breaking news Νέο

Η Απελευθέρωση του Γιδά και ο υπέρ πάντων αγώνας του ελληνικού στρατού στις γέφυρες του Λουδία - Του Β.Πλατή

Η Απελευθέρωση του Γιδά και ο υπέρ πάντων αγώνας του ελληνικού στρατού στις γέφυρες του Λουδία - Του Β.Πλατή

Η απελευθέρωση του Ρουμλουκιού, περιοχής διαχρονικά ελληνικότατης, προλείανε το έδαφος για την καθοριστική νίκη του ελληνικού στρατού στη μάχη των Γιαννιτσών. Ο δρόμος προς τη Θεσσαλονίκη ήταν πια ανοιχτός…

Στο αφηγηματικό-επετειακό κείμενο που ακολουθεί θα παρακολουθήσουμε βήμα προς βήμα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και οδήγησαν στην απελευθέρωση του Γιδά (Αλεξάνδρειας) καθώς και τις σκληρές μάχες που έδωσε ο ελληνικός στρατός για την κατάληψη και διατήρηση των δύο γεφυρών του Λουδία.[1]

Ο ελληνικός στρατός στις 16 Οκτωβρίου 1912 απελευθέρωσε τη Βέροια. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο αρχιστράτηγος βασιλόπαις Κωνσταντίνος εξέδωσε διαταγή με την οποία καθόρισε τους σταθμούς και τις αναγνωρίσεις της επόμενης ημέρας. Ειδικότερα για την Τρίτη Μεραρχία η διαταγή προέβλεπε τα εξής: να σταθμεύσει βορειοανατολικά της Βέροιας, να τοποθετήσει προφυλακές από το Μακροχώρι (Μικρογούζι) έως τη Γιάνισσα και να αποστείλει αναγνώριση δια της αμαξιτού οδού προς Γιδά και Σχοινά.[2]

  Ο διοικητής της Τρίτης Μεραρχίας, μόλις έλαβε την παραπάνω διαταγή, έδωσε εντολή για αναγνώριση προς το Γιδά (Αλεξάνδρεια) και το Σχοινά, ενώ το τρίτο τάγμα του δεκάτου συντάγματος θα εγκαθιστούσε προφυλακές. Στην εντολή αναφερόταν ρητά ότι οι ιππείς θα έπρεπε να τον ενημερώσουν για το αποτέλεσμα της αναγνώρισης –ακόμη και αν αυτό ήταν αρνητικό– το αργότερο μέχρι τη δεκάτη πρωινή ώρα της 17ης Οκτωβρίου. Ο επικεφαλής του τμήματος του ιππικού ανθυπίλαρχος Παπαφλέσσας, που πραγματοποίησε το πρωινό της ίδιας ημέρας την  αναγνώριση υπό την καθοδήγηση του παλαίμαχου Μακεδονομάχου Θεοχάρη Κούγκα, ανέφερε στον διοικητή του τάγματός του ότι στα χωριά Σχοινάς και Γιδάς δεν υπήρχαν πλέον εχθρικές δυνάμεις, καθώς οι εναπομείνασες περίπολοι ιππικού είχαν απομακρυνθεί από το Γιδά. Ο δρόμος προς το Γιδά ήταν ανοιχτός. Στο μεταξύ, ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος έχοντας πληροφορηθεί μέσω του μηνύματος του Παπαφλέσσα την ευνοϊκή κατάσταση που επικρατούσε στο Γιδά καθώς και το ότι οι τουρκικές δυνάμεις είχαν εγκαταλείψει τη γέφυρα του Νησελίου προκαλώντας μικρές μόνο καταστροφές, απέστειλε προς την Έβδομη Μεραρχία οδηγίες για τις περαιτέρω ενέργειές της. Σύμφωνα με αυτές, η Έβδομη Μεραρχία έπρεπε να εξακολουθήσει την πορεία της και να διαβεί τον ποταμό Αλιάκμονα στη γέφυρα Νησελίου, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση του Γιδά. Το επόμενο πρωινό, τμήματα της Έβδομης Μεραρχίας άρχισαν την πορεία τους με κατεύθυνση το Γιδά και το μεσημέρι της ίδιας ημέρας βρίσκονταν στη γέφυρα Νησελίου. Στο σημείο αυτό είχε προφτάσει ο έβδομος λόχος μηχανικού με επικεφαλής τον ταγματάρχη Παναγιώτη Βλάσση. Φθάνοντας στη γέφυρα άρχισε χωρίς καθυστέρηση την επισκευή της.

