Η Agrino ρίζωσε στην κορυφή της ελληνικής αγοράς ρυζιού

Η Agrino ρίζωσε στην κορυφή της ελληνικής αγοράς ρυζιού

6' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εάν κάποιος Ελληνας που φοιτά στο Πανεπιστήμιο Αμερστ στη Μασαχουσέτη επισκεφθεί το εστιατόριο του γνωστού αυτού αμερικανικού πανεπιστημιακού ιδρύματος, ίσως αναγνωρίσει μία γεύση από Ελλάδα: αυτή του ρυζιού και των οσπρίων Agrino. Εδώ και δύο χρόνια η 63ετής εταιρεία που ξεκίνησε την πορεία της από τους ορυζώνες στο Νεοχώρι Αιτωλοακαρνανίας, έχει καταφέρει να γίνει προμηθευτής του εν λόγω πανεπιστημίου και βρίσκεται ήδη σε ανάλογες συζητήσεις με τα κορυφαία πανεπιστήμια, το Χάρβαρντ και το Γιέιλ. Εντός του 2018 η Agrino θα πλησιάσει περισσότερο στο «αμερικάνικο όνειρο», καθώς τα προϊόντα της θα βρίσκονται σε μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης.

Η ιστορία της Agrino ξεκινά πάντως την περίοδο που αρκετοί Ελληνες αναζητούσαν το «αμερικάνικο όνειρο», το 1955, όταν ιδρύουν την εταιρεία εμπορίας ρυζιού στο Αγρίνιο τα αδέρφια Ευστράτιος, Ευθύμιος και Γεώργιος Πιστιόλας. Αυτή δεν ήταν η πρώτη επιχειρηματική ενασχόληση των αδερφών Πιστιόλα, καθώς είχε προηγηθεί η δραστηριότητά τους στον κλάδο των αναψυκτικών. Η άνθηση, ωστόσο, της καλλιέργειας ρυζιού στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, και ειδικά στην περιοχή του Δέλτα του Αχελώου έστρεψαν τους αδερφούς Πιστιόλα από τα αναψυκτικά στο ρύζι και ετσι ξεκίνησαν αρχικά με την εμπορία ρυζιού και οσπρίων. Στη συνέχεια, ωστόσο, αποφασίζουν να δημιουργήσουν δικό τους εργοστάσιο στην είσοδο της πόλης του Αγρινίου, το οποίο εξοπλίζουν με τα μηχανήματα που αγοράζουν από την εταιρεία «Ελληνικοί Ορυζόμυλοι».

Το εργοστάσιο ξεκινά να λειτουργεί το 1962 και επτά χρόνια μετά η εταιρεία τοποθετεί στην αγορά το ρύζι με το σήμα Agrino, σε ειδική χάρτινη συσκευασία. Μάλιστα, για κάθε ποικιλία ρυζιού χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο διαφορετικό όνομα αλλά και διαφορετικό χρώμα συσκευασίας. Τα χρώματα αυτά πλέον έχουν καθιερωθεί στην αγορά ρυζιού και χρησιμοποιούνται για να διακρίνεται κάθε ποικιλία και από πολλές άλλες εταιρείες του κλάδου. Το ποιοτικό προϊόν και οι πρωτοποριακές για την εποχή πρακτικές προώθησης είχαν ως αποτέλεσμα το ρύζι Agrino να καταλάβει την πρώτη θέση στην ελληνική αγορά από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, θέση που δεν την έχασε ποτέ. Σήμερα το μερίδιο της Agrino στην αγορά ρυζιού υπερβαίνει το 30%, ενώ, εάν εξαιρεθούν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, το μερίδιό της υπερβαίνει το 55%.

Το 1998 ξεκινά να λειτουργεί το δεύτερο εργοστάσιο της εταιρείας, στη Σίνδο Θεσσαλονίκης, καθώς περίπου το 90% της ελληνικής καλλιέργειας ρυζιού είχε φτάσει να γίνεται στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης (Χαλάστρα, Σίνδο, Κατερίνη, Πέλλα, Σέρρες), ενώ αυτό θα διευκόλυνε τον σχεδιασμό της εταιρείας για ανάπτυξη των εξαγωγών της στις βαλκανικές χώρες.

Οι στόχοι για το μέλλον; Αύξηση των εξαγωγών στο 30% από 15% του τζίρου της που είναι σήμερα σε ορίζοντα τριετίας, και εντός του 2019 νέες κατηγορίες προϊόντων. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, έχει υποβάλει επενδυτικά σχέδια συνολικού ύψους περίπου 8 εκατ. ευρώ στον αναπτυξιακό νόμο και στη Δράση 4.2.1. (Μεταποίηση, εμπορία ή και ανάπτυξη γεωργικών προϊόντων) του επιχειρησιακού προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη της Ελλάδας 2014-2020».

Μεγάλο πρόβλημα τα «ελληνοποιημένα» όσπρια

Η Agrino ρίζωσε στην κορυφή της ελληνικής αγοράς ρυζιού-1

Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Agrino κ. Αν. Πιστιόλας.

Ενα από τα συνηθέστερα ρεπορτάζ πριν από το Πάσχα είναι αυτό που αφορά στις περίφημες «ελληνοποιήσεις» αμνοεριφίων. Ωστόσο, οι «ελληνοποιήσεις» δεν γίνονται μόνο το Πάσχα ούτε αφορούν μόνο τα αρνιά και τα κατσίκια. Αφορούν, επίσης, τα όσπρια και τα ρύζια, προκαλώντας ισχυρό πλήγμα στις ελληνικές εταιρείες του κλάδου και δημιουργώντας συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού.

«Η αναβίωση των ελληνικών ποικιλιών και μάλιστα η πιστοποίηση ορισμένων προϊόντων μας ως προϊόντα προστατευόμενης γεωργικής ένδειξης (ΠΓΕ) καταπολεμά και το φαινόμενο των ελληνοποιήσεων το οποίο, δυστυχώς, δεν έχει αντιμετωπισθεί ακόμη», επισημαίνει ο κ. Πιστιόλας και προσθέτει: «Θεωρούμε ότι πρέπει να ελέγχεται η γεωγραφική προέλευση, καθώς μάλιστα υπάρχει τρόπος μέσω ανάλυσης DNA που μπορεί να δείχνει εάν το προϊόν είναι από ένα συγκεκριμένο χωράφι ή από ένα χωράφι που βρίσκεται πέντε χιλιόμετρα μακριά, πέραν της συνοριογραμμής». Αυτό είναι ακόμη πιο εύκολο εάν, για παράδειγμα, το προϊόν είναι από την Κίνα. Τι γίνεται με τις τιμές; «Εμείς αγοράζουμε γίγαντα Καστοριάς στην τιμή των 3 ευρώ/κιλό, ενώ στον Πειραιά το κόστος αγοράς για τον κινέζικο «γίγαντα Καστοριάς» είναι 1,40 ευρώ/κιλό», αναφέρει χαρακτηριστικά. Αλλο παράδειγμα; Δεν μπορεί να πωλείται δεκαπλάσια ποσότητα από αυτήν που παράγεται ως «φάβα Σαντορίνης». Μεγάλο μέρος των ποσοτήτων προέρχεται από την Τουρκία.

Παρόμοιες συνθήκες επικρατούν και στην αγορά του ρυζιού, ενώ η κατάσταση για τους Ελληνες παραγωγούς και τις εταιρείες του κλάδου –και συνολικά για τους Ευρωπαίους– έχει επιδεινωθεί περαιτέρω τα τελευταία χρόνια. Ο κ. Πιστιόλας υποστηρίζει ότι αυτό οφείλεται έως ένα βαθμό στην πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ενωσης «Everything But Arms», η οποία προβλέπει την εισαγωγή προϊόντων χωρίς δασμούς από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Σε ό,τι αφορά το ρύζι ειδικά, οι εισαγωγές γίνονται κυρίως από την Καμπότζη και τη Μιανμάρ και πρόκειται κυρίως για ποικιλίες μακρύσπερμου ρυζιού, ποικιλίες που κυρίως καλλιεργούνταν στην Ελλάδα και που κυρίως καταναλώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά.

Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα αυτά αλλά και να προωθηθεί στο εξωτερικό το ελληνικό ρύζι –σημειωτέον, η Ελλάδα είναι η τρίτη σε παραγωγή χώρα ρυζιού στην Ευρωπαϊκή Eνωση μετά την Ιταλία και την Ισπανία– πρόσφατα συστάθηκε Σύνδεσμος Ορυζομύλων Ελλάδας στον οποίο συμμετέχουν 15 εταιρείες. Επόμενο στάδιο είναι η σύσταση διεπαγγελματικής οργάνωσης ρυζιού.

Προϊόντα με… ονοματεπώνυμο

«Για εμάς οι αξίες και οι αρχές είναι το σημαντικότερο που μας κληροδότησαν οι γονείς μας και όχι το εργοστάσιο και γενικά τα πάγια. Αρχές όπως η έμφαση στην ποιότητα, ο σεβασμός στον καταναλωτή και τους συνεργάτες μας είναι τα στοιχεία που μας έχουν φέρει σε αυτή τη θέση», τονίζει, μιλώντας στην «Κ» ο κ. Αναστάσιος Πιστιόλας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Agrino σήμερα, εκπρόσωπος της δεύτερης γενιάς της οικογένειας.

Υπάρχουν δύο συγκεκριμένα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν το παραπάνω: η αναβίωση των ελληνικών ποικιλιών οσπρίων και η εφαρμογή της ορθής γεωργικής πρακτικής στην καλλιέργεια ελληνικών ρυζιών και οσπρίων. Αποτέλεσμα: η Agrino έχει τοποθετήσει ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας στην αγορά ρύζια και όσπρια με ονοματεπώνυμο και διαβατήριο (στις συσκευασίες αναγράφεται το ονοματεπώνυμο του καλλιεργητή και την περιοχή από την οποία προέρχεται το προϊόν). Η είσοδος της εταιρείας στην κατηγορία των οσπρίων έγινε το 1993 με μονάδα παραλαβής, καθαρισμού και ταξινόμησης που δημιούργησε στην Καστοριά, σε μια προσπάθεια να αναδείξει τους περίφημους «Ελέφαντες», τα φασόλια – γίγαντες της περιοχής που αποτελούν προϊόν προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ). Το εν λόγω προϊόν βγήκε πιστοποιημένο στην αγορά το 2005. Η συνεργασία ξεκίνησε και συνεχίζεται με ομάδα παραγωγών, μοντέλο που εφαρμόστηκε και σε άλλες περιοχές όπως στα Φάρσαλα, τον Φενεό, τη Βεγορίτιδα, τη Χαλκιδική, τον Εβρο, τη Λήμνο, τις Πρέσπες. Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι πρώτη η Agrino συσκεύασε τα όσπρια σε διάφανο, όρθιο πακέτο με τετράγωνο πάτο και εύκολο άνοιγμα, κάτι που επίσης αποτελεί καινοτομία. «Η ενασχόλησή μας με την αναβίωση των ελληνικών ποικιλιών οσπρίων βοήθησε στην ανάπτυξη και ανάδειξη των εν λόγω περιοχών, αρκετές από τις οποίες είναι ακριτικές», υποστηρίζει ο κ. Πιστιόλας.

Την αρχή της ποιότητας και τον σεβασμό στον καταναλωτή υπηρετεί και η απόφαση της Agrino να εφαρμόσει από το 2007 τις αρχές της ορθής γεωργικής πρακτικής στην καλλιέργεια ελληνικών ρυζιών και οσπρίων. Αυτό συνεπάγεται ποιοτικά και ασφαλή προϊόντα, αλλά και προστασία του περιβάλλοντος.

Εύλογα προκύπτει το ερώτημα για το πώς η εταιρεία καταφέρνει να προσφέρει προϊόντα premium σε ανταγωνιστικές τιμές. «Το έχουμε καταφέρει μέσα από εσωτερικές διαδικασίες. Δομήσαμε το μοντέλο αυτό ως εξής: έχουμε οργανωμένες ομάδες παραγωγών, συνεργαζόμαστε με τους κορυφαίους παραγωγούς, με κάποιους εξ αυτών να έχουν μέχρι και 3.000 στρέμματα, σύγχρονα μηχανήματα. Ετσι, πετυχαίνουμε υψηλές αποδόσεις και ποιοτικό προϊόν, γεγονός που αντισταθμίζει το υψηλό κόστος παραγωγής. Το μοντέλο αυτό θα μπορούσε να είναι μοντέλο για την ανάπτυξη συνολικά της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα», επισημαίνει ο επικεφαλής της Agrino.

Μία άλλη καινοτομία της Agrino είναι η ολοκληρωμένη σειρά καστανών ρυζιών για κάθε χρήση, κατάλληλα για όσους ακολουθούν υγιεινή διατροφή καθώς έχουν χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή