«Νέα τραγούδια που ακούω, τα παραλληλίζω με τα έπιπλα Novopan»

Ο λαϊκός τραγουδιστής με τη δική του μεγάλη ιστορία κι αυτός, επιστρέφει με καινούργιο δίσκο και δίνει μια σπάνια αυτοβιογραφική συνέντευξη.

71588185 2430295810423812 5210335185962270720 n

Η πορεία του Δημήτρη Κοντογιάννη δεν είναι καθόλου αμελητέα στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Δεν είναι μόνο η δουλειά του με τη Ρεμπέτικη Κομπανία, αλλά και το ότι η φωνή του μπήκε σε οριακά έργα της εγχώριας δισκογραφίας, σαν την «Εκδίκηση της γυφτιάς» των Ν. Ξυδάκη – Μ. Ρασούλη και το «Κέντρο Διερχομένων» των Ν. Μαμαγκάκη – Γ. Ιωάννου. Κι εκεί που «ανέβαινε», όπως λέει ο ίδιος, ο θάνατος του Αλέκου Πατσιφά της εταιρείας του, της LYRA, ανέκοψε στην ουσία μια λαμπρή καριέρα.

Ύστερα ήρθαν κάποιες ατυχείς επιλογές. Ο ίδιος δηλαδή παραδέχεται πάλι πως ατυχία ήταν που είπε το «Γκρέμισ’ τα», ενώ άλλοι θεωρούν ατυχία το ότι δεν στήριξε το συγκεκριμένο τσιφτετέλι με αποτέλεσμα να το πάρει η Πίτσα Παπαδοπούλου και να το κάνει πανελλήνιο σουξέ. Καθόλου δεν δείχνει μετανιωμένος γι’ αυτό ο Κοντογιάννης!

Όπως βγαίνει από την ακόλουθη συνέντευξη, πρόκειται για έναν καλλιτέχνη με βαθιά γνώση της μουσικής, με προσήλωση στον στίχο ως πρωτογενές υλικό για κάθε τραγούδι και με μια σταθερή αγάπη στο ρεμπέτικο, η οποία τον οδήγησε πρόσφατα στην έκδοση ενός ακόμη CD με τίτλο «Κυρ – αστυνόμε, μη βαράς» (εκδόσεις Καθρέφτης).

Ο Δημήτρης Κοντογιάννης είναι ένας σύγχρονος άνθρωπος που ασπάζεται τις δυνατότητες της τεχνολογίας, δεν τσιγκουνεύεται τα καλά λόγια για τους νεότερους και, πάνω απ’ όλα, δεν επιρρίπτει σε κανέναν άλλο τις ευθύνες για τα λάθη του παρά μόνο στον εαυτό του. Ίσως γιατί είναι, όπως δηλώνει στο τέλος της συζήτησης μας, ευχαριστημένος με τη μέχρι τώρα ζωή του!

Κύριε Κοντογιάννη, νομίζω ότι περνάτε μία δημιουργική φάση τώρα που σας συναντώ.

Είμαι, δόξα τω θεώ, ενεργός ακόμα. Κάνω καλλιτεχνικά πράγματα και μόλις βγήκε ένα νέο CD μου με δεκαπέντε ρεμπέτικα, πολλά απ’ τα οποία είναι παραβατικά και προπολεμικά.

Χασικλίδικα δηλαδή.

Ή της φυλακής, αλλά κυρίως των ουσιών.

Είπατε «Είμαι ενεργός ακόμα». Τη λέτε την ηλικία σας;

Πως δεν τη λέω! Έχω περάσει τα 68.

Γνήσιο τέκνο της γενιάς του ’60 κι εσείς ή, σωστότερα, του ’70.

Ναι, αφού εγώ ξεκίνησα να δουλεύω επαγγελματικά το ’73. Ένα χρόνο μετά βγήκε ο πρώτος μου δίσκος.

Από που κατάγεστε;

Από τη Δαύλεια Βοιωτίας, μετά τη Λιβαδειά, προς την Αράχωβα. Καμία σχέση οι δικοί μου με τη μουσική. Μόνο ένα θείο είχαμε, μερακλή, που έγραφε στίχους για δημοτικό τραγούδι και μας έφερε στο χωριό με τον αδερφό μου ένα μπουζούκι. Οχτώ – εννιά χρονών ήμασταν εμείς. Μετά βρέθηκε και μια κιθάρα κι αρχίσαμε μόνοι μας να γρατζουνάμε. Δεν υπήρχαν καν επιρροές, ούτε άνθρωποι να μας κάνουν μαθήματα. Οι μόνες επιρροές που είχαμε τότε ήταν τα λαϊκά από το ραδιόφωνο και ο απόηχος από τα πανηγύρια, που τα είχαμε προλάβει στην περιοχή μας.

Ποιος ξέρει, λοιπόν, τι εξέλιξη θα είχατε αν δεν έφερνε ο θείος εκείνο το μπουζούκι.

Σωστά, αλλά εγώ βέβαια τραγούδαγα από μικρός. Ο θείος μου αυτός ήταν εδώ στην Αθήνα καλαποδάς, έφτιαχνε δηλαδή καλαπόδια για παπούτσια. Είχε διάφορους γνωστούς από τον καλλιτεχνικό χώρο κι έτσι, σε ηλικία δέκα ετών, το 1961 με έφερε στη Δραπετσώνα και τραγούδησα με τον Λαύκα και τον Καρανικόλα. Υπάρχει, μάλιστα, και μια φωτογραφία μου στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου, που είμαι με κοντά παντελονάκια. Αυτός τη βρήκε.

Φοβερό.

Είναι, ως πρώτη επαγγελματική εμπειρία, αφού μετά τα 12 άρχισα να τραγουδώ στα πανηγύρια.

Εξίσου φοβερό είναι πως άλλοι συνάδελφοι σας στα 10 τους το πολύ-πολύ να’χαν τραγουδήσει πάνω σ’ ένα τραπέζι ή σε καμιά σχολική γιορτή.

Μα και στα πανηγύρια, όταν έρχονταν οι Χαλκιάδες, οι Σαλέες και τα άλλα περίφημα συγκροτήματα, με ανέβαζαν και τραγούδαγα τουλάχιστον δυο – τρία τραγούδια. Δημοτικά μόνο άκουγες τότε στα χωριά.

Μπορώ να φανταστώ ότι το μικρόβιο του επαγγελματία τραγουδιστή μπήκε από πολύ νωρίς μέσα σας.

Ήμουν από φτωχή οικογένεια, ξυλουργός ήταν ο πατέρας μου, το τραγούδι όμως δεν το σκεφτόμουν επαγγελματικά. Απλώς κάποια στιγμή, μπαίνοντας στην εφηβεία, άρχισα να σπουδάζω μουσική στη Φιλαρμονική Μπάντα της Λιβαδειάς. Έκανα τρομπέτα.

Σοβαρά, είστε και τρομπετίστας;

Ε, έπαιζα…Την έχω παρατήσει χρόνια την τρομπέτα. Πιο πολύ μάθαινα τη μουσική κανονικά, με νότες. Στο μεταξύ, ο αδερφός μου τό’χε παρατήσει γενικώς το επάγγελμα, αφού δημοσιογραφούσε από νωρίς (σ.σ. ο αδερφός του Δημήτρη Κοντογιάννη είναι ο γνωστός δημοσιογράφος και εκδότης Γιώργος Κοντογιάννης, που έβγαζε το περιοδικό «Λαϊκό Τραγούδι»)

Τι κάνει ο Γιώργος Κοντογιάννης, είναι καλά;

Καλά είναι, αραχτός. Συνταξιούχος. Οπότε, που λέτε, ανακάλυψα κάποια στιγμή ότι θέλω να γίνω μουσικός.