Τη γέφυρα όμως δεν τη διέβησαν ταυτόχρονα όλα τα τμήματα της Έβδομης Μεραρχίας που προήλασαν την ημέρα εκείνη, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος της το απόγευμα της ίδιας ημέρας να στρατοπεδεύσει στα γειτονικά χωριά Νησέλι, Κορυφή, Τρίκαλα ή σε τοποθεσίες κοντά στη γέφυρα. Ωστόσο, το όγδοο τάγμα ευζώνων στρατοπέδευσε βορειοανατολικά του Γιδά, ήδη από τις εννέα το πρωί, ενώ το σώμα προσκόπων μέσα στο Γιδά. Τέλος, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των ντόπιων κατοίκων, τμήμα της Έβδομης Μεραρχίας μπήκε στο Γιδά και διανυκτέρευσε σε σπίτια του χωριού. Οι κάτοικοι του χωριού, καθώς οι Έλληνες στρατιώτες εισέρχονταν στο Γιδά, ξεσπούσαν σε πανηγυρικές εκδηλώσεις, που συνοδεύονταν από αγκαλιές, φιλιά, ζητωκραυγές. Ο ενθουσιασμός τους ήταν απερίγραπτος.[3]

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γρηγόρη Μοσχόπουλου, δωδεκάχρονου τότε παιδιού, το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου 1912, όταν εισήλθε το τάγμα του Ελευθέριου Μαυρογένη στο Γιδά, οι κάτοικοί του συγκεντρώθηκαν στην παλιά αγορά και μερικοί περισσότερο ενθουσιώδεις και ασυγκράτητοι ανέβηκαν στο ξύλινο υπόστεγο και έσπασαν την ημισέληνο, ξέσκισαν τα φέσια, άλλοι χτυπούσαν χαρμόσυνα την καμπάνα της εκκλησίας και στη συνέχεια χόρευαν με ζουρνάδες και νταούλια πάνω στα ξεσκισμένα φέσια.

Τη χαρά, ωστόσο, των κατοίκων της Αλεξάνδρειας δεν μπόρεσε να μοιραστεί μαζί τους ο αξιωματικός Μαυρομιχάλης, ο οποίος ήρθε προπομπός του ελληνικού στρατού στο Γιδά και συνεργάστηκε με τον Θεοχάρη Κούγκα. Παρακολουθώντας τις κινήσεις του τουρκικού στρατού, που μόλις είχε απομακρυνθεί από το Γιδά, πριν από την έλευση του ελληνικού, βρήκε άδοξο θάνατο από τουρκική σφαίρα και ξεψύχησε δίπλα στον Θεοχάρη Κούγκα. 

Τις ημέρες εκείνες ήρθε στο Γιδά, για να βρεθεί κοντά στον ελληνικό στρατό, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ και εγκαταστάθηκε στα δωμάτια του σιδηροδρομικού σταθμού, ενώ οι επιτελείς του κατέλυσαν σε παρακείμενη αποθήκη. Πάντως ο αγώνας στο Ρουμλούκι δεν είχε ακόμη κριθεί παρά τη θριαμβευτική είσοδο του ελληνικού στρατού στο Γιδά και την οπισθοχώρηση των Τούρκων, που σε κάποιες περιπτώσεις συνοδευόταν από λαφυραγώγηση των σπιτιών των ντόπιων κατοίκων.

Ο όγκος του τουρκικού στρατού διαμέσου των γεφυρών του Λουδία βάδιζε προς τα Γιαννιτσά, την «ιερή τους πόλη», όπου αναπαυόταν εν ειρήνη ο μεγάλος στρατηλάτης των Οθωμανών Γαζή Εβρενός. Ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χασάν Ταξίν Πασάς είχε άλλωστε αποφασίσει να δώσει την αποφασιστική μάχη στα Γιαννιτσά κι όχι στην ανατολική όχθη του ποταμού Αξιού, πολύ κοντά στη Θεσσαλονίκη, όχι μόνο για να αξιοποιήσει την παρουσία ισχυρών τουρκικών δυνάμεων στην πόλη του Γαζή Εβρενός αλλά και για να εκμεταλλευτεί τη στρατηγική της θέση, που του ενέπνεε μεγαλύτερη ασφάλεια από μια ενδεχόμενη παράταξη των τουρκικών δυνάμεων στις όχθες του Αξιού. Αλλά και η ελληνική πλευρά δε φαινόταν να προκρίνει την εκδοχή μιας καθοριστικής σύγκρουσης στις ελώδεις περιοχές των ποταμών Λουδία και Αξιού φοβούμενη τη μορφολογία της περιοχής.

Μέσα από τη διάβαση, λοιπόν, των δύο γεφυρών του Λουδία ποταμού,[4] μίας σιδερένιας (σιδηροδρομικής), λίγο πριν από το Πλατύ, και μίας ξύλινης, σε μικρή απόσταση από την προηγούμενη, συνεχιζόταν απρόσκοπτα η προέλαση του ελληνικού στρατού προς τη Θεσσαλονίκη. Ο Χασάν Ταξίν Πασάς αντιλαμβανόταν τη στρατηγική σημασία των δύο γεφυρών για την τελική έκβαση των επιχειρήσεων στα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης, καθώς πίστευε ότι ακόμη και σε περίπτωση ήττας του τουρκικού στρατού στη μάχη των Γιαννιτσών, η καταστροφή των γεφυρών θα εξασφάλιζε ασφαλή υποχώρηση των Τούρκων. Γι’ αυτό, απέστειλε στις γέφυρες το εξηκοστό τέταρτο πεζικό σύνταγμα, αποτελούμενο από τέσσερις χιλιάδες περίπου άνδρες, με πυροβόλα και πυροβολικό.

Το τουρκικό σώμα, μετά τη διάβαση των γεφυρών, αφού προέλασε μέχρι το χωριό Πλατύ, σε απόσταση περίπου ενάμισι χιλιομέτρου από τη σιδηροδρομική γέφυρα, βρέθηκε αντιμέτωπο με τον όγδοο λόχο ευζώνων, που αποτελούσε τις προφυλακές της Έβδομης Μεραρχίας. Η απροσδόκητη αυτή συνάντηση οδήγησε το τουρκικό σώμα να ανακόψει την πορεία του και να οχυρωθεί στο Πλατύ, όπου οι Τούρκοι οπλίτες κατέλαβαν όλα τα γύρω υψώματα και οχυρώθηκαν και σε άλλες επίκαιρες θέσεις.

Οι  ελληνικές προφυλακές ξεκίνησαν την επίθεση από το γειτονικό χωριό Λιανοβέργι. Οι Τούρκοι ανταπάντησαν στα ελληνικά πυρά, με αποτέλεσμα η μάχη να αποκτήσει μεγάλη σφοδρότητα. Οι εύζωνοι, ενθαρρυμένοι από την απροσδόκητη παρουσία οκτώ ελληνικών πυροβόλων, που έβαλλαν εναντίον τουρκικών θέσεων, όρμησαν ακάθεκτοι προς τη διεύθυνση των εχθρικών χαρακωμάτων με επικεφαλής τον λοχαγό Μανωλίδη. Ο τραυματισμός του τελευταίου από εχθρικά πυρά, που τον έθεσε εκτός μάχης, δεν πτόησε κανέναν∙ αντιθέτως, μαζί με τους ευζώνους, και οι πρόσκοποι, εβδομήντα στο σύνολο, ορμούσαν προς την εχθρική παράταξη με την  υποστήριξη των πολυβόλων.

Η συνδρομή του τουρκικού πυροβολικού δε στάθηκε ικανή να συγκρατήσει το κλονισμένο πεζικό των Τούρκων, το οποίο τράπηκε σε φυγή λόγω της έντασης της ολομέτωπης ελληνικής επίθεσης. Οι Τούρκοι συσπειρώθηκαν στις δύο γέφυρες, όπου αντέτασσαν άμυνα υπό την προστασία του πυροβολικού. Επί μία και πλέον ώρα, οι τουρκικές δυνάμεις ανθίσταντο, τη στιγμή που οι Έλληνες επιχειρούσαν με κυκλωτική κίνηση να προσεγγίσουν τις γέφυρες. Τελικά, βληθέντες από τις ελληνικές οβίδες, που θέριζαν κυριολεκτικά, τράπηκαν έντρομοι σε φυγή, σε πλήρη αταξία και σύγχυση, και έσπευσαν να διαπεραιωθούν στην απέναντι αριστερή όχθη του ποταμού. Φρόντισαν να οχυρωθούν και πάλι σε διάφορες θέσεις για να εμποδίσουν με κάθε τρόπο την προσέγγιση των Ελλήνων στις γέφυρες και να επιτύχουν την ανατίναξή τους. Οι ελληνικές δυνάμεις, που στο μεταξύ είχαν καταλάβει τις οχυρές θέσεις που κατείχαν προηγουμένως οι εχθροί στο Πλατύ, ακολουθώντας τις οδηγίες του μεράρχου Κλεομένους βάδιζαν ολοταχώς προς τις γέφυρες επωφελούμενοι και από τη βραδύτητα της τουρκικής υποχώρησης.

Οι πρόσκοποι είχαν φθάσει σε απόσταση βολής, μόλις εκατό μέτρα από τη σιδερένια γέφυρα της σιδηροδρομικής γραμμής. Ωστόσο, προτού οι εύζωνοι φθάσουν στην ξύλινη γέφυρα του αμαξιτού δρόμου, την είδαν από μακριά τυλιγμένη στις φλόγες. Οι εχθροί είχαν προφτάσει να την πυρπολήσουν. Παρόμοια τύχη φαίνεται ότι επιφύλασσαν και για τη σιδερένια γέφυρα, προφανώς τοποθετώντας κροτίδες δυναμίτιδος ή βόμβες από άλλες εκρηκτικές ύλες.

Ο ελληνικός ηρωισμός και η άγνοια κινδύνου που διέκρινε τους Έλληνες οπλίτες απέτρεψε την αρνητική αυτή εξέλιξη. Με κινηματογραφική ταχύτητα τοποθέτησαν πάνω σε αυτή την περιμάχητη γέφυρα δύο πολυβόλα, εντελώς εκτεθειμένα στα εχθρικά πυρά, τα οποία άρχισαν να βάλουν κατά του εχθρού. Ταυτόχρονα, μία διμοιρία λεοντόκαρδων προσκόπων όρμησε προς τη γέφυρα και ενεργώντας με απαράμιλλη ευστροφία και ταχύτητα κατόρθωσε να αποκόψει με εργαλεία τα ηλεκτρικά σύρματα που συνέδεαν τις εκρηκτικές ύλες, ενώ η καύση της φλεγόμενης θρυαλλίδας έτεινε να ολοκληρωθεί. Έτσι, για μερικά μόνο δευτερόλεπτα, αποτράπηκε η ανατίναξη της γέφυρας. Ωστόσο, από την διμοιρία των προσκόπων, τέσσερις άνδρες πλήρωσαν την τόλμη τους, γινόμενοι «βορά» στα τουρκικά μάουζερ, ενώ οι υπόλοιποι τραυματίστηκαν, εκτός από έναν αξιωματικό, που έσπευσε να ειδοποιήσει το ελληνικό πυροβολικό, ώστε να εξακολουθήσει το έργο του.

Τα δύο ελληνικά πολυβόλα που βρίσκονταν στη γέφυρα, αφού έρριψαν πάνω από δέκα χιλιάδες φυσίγγια, υπέστησαν ανάφλεξη κάννης. Οι χειριστές τους, Μοσχίδης και Μαυροδήμας, βρέθηκαν σε δεινή θέση, καθώς ένας εχθρικός λόχος, αναθαρρημένος από τη στιγμιαία έλλειψη ελληνικών πυρών, εξαπέλυσε με αλαλαγμούς σφοδρότατη επίθεση κατά της γέφυρας. Οι πυροβολητές, βοηθούμενοι από δύο αξιωματικούς, που είχαν πρόχειρα εφοδιαστεί με μάουζερ από τουρκικά πτώματα, αντέτασσαν και με τα δικά τους μάνλιχερ πρωτοφανή άμυνα. Οι γενναίοι υπερασπιστές της γέφυρας ήταν μόνο δέκα άνδρες. Μετά από λίγα λεπτά οι μισοί τέθηκαν εκτός μάχης τραυματισθέντες από τουρκικά πυρά. Απέμειναν πέντε απέναντι σε ολόκληρο λόχο.

Και τη στιγμή που οι Τούρκοι άρχιζαν να ελπίζουν ότι θα καταφέρουν τελικά να ανατινάξουν τη γέφυρα, οι χειριστές των πολυβόλων με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατόρθωσαν να προμηθευτούν νερό από το ποτάμι και να τα θέσουν ξανά σε λειτουργία. Θαύμα θαυμάτων! Το θεριστικό πυρ των πολυβόλων αναχαίτισε την ορμή του εχθρού, ενώ κατέφθαναν προς το μέρος της γέφυρας οι εύζωνοι και ένα τάγμα πεζικού. Οι εχθροί απελπισμένοι στη θέα των ευζώνων εγκατέλειψαν οριστικά τη γέφυρα στα χέρια των ολιγάριθμων Ελλήνων πολεμιστών, οι οποίοι για ακόμη μια φορά στην ένδοξη και μακραίωνη ιστορία τους απέδειξαν ότι τα πάντα είναι κατορθωτά, αρκεί να πιστεύει κανείς στις δυνάμεις του. Οι Έλληνες ανέκαθεν διακρίνονταν από αυτή την πίστη, ιδιαίτερα σε κρίσιμες καμπές της ιστορίας τους.

Έτσι οι πέντε εκείνοι ομηρικοί ήρωες έμειναν κύριοι της γέφυρας και την παρέδωσαν σώα στον διοικητή του τάγματός τους, για να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος προς τη Θεσσαλονίκη. Χρειάστηκε βέβαια και η θυσία πολλών άλλων παλικαριών στην αιματηρότατη μάχη των Γιαννιτσών, το τελευταίο «υψηλό» εμπόδιο της θριαμβευτικής πορείας του ελληνικού στρατού μέχρι τη Θεσσαλονίκη.

 Σύμφωνα με την παραδοχή δημοσιογράφου της εποχής, η μάχη στη γέφυρα κοντά στο Πλατύ αποτέλεσε την κατεξοχήν πολεμική επιχείρηση των Ελλήνων, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της Θεσσαλονίκης.[5]

Ίσως, τελικά, να μην ήταν καθόλου συμπτωματικό το γεγονός ότι το τηλεγράφημα που πληροφορούσε την ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα για τη θριαμβευτική είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη εστάλη από το εγκαταστημένο στο σιδηροδρομικό σταθμό του Γιδά τηλεγραφείο.

Προφανώς και η ανδρεία που επέδειξαν οι υπερασπιστές των δύο γεφυρών του Λουδία να αφορμήθηκε από αυτή ακριβώς την εσωτερική φωνή που τους μετέφερε τα λόγια του «εθνεγέρτη» Ίωνα Δραγούμη: «Να ξέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώση. Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε!».

Στις 26 Οκτωβρίου 1912, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, ο ελληνικός στρατός έμπαινε ελευθερωτής στη άλλοτε βυζαντινή «συμβασιλεύουσα» Θεσσαλονίκη.

 

(Η εγκυρότητα και αξιοπιστία της παραπάνω ιστορικής αφήγησης οφείλει πολλά στις επίπονες ιστορικές αναζητήσεις των μαθητών μου στο ΓΕΛ Πλατέος Ημαθίας κατά το σχολικό έτος 2012-2013, τους οποίους ευχαριστώ).

 

 

[1] Γ.Δ. Μοσχόπουλος (1996), Ρουμλουκιώτικα Σημειώματα 1989-1995. Τόμος Β΄. Θεσσαλονίκη: University Studio Press 1996, 75-96, Δ.Θ. Μπέλλος, Η απελευθέρωση της Αλεξάνδρειας (πρώην Γιδά) και της περιοχής της το 1912. Βέροια, 8-14.

[2] Δ.Θ. Μπέλλος (1994) «Η απελευθέρωση της Αλεξάνδρειας», στο συλλογικό τόμο Αλεξάνδρεια. Σιδηρόδρομος και πόλη 1894-1994. Αφιερωματική έκδοση για τα 100 χρόνια σιδηροδρομικής σύνδεσης Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου και η επίδραση στην Αλεξάνδρεια. Αλεξάνδρεια: Δήμος Αλεξάνδρειας, 66.

 

[3] Μπέλλος (1999), Η απελευθέρωση του Ρουμλουκιού και η παράδοση της Θεσσαλονίκης. Αλεξάνδρεια: Μάτι, 106-109.

 

[4] Δ. Αποστολίδης (1913), Ο νικηφόρος ελληνοτουρκικός πόλεμος. Αθήνα, 272-278, Μπέλλος (1994), 70-73, Μοσχόπουλος (1988), Ρουμλουκιώτικα Σημειώματα 1980-1988. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 68-70, Μοσχόπουλος (1996), 97-104.

 

[5] Αποστολίδης (1913), 279.

 

 

Βασίλης Πλατής

Φιλόλογος-Δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.

Μουσικό Σχολείο Γιαννιτσών Πέλλας


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής