Η καβαφική ποίηση και η καταχρηστική παραποίησή της

Η καβαφική ποίηση και η καταχρηστική παραποίησή της

5' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο ποίημα «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.», γραμμένο τον Ιανουάριο του 1908, ο Κ. Π. Καβάφης δεν ταξιδεύει στο ιστορικό ή μυθικό παρελθόν. Γεγονός σπάνιο, καταθέτει τη μαρτυρία του για το εδώ και τώρα: «Σαν το ’φεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν / το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί, / η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά / σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα / κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριο ήλιο, / πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο / και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε / “Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου”. /

Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας / κ’ επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν / το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί, / κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν / με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας / το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα, / η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα / και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα· / “Δεκαφτά μέρες μοναχά”, μοιρολογούσε, / “δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου”».

Αλήθεια, ένα τέτοιο απερίστροφο ποίημα μπορεί να ιδωθεί με αποκλειστικώς αισθητικά κριτήρια; Επιπλέον: Η δραματική ποιητική αναπαράσταση του απαγχονισμού ενός παιδιού, και το μοιρολόι μιας μάνας Παναγιάς με μόνη θρησκεία της τον πόνο των ανθρώπων, μπορεί να δικαιώσει τις εικασίες που διατύπωσε ο Αλέξανδρος Καζαμίας, σε άρθρο του στο περ. «Σύγχρονα Θέματα» το 2013; Τις θυμίζω: «Ωστόσο, αυτό που δεν φαίνεται να γνώριζε ο Τσίρκας είναι ότι η χρονολογία που αναγράφεται στο ποίημα “Ιανουάριος 1908”, παραπέμπει στην απόφαση της ίδιας της βρετανικής κατοχής να απελευθερώσει τους κρατούμενους του Ντενσουάι στις 8 Ιανουαρίου 1908, λόγω της δημόσιας κατακραυγής που είχε στο μεταξύ ξεσπάσει στη Βρετανία, την Αίγυπτο και την υπόλοιπη Ευρώπη. Επομένως, με το ποίημα αυτό, ο Καβάφης δεν είναι διόλου βέβαιο ότι “αντιστέκεται” στην αποικιοκρατία, αφού το έγραψε για να επικροτήσει μια απόφαση που έλαβαν οι ίδιοι οι Βρετανοί για να διορθώσουν τη βάρβαρη πολιτική που υιοθέτησε ο Κρόμερ στο Ντενσουάι». (Ο Κρόμερ ήταν ο σατράπης της Αιγύπτου).

Αν, όμως, ο Καβάφης ήθελε να «επικροτήσει» την απόφαση των Βρετανών να αποφυλακιστούν οι Αιγύπτιοι χωρικοί, δεν θα έγραφε ένα ποίημα για τους απαγχονισμούς που εκτέλεσε η αποικιοκρατική βαρβαρότητα. Θα απέφευγε εντελώς το θέμα. Αντίθετα, στο ποίημά του, η αμείλικτη ειρωνεία του, που δεν αποδέχεται ότι ο θάνατος επιδέχεται «διόρθωση», κρεμάει στην αγχόνη την τόσο αργοπορημένη βρετανική ευαισθησία.

Από τα πεζά του Καβάφη, κατεξοχήν πολιτικά είναι δύο άρθρα για τα Ελγίνεια, δημοσιευμένα στις 11 και 29.4.1891 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εθνική», και το άρθρο «Το κυπριακόν ζήτημα» («Τηλέγραφος», 21.4.1893). Παραδόξως, οι ανατυπώσεις των τριών άρθρων ήταν σαφώς λιγότερες απ’ όσες θα προοικονομούσε όχι τόσο η ισχυρότατη ροπή προσφυγής στον καβαφικό λόγο, όσο ο ίδιος τους ο τόνος, υπαγορευμένος από την οικεία μας καβαφική ειρωνεία. Την παραδοξότητα αυτή την υπογράμμιζε ο Τσίρκας ήδη από το 1960, αναφερόμενος ειδικά στα περί Ελγινείων άρθρα. 

Η ανεπανάληπτη πανουργία του Καβάφη δημιούργησε ποιήματα που σπανίως είναι αυτό που φαίνεται πως είναι ως προς τις ιδέες που κομίζουν και τον κόσμο που υφαίνουν. Το βάθος τους δεν αναδεικνύεται με μία ή δύο αναγνώσεις, συχνά δε η μελέτη τους προϋποθέτει και την εξοικείωση με φιλολογικά και ιστορικά βοηθήματα. Αλλά υπάρχουν πάντα και βιαστικοί ή ράθυμοι, και κακόβουλοι, και καταχραστές και διαστρεβλωτές. Μονολεκτικά: παραποιητές. Ολοι αυτοί πιστεύουν στ’ αλήθεια ότι το ένα ή το άλλο καβαφικό ποίημα είναι όντως αυτό που φαίνεται στην πρώτη ματιά πως είναι: ένας άνευρος φορμαλιστικός διδακτισμός που κόβει στίχους-κελεύσματα και ράβει άλλους στίχους-ύμνους. Στην περίπτωσή τους ο Καβάφης πέφτει θύμα της ίδιας της λογοτεχνικής πανουργίας του, αφού από τις πολλές στρώσεις του νοήματός του, όσες οργάνωσε γράφοντας και σβήνοντας, και τις οποίες θα αναδείξει η κοπιώδης γραμματολογική ανασκαφή, αρκούνται στη βολικά προφανή. Αν όμως ο Καβάφης ήταν το βολικό προφανές του, δεν θα ήταν ο Καβάφης.

Οι πολλοί γνωμικού τόνου καβαφικοί στίχοι διευκόλυναν τη χρήση τους για «παιδαγωγικούς» λόγους. Πλέον, συχνότερα και από τις «Θερμοπύλες» αναφέρονται οι στίχοι «Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός – / ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν» από το «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής» (1923). Βιαστικά ανυψώνουμε σε αναμφίλεκτο πόρισμα της Ιστορίας μια ποιητική διατύπωση τεχνικά ενσωματωμένη στο ειδικό της πλαίσιο. Μια διατύπωση προερχόμενη από έναν μάστορα που και την ειρωνεία σπούδασε και η σκέψη του είναι πολύ πιο βαθιά απ’ όσο επιτρέπει να πιστέψουμε η κατηχητική χρήση σκόρπιων στίχων του. Ετσι, όμως, η δοξασία γίνεται δόγμα.

Στο «Επιτύμβιον» ο ποιητής δεν προσδιορίζει για ποιον βασιλιά μιλάει. Οι μελετητές έχουν προτείνει τον Αντίοχο Α΄, τον Γ΄ και τον Δ΄. Είναι λογικό να μην εντοπίζεται εύκολα ο ιδεώδης φορέας όλων των αρετών: εγκρατής, πράος, λίαν εγγράμματος, δίκαιος, σοφός, γενναίος, προνοητικός, και σαν κορωνίδα «Ελληνικός». Το «Ελληνικός» οδηγεί στη γνωστή δήλωση του ποιητή: «Είμαι κι εγώ Ελληνικός. Προσοχή, όχι Ελλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός». Η καβαφική ελληνικότητα έχει τον ιστορικό της ορίζοντα, τα ιστορικά της όρια. Προσδιορίζει ένα πολιτισμικό και πνευματικό πρότυπο, και μάλιστα νεκρό, παρά μια φυλή. Πρέπει να ζορίσουμε αγρίως τα πράγματα για να μετατρέψουμε τον Καβάφη σε επηρμένο σοβινιστή.

Ο ποιητής μερίμνησε να ενθέσει μιαν άποψη περί ελληνικότητας σε επιτύμβιο, που οι συμβάσεις απαιτούν να συντάσσεται με εγκωμιαστική υπερβολή. Η ελληνικότητα εξυμνείται στο πρόσωπο ενός αταύτιστου φαντάσματος. Αρκετοί εικάζουν ότι υποδηλώνεται ο Αντίοχος Α΄, που προσαγορευόταν Θεός, Δίκαιος, Επιφανής, Φιλορωμαίος και Φιλέλλην, βασίλευσε κατά παραχώρηση του Λούκουλλου και του Πομπήιου, και τοποθέτησε άγαλμά του ανάμεσα στα αγάλματα των θεών. Πώς λοιπόν υπήρξε «το άριστον εκείνο, Ελληνικός» ένας κηδεμονευόμενος σύμμαχος των Ρωμαίων, ένας αυτόκλητος θεός, ένας υβριστής του ελληνικού μέτρου;

Το «Επιτύμβιον Αντιόχου» δεν είναι άδολα συγκινημένο. Δεν το έγραψε αυθόρμητα κάποιος οικείος του νεκρού. Είναι παραγγελία της «περίλυπης» αδελφής του βασιλιά μετά την κηδεία, άρα και η ιδιότητά της και η περίσταση επέβαλλαν τον υπέρμετρο έπαινο. Την παραγγελία την εκτελεί ο σοφιστής Καλλίστρατος, ο οποίος, «από τον οίκον τον βασιλικόν / ασμένως κ’ επανειλημμένως φιλοξενηθείς», θα ένιωσε υποχρεωμένος να εκδιπλώσει όλο το ταλέντο του στην κολακεία. Τέλος, το επιτύμβιο γράφεται «τη υποδείξει Σύρων αυλικών», μάλλον αμφισβητούμενης ευθυκρισίας. Είναι λοιπόν λογοτεχνικά άστοχο και ιστορικά άτοπο να μετατρέπεται ένας ποιητικός αφορισμός σε μαθηματικό αξίωμα ή σε Νόμο της Ιστορίας. Αλλού πρέπει να ψάξουμε τον ύμνο μιας ανάδελφης ή οικουμενικώς υπέρτερης ελληνικότητας. Αν όντως τον χρειαζόμαστε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή