Μάριος Αραβαντινός

Η Παναγία της Αχαρνών

«Κάντε τους τον βίο, αβίωτο». Αυτή ακριβώς ήταν η εντολή του αρχηγού της Αστυνομίας προς τους υφισταμένους αξιωματικούς που αποκάλυπτε τον χειμώνα του 2013 το περιοδικό Hot Doc. Η εντολή αφορούσε τους πρόσφυγες. Μόνο λίγους μήνες μετά του ναυάγιο του Φαρμακονησίου, η ΕΛ.ΑΣ. μέσω της ηγεσίας και προφανώς έχοντας την κάλυψη της τότε κυβέρνησης έπαιρνε τα δικά της μέτρα απέναντι στους κατατρεγμένους της Γης. 

EK Prosfyges 1

Η διαταγή του αρχηγού είχε καταγραφεί ηχητικά και είχε σταλεί στα γραφεία του περιοδικού. Η τότε μικρή δημοσιογραφική ομάδα, αίφνης βρέθηκε μπροστά σε μια νέα αποκάλυψη. Τα λόγια του αρχηγού δεν άφηναν και πολλά περιθώρια αμφισβήτησης. Η ζωή των προσφύγων έπρεπε να είναι στην Ελλάδα δυσκολότερη απ’ ότι στις δικές τους πατρίδες με σκοπό να περάσει το μήνυμα και οι αυξημένες για την εποχή εκείνη ροές να μειωθούν. 

Το ηχητικό ντοκουμέντο ήταν βέβαια η μια πλευρά της Ιστορίας. Όσα ακουγόταν να λέει ο αρχηγός της Αστυνομίας έπρεπε να πιστοποιηθούν μέσα από μαρτυρίες προσφύγων. Στην Ελλάδα την εποχή εκείνη ζούσε και εργαζόταν ένας γιατρός από τη Συρία. Πάνω από 20 χρόνια στη χώρα μας, ο Μαρούφ έφευγε τα βράδια από το δημόσιο νοσοκομείο στο οποίο εργαζόταν κι επισκεπτόταν συμπατριώτες του χορηγώντας τους φάρμακα. Ο Φίλιππος, νεαρός δημοσιογράφος ακόμη, ήταν τυχερός. Ο σύρος γιατρός δέχτηκε αμέσως να τον καλέσει σε περίπτωση που κάποια οικογένεια ήθελε να μιλήσει για όσα βίωσε στη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού της προσφυγιάς. Το πρώτο τηλεφώνημα του Μαρούφ θα έβρισκε τον Φίλιππο μια κρύα νύχτα να πίνει ποτό. Ήταν περίπου 23:00 όταν τον κάλεσε ρωτώντας  αν θέλει να τον ακολουθήσει στον Άγιο Νικόλαο της οδού Αχαρνών. Λίγη ώρα μετά βρισκόταν στο σημείο. Θα συναντούσαν μια μητέρα με τα δυο μικρά κοριτσάκια της. 

Σ’ ένα μικρό υπόγειο δίχως καν πόρτα, κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές, η Φατίμα και τα δυο της κορίτσια είχαν βρει προσωρινή στέγη. Τον χώρο φώτιζε μονάχα ένα κερί, ενώ μια φιάλη γκαζιού η οποία προσέφερε υποτυπώδη ζέστη, χαλούσε τον καθαρό αέρα του χειμώνα. Τα κοριτσάκια, δύο και τριών ετών, ήταν άρρωστα. Ο Μαρούφ ήταν εκεί για να προσφέρει φάρμακα κι ο νεαρός δημοσιογράφος για να μιλήσει με την εμφανώς ταλαιπωρημένη μητέρα. Σ’ ένα περιβάλλον που δύσκολα ένας καλομαθημένος δυτικός θα ζούσε για πάνω από δύο-τρεις ώρες, η νεαρή γυναίκα και τα παιδιά της είχαν βρει το καταφύγιό τους.

Η Φατίμα είχε καταφέρει να γλιτώσει από τις βόμβες του πολέμου και να φτάσει εδώ διασχίζοντας σχεδόν τον μισό πλανήτη. Το γεμάτο υγρασία υπόγειο του Αγίου Νικολάου, με τον σκοροφαγωμένο καναπέ και τα δυο διαλυμένα στρώματα στα οποία θα κοιμόταν, μπορεί στα μάτια των περισσότερων να έμοιαζε εφιάλτης για εκείνην όμως ήταν επιτέλους μια στέγη. 