Επειδή το θέλατε πολύ ή για να φύγετε κι από το επαρχιακό περιβάλλον;

Και τα δύο μαζί, δεν ξέρω ποιο υπερίσχυε, αλλά μάλλον το καλλιτεχνικό κριτήριο. Έπαιζα και εμπειρικά κιθάρα στην εφηβεία, οπότε άφησα το ξυλουργείο και μετά το στρατιωτικό, στα 22 μου, κατέβηκα στην Αθήνα. Δυόμισι χρόνια θητεία έκανα…

Το κλίμα πως ήταν μεσ’ στη χούντα; Ακόμη δεν υπήρχε η αναβίωση του ρεμπέτικου.

Όχι, τότε επικρατούσε το κρυμμένο πολιτικό τραγούδι και σε μεγάλη άνθηση ήταν το σκυλάδικο. Για νά’μαι πιο ακριβής, θα σας έλεγα ότι επικρατούσε το star system. Από το ’67 και μετά, οι τραγουδιστές διαχωρίστηκαν απ’ την ομάδα και σηκώθηκαν και τραγουδούσαν όρθιοι. Όλοι οι παλιοί τραγουδιστές, μέχρι το ’65, κάθονταν στις καρέκλες τους. Ήταν ομάδα, δεν είχαν μεγάλο ταξικό χάσμα μεταξύ τους.

Μ’ αρέσει που αναφέρετε ως ταξικό χάσμα την αλλαγή στάσης των τραγουδιστών.

Μα ναι, εφόσον επεκτάθηκε στην προβολή και στο μεροκάματο τους όλο αυτό. Η Ελλάδα, απλά, μαζί με τις δισκογραφικές είχαν αρχίσει να μιμούνται το star system των Αμερικανών. Να προβάλλονται οι τραγουδιστές με τον ίδιο τρόπο που εδώ προβαλλόταν ο Φλωρινιώτης με τα λαμέ και τα μπαλέτα του. Υπήρξε όμως ένα κοινωνικό ρεύμα, σύμφωνα με το οποίο, χανόταν η μπάλα απ’ την προφορική παράδοση. Βγαίνανε τραγούδια που τελειώνανε σε έξι μήνες και μετά θέλανε άλλο σουξέ. Δεν ήταν στέρεο το τραγούδι.

Κάτι που εσείς διαβλέπατε μέσω της τριβής σας με το δημοτικό, που είχε απεριόριστη διάρκεια.

Και έχει ακόμα! Θέλω να πω ότι τότε βρέθηκα με μία παρέα διανοουμένων που έπαιζαν ρεμπέτικα μεσ’ στη χούντα. Μιλάμε για το ’73. Ήταν ο αδερφός μου, ο Μανώλης Δημητριανάκης, ο συλλέκτης Σπύρος Παπαϊωάννου, ο Βαγγέλης ο Μαρίνος απ’ τον Πειραιά, ο Αντρέας ο Κρόκος – μορφωμένοι όλοι, αριστερίζοντες, διανοούμενοι. Έβλεπαν ότι δεν είχαν μέλλον τα σουξέ της εποχής.

Και τι σκεφτήκατε να κάνετε εσείς γι’ αυτό;

Αυτή η ομάδα των διανοουμένων ζητάει κάτι πιο αυθεντικό. Και γυρνάει πίσω! Βλέπουν ότι αυτό το τραγούδι στέκεται σαν έργο τέχνης, πέρα απ’ τη θεματολογία του. Δεν ταυτίζονται με τη μαγκιά ή το χασίσι, του αναγνωρίζουν όμως γνησιότητα, καλλιτεχνική αξία και το ότι εξέφρασε ανάγκες μιας μερίδας της τάξης των πόλεων. Αρχίσαμε να παίζουμε σε ταβέρνες ρεμπέτικα, τότε που δεν το έκανε κανείς και δεν υπήρχαν καν συλλέκτες.

Κανονικά, όχι υπό καθεστώς παρανομίας.

Κανονικά, αλλά έχει σημασία η ερώτηση σας: Είχε γίνει μια χουντική προπαγάνδα από τον Παπαδόπουλο να σπάσουν κάποιοι δίσκοι και, πράγματι, τους κατέστρεψαν. Είχε ξαναγίνει επί Μεταξά αυτό, να καταστραφούν όσοι δίσκοι από το αρχείο των 78 στροφών θύμιζαν Ανατολή. Μάλιστα η καταστροφή αυτή γινόταν εν είδει μιας τελετής. Έτσι βρήκαμε κι εμείς μια κοινωνία να βράζει.

Ήσασταν πολιτικοποιημένος τότε;

Ναι. Ήμουν πάντα πολιτικοποιημένος και συνδικαλιστής για χρόνια. Έχω κάνει και δύο φορές Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Τραγουδιστών.

Ενδιαφέρον έχει που «κολλήσατε» με το ρεμπέτικο μέσω μιας παρέας. Θα μπορούσε να’χει γίνει το ίδιο με τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι.

Μα, έλεγα παράλληλα Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο. Εγώ έκανα και μια σόλο καριέρα ταυτόχρονα με τη Ρεμπέτικη Κομπανία. Πήγα κι έπιασα δουλειά στον Γιάννη Αργύρη και μετά πέρασα κι απ’ τις άλλες μπουάτ, τα «Ταβάνια», τη «Διαγώνιο» κλπ.

Την περίοδο που οι μπουάτ είχαν αρχίσει να παρακμάζουν.

Ναι, αν και μέχρι το ’75 – ’76 οι μπουάτ ήταν ενεργές. Εκεί έλεγα τα λεγόμενα έντεχνα, λες και τα λαϊκά τραγούδια είναι άτεχνα. Αδόκιμος όρος…Πρέπει να σας πω ότι δούλεψα με τον Μίκη Θεοδωράκη.

Πότε έγινε αυτό;

Στους «Ιππείς» του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης, το ’77 ή ’78 πρέπει νά’ταν, που ο Θεοδωράκης έγραφε τη μουσική κι εγώ τραγουδούσα.

Λέτε την παράσταση που ο Θεοδωράκης είχε βοηθό του τον Σταμάτη Κραουνάκη.

Μπράβο! Πιτσιρικάς ο Κραουνάκης, βοήθαγε τον Θεοδωράκη και στις παρτιτούρες και σε όλα. Εκεί τραγουδούσα με ζωντανή ορχήστρα στο θίασο. Πιο πολλά οργανικά ήταν τα θέματα με παίκτες τον Τσεκούρα, τον Μαγκλάρα και τη Gail Holst.

Είχε προηγηθεί, βέβαια, ο πρώτος δίσκος σας το ’74.

Εμείς τότε παίζαμε σε διάφορες ταβέρνες, παρακαλάγαμε τον ταβερνιάρη να μας αφήσει να παίξουμε τζάμπα για το κέφι μας. Μ’ αυτή την παρέα, όποτε δίναμε σήμα από το τηλέφωνο, είχαμε κατευθείαν πενήντα άτομα να μας ακολουθούν. Παρέες που γούσταραν να φάμε, να πιούμε μαζί και να τραγουδήσουμε. Ερχόταν πολύς κόσμος και μέσα στις παρέες αυτές ήταν και ο Ξυδάκης με τον Ρασούλη. Επίσης, ερχόταν και ο Τάσος Φαληρέας, που ήταν παραγωγός στη LYRA και μας πρότεινε να δισκογραφήσουμε. Έτσι έγιναν τα «Μπλε Παράθυρα» με τη Ρεμπέτικη Κομπανία.

Θα αρέσατε και του Αλέκου Πατσιφά προφανώς.

Βέβαια, εγώ στη LYRA έκανα 17 δίσκους. Ήμουν αγαπημένος του Πατσιφά, είχαμε καλή σχέση. «Μυστήριος», αλλά είχε καλλιτεχνικό κριτήριο, ένα μεγάλο ταλέντο και ευφυΐα να διαβλέπει ποιος μπορούσε να προχωρήσει. Μου έλεγε «Θα γίνεις πρώτο όνομα, θα σε κάνω εγώ» και τέτοια, με πρόβαλλε πάρα πολύ ο Πατσιφάς. Ειδικά στο δίσκο αυτό που ήταν ο πρώτος του Πασχάλη Τερζή, του Νικολόπουλου και του Ρασούλη, έλεγαν οι άλλοι από δύο κομμάτια κι εγώ έλεγα εφτά! «Εσύ’σαι ο καλύτερος τραγουδιστής, θα πεις πιο πολλά» έλεγε ο Πατσιφάς και μου έβαλε και μια μεγάλη μου φωτογραφία στο ένθετο.  

Από κει προέκυψε η συνεργασία με Ξυδάκη – Ρασούλη στην «Εκδίκηση της γυφτιάς»;

Ήταν και φίλοι με τον αδερφό μου ο Ρασούλης, από πριν. Έμεναν σε μια αυλή στον Λυκαβηττό τότε ο Νίκος με τον Μανώλη. Τους παρότρυνε κι ο αδερφός μου να γράψουν τραγούδια κι έτσι άρχισαν οι δυο τους. Την «Εκδίκηση της γυφτιάς» τη γράψαμε στη Θεσσαλονίκη. Είχε ανοίξει ένα στουντιάκι εκεί ο Νίκος ο Παπάζογλου, το «Αγροτικόν», φτωχό, με μπομπίνα και ένα οχτακάναλο. Μας πήρε ο Σαββόπουλος κι ανεβήκαμε για εκδρομή απάνω. Τά’χα πει εγώ τα πιο πολλά από τα τραγούδια, αλλά ο Σαββόπουλος ήθελε να τα’ έλεγε ο Παπάζογλου, όπως και έγινε τελικά. Στην αρχή ο δίσκος ήταν πεθαμένος, δεν πούλαγε καθόλου, τίποτα. Για ένα ολόκληρο εξάμηνο δεν είχε πουλήσει ούτε ένα αντίτυπο! Ο Πατσιφάς είχε τρελαθεί!

Τον πίστευε το δίσκο, έτσι;

Όχι, δεν τον πίστευε! Δεν τον ήθελε, αλλά μετά από εφτά- οχτώ μήνες άρχισε ν’ ακούγεται παντού ο δίσκος. Στα ραδιόφωνα, στις συναυλίες, μας καλούσαν από δω κι από κει. Δημιουργήθηκε ένα ανέλπιστο και πολύ εντυπωσιακό ρεύμα!

Το οποίο, που θα το αποδίδατε;

Κυρίως στον στίχο του Μανώλη. Η θεματολογία για την ξενιτιά και τη φτωχολογιά ήταν ξεπερασμένη κι έπρεπε να ανανεωθεί. Ο Ρασούλης ήταν ο καταλληλότερος για τον επαναπροσδιορισμό αυτού του στίχου με τρόπο επαναστατικό: Χρησιμοποίησε ξενικές λέξεις μεσ’ στο λαϊκό τραγούδι, αλλά και λέξεις που δεν θα σκεφτόταν κανένας λαϊκός στιχουργός. Θυμηθείτε εκείνο το «Γλυκιά μου ανελέητη»! Είχε μια δεύτερη κοινωνική ανάγνωση ο Μανώλης, δεν ήταν μόνο το ερωτικό. Δικαίως, έτσι, αγκαλιάστηκε η δουλειά αυτή με τους στίχους του Μανώλη και τη μουσική, βέβαια, του Νίκου. Έγραψε πολύ ωραίες, εμπνευσμένες και δουλεμένες μελωδίες κι ο Νίκος!

Σας απασχολούσε τότε, κύριε Κοντογιάννη, η μεγάλη καριέρα; Αυτό το «θα σε κάνω πρώτο όνομα» του Πατσιφά.

Όχι, ποτέ, ποτέ! Ούτε ενδιαφέρθηκα, ούτε ποτέ έκανα δημόσιες σχέσεις, ούτε συμμαχίες με ισχυρούς έκανα, ούτε με εταιρειάρχες, τίποτα!

Είχατε, όμως, την εύνοια ενός ισχυρού παράγοντα.

Ναι, σίγουρα, απλώς πέθανε το ’83 ο Πατσιφάς, τότε που εγώ «ανέβαινα».

Και μείνατε ξεκρέμαστος…

Όχι, δεν έφταιγε αυτό. Έκανα λάθος επιλογές εγώ. Τέλος πάντων, παράλληλα με την «Εκδίκηση της γυφτιάς», το ’79 ο Σαββόπουλος με πήρε στη «Ρεζέρβα». Ήμασταν ο Νίκος Παπάζογλου, η Αφροδίτη Μάνου κι εγώ στις παραστάσεις της «Ρεζέρβας» τον χειμώνα στον «Ρήγα». Και στο δίσκο, όμως, κάναμε φωνητικά με τον Παπάζογλου.

Ωραία ακούγονται τα χρόνια εκείνα με μια νοσταλγική διάθεση.

Ωραία χρόνια, ήταν ωραία…Εμένα μου άρεσε μια ζωή όλο αυτό το θεατρικό στοιχείο, θα έλεγα, που περιλαμβάνει την ακρόαση, το στούντιο, την πρόβα μέχρι αυτό που ο άλλος γουστάρει ν’ ακούσει. Δεν θεωρώ ότι εκτόνωση είναι να τρως και να πίνεις ή να τα σπας.

Ωστόσο, εσείς είπατε ένα τραγούδι που είναι για να τα σπας! Μιλάω για το «Γκρέμισ’ τα»!

Το οποίο δεν το υποστήριξα ποτέ! Ντρεπόμουν! Ήταν του Ηλία Σούκα, βιολίστας, θείος του Τάκη, μεγαλύτερος του σε ηλικία. Μου έλεγαν να το πω στην τηλεόραση και τα ραδιόφωνα και δεν τό’λεγα, τό’χα για σκυλοτράγουδο.

Μεταξύ μας, δεν είχατε κι άδικο.

Δεν εκτιμούσα και το στίχο…Είχα μάθει απ’ τον Ρασούλη κιόλας, που με τραβούσαν όλα τα στοιχεία που σας έλεγα συν του ότι αναζητούσα τη συγκίνηση και πνευματικά, όχι μόνο συναισθηματικά. Ο στίχος «Γκρέμισ’ τα, όλα γκρέμισ’ τα, σκληρή καρδιά» δεν μού’λεγε τίποτα σαν στίχος κι ακόμη δεν μου λέει. Τό’πε μετά από τρία χρόνια η Πίτσα Παπαδοπούλου και τό’κανε πανελλήνιο σουξέ!

Δεν νιώσατε μια απογοήτευση, με το χέρι στην καρδιά;

Ένιωσα, να σας πω ψέματα; Δεν το γούσταρα και δεν το υποστήριξα. Τό’χα μυριστεί ότι θα το τσιμπήσει κάποιος άλλος και θα γίνει σουξέ.

Αυτή είναι μία αντισυμβατική στάση που την πληρώσατε;

Ναι, βέβαια. Ήταν λάθος επιλογή όλος αυτός ο δίσκος μετά από την κουλτούρα και την ποιότητα που είχα να πέσω στον Ξυδάκη και στον Ρασούλη. Και τότε ο Σούκας δεν ήταν απενοχοποιημένος, θεωρούταν καρασκυλάς! Εκεί ήταν η φάση που έσπασε ο κρίκος με τη συνέχεια μου στο τραγούδι.

Αναφερόμαστε συνέχεια στο δίδυμο Ρασούλης – Ξυδάκης, μπήκατε όμως και σ’ άλλα μονοπάτια, τα αμιγώς εντεχνολαϊκά, με το «Κέντρο Διερχομένων» του Νίκου Μαμαγκάκη. Ιστορικής σημασίας δίσκος κι αυτός.

Ακριβώς. Με τον Μαμαγκάκη κάναμε κι έναν άλλο δίσκο, όλος δικός μου, τους «Δρόμους της νύχτας», αρχές του 2000. Εξαιρετικός δίσκος με πολλά ωραία τραγούδια και ο Μαμαγκάκης σπάνια θα έκανε δουλειά με έναν τραγουδιστή. Με τον Μαμαγκάκη ήμασταν γείτονες στο Παγκράτι – εκεί μένω – και κάθε μέρα παίζαμε τάβλι. Καλός άνθρωπος, απ’ τους πιο σπουδασμένους και μορφωμένους μουσικούς. Με το «Κέντρο Διερχομένων» περάσαμε ένα τρίμηνο με πρόβες στο σπίτι του Μαμαγκάκη, στη Μάρκου Μουσούρη. Ήταν και ο Γιώργος Ιωάννου, του οποίου τα συγκεκριμένα ποιήματα ήταν αριστουργήματα. Εγώ δεν βρίσκω διαφορά ανάμεσα στο στιχούργημα και το ποίημα. Είναι ένας έμμετρος λόγος στο λαϊκό τραγούδι, είτε μεταφορικός, είτε αλληγορικός, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει που ήταν εξαιρετικά ποιήματα, αυθεντικά, ευαίσθητα και πονεμένα. Είχαν μεγάλη ενέργεια και κραδασμούς τα στιχάκια του γιατί ήταν βιωματικά.

Θα δεθήκατε σαν παρέα και με τ’ άλλα παιδιά, την Ελευθερία Αρβανιτάκη και τον Δημήτρη Ψαριανό.

Στενή παρέα, κάθε μέρα μαζί ήμασταν, λιώναμε στις πρόβες. Μας τραπέζωνε κι ο Μαμαγκάκης που έφτιαχνε μια μυστήρια πίτσα, δικιά του. Ο Ψαριανός, που ερχόταν απ’ τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι, τα είπε πολύ ωραία τα δικά του κομμάτια και, νομίζω, του’χαν αρέσει και πολύ. Κι η Ελευθερία τά’πε πολύ καλά, με κορυφαίο το «Όχι μαζί».

Ίσως ένα απ’ τα σημαντικότερα τραγούδια στην πορεία της, αν όχι το σημαντικότερο.

Έτσι είναι.

Μέσω Πατσιφά περάσατε κι εσείς από το «Κέντρο Διερχομένων»;

Όχι. Ο Μαμαγκάκης δεν άκουγε κανέναν για τις επιλογές του. Ήθελε τον Ψαριανό, εμένα και την Αρβανιτάκη και μας «παράγγειλε» στον Πατσιφά: «Αυτούς θέλω να τραγουδήσουν». Ήταν αυστηρός σ’ αυτό και ούτε ο Πατσιφάς μπορούσε να «μιλήσει». Μοχθούσε ο Μαμαγκάκης, απ’ το πρωί που ξύπναγε μόνο με τη μουσική ασχολιόταν.

Εισπράξατε ποτέ ανταγωνισμό, όντας ένας νέος λαϊκός τραγουδιστής σε επιτυχημένα έργα;

Κοιτάξτε, πάντα με ενοχλούσε η αδικία, όχι όμως στο πλαίσιο ανταγωνισμού. Τά’χω πει, είναι γνωστό πως ο Νταλάρας μπήκε εμβόλιμος σε δίσκο μου και είπε το κεντρικό τραγούδι που έγινε επιτυχία, το «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, μα η αγάπη μένει». Συναντιόμασταν τότε με τον Νταλάρα, παίζαμε με τις κιθάρες μας. Τέλος πάντων, το δέχτηκα, μου είχαν πει και ο Νικολόπουλος με τον Ρασούλη «Δώσ’το κι εμείς κάνουμε τα σουξέ, θα σου γράψουμε άλλα» κι έτσι έγινε μεγάλη επιτυχία το τραγούδι με τον Νταλάρα. Τα άλλα κομμάτια, τα δικά μου, έμειναν πίσω.

Σας πλήγωσε αυτό;

Πολύ, απλώς τό’χω ξεχάσει. Δεν έχω μίσος μέσα μου. Από μικρό παιδί, αλλά και μετά που απέκτησα καθημερινή συνείδηση, κατάλαβα ότι το μίσος και ο φθόνος είναι τοξίνη και για μας τους ίδιους, μας φθείρει. Δεν χρειάζεται να είμαστε τοξικοί, αυτό το πράγμα έγινε, τι να κάνουμε τώρα;

Κατά το ήταν γραφτό κι έγινε…

Όχι ήταν γραφτό, δικός μου χειρισμός ήταν λάθος, που ήμουν αφελής και αγαθός.

Ξανακάνατε, όμως, δίσκο με τον Νικολόπουλο.

Πέντε δίσκους κάναμε συνολικά, αλλά δεν είναι όλοι προσωπικοί μου. Προσωπικός μου ήταν εκείνος με τους στίχους του Κώστα Βίρβου, ο «Τελευταίος αισθηματίας». Ήταν τα τελευταία τραγούδια του Βίρβου, το ’93 έγινε ο δίσκος.

Και στο μεταξύ ο Πατσιφάς είχε φύγει απ’ τη ζωή.

Ναι, άλλαξαν τα δεδομένα. Και με τον Μαραβέλια που πήρε μετά τη LYRA συνέχισα να κάνω δίσκους. Παραγωγός διατέλεσε και ο Σαββόπουλος για ένα φεγγάρι, ενώ αρκετά χρόνια μετά κατέβηκε η Ντόρα Ρίζου από τη Θεσσαλονίκη που μας σύστησε τον Μάλαμα, τη Μελίνα Κανά, όλους αυτούς.

Σας άρεσαν, αλήθεια, οι καλλιτέχνες που μόλις αναφέρατε;

Μ’ αρέσουν πάρα πολύ. Είναι οι μόνοι αυτής της γενιάς που μετάλαβαν απ’ τη δεξαμενή του λαϊκού τραγουδιού. Είναι μια συνέχεια αυτοί οι τραγουδοποιοί, ο Μάλαμας, ο Περίδης, ο Παντελής ο Θαλασσινός. Αγάπησαν το λαϊκό τραγούδι, δεν το έπαιξαν δήθεν, έντεχνοι, αφυψηλού. Καμιά φορά την πατάνε στον στίχο, γιατί έχουν έναν τάχα μου διανοουμενίστικο στίχο που συχνά δεν λέει τίποτα.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ολόκληρο το έντεχνο κακοχαρακτηρίστηκε.

