δούμε τα χειρότερα, όπως η επικράτηση ακραίων πολιτικών κομμάτων, είτε από το δεξιό είτε από το αριστερό φάσμα.

Έχει κλείσει οριστικά για εσάς ο κύκλος της πολιτικής ή θα μπορούσε να ανοίξει ένας νέος κύκλος, υπό κάποιες προϋποθέσεις;

Ασχολήθηκα με την πολιτική για μία περίοδο της ζωής μου, επειδή μου ζητήθηκε, κυρίως λόγω της προηγούμενης επαγγελματικής μου ιδιότητας ως οικονομολόγου. Προσπάθησα να κάνω αυτό που θεωρούσα καλύτερο, παρότι δεν απέφυγα και τα ανθρώπινα λάθη. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχω επιστρέψει στα πανεπιστημιακά μου καθήκοντα, είμαι εξαιρετικά αφοσιωμένος στη δουλειά μου και δεν επιδιώκω κανενός είδους επιστροφή στην ενεργό πολιτική. Σε κάθε περίπτωση παραμένω ένας πολιτικά ενεργός πολίτης, με την ευρύτερη έννοια, και η απόσταση από την ενεργό πολιτική διευκολύνει την ελεύθερη έκφραση των απόψεών μου σχετικά με δημόσια ζητήματα στα οποία έχω κάποια εμπειρία και γνώση.

―――――――――――――――――――――――――――――――――――

Βιογραφικό

Ο Γιώργος Αλογοσκούφης είναι Καθηγητής στην Έδρα Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Fletcher School του Πανεπιστήμιου Tufts στις ΗΠΑ (από το 2016) και Καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (από το 1990).

Είναι επίσης ερευνητικός εταίρος στο Hellenic Observatory του London School of Economics και Εταίρος (fellow) της European Economic Association.

Από τον Σεπτέμβριο του 1996 έως τον Οκτώβριο του 2009 ήταν μέλος της Βουλής των Ελλήνων.

Από τον Μάρτιο του 2004 έως τον Ιανουάριο του 2009 διατέλεσε Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.

Από το 1992 έως και το 1993 διατέλεσε Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.

Από το 1984 έως το 1992 διατέλεσε Επίκουρος και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (Birkbeck College).

Αποφοίτησε με άριστα από το Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1977) και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου (M.Sc. 1978, Ph.D. 1981, London School of Economics).

Έχει εκδώσει πέντε βιβλία και πάνω από 40 εργασίες του έχουν δημοσιευτεί σε μερικά από τα πιο σημαντικά διεθνή επιστημονικά περιοδικά (American Economic Review, the Journal of Political Economy, the Economic Journal, the European Economic Review, the Journal of Monetary Economics, the Journal of Money, Credit and Banking, Economica και άλλα) με πολλές αναφορές στη διεθνή βιβλιογραφία.

Έχει εργασθεί ως σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Διεθνούς Τραπέζης, ως ερευνητικός εταίρος του Κέντρου των Οικονομικών της Εργασίας στο London School of Economics (1981-92), ενώ για την περίοδο 1985-1998 ήταν ερευνητικός εταίρος του Centre for Economic Policy Research (CEPR) του Λονδίνου.

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 1955. Είναι παντρεμένος με τη Δίκα Αγαπητίδου με την οποία έχουν τρία παιδιά.

Δημοφιλή