Έχοντας χάσει το σπίτι, τον σύζυγο κι ένα ακόμη παιδί, βρέθηκε αγκαλιά με τα δυο μικρά της να εγκαταλείπει τα πάντα με μια μονάχα ελπίδα. Την ελπίδα όχι απαραίτητα μιας καλύτερης ζωής, αλλά της ίδιας της ζωής. Πέρασε στην Τουρκία κι από ‘κει με μια βάρκα στη Λέσβο. Βίωσε κάθε λογής κακουχία. Μιλούσε χαμηλόφωνα, αλλά σταθερά. Η σκληρότητα του κόσμου την είχε θωρακίσει. Προσπαθούσε να ζεσταθεί με μια κουβέρτα, ενώ επαναλάμβανε διαρκώς ότι θέλει να φύγει από την Ελλάδα για τον βορρά. Ο Φίλιππος με τον Μαρούφ έμειναν στον χώρο όχι περισσότερο από μία ώρα. Χρόνος σίγουρα λίγος για ν’ ακούσεις την ιστορία μιας ζωής, αρκετός όμως για να εκτιμήσεις όσα έτυχε να έχεις εσύ. 

Ο δημοσιογράφος θα επέστρεφε στο σπίτι του αρκετές ώρες αργότερα. Συνέχισε το βράδυ του πίνοντας ένα ποτό στη φτωχογειτονιά του Αγίου Νικολάου που τότε κατακλυζόταν από αραβόφωνους πρόσφυγες. Δε μίλησε με κανέναν όλη τη νύχτα. Η εικόνα της Φατίμα ήταν αδύνατον να φύγει από το μυαλό του. Όταν ώρες αργότερα ξάπλωσε στο ζεστό κρεβάτι του, εκείνη και τα μικρά της κορίτσια τον στοίχειωσαν. Έκλαψε. Έκλαψε τόσο που άρχισε ν’ αμφισβητεί. Τον Θεό, τη δικαιοσύνη, τον ίδιο τον άνθρωπο. Δε θα επέτρεπε πότε πια και σε κανέναν να μιλήσει για τους πρόσφυγες απαξιωτικά. Να τους κρίνει, να τους αμφισβητήσει, να τους μετατρέψει σε αριθμούς δήθεν απειλητικούς για την πατρίδα του. 

Ο Φίλιππος συνάντησε εκείνες της ημέρες πολλούς ακόμη φτωχοδιάβολους. Κάθε ένας είχε να του διηγηθεί μια περιπέτεια που μέχρι τότε μπορούσε να αντιληφθεί μόνο ως σενάριο χολιγουντιανής παραγωγής. Τρεις ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, γύρισε να βρει τη Φατίμα. Είχε μάλλον τύψεις που απλώς θα αποτύπωνε την ιστορία της σ’ ένα χαρτί. Ήθελε να προσφέρει κάτι περισσότερο. Πλησίασε το μικρό υπόγειο, παραμέρισε την κουρτίνα που υπήρχε στην είσοδο, αλλά εκείνη έλειπε. Στο σκοτεινό δώμα υπήρχαν πια τέσσερις – πέντε συμπατριώτες της. Απομακρύνθηκε σιωπηλά. Αναρωτήθηκε αν εκείνη και τα κορίτσια της κατάφεραν να φτάσουν στη Γη της επαγγελίας τους. 

Στο κλείσιμο μιας τόσο πυκνής ειδησεογραφικά δεκαετίας, τίποτε δεν τον ταρακούνησε περισσότερο από τις περιπλανώμενες προσφυγοπούλες που συνάντησε εκείνο το βράδυ. Από τη Φατίμα και τα δυο μικρά της. Ήταν η πιο αληθινή και ίσως η μοναδική Παναγία που είδε ποτέ. 

Διάρρηξη στη Διεύθυνση Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών, ταυτόχρονα με το πόρισμα για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων

port223 scaled 1

Διάρρηξη στη Διεύθυνση Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών, ταυτόχρονα με το πόρισμα για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων

Πώς ανακαλύφθηκε η διάρρηξη