breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα

  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την τραγική ιστορία της.

Αφήγηση Παπαδόπουλος Νίκος

                 Κιουτάχεια

Εγώ κύριε Γιώργο, γεννήθηκα στην Κιουτάχεια το 1916. Το πατρικό μας σπίτι ήταν κοντά στο θέατρο της πόλης και κάθε τόσο  βλέπαμε ανθρώπους από όλον τον κόσμο. Θυμάμαι ότι, μπροστά από το σπίτι μας είχαμε μια τζιτζιφιά και πετούσαμε πέτρες για να πέσουν τα τζίτζιφα να τα φάμε.

Στην Κουτάχεια μιλούσαμε τουρκικά. Τα ελληνικά εγώ τα έμαθα στην Ελλάδα. Η εκκλησία του χωριού, των Ταξιαρχών, ήταν στην ίδια αυλή με το σχολείο. Θυμάμαι ότι είχε έρθει διαταγή να διδάσκονται τα ελληνικά και με δυσκολία προσπαθούσαμε να τα μάθουμε.

Υπήρχε μάλιστα στο σχολείο παιδονόμος για να παρακολουθεί την πρόοδό τους. Μια μέρα που είχε πολύ χιόνι τα παιδιά έκαναν φασαρία, και ο παιδονόμος κάλεσε τους ταραξίες στο γραφείο του και τους ρώτησε..

…Γιατί κάνετε τόσο πολύ φασαρία?

Τότε ένας ξάδελφός μου, προσπαθώντας να μιλήσει ελληνικά, του απάντησε.

… Δάσκαλε οζέιντισσα και γκαίντησα, δηλαδή πεθύμησα και γλύστρησα.

Τότε ο δάσκαλος έβγαλε την βίτσα και τους χτύπησε στις παλάμες. Οι ταραξίες μαθητές που ήξεραν ότι θα τρώνε ξύλο κάθε μέρα, άλειφαν τα χέρια τους με σταφίδες για να μην πονάνε.

Ο παππούς μου ήθελε να σπουδάσουν τα παιδιά του, αλλά αυτοί  κρύβονταν και δεν πήγαιναν σχολείο. Αναγκάστηκε να φέρει  έναν δάσκαλο από την Ελλάδα, από την Βέροια, που τον έλεγαν Ντίνο. Όταν ήρθαμε στην Βέροια πήγαμε και τον συναντήσαμε στο σπίτι του.

Ο πατέρας μου όμως δεν ήθελε τα γράμματα και εξαφανίστηκε, και ο μπαμπάς μου έστειλε τον θείος μου  στο Τσοτύλι, απ΄όπου γύρισε  άπραγος μετά από 15-20 μέρες.  Τότε ο παππούς  πολύ απογοητευμένος απευθύνθηκε στην Δημογεροντία της  Κιουτάχειας και τους είπε να του βρούν 6-7 παιδιά φτωχών οικογενειών, για να τα σπουδάσει.

 Έτσι έστειλε 9 παιδιά στην Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσουν. Τους περισσότερους τους χάσαμε, αλλά βρήκαμε τον Τσεμπερτζή και τον Γαλανομάτη ή Γαλανούδη τον οποίο βρήκαμε στην Βέροια όπου δούλευε στην Αγροτική Τράπεζα.

Η μάνα μου ήταν φτωχή  και ο πατέρας μου πολύ πλούσιος. Όταν έρχονταν στο σπίτι καβάλα στο άλογο, έτρεχαν οι θείες μου και του άνοιγαν την πόρτα φωνάζοντας…

…Αγάπιος έρχεται.

 Ο πατέρας μου ήταν φορατζής και πήγαινε σε όλα τα χωριά για να μαζέψει τους φόρους, το δέκατο όπως το αποκαλούσαν, για λογαριασμό του τουρκικού κράτους.

Για τον λόγο αυτό υπήρχαν μεγάλες αποθήκες, όπου συγκέντρωναν τιφτίκι (κάτι μεταξύ βαμβακιού και μαλλιού), σιτάρια, κριθάρια και άλλα γεωργικά προϊόντα.

Το τουρκικό κράτος του διέθετε άλογα και άδεια κυκλοφορίας, για να αποφεύγει ληστρικές επιθέσεις, και έτσι πολλές φορές τον ακολουθούσαμε  και πηγαίναμε μαζί του  να ελέγξουμε τις αποθήκες από τυχόν κλοπές.

Το καλοκαίρι όλη η οικογένεια πηγαίναμε στα ιαματικά λουτρά, που βρίσκονταν λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Η μάνα μου έπαιρνε πάντοτε μαζί της την εικόνα του Αγίου Νικολάου, για να μας προστατεύει, καθώς και ασημικά κουτάλια για να προσφέρει γλυκό σε αυτούς που μας επισκέπτονταν.

Όταν ήρθε ο ελληνικός στρατός στην Μικρά Ασία, ο πατέρας  μου τον τροφοδοτούσε με αλεύρια, σιτηρά και άλλα πράγματα.

Στα λουτρά ήμασταν όταν ήρθαν τα άσχημα μαντάτα της ήττας του ελληνικού στρατού. O πατέρας μου έστειλε έναν υπάλληλό του να μας φέρει στην Κιουτάχεια, όπου μετέπειτα θα έρχονταν και ο ίδιος να μας συναντήσει.

Έτσι, καβάλα στο άλογο, εγώ, η μάνα μου και η γιαγιά μου, πήγαμε στην Κιουτάχεια, όπου μας περίμενε ο παππούς Μηνάς. Ο πατέρας μου έδωσε τα κλειδιά των αποθηκών σε έναν τούρκο και του είπε να μην τις ανοίξει διότι όπως πίστευε….

…εμείς τώρα θα φύγουμε αλλά θα ξαναγυρίσουμε  και θα πάρουμε αυτά που είχε μέσα στις αποθήκες.

Η γιαγιά μου έφυγε πρώτη με άλλη παρτίδα. Εγώ και οι γονείς μου πήγαμε στα Μουδανιά και φύγαμε με ένα εγγλέζικο καράβι, στο οποίο ήμασταν μόνο εμείς και κανείς άλλος.

Πως μας πήρανε ούτε που το κατάλαβα?

Μας πήγαν στην Μυτιλήνη και εγκατασταθήκαμε σε κάτι υπόστεγα. Την άλλη μέρα ήρθε μια κυρία και φώναζε….

…..Αγάπιος Παπάζογλου από Κιουτάχεια είναι εδώ?

Ο πατέρας μου είχε πάει στο λιμάνι να φέρει ψωμί. Βγήκα εγώ και της είπα ότι είμαι ο γιός του Αγάπιου. Ήταν συγγενείς μας από την Κουτάχεια και συναντηθήκαμε όλοι μαζί.

Οι συνθήκες παραμονής μας ήταν τρισάθλιες. Για τις φυσικές μας ανάγκες πηγαίναμε στην θάλασσα και στα γύρω χωράφια.

Από την Μυτιλήνη πήραμε το καράβι και πήγαμε στην Καλαμαριά. Η κατάσταση εκεί δεν ήταν καλύτερη. Μια επιτήδεια λωποδύτισσα έκοψε με ξυραφάκι την τσέπη του πατέρα μου και του πήρε τα λεφτά, γεγονός που μας στεναχώρησε πολύ.

Στην περιοχή Τσινάρι, κοντά στο Διοικητήριο, ο πατέρας μου αγόρασε ένα σπίτι από έναν τούρκο που θα έφευγε,  αλλά όταν έμαθε ότι στην Βέροια έδιναν χωράφια, μαζί με άλλους Κιουταχιαλήδες, πήγαμε στον σταθμό για να πάρουμε  το τρένο. Επειδή το τρένο ήταν γεμάτο πήραμε ένα φορτηγό και φύγαμε για την Βέροια.

Στην Βέροια μας έδωσαν σπίτι και χωράφια, ασχοληθήκαμε με την γεωργία, και μετά από σκληρή δουλειά καταφέραμε και επιβιώσαμε.


Κιουτάχεια
Κιουτάχεια
Ν.Παπαδόπουλος

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής