ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο Βόλος των καλλιτεχνών

Γνωρίζουμε εικαστικούς, βλέπουμε ντοκιμαντέρ και χορεύουμε lindy hop, ανακαλύπτοντας αθέατες πτυχές της ζωής της θεσσαλικής πόλης.

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Γνωρίζουμε εικαστικούς, βλέπουμε ντοκιμαντέρ και χορεύουμε lindy hop, ανακαλύπτοντας αθέατες πτυχές της ζωής της θεσσαλικής πόλης.

Στάση 1η: Εικαστικά

Οδός Χατζηαργύρη. Ένας στενός πεζόδρομος μεταξύ Ιάσονος και Δημητριάδος, πόλος έλξης τσιπουρόφιλων και τεχνόφιλων. Οι πρώτοι έρχονται για τον Καβούρα, οι δεύτεροι για την γκαλερί δ. «Μέχρι το 1950-60, δρόμοι όπως αυτός φιλοξενούσαν όλη την εμπορική κίνηση της Μαγνησίας. Εδώ βρίσκονταν τα αποικιακά, τα μεγάλα μπακάλικα που πουλούσαν από μπακαλιάρο και κάρδαμο μέχρι γαρίφαλα. Μoυ άρεσε πολύ η ιδέα να δημιουργήσω την γκαλερί μέσα σε ένα τέτοιο στενό». Ο Θανάσης Δουλκέρογλου είναι ιδιοκτήτης της μοναδικής γκαλερί που –από το 2015– υπάρχει στην πόλη. «Η τελευταία έκλεισε το 1992. Μία γενιά ολόκληρη δεν είχε τη δυνατότητα να περάσει από έναν χώρο σαν αυτόν, όχι για να αγοράσει, αλλά για να εκπαιδευτεί το μάτι της. Να μπορεί να ξεχωρίσει αν ένα έργο ανήκει στην κλασική ή στη σύγχρονη τέχνη».

Άσχημη διαπίστωση. Ευτυχώς για τους Βολιώτες, η γκαλερί δ είναι τόσο ιδιαίτερη που θα μπορούσε να καταστήσει την πόλη προορισμό για φιλότεχνους. Κοιτώντας από πάνω προς τα κάτω, βλέπεις το φυσικό φως να μπαίνει από τον φεγγίτη, να διαπερνά το γυάλινο πάτωμα του παταριού (στο οποίο βρίσκεται το μικροσκοπικό γραφείο του Θανάση) και να διαχέεται στο ισόγειο των 50 τ.μ. Αν καθίσεις στο γραφείο, ίσως παρατηρήσεις ότι το υποπόδιο που βρίσκεται πάνω από τη σκάλα δημιουργήθηκε για εξοικονόμηση χώρου, ώστε να μη χτυπάνε το κεφάλι τους όσοι ανεβαίνουν στο πατάρι. Το όλο πρότζεκτ μοιάζει με ένα πείραμα λογικής και λειτουργικότητας, όπου το καθετί υπάρχει για να υπηρετεί έναν σκοπό. Η γκαλερί σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Θέμελη (του γνωστού γραφείου Foster + Partners) και παρουσιάστηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στην 9η Biennale Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων στο Μουσείο Μπενάκη. Ανεξάρτητα από τα έργα που φιλοξενεί, πρώτα απ’ όλα η ίδια είναι έργο τέχνης.

Ο εικαστικός Νίκος Ποδιάς στην γκαλερί δ, με ένα από τα έργα του: πουκάμισο-φυλακτό από φακελάκια τσαγιού και χρυσόχαρτο τσιγάρων Καρέλια. (Φωτογραφία: ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ)

Στα τρία χρόνια λειτουργίας, έχουν παρουσιαστεί εδώ εκθέσεις πολλών εικαστικών: του Παύλου Σάμιου, του Αλέξανδρου Ψυχούλη, της Μαρίας Παπαδημητρίου, του Γιώργου Κόρδη, του Μανώλη Χάρου. Και βέβαια του Βολιώτη Νίκου Ποδιά, με τον οποίο κάνουμε τη γνωριμία μας κάτω από τον φεγγίτη, στο γραφείο-πατάρι του Θανάση. «Η δουλειά μου έχει σχέση με τη μνήμη, είτε αυτή εκφράζεται μέσα από τα υλικά είτε μέσα από την ιστορία». Αναρωτιέμαι πόσα στρώματα μνήμης περιέχονται στο έργο που έχει φέρει να μας δείξει: ένα ανατολίτικο πουκάμισο-φυλακτό, φτιαγμένο από χρησιμοποιημένα φακελάκια τσαγιού και χρυσόχαρτο τσιγάρων Καρέλια. «Για τους Οθωμανούς αυτά τα πουκαμισάκια, τα ταλισμανικά, ήταν η απόλυτη προστασία. Τα φορούσαν μέσα από την πανοπλία πριν πάνε στη μάχη και θεωρούσαν ότι με αυτόν τον τρόπο είναι αθάνατοι». Οι γευστικές μνήμες του τσαγιού και του τσιγάρου ανακατεύονται με τις κοινωνικές μεταφυσικές αντιλήψεις και μετατρέπονται σε ένα έργο που εν δυνάμει μπορεί να δημιουργήσει νέες αισθητηριακές μνήμες.

Στάση 2η: Αρχιτεκτονική

Λίγο πριν φύγουμε από την γκαλερί, κάνω στον Νίκο Ποδιά μια ερώτηση που είχα στο μυαλό μου πριν ακόμα ξεκινήσει το ταξίδι. Ψάχνοντας στο ίντερνετ υλικό που να έχει σχέση με τα καλλιτεχνικά δρώμενα του Βόλου, έτυχε να πέσω πάνω σε μια διαδραστική εφαρμογή με τον ευφάνταστο τίτλο «Rebranding the city – What I hate about Volos» (σχεδιάστηκε στο πλαίσιο του 1oυ Πανελλήνιου Συνεδρίου Μarketing & Branding Τόπου – Idea Topos 2012, που διοργανώθηκε προ επταετίας). Το app προτρέπει τους χρήστες να προκαλέσουν εικονικούς σεισμούς, καταστρέφοντας όσα σημεία της πόλης θεωρούν άσχημα ή εχθρικά για τους ίδιους. Νίκο, εσύ τι θα γκρέμιζες στον Βόλο, για να τον κάνεις πιο φιλικό προς τον πολίτη; «Τις μεγάλες πολυκατοικίες που ξεφύτρωσαν σε σημεία όπου θυμάμαι να υψώνονται καταπληκτικά, πετρόχτιστα βιομηχανικά κτίρια. Κι αφού όλο αυτό είναι φαντασιακό, ας το συνεχίσω. Θα ήθελα να επανακατασκευαστούν αυτά τα υπέροχα κτίσματα που χάθηκαν, παίρνοντας νέες, πολιτιστικές χρήσεις, ή να μη χτιστεί τίποτα νέο και στη θέση των γκρεμισμένων πολυκατοικιών να δημιουργηθούν πάρκα για παιδιά».

Η Στέλλα Κατσαρού και η Στέλλα Βιλαέτη, συνεργάτιδες στο Αρχιτεκτονικό Εργαστήρι. (Φωτογραφία: ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ)

Με μια πρώτη ματιά ο Βόλος, πράγματι, δεν σε ενθουσιάζει. Ακολουθώντας την πορεία της μέσης νεοελληνικής πόλης, ανοικοδομήθηκε με χρηστικά και όχι αισθητικά κριτήρια. Κατάλληλες να μας μιλήσουν γενικά για την αρχιτεκτονική του Βόλου είναι οι Στέλλα Κατσαρού και Στέλλα Βιλαέτη, συνεργάτιδες, συνονόματες και φίλες που έχουν στήσει το Αρχιτεκτονικό Εργαστήρι (αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και δημιουργία αντικειμένων με 3D εκτυπωτή). Μαζί κάνουμε μια μεγάλη βόλτα στα Παλιά, την περιοχή του πρώην Κάστρου, όπου επιβιώνουν δείγματα από όλα τα αρχιτεκτονικά ρεύματα που πέρασαν από τον Βόλο. Το οθωμανικό στοιχείο μπλέκεται με το σύγχρονο και το μοντέρνο με το αμιγώς τοπικό. Ένα όμορφο, μοδάτο κτίριο από αχυροπηλό απέχει μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα από την γκρεμισμένη παλιά πυριτιδαποθήκη ή το οίκημα που έχει χρησιμοποιήσει τα υπολείμματα του παλιού τείχους (!) σαν εξωτερικό τοίχο.

Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η ρυμοτομία των Παλιών, που ακολουθεί μεν το ιπποδάμειο σύστημα, διατηρεί όμως ψήγματα και από το προγενέστερο οθωμανικό, «το πιο ελεύθερο, το πιο οργανικό, που είχε τη λογική του “φτιάχνω κάτι, προσθέτω πάνω σε αυτό” και κάπως έτσι προκύπτει ο σχεδιασμός». Αξίζει να έρθει κανείς στα Παλιά, να πιάσει την Παπακυριαζή και να αρχίσει να παρατηρεί τα σπίτια, προσπαθώντας να μαντέψει ποια από αυτά βρίσκονται σε οικόπεδα που χωροθετήθηκαν επί Τουρκοκρατίας. Δεν είναι δύσκολο. Είναι χτισμένα κάπως λοξά και δίπλα στην πόρτα τους υπάρχουν κάτι αχρείαστα μικρά στενά που δεν οδηγούν πουθενά. Είναι αυτά τα ακανόνιστα κτίρια που μοιάζουν με ξένα σώματα. Η πόλη προσπαθεί να τα αποβάλει, πολύ απλά γιατί αποτελούν απομεινάρια μιας εποχής που θέλει να ξεχάσει.

Στάση 3η: Περφόρμανς και σινεμά

Μετά τη βόλτα στα ήρεμα και λίγο μελαγχολικά Παλιά, κατηφορίζουμε προς παραλία μεριά. Στην πορεία κάνουμε μια στάση για να θαυμάσουμε τον ωραιότερο σιδηροδρομικό σταθμό της Ελλάδας (έργο του Εβαρίστο ντε Κίρικο, πατέρα του Τζόρτζιο) και μετά μια δεύτερη, για να χαζέψουμε το ωραιότερο δημαρχείο της Ελλάδας (έργο του Δημήτρη Πικιώνη). Κάτι που έμαθα τυχαία, λόγω συναναστροφής με ντόπιους καλλιτέχνες, είναι ότι μέσα στο δημαρχείο υπάρχει μια σειρά από μήτρες ξυλογραφίας του Τάσσου. Είναι πολύ όμορφες – όποιος ενδιαφέρεται για τη χαρακτική, ας περάσει μια βόλτα να τις δει από κοντά.

Βγαίνοντας από το δημαρχείο, περνάμε απέναντι, στο σημείο της παραλίας όπου αράζουν τα αλιευτικά. Μπροστά μας συντελείται μια αυθόρμητη υπαίθρια «περφόρμανς» με πρωταγωνιστές τους Βολιώτες περαστικούς, οι οποίοι περπατάνε πάνω κάτω παρατηρώντας τους ψαράδες και, μόλις κάποιος από τους τελευταίους εμφανίσει κανένα μεγάλο ψάρι, ακινητοποιούνται όλοι ταυτόχρονα, στέκονται αμίλητοι και το κοιτάζουν σαν μαγνητισμένοι. Είναι τρομερό να βλέπεις ένα μπουλούκι ανθρώπων να σταματάει ξαφνικά να κινείται και να καρφώνει το βλέμμα σ’ ένα καφάσι με ψάρια, λες και ανακάλυψε τον κρυμμένο θησαυρό.

Το κατάμεστο Αχίλλειον σε μία από τις σαββατιάτικες προβολές του Cine Doc. (Φωτογραφία: ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ)

Προχωράμε στην Αργοναυτών, ανάμεσα σε μπαλονάδες και ποδηλάτες, και φτάνουμε στο Αχίλλειον, το ιστορικό κινηματοθέατρο του 1925. Εδώ, μία φορά τον μήνα διοργανώνονται προβολές Cine Doc. Νόμιζα ότι το Cine Doc ήταν μια αμιγώς αθηναϊκή διοργάνωση. Και όμως, υπάρχει και στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στην Αμαλιάδα και βέβαια στον Βόλο, με υπεύθυνη την αεικίνητη αρχαιολόγο και θεωρητικό του ντοκιμαντέρ Ελένη Χρυσοπούλου. «Έχουμε τη χαρά εδώ και τρία χρόνια να “τρέχουμε” το Cine Doc στον Βόλο με μια μεγάλη και ένθερμη ομάδα εθελοντών. Όλοι διαποτίζονται από την αγάπη για το σινεμά και την προσπάθειά τους να κάνουν κάτι καλό για την πόλη μας». Η αποστολή του Cine Doc θυμίζει εκείνη της γκαλερί δ: να δημιουργήσει εκπαιδευμένο και ενημερωμένο κοινό, δεδομένου μάλιστα ότι οι κινηματογράφοι της πόλης είναι ελάχιστοι.

«Στόχος μας είναι να χτίσουμε σιγά σιγά το κοινό μας, γι’ αυτό οι επιλογές μας καμιά φορά διαφέρουν από της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, όπου οι θεατές είναι περισσότερο γαλουχημένοι στο ντοκιμαντέρ. Είμαστε πολύ χαρούμενοι, γιατί το κοινό μάς αγαπάει και μας στηρίζει». Η αίθουσα του Αχίλλειου χωράει 220 άτομα και οι προβολές (ένα Σάββατο τον μήνα) είναι σταθερά sold out. Η θεματολογία των ντοκιμαντέρ περιστρέφεται γύρω από περιβαλλοντικά ή κοινωνικά ζητήματα (π.χ. «Ο δάσκαλος είναι το παιδί» για το σύστημα Μοντεσσόρι, «Το μακρινό γάβγισμα των σκυλιών» για την εμπόλεμη ζώνη Ρωσίας-Ουκρανίας, «Όταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες» για την καλλιέργεια παλιών σπόρων ντομάτας στον θεσσαλικό κάμπο, κ.ά.). Όσοι σινεφίλ βρεθείτε στον Βόλο αξίζει να παρακολουθήσετε κάποια προβολή.

Στάση 4η: Χορός και μουσική

Μετά το Αχίλλειον, στροφή προς την πόλη. Κάπου εκεί, βαθιά χωμένο μέσα στα στενά, βρίσκεται το στούντιο των ντόπιων λιντιχόπερ. Τι είναι το lindy hop; Ένας χορός που γεννήθηκε στον Μεσοπόλεμο από τους μαύρους του Χάρλεμ και στην πορεία του χρόνου διαδόθηκε σε όλο τον δυτικό κόσμο, από την Καλιφόρνια και τη Στοκχόλμη μέχρι την Αθήνα και –εδώ και πέντε χρόνια– τον Βόλο. Υπεύθυνη του στούντιο, δασκάλα και εμψυχώτρια είναι η Λιζέτα Μανίνη. Μαθητές της είναι γύρω στα 35 άτομα, από 15 μέχρι 60 χρονών. «Το lindy hop είναι κοινωνικός χορός που μπορεί να τον χορέψει ο οποιοσδήποτε, κι αυτό θέλουμε να το μάθει ο Βόλος». Πράγματι, είναι πολύ «ανεβαστικός».

Ενθουσιώδεις χορευτές της ομάδας lindy hop Βόλου. (Φωτογραφία: ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ)

Τυχερή η Λιζέτα, αποβάλλει με αυτόν τον τρόπο όλη την ένταση της ημέρας. «Όταν ξεκινάει το μάθημα, πατιέται ένα κουμπί: off για τις υπόλοιπες υποχρεώσεις, on σε αυτό που συμβαίνει εδώ. Όταν τελειώσει πια το μάθημα, φεύγω με εντελώς διαφορετική διάθεση, είναι σαν να ξεκινάει η μέρα μου εκείνη τη στιγμή». Πλην του lindy hop και του swing, στον Βόλο θα βρείτε αρκετούς χώρους που φιλοξενούν live βραδιές. Η γνωστότερη μουσική σκηνή είναι το Lab Art, που στεγάζεται στο συγκρότημα Τσαλαπάτα. Με αθηναϊκούς όρους, το μέρος είναι κάτι σαν την Τεχνόπολη στο Γκάζι. Εκεί συναντάμε τον Νίκο Μπαρπάκη, που εκτός από την ομάδα του Lab Art ανήκει και στον πυρήνα των ανθρώπων που διοργανώνουν κάθε Ιούνιο τη Γιορτή της Μουσικής Βόλου. «Ξεκινήσαμε το 2007. Από το 2008 μέχρι το 2012 ήταν ίσως η μεγαλύτερη ταυτόχρονη εκδήλωση που είχε δει ο Βόλος, με 5.000-6.000 άτομα. Συνήθως στήνουμε τα συναυλιακά δρώμενα στα Παλιά, στην παραλία, σε πεζόδρομους ή σε κρυμμένα σποτ που προσεγγίζουμε με προσοχή και δημιουργική ματιά, έτσι ώστε να γίνουν όμορφα». Δηλαδή; «Στοές, αποθήκες, πάρκινγκ. Σε ένα μικρό στενό του κέντρου, τη Σκενδεράνη, είχε στηθεί ένα stage όπου βρέθηκαν 150 άτομα να χορεύουν με κρουστά υπό βροχή».

Στάση 5η: Τοιχογραφίες

Το να βγεις από τα μαγαζιά και να αμολήσεις τις μπάντες στους δρόμους είναι μεγάλη επιτυχία. Μόνο έτσι η τέχνη γίνεται προσιτή και η πόλη ζωντανή. Κάτι αντίστοιχο κάνει –από το δικό της μετερίζι– και η ομάδα Urbanact, που έχει δημιουργήσει ένα υπαίθριο μουσείο με μεγάλης κλίμακας τοιχογραφίες σε γειτονιές όλου του Βόλου. «Στο Ορφανοτροφείο, στο Κολυμβητήριο, σε πολυκατοικίες, σε διώροφα, σε σχολεία. Υπάρχει μεγάλη ανταπόκριση, πέρυσι ήταν πάνω από τριάντα οι συμμετοχές δημόσιων φορέων ή ιδιωτών που ήθελαν να προσφέρουν επιφάνειες στα κτίριά τους», αναφέρει ο Κυριάκος Ιωσηφίδης, μέλος της Urbanact. Η πόλη έχει πραγματικά αγκαλιάσει τις δράσεις της ομάδας. Τόσο, που τις μέρες που φιλοτεχνούνται οι τοιχογραφίες, «οι γείτονες μας φέρνουν φαγητό από το σπίτι τους. Μια μακαρονάδα σε ταπεράκι, ας πούμε. Είναι σαν να σου λένε “αυτό έχω να σου προσφέρω”».

Ο Λυράρης, μία από τις μεγάλης κλίμακας τοιχογραφίες της ομάδας Urbanact, στο 14ο Δημοτικό Σχολείο Βόλου. (Φωτογραφία: ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ)

Και καλά κάνουν. Γιατί με τις τοιχογραφίες το αστικό τοπίο του Βόλου έχει αλλάξει σίγουρα προς το καλύτερο. Από την οδό Μεταμορφώσεως μέχρι τη Θησέως και από το κτίριο Ματσάγγου του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας μέχρι την απομακρυσμένη Νέα Ιωνία, είναι πλέον διάσπαρτο με τεράστιες δισδιάστατες φιγούρες: τον λυράρη με το μουστάκι και το σαρίκι, τον νεαρό με τα πορτοκαλί τριαντάφυλλα που βγαίνουν από την πλάτη του σαν φτερά αγγέλου, τον γερασμένο Κένταυρο Χείρωνα...

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Ταξίδια: Τελευταία Ενημέρωση

X