Μα δεν έχει κανένα νόημα να κάνουμε το λόγιο άμα ο δίσκος ολόκληρος δεν έχει τη μαστοριά των παλιών. Να ένα μεγάλο θέμα με την προφορική παράδοση και στη μουσική και στο στίχο. Όταν κόβεται η προφορική παράδοση, πρέπει να ξαναπηγαίνουμε σχολείο, να γινόμαστε μαθητές. Από μαθητής γίνεσαι κάλφας και μετά μάστορας! Το θεωρώ σημαντικό, γι’ αυτό γράφτηκαν ρεμπέτικα που τα παίζουμε μετά από έναν αιώνα και βλέπεις την καταπληκτική μαστοριά τους. Εγώ νέα τραγούδια που ακούω, τα παραλληλίζω με τα έπιπλα Novopan. Δεν επισκευάζονται ποτέ, τα πετάς! Ενώ ένα σερβάν σκαλιστό, το φυλάς και το επισκευάζεις, είναι έργο τέχνης, έχει μόχθο και συναίσθημα, ζυμωμένο με τις πραγματικές ανάγκες μιας κοινωνίας, αν όχι όλης, τουλάχιστον μιας αρκετά μεγάλης μερίδας της.

Πόσους δίσκους έχετε κάνει στο περίπου;

Γύρω στους πενήντα!

Μεταξύ αυτών, κάνατε κι έναν λίγο πιο ηλεκτρικό με τον συνθέτη Γιώργο Λυκούρα.

Το δίσκο «Της ζωής μου το φιλμ» λέτε, το 1988. Ο Λυκούρας κάνει τώρα πολύ σοβαρό συγγραφικό έργο με την αρχαιοελληνική μουσική και τις κλίμακες της, όπως και με τη βυζαντινή. Σπούδαζε στον Σίμωνα Καρρά αυτός. Στο δίσκο μας ήθελε να κάνει συνδυασμό του rock, ας το πούμε, με την παράδοση. Είχε την πεποίθηση ότι η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ Δύσης κι Ανατολής και εμπεριέχει συγκερασμένα και τα δύο στοιχεία.

Κάτι, βέβαια, που είχαν κάνει από τη δεκαετία του ’70 ο Σαββόπουλος, ο Μαρκόπουλος και η Κωχ.

Σωστά, το είχαν κάνει αυτοί κατά κόρον. Καμία αντίρρηση για το αποτέλεσμα τους!

Και η Δόμνα Σαμίου που είχε πει σε μένα «Αφήστε ήσυχο το δημοτικό τραγούδι, όταν γραφόταν δεν υπήρχε ηλεκτρισμός»;

Αυτό δεν είναι κριτήριο. Και τα ρεμπέτικα γράφτηκαν με το ρεύμα και ακόμα μένουν στο χρόνο. Δεν σταματάει η δημιουργία. Η άποψη της Σαμίου ήταν ρατσιστική κάπως και συντηρητική. Όλα τα κλασικά έργα στηρίχτηκαν στις διασκευές και τις επανεκτελέσεις, αλλιώς δεν θα υπήρχε και δημοτικό τραγούδι σήμερα.

Δεν θα διαφωνήσω. Θέλω να σας ρωτήσω, όταν συνεργαστήκατε με τον Ξυδάκη, τον Νικολόπουλο…

(με διακόπτει) Και με τον Μάνο Λοΐζο συνεργαστήκαμε στα «Τραγούδια της Χαρούλας» και είχαμε πει μαζί κομμάτια με την Αλεξίου.

Σωστά, τό’χα ξεχάσει αυτό! Ρωτάω, λοιπόν, μέσα σ’ όλο αυτό το εξωστρεφές λαϊκό ρεπερτόριο, δεν σας έλειψε ένα πιο χατζιδακικό λυρικό τραγούδι, που δεν αποποιείται τις λαϊκές καταβολές του;

Είχα φύγει πια απ’ αυτό…Ήταν η περίοδος που άρχισε ν’ απενοχοποιείται μέσα μου η επαρχία, διότι – ξέρετε – όλοι οι επαρχιώτες μισούσαν κατά κάποιο τρόπο το δημοτικό. Όχι το μισούσαμε, μάλλον ντρεπόμασταν γι’ αυτό λόγω της ταύτισης του με τη χούντα. Αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε, εμείς οι υπαίθριοι άνθρωποι, πόση μαστοριά περιέχει, ας πούμε, ένα κλέφτικο τραγούδι.

Είστε πιο ντόμπροι οι υπαίθριοι άνθρωποι;

Νομίζω και πιο πονηροί.

Με την καλή έννοια.

Και με την κακή! Κάποια πράγματα δεν τα κατανοούμε, γιατί στην επαρχία κάνουμε σκληρή διαβίωση που σε αναγκάζει να κάνεις πράγματα ατομικιστικά. Εγώ ευτυχώς κατάλαβα ότι πρέπει να περνάνε κι οι άλλοι καλά για να περνάω εγώ καλά!

Είχατε την τύχη να ξεφύγετε σαν να μου λέτε.

Πολύ σωστά το τοποθετείτε, ήμουν έτοιμος αυτό νά’λεγα. Είχα πραγματικά την τύχη να γίνω πολιτισμένος άνθρωπος και συνειδητός.

Ξέρετε τι είχε πει η Αρλέτα; «Μακριά από βλάχο με άποψη».

Συμφωνώ απόλυτα! Και μακριά από νεοφώτιστο άνθρωπο. Βλέπω νέους ανθρώπους νά’ναι κολλημένοι χωρίς κανένα υπόβαθρο και καμία παιδεία. Με την Αρλέτα, μια που την αναφέρουμε, ήμασταν πατριωτάκια, απ’ τον Ορχομενό ήταν. Κάναμε και παρέα, όχι κολλητή, αλλά βλεπόμασταν και είχαμε αλληλοεκτίμηση.

Όταν μπήκε η δεκαετία του ’90 και το σκυλάδικο μεσουρανούσε, υπήρξαν κάποιοι τραγουδιστές της γενιάς σας, σαν τον συχωρεμένο τον Μητροπάνο, που βρέθηκε ένας συνθέτης και τους έγραψε τραγούδια, ανοίγοντας τους νέο δρόμο. Είναι θέμα τύχης του καθενός, πιστεύετε;

Εντάξει, αλλά ο Μητροπάνος λειτουργούσε και ζούσε από τα μαγαζιά της πίστας. Εγώ δούλεψα πίστα μόνο τέσσερα χρόνια. Εγώ ήθελα να παίζω όταν τραγουδάω, να κρατάω ένα όργανο στα χέρια μου, να ξέρω τι μου γίνεται. Ένα παράδειγμα: Ο Τάκης Μουσαφίρης μου έδινε τότε τραγούδια, ήμασταν φίλοι. Εγώ όμως είχα ένα υψηλό στάνταρ απ’ το ρεμπέτικο και τα θεωρούσα ευτελή τα άλλα. «Ρε μαλάκα» μού’λεγε ο Μουσαφίρης, «μου δίνουν εκατομμύρια για ένα τέτοιο δίσκο». Τον πλήρωναν οι τραγουδιστές τον Τάκη! Εδώ να πω ότι γενικά δεν τό’χα, κρυβόμουν απ’ τις κάμερες και τα φώτα…

Είστε αγοραφοβικός μήπως;

Όχι, δεν με ένοιαζε απλά η προβολή. Καθόλου. Τους έβλεπα όλους να τρέχουν να βγάλουν φωτογραφία με τον Χατζιδάκι κι εγώ δεν πήγαινα.

Που γινόταν αυτό;

Όταν δουλέψαμε με τον Χατζιδάκι στο «ZOOM», τότε που για πρώτη φορά έκαναν κοινό πρόγραμμα οι δυο τους με τον Θεοδωράκη. Τραγουδούσαμε η Ζορμπαλά, ο Κούτρας, η Γλυκερία, εγώ κι ένας Κύπριος, παιδί του Χατζιδάκι, ο Ευτύχης Χατζηττοφής, ένα όμορφο μελαχρινό παιδί. Ο Χατζιδάκις κι ο Θεοδωράκης μας είχαν φτιάξει το πρόγραμμα και ενορχηστρωτής ήταν ο Τάσος Καρακατσάνης. Μπουζούκι έπαιζε ο Λάκης Καρνέζης. Άκουσα πολύ καλά σχόλια, μάλιστα ο Θεοδωράκης είχε πει πως θα μού’κανε ολόκληρο δίσκο. Τον Χατζιδάκι τον θυμάμαι να περνάει από το «ZOOM» συχνά και νά’ρχεται απ’ τα καμαρίνια μας.

Είναι παρακαταθήκη, κύριε Κοντογιάννη, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που συναναστραφήκατε;

Η πιο μεγάλη παρακαταθήκη για μένα, Αντώνη, είναι που δούλεψα με τον Τσιτσάνη! Δούλεψα με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, ήμουν της ενδιάμεσης γενιάς που δούλεψε μ’ αυτά τα ιερά τέρατα. Ήξεραν αυτοί την προφορική παράδοση, ήταν μεγάλο σχολείο οι λαϊκοί μουσικοί. Ήξεραν την ανατολική μουσική, που κακώς τη λέμε ανατολική, αφού πρόκειται για την αρχαία μουσική των Ελλήνων. Με τον Ρούκουνα, με τον Κυριαζή, με τον Μοσχονά, δουλέψαμε στα πάλκα και σε συναυλίες. Με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, επίσης. Μιλάμε για προπολεμικές τραγουδίστριες!

Και αντλούσατε εκ των έσω όση πληροφορία θέλατε.

Ναι, ήμουν σφουγγάρι, προσπαθούσα κοντά τους να μάθω μιαν άλλη γλώσσα απ’ τη δυτική μουσική.

Ήταν δοτικοί οι καλλιτέχνες αυτοί;

Οι πιο πολλοί, όχι! Ο Ρούκουνας ήταν πάρα πολύ δοτικός και ήξερε και να διδάξει. Δεν ξέρω αν το έκαναν από σνομπισμό ή από «χαρακτήρα», αλλά ήταν και λίγο ανιαρό να ρωτάς ως νέος να σου εξηγήσουν ποια είναι η κλίμακα ουσάκ και ποια η χιτζάζ. Βαριόντουσαν μάλλον οι άνθρωποι, τους ρώταγες κάτι και σου λέγανε: «Τώρα είμαι στη δουλειά, ρε παιδί μου, άσε να βγάλουμε τη νύχτα και το μεροκάματο»…

Εντάξει, δικαιολογείται η στάση τους.

Ναι, δικαιολογείται, δεν το κάνανε από κακία, αλλά επειδή βαριόντουσαν. Ενώ ο Ρούκουνας, όπως και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, ήταν πολύ δοτικοί σαν δάσκαλοι. Σου δείχνανε, τους άρεσε να μάθαινες αυτά που ξέραν κι αυτοί. Και ο Μοσχονάς το ίδιο! Ο δε Ρούκουνας ήταν και ψάλτης και ήξερε τον τρόπο να διδάξει, οι άλλοι πιθανώς να μην ήξεραν. Να προσθέσω ότι για μας τότε δεν υπήρχε σχετική βιβλιογραφία. Μετά βγήκαν απ’ τον Κάκτο βιβλία και μάθαμε πολλά περί της αρχαιοελληνικής μουσικής. Δεν υπήρχαν μεταφρασμένοι ο Αριστόξενος κι ο Πλούταρχος, καταλάβατε; Έπρεπε να γινόσουν τσιμπούρι σε κάποιον παλιό για να μάθαινες.

Σας βλέπω ήρεμο και κατασταλαγμένο.

Είμαι και για ότι λάθος έχει γίνει, φταίω εγώ. Κανένας άλλος! Μόνο και μόνο που κατάφερα να γίνω συνειδητός, ευγενής και πολιτισμένος άνθρωπος, είναι μεγάλη νίκη για μένα, για να συνεχίσω να δουλεύω.

Οικογένεια φτιάξατε δική σας;

Έκανα και πολύ κιόλας (γέλια). Δυο γάμους έχω κάνει και έχω τρεις γιούς.

Τη θέλατε την οικογένεια ή προέκυψε;

Μου προέκυψε, για να λέμε την αλήθεια.

Το περίμενα, λαϊκός μεν, μπον βιβέρ δε.

Έτσι ήμουν, αλλά ήμουν και άνθρωπος φιλότιμος και δεν ήθελα να στενοχωρήσω κάποιους ανθρώπους, κάποιες γυναίκες.

Πόσο σας ωφέλησε όλη αυτή η αναβίωση του ρεμπέτικου με τις κομπανίες μετά τη Μεταπολίτευση;

Μετά από μας γίνανε άλλες 200 κομπανίες. Ήμασταν οι πρώτοι με τη Ρεμπέτικη Κομπανία και μετά έγινε η Αθηναϊκή, μετά η Οπισθοδρομική, φτιάχτηκε ένα ρεύμα που έδωσε το έναυσμα και έγιναν πράγματα. Διότι πρέπει να σας πω ότι η μεγαλύτερη αναβίωση του έχει γνωρίσει το ρεμπέτικο στην Ελλάδα είναι τώρα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε! 

Πολύ ενδιαφέρον ακούγεται.

Υπάρχουν πια εκατοντάδες μουσικοί, που τότε δεν υπήρχε κανένας να παίζει κανονάκι. Σήμερα, όμως, έχουμε τουλάχιστον είκοσι καλούς σολίστες στο κανονάκι, κορίτσια κι αγόρια καταπληκτικά! Το ίδιο και σαντουριέρηδες. Δεν υπήρχε καν ακορντεόν. Όταν έκανα το δίσκο «Μια βραδιά στου Σαμπάνη», το ’82, ευτυχώς που ζούσε ο ακορντεονίστας Λάζαρος Κουλαξίδης κι είχε έρθει απ’ την Αμερική. Όλοι οι παλιοί ακορντεονίστες είχαν αλλάξει όργανο και παίζανε συνθεσάιζερ, farfisa, αρμόνιο! Δεν υπήρχε κανονικός ακορντεονίστας στα πάλκα τότε! Σήμερα υπάρχουν εκατοντάδες μπουζουξήδες, εκατοντάδες, σε πολύ υψηλό επίπεδο. Χαίρομαι και πιστεύω πάρα πολύ σ’ αυτή τη γενιά. Ξέρετε ότι υπάρχουν εκατοντάδες ρεμπέτικα στέκια αυτή τη στιγμή;

Θυμάμαι τα ρεμπετάδικα τη δεκαετία του ’90, αλλά ήταν σαφώς λιγότερα, λέγαμε «θα πάμε στο τάδε ρεμπετάδικο», στον Πειραιά ή στα Πετράλωνα.

Σήμερα θα βρεις ρεμπετάδικα παντού: Στον Πειραιά, στο Γκάζι, στο Παγκράτι, στο Μοσχάτο, στο Μοναστηράκι, δεν υπάρχει μαγαζί που να πουλάει μεζέδες και να μην έχει δυο νέα παιδιά να παίζουν ρεμπέτικο! 

Που να οφείλεται η έκρηξη των ρεμπετάδικων, στην κρίση από το 2009 και μετά;

Σίγουρα έπαιξε ρόλο η κρίση που ακόμα περνάμε, αλλά νομίζω πως τη δουλειά την κάνανε τα Μουσικά Γυμνάσια. Το υλικό αυτό, η πλειοψηφία των παιδιών αυτών βγήκανε από Μουσικά Σχολεία, απ’ τα ΤΕΙ κι απ’ τη σχολή μουσικολογίας. Τώρα τα παιδιά έχουν γνώσεις μέσα και από τη μεγάλη ενημέρωση στο διαδίκτυο. Μπορεί νά’ναι λανθασμένη συχνά η χρήση του διαδικτύου, αλλά υπερτερούν τα καλά της.

Μπαίνετε στο internet, παρακολουθείτε τι γίνεται;

Βέβαια! Κυρίως ενημερώνομαι, διαβάζω κάποια πανεπιστημιακά κείμενα για τη μουσική. Μ’ αυτό ασχολούμαι, με τη μουσική, δεν ακούω πολιτικές ειδήσεις. Αυτές τις βλέπουμε αλλού και βγάζουμε τα συμπεράσματα μας όσο μπορούμε.

Πείτε μου μερικές νέες φωνές που ξεχωρίζετε.

Πολύ καλή είναι η Ιουλία Καραπατάκη, όπως και η Σοφία Παπάζογλου. Η Ασπασία Στρατηγού, που τραγουδάει με τον Νταλάρα, είναι κορυφαία τραγουδίστρια! Απ’ την προηγούμενη φουρνιά είναι η Αφεντούλα Ραζέλη, η Λιζέτα Καλημέρη, η Μελίνα Κανά. Από άντρες, έχουμε μερικά παιδιά που’ναι πολύ καλοί, αλλά ποσοτικά λιγότεροι απ’ τις γυναίκες.

Γιατί άραγε στην Ελλάδα ανέκαθεν είχαμε υπερπαραγωγή γυναικείων φωνών;

Όχι στο ρεμπέτικο! Εκεί ήταν μειοψηφία οι γυναίκες. Όπως και στο στίχο, καμία άλλη στιχουργός δεν υπήρχε πέραν της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.

Και η Ιωάννα Γεωργακοπούλου έγραφε στίχους, νομίζω.

(κάνει ένα μορφασμό) Ε, εντάξει, ήταν…

Αμφισβητείται η πατρότητα τους;

Ακριβώς. Πάντως, τα τελευταία χρόνια έχει εξισωθεί η γυναίκα με τον άντρα. Και σαν προσωπικότητα, αλλά και στον εργασιακό χώρο. Δεν είναι όπως παλιά που οι τραγουδίστριες θεωρούνταν πουτάνες. Πλέον το τραγούδι είναι μια αξιοπρεπέστατη εργασία!

Πόσο θετικός ακούγεστε.

Είμαι θετικός και πιστεύω πως όλοι πρέπει να είμαστε θετικοί. Έχω ζήσει πάρα πολλά στο επάγγελμα αυτό και οφείλω να πω ότι οι συνάδελφοι μας δεν χρωστάνε καλό λόγο. Κάνω αγώνα να τους πω ότι έχουν λάθος, ότι κάνουν κακό στον εαυτό τους.

Λαϊκό τραγούδι σημαίνει και εμπορικό τραγούδι, καταναλώσιμο ευρέως;

Δεν νομίζω ότι είναι αυτό το λαϊκό τραγούδι. Αλλιώς δηλαδή θα λέγαμε λαϊκό τραγούδι και τη Βανδή. Δεν είναι λαϊκό τραγούδι αυτό! Το κριτήριο της μαζικής κατανάλωσης και των πωλήσεων δεν πρέπει να μας αφορά. Λαϊκό τραγούδι είναι αυτό που έρχεται από την ελληνική κληρονομιά, από τη δική μας παράδοση, που συνεχίζεται. Για να μην πάμε πολύ – πολύ παλιά, όταν το λαϊκό τραγούδι ήταν του δήμου, της ανώνυμης δημιουργίας. Το λαϊκό τραγούδι σήμερα έχει διαβρωθεί, παραποιηθεί και σχεδόν κακοποιηθεί, γιατί όλα αυτά που του κάνουν δεν βασίζονται στις ρίζες της ελληνικής μουσικής. Είναι πατέντες δυτικότροπες.

Με όλη αυτή τη μουσική σας παιδεία, σπάνια για λαϊκό τραγουδιστή, έχετε γίνει και πιο απαιτητικός;

Ναι, σίγουρα. Σίγουρα…

Στερείστε πράγματα, όμως, έτσι.

Όπως το λέτε είναι, υπάρχει ένας εγκλωβισμός, αλλά πρέπει να σταθείς με κριτικό μάτι, να μη χαθείς στην τεχνική και χάσεις τη σημασία της εκφραστικότητας. Πολλές φορές με αυτή την αίσθηση απαιτητικότητας, που λέτε, ένιωσα και κάποια δυσφορία.

Δεν αρχίσατε να νιώθετε και υπεράνω;

(σκέφτεται) Ναι, αλλά με ενοχές μετά. Είπα: «Μήπως είμαι αυστηρός και είδα μόνο τα τεχνικά, που δεν ξέρω αν είναι τόσο καθοριστικά για ένα έργο τέχνης;»

Τελευταίο δίσκο κάνατε το 2009, τον «Αρχάγγελο».

Ναι, στη Legend, με δικά μου τραγούδια σε στίχους του Σκαμπαρδώνη, του Κοροβίνη, του Κορδέλλα, του Ρασούλη και σε ένα του Τάκη Συρέλλη.

Του ποιητή.

Ακριβώς. Πολύ καλή δουλειά αυτή και πήγε και καλά! Παίζω τα τραγούδια και ο κόσμος ζητάει ένα, που παίχτηκε για δυο χρόνια στο ραδιόφωνο χωρίς δική μου παρέμβαση. Λέγεται «Πήγα σε είκοσι γιατρούς» του Γιώργου Βρούβα. Ήρθε μια μέρα ο Γιώργος απ’ το σπίτι. «Τι γίνεται;» τον ρωτάω, «Άσε» μου απαντάει, «πήγα σε είκοσι γιατρούς και δεν μου βρίσκουν τίποτα»…«Άντε, πήγαινε σπίτι σου και κάτσε γράψε ένα τραγούδι μ’ όλο αυτό»…Πάει και γράφει το εξής: «Πήγα σε είκοσι γιατρούς και σ’ άλλους τόσους τρέχω/ καθηγητές και ειδικούς για να μου πουν τι έχω/ μού’δωσαν χίλιες συνταγές, σιρόπια και δισκία/ αξονικές, μαγνητικές, μα απάντηση καμία»…Μετά τηλεφώνησα εγώ στην Αθηνά, την κόρη του: «Τι έχει ο πατέρας σου; Κάτι μου είπε»…«Μας δίνουν έξι μήνες ζωής οι γιατροί. Έχει καρκίνο, αλλά του είπαμε ότι έχει αυχενικό»…Και ο Βρούβας, πράγματι, πέθανε. Δεν πρόλαβε να τον ακούσει το δίσκο…

Πάσχει από στίχο σήμερα το τραγούδι;

Εντελώς. Δεν υπάρχουν πια οι μάστορες, ο Κολοκοτρώνης, ο Βίρβος, ο Βασιλειάδης ο «Τσάντας», ο Πυθαγόρας. Δεν υπάρχουν αυτοί που θα αφηγηθούν μια ιστορία με όλη τη δύναμη του αφηγηματικού λόγου. 

Όλων αυτών που είπατε, όμως, ναι μεν θαυμάζεις την τεχνική, αλλά ακούγονται μερικώς ξεπερασμένοι.

Το θέμα, το περιεχόμενο, ναι, κάπως. Μιλάμε όμως με τα σημερινά δεδομένα. Τα προβλήματα τα ίδια είναι. Η ανεργία υπάρχει, ο έρωτας κι ο θάνατος πάντα θα υπάρχουν.

Η Λίνα Νικολακοπούλου πως σας φαίνεται;

Είναι σοφιστικέ κι αυτή, λόγια. Γενικά δεν πιστεύω ότι ζητάει πολύ την αλληγορία το τραγούδι. Τη direct αφήγηση ζητάει. Δυνατές λέξεις, ζωντανές με σαφήνεια. Αν τα τέσσερα τετράστιχα τα πεις με ένα, θά’ναι κέρδος για το τραγούδι. Υπήρξαν στο κοντινό παρελθόν άνθρωποι της διανόησης, σαν τον Ηλία Κατσούλη, που είχαν πλησιάσει πολύ αυτό το ρεαλιστικό τρόπο γραφής.

Και ο Άλκης Αλκαίος; Πάρτε μερικούς στίχους από το περίφημο «Ερωτικό»: «Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις τις ώρες που αγριεύει η βροχή, στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί, μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις»…Δεν είναι κι ο πιο εύληπτος στίχος, αλλά ο Θάνος Μικρούτσικος το έκανε ένα ωραιότατο ζεϊμπέκικο.

Αυτό είναι ένα λόγιο ποίημα, που οι αδαείς το λένε έντεχνο. Έχει σαφώς την αξία του και μας κάνει να μην είμαστε κολλημένοι με τον απλοϊκό στίχο. Αυτό είναι ποίημα, όχι λόγια του αέρα, που δεν μας λένε τίποτα, όπως τα περισσότερα έντεχνα. Πως να το κάνουμε, δεν μπορεί να ξεπεραστεί ο στίχος που λέει: «Κρίμα πού’σαι παντρεμένη, κρίμα πού’σαι αλλουνού κι έτσι σε κρατάω κλεισμένη στην καρδιά μου και στο νου/ άργησα να σε γνωρίσω, άργησες κι εσύ να’ρθείς, τώρα χώρια σου θα ζήσω, τώρα χώρια μου θα ζεις»…Ποιο άλλο τραγούδι έχεις γραφτεί απ’ τους νεότερους για τους παντρεμένους, τόσο δοτικό και ευγενές;

Το «Παντρεμένοι κι οι δυο, γύρνα σε παρακαλώ» μού’ρχεται τώρα στο νου, αν και ευγενές ακριβώς δεν το λες.

Αυτό είναι μια μαλακία! Και μισή! Δεν έχει αρχή, μέση και τέλος, ενώ του Πυθαγόρα ο στίχος είναι ένα κανονικό αφήγημα. Αυτό λέμε τελικά, ότι λείπει το αφήγημα απ’ το τραγούδι.

Ας πάμε στο δίσκο σας που βγήκε πρόσφατα. Περιέχει παραβατικά τραγούδια είπαμε στην αρχή.

Και ερωτικά. Συνθετών σαν τον Σκαρβέλη, τον Τούντα, τον Τσιτσάνη, τον Ευάγγελο Παπάζογλου κ.α. Η ιδέα ξεκίνησε απ’ τον Σωφρόνη, τον ιδιοκτήτη του δισκάδικου, που θα κάνουμε την παρουσίαση. Ο Σωφρόνης έχει ένα μεγάλο δισκάδικο στο Μοναστηράκι και μου είπε ότι περνάνε Ολλανδοί, Γερμανοί και Γάλλοι, που ζητάνε τα ρεμπέτικα του Κοντογιάννη. Κι αυτός τους έδινε τα παλιά μου, αυτά με τη Ρεμπέτικη Κομπανία.

Δεν με εκπλήσσει. Για ένα μεγάλο διάστημα, καλλιτέχνες της LYRA σαν εσάς, τη Μαριώ, τους Χαΐνηδες κ.α. πηγαίνατε τακτικά στην Ολλανδία για συναυλίες.

Έπαιζα για 10 – 12 χρόνια συνέχεια στην Ολλανδία. Τώρα δεν πάω, την τελευταία δεκαετία. Έχω παίξει και στην Αμερική πολλές φορές, όπως και στην Ευρώπη, Βρυξέλλες, Ουτρέχτη, Μόναχο, Στουτγάρδη, Κολωνία – κάθε μήνα είμαστε στην Ευρώπη, λέγαμε όχι στις οχτώ απ’ τις δέκα προτάσεις. Είχε καλά λεφτά. Έτσι, μου έβαλε την ιδέα ο Σωφρόνης να κάνω έναν προσωπικό δίσκο με ρεμπέτικα. Θέλαμε μπουζουξήδες, αλλά τελικά τα έπαιξα εγώ όλα με την κιθάρα μου, εφόσον δικαιούμουν με τόσα χρόνια πορεία να είμαι εγώ, να έκανα έναν δίσκο όπως θα τον ήθελα!

Ποια ανάγκη ή φιλοδοξία καλύπτει αυτή σας η δουλειά;

Επειδή λέω τα τραγούδια αυτά για χρόνια στα μαγαζιά, πιστεύω ότι έχει μεγάλη σημασία η καταγραφή. Πλέον με το CD η καταγραφή περνάει στην αιωνιότητα. Το ρεμπέτικο, άλλωστε, δεν διασώθηκε από κρατικούς φορείς ή τις δισκογραφικές, αλλά από διάφορους μερακλήδες, «τρελούς», οι οποίοι βρήκαν τα πάντα. Γι’ αυτό λέω ότι το CD και η ψηφιακή εποχή είναι η αιωνιότητα.

Μην το λέτε, τα CD οξειδώνονται και μετά από 10 – 15 χρόνια πάνε για πέταμα.

Ε, τα στικάκια ή οι σκληροί δίσκοι, όμως, δεν χαλάνε.

Εκτιμώ το ότι δεν είστε καθόλου τεχνοφοβικός.

Μια χαρά είναι η ψηφιακή εποχή, τη στιγμή που δεν εμποδίζει την έκφραση. Εξαρτάται πως χρησιμοποιείς την τεχνολογία. Δεν κολλάω με την εποχή του βινυλίου και τους πίνακες στα εξώφυλλα και όλα αυτά που συνήθως λέγονται. Σημασία έχει να μην μειώνονται η ευαισθησία και η έκφραση.

Τελικά όλα τα κάνουμε για εμάς ή για τους άλλους;

Νομίζω ο σκοπός είναι να τα κάνουμε για μας πρώτα. Αυτό που γουστάρουμε, αυτό που είμαστε εμείς. Να καταγράφουμε τη δικιά μας αλήθεια, γι’ αυτό και οι νέοι συνθέτες δεν πάνε καλά. Κλείνονται σ’ ένα δωμάτιο και σκέφτονται ποιο τραγούδι πουλάει ή ποια μουσική είναι πιο εύπεπτη. Σκέφτονται την πιάτσα και το εμπόριο και όχι τη δική τους ανάγκη.

Με δυο λέξεις. Είστε ευχαριστημένος απ’ τη ζωή σας, κύριε Κοντογιάννη;

Πολύ, απ’ τη ζωή πάρα πολύ, περισσότερο απ’ την καριέρα μου! Έχω ζήσει πολύ καλά, σαν βασιλιάς έχω ζήσει!

Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την κουβέντα.

Εγώ σας ευχαριστώ, να είστε καλά.

Η Αλεξία Μπακογιάννη υπέβαλλε μήνυση στον Στέφανο Χίο– Καταγγέλλει φραστική επίθεση

Αλεξια

Η Αλεξία Μπακογιάννη υπέβαλλε μήνυση στον Στέφανο Χίο– Καταγγέλλει φραστική επίθεση

«Θερμό επεισόδιο» καταγράφηκε σε γνωστό καφέ της Αθήνας, το μεσημέρι της Τετάρτης, μεταξύ της Αλεξίας…