«Είμαι αντίθετος στον φιλελευθερισμό και στο κέρδος πάνω απ’ τον άνθρωπο»

Όταν ένας καλλιτέχνης με σημαντική πορεία τα τελευταία 25 χρόνια στην Ελλάδα έχει την ατυχία να κουβαλά το ίδιο επώνυμο με τον Πρόεδρο της ΝΔ!  

67913667 2327661564020571 1380881888889012224 n

Στα μέσα των 90s απ’ τη μια μεσουρανούσαν οι λεγόμενοι «έντεχνοι» τραγουδοποιοί και τραγουδιστές κι απ’ την άλλη συγκροτήματα σαν τις Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά, τα Υπόγεια Ρεύματα και τους Ενδελέχεια – οι εκπρόσωποι δηλαδή μιας ελληνόφωνης ηλεκτρικής σκηνής, με το χαρακτηρισμό της οποίας του Δημήτρη Μητσοτάκη τού πήρε πολλά χρόνια να συμφιλιωθεί. Ο ίδιος, ως στιχουργός κυρίως, υπέγραψε τις μεγαλύτερες επιτυχίες των Ενδελέχεια, κομμάτια άλλοτε ρυθμικά και «σκληρά», και άλλοτε τρυφερά και ευαίσθητα, ακόμη και πεισιθανάτια. Κι όταν η δισκογραφία έπνεε τα λοίσθια στην Ελλάδα, πριν μία δεκαετία, εκείνος παρουσίασε ένα ανανεωμένο συνθετικό προφίλ με τους Ευδαίμονες, το καινούργιο μουσικό του project. Παράλληλα, παρουσίασε επίσης μιαν άλλη πτυχή του ταλέντου του, αυτήν του συγγραφέα, με τρία βιβλία ήδη στο ενεργητικό του, ενώ εξακολούθησε να εργάζεται ως καθηγητής μουσικός στο ΚΕΘΕΑ κοντά σε παιδιά που προσπαθούν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή τους. 

Δεν είναι πολλές μέρες που ο Μητσοτάκης, συνονόματος του προέδρου της ΝΔ, διοχέτευσε ένα σατιρικό αυτοαναφορικό τραγούδι του στα social media. Το τραγούδι έγινε θέμα σε εκπομπή του καναλιού «Open» με τους καθ’ όλα άσχετους παρουσιαστές να τον περνάνε γενεές δεκατέσσερις, μη γνωρίζοντας φυσικά τη διόλου αμελητέα διαδρομή του στο ελληνικό τραγούδι τα τελευταία 25 χρόνια. Τη…μπαρούφα συνέχισε και η ΕΡΤ, αν και σαφώς μέσα σε ένα πιο «λάιτ» κλίμα, κάνοντας αναπαραγωγή της υπόθεσης και αναγράφοντας το όνομα του ως Δημήτρης Μητροπάνος! Και να θες ν’ αγιάσεις, δηλαδή, δεν σ’ αφήνουν οι διαόλοι… 

Τουλάχιστον το περιστατικό έγινε αφορμή να πραγματοποιηθεί η συνέντευξη με τον Δημήτρη Μητσοτάκη, που ακολουθεί ευθύς αμέσως. Η συνέντευξη ζωής, θα έλεγα, ενός σημαντικού καλλιτέχνη που είδε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω του! Για καλό ή για κακό σκοπό, αυτό ας το κρίνει η ιστορία του τραγουδιού ή και η προσωπική του ιστορία, έτσι όπως ο ίδιος μού την εμπιστεύθηκε: 

Εδώ υπάρχει ένα μπλέξιμο, ξέρετε. Δημήτρης Μητσοτάκης, Δημήτρης Μητροπάνος, Κυριάκος Μητσοτάκης, αχταρμάς…Αναρωτιέμαι αν τελούμε υπό καθεστώς fake news στα πάντα πλέον!

Στο πλαίσιο μιας γενικότερης κατάστασης όπου ο καθένας μπορεί να γράψει και να ποστάρει ότι θέλει χωρίς να το εξακριβώσει, χωρίς να ισχύει αυτό κιόλας, ζούμε μία εικονική πραγματικότητα. Τώρα στην ΕΡΤ που με έκαναν Δημήτρη…Μητροπάνο θέλω να πιστεύω ότι απλά ήταν μια χαζομάρα του ίδιου που χειρίζεται εκεί πέρα τα γραφιστικά. Ίσως πάλι ήταν του ίδιου που «διοχέτευσε» την προηγούμενη μέρα πως η «Δραπετσώνα» είναι ένα τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη! 

Ή απλά είναι θέμα άγνοιας. Όχι ότι την κάνει λιγότερο απαράδεκτη τη φάση.

Είναι άγνοια μαζί με προχειρότητα, κάτω απ’ την οποία βλέπουμε γενικώς τα πράγματα στην Ελλάδα. Είμαστε επιφανειακοί σε πολλούς τομείς, όχι μόνο στη δημοσιογραφία.

Το όνομα Μητσοτάκης, σας συνδέει με την Κρήτη εσάς;

Έχω μια μακρινή καταγωγή απ’ την πλευρά του πατέρα μου, ο οποίος ήταν Κρητικός γεννημένος στον Πειραιά. Με τον πρόεδρο της ΝΔ έχουμε μία χρονιά διαφορά, εγώ γεννημένος το 1967, αυτός το ’68. Πέραν αυτού, ουδεμία άλλη σχέση.

Η αλήθεια είναι πως όποτε παίζαμε τραγούδια σας στο ραδιόφωνο και λέγαμε ποιανού είναι, περνούσε η σκέψη «Κοίτα όνομα που έχει τώρα ο ροκάς»! 

Εύχομαι μετά απ’ όλον αυτό το ντόρο να απενοχοποιηθήκατε (γέλια)

Αφήστε εμάς, το θέμα είναι αν εσείς απενοχοποιηθήκατε.

Καταρχάς πέρα απ’ την πλάκα μπήκα σε σκέψεις, γιατί είμαι ένας άνθρωπος που έχει κυκλοφορήσει πάρα πολλά τραγούδια: Εννέα δίσκους με τους Ενδελέχεια, τρεις προσωπικούς και καμιά εικοσαριά ψηφιακά singles την τελευταία διετία. Κάθομαι και συλλογίζομαι για ποιο λόγο έπρεπε να γίνει ένα τέτοιο σατιρικό τραγούδι, που γράφτηκε μέσα σε δύο λεπτά στο σπίτι μου με την κιθάρα…Όταν το τελείωσα, σκέφτηκα «Να το ανεβάσω, να μην το ανεβάσω, να το έχω ”ανοιχτό” μόνο για φίλους;» Ήμουν μπερδεμένος, έλεγα «Ποιος θα το δει;»…Πάτησα τη δημοσίευση και έγινε ότι έγινε! Μιλάμε για ένα τραγούδι του χαβαλέ, που δεν έχει ούτε ενορχήστρωση, ούτε μουσικούς, ούτε στούντιο, όλη αυτή την επίπονη διαδικασία που εμένα μου παίρνει πάρα πολύ καιρό, χρόνο και κόπο. Εγώ κάθομαι πάρα πολύ πάνω από τα τραγούδια μου και προσέχω μέχρι και την τελευταία νότα, μέχρι και τον τελευταίο ήχο, ακόμη κι αν είναι καμπανάκι στο τέλος του μέτρου. Εύχομαι να είναι αιτία αυτό το σατιρικό τραγούδι για να ανακαλύψει ο κόσμος τη δουλειά μου, ειδικά στη μετά Ενδελέχεια εποχή, που δεν είναι γνωστή σε όλους. Αναφέρομαι στις «Κατρακύλες», τη δουλειά που κάναμε μαζί με τον Γρηγόρη Κλιούμη το 2015, και ένα χρόνο μετά άρχισα να αναρτώ τα ψηφιακά μου κομμάτια.

Το δισκογραφικό τέλος των Ενδελέχεια, βέβαια, είχε συμπέσει με το τέλος της δισκογραφίας στην Ελλάδα, έτσι όπως την ξέραμε. Πιστεύετε ότι κάπου χάθηκε η συνέχεια σας τουλάχιστον στη σχέση σας με το κοινό;

Νομίζω ότι αυτό είχε ξεκινήσει πιο πριν. Αναφέρομαι στην πτώση της ηλεκτρικής σκηνής στην Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο τελευταίοι δίσκοι των Ενδελέχεια, που θεωρώ εξαιρετικές δουλειές, δεν είχαν την αναμενόμενη απήχηση. Είναι μια κατάρα που με βαραίνει, αν σκεφτείτε ότι και το «Τι τραγούδι να σου πω», έγινε γνωστό μετά από μία δεκαετία. 

Που αποδίδετε την πτώση της ηλεκτρικής σκηνής; Στην κυριαρχία, ας πούμε, του έντεχνου με τους κιθαρο-τραγουδοποιούς και τα έντονα παραδοσιακά στοιχεία;

Για κάποιο λόγο σταμάτησε να υποστηρίζεται από τα μέσα, από τα έντυπα και κυρίως από το ραδιόφωνο. Όσο ξαφνικά άρχισε να πουσάρεται κάποτε, τόσο ξαφνικά σταμάτησε. Οι άνθρωποι του μάρκετινγκ λειτουργούν λίγο με επταετείς μόδες. Το θέτω χονδρικά τώρα, παρατηρώντας διάφορα μουσικά στυλ που κάνουν ένα μπαμ, στηρίζονται πάρα πολύ και μετά χάνονται. Την εποχή της «Βουτιάς από ψηλά» υπήρχαν άπειρα ελληνικά rock συγκροτήματα. Θυμάμαι ότι είχαμε φτάσει στο σημείο να υπάρχει διαφήμιση του δίσκου ακόμη και στο οπισθόφυλλο του «PLAYBOY». Φαντάζεστε σήμερα να υπάρχει ελληνικός rock δίσκος στο «PLAYBOY» ή έστω αναφορά; Είναι ενδεικτικό του τι συνέβαινε. Τα πιο mainstream ραδιόφωνα έπαιζαν όλες τις ώρες τα τραγούδια μας, τα πιο απαλά, τις μπαλάντες! Δεν θα σου πω ότι ο ΜΕΛΩΔΙΑ έπαιζε τη «Διαμαντένια προβλήτα», αλλά τις «Μικρές χαρές» το έπαιζε σε όλες τις ζώνες. Σήμερα δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί αυτό, ακόμα και με το εμπορικότερο τραγούδι! 

Με ποια λογική, θα ήθελα να μου πείτε, δώσατε το «Τι τραγούδι να σου πω» στον Γιάννη Κότσιρα;

Καταρχάς, δεν το έδωσα! Μου ζητήθηκε η άδεια και αποφασίσαμε με τον Κατσιμάνη, που υπογράφει τη μουσική, να το δώσουμε προς επανεκτέλεση. Θεωρώ ότι ένας άνθρωπος, ο οποίος σέβεται μία σύνθεση, μπορεί να το πει, είτε ανήκει στον δικό μας χώρο, είτε σ’ άλλον. Εξάλλου το τραγούδι δεν είναι κόμμα, δεν είναι πολιτική τοποθέτηση. 

Δεν πολυσυμφωνώ, εδώ έγινε χαμός με ένα σατιρικό, σαφώς πολιτικό, τραγούδι σας.

Δεν είχα κανένα λόγο να μην επιτρέψω στον Γιάννη να πει το κομμάτι, εφόσον δεν εκφράζει κάτι με το οποίο εγώ θα ήμουν αντίθετος.

Πάμε λίγο πίσω. Γεννηθήκατε στον Πειραιά και μεγαλώσατε στην Καλλιθέα.

Ακριβώς. Στην Καλλιθέα έγιναν και οι πειραματισμοί με τα πρώτα συγκροτήματα. 

Τι ακούγατε τότε;

Τέλη ’70 – αρχές ’80 είναι η πρώτη μου επαφή με τα κλασικά sixties rock συγκροτήματα. Γυμνασιακά χρόνια. Μεγάλη εμμονή με τον Bob Dylan και τη στιχουργική του, όπως και λίγο μετά με τον Tom Waits και τα ηχητικά του τοπία. Τα ονομάζω ηχητικά τοπία, γιατί για μένα κάθε τραγούδι του Tom Waits βγάζει μια μικρού μήκους ταινία. Ακολούθησε μια πολύ μεγάλη περίοδος που ψάχνω μετά μανίας το ρεμπέτικο στις αυθεντικές πρώτες εκτελέσεις από το γυμνάσιο μέχρι τα πρώτα χρόνια του λυκείου. Είναι η εποχή που πολύ δύσκολα έβρισκες αυθεντικό ρεμπέτικο. 

Αν και υπήρχαν οι συλλογές του Κώστα Χατζηδουλή, νομίζω.

Είχαν βγάλει τέτοιους δίσκους ο Χατζηδουλής και ο Φαληρέας, όμως όλα αυτά εγώ τα πλήρωνα από το χαρτζιλίκι μου. Όλο το βδομαδιάτικο μου πήγαινε σε τέτοια βινύλια, θέλοντας να καταλάβω τι συνέβαινε. 

Οι γονείς πως έβλεπαν τον γιο τους να’ ναι τόσο χωμένος στη μουσική;

Τον πατέρα μου τον έχασα πολύ μικρός, όταν ήμουν εφτά ετών. Αρρώστησε και «έφυγε» 39 ετών. Μεγάλη απώλεια…Μεγάλωσα με τη μάνα μου και τον αδερφό μου, αλλά μετά, όταν τελείωνα το λύκειο, έφυγαν απ’ την Αθήνα. Η μάνα μου ξαναπαντρεύτηκε στην Κρήτη κι εγώ έμεινα πίσω. Μόνος, αρχικά με τη γιαγιά και τον παππού, μέχρι να αυτονομηθώ. 

Μου περιγράφετε μία μάλλον μοναχική προσωπική ζωή πριν τα συγκροτήματα, ένα είδος συμβίωσης ούτως ή άλλως.

Δεν θα χαρακτήριζα μοναχική την πορεία μου, γιατί ήμασταν μία εξαιρετικά δεμένη οικογένεια. Είχα πάντα τριγύρω μου ανθρώπους, ξαδέρφια, συγγενείς, θείους, οι οποίοι έκαναν το παν για να μην είναι τόσο φανερή η απώλεια του πατέρα μου. Βοήθησαν πολύ σ’ αυτό και τους ευχαριστώ. Απ’ την άλλη, απ’ τα 19 μου ζω μόνος, είμαι από εκείνη την εποχή αυτοσυντήρητος. 

Κάνατε κάτι άλλο για το βιοπορισμό εκτός από τη μουσική;

Όχι, μόνο με τη μουσική έχω ασχοληθεί επαγγελματικά, ως μουσικός σε νυχτερινά κέντρα, ντράμερ, αμέσως μετά το λύκειο.

Σε ποια σχήματα;

Δεν ήταν γνωστά ονόματα. Μιλάμε για συνοικιακά μαγαζιά, αλλά μη φανταστείτε τίποτα λούμπεν. Τα λέγανε ρεμπετάδικα, αλλά δεν παίζανε ρεμπέτικα. Πιο πολύ λαϊκά κι έριχναν και καμιά μπριζόλα μέσα για τον πελάτη. Μετά από κει δούλεψα για ένα μεγάλο διάστημα στη Φυλής, στο «Αρχοντικό του Σαράντη». «Η αίθουσα διατίθεται», τέτοιο στυλ ήτανε. Όλα αυτά τα πρώτα χρόνια. Αργότερα, επειδή κουράστηκα πάρα πολύ από τη νύχτα, φτιάξαμε μια κομπανία με το όνομα Μονολιθικοί και παίζαμε μόνο προπολεμικά ρεμπέτικα, ώσπου το ’94 κάναμε τον πρώτο δίσκο με τους Ενδελέχεια. 

Αληθεύει ότι το όνομα του γκρουπ το σκεφτήκατε στα Εξάρχεια;

Υπάρχει ένα καφενείο, ακόμα νομίζω, Χαριλάου Τρικούπη και Καλλιδρομίου. Αν δεν κάνω λάθος, λέγεται «Μουριά». Ήταν σε ωραίο παραδοσιακό στυλ με τη τζαμαρία του. Εκεί πέρα πηγαίναμε μετά την πρόβα μας, αφού πολύ κοντά ήταν το «Προβάδικο του Βλάσση», του Ερημάκη, που είχε και μια μικρή δισκογραφική κι έκανε και κάποιες παραγωγές. Την αράζαμε τακτικά για καμιά μπίρα κι εκεί μέσα, σωστά, βγήκε το όνομα Ενδελέχεια. Αυτό έγινε μεταξύ 1992 και ’93. 

Ο Νικόλας Άσιμος, που τον διασκευάσατε κιόλας, είχε «φύγει» ήδη από τη ζωή τότε.

Ναι, δεν τον είχα πετύχει τον Άσιμο. Μόνο με τον Παύλο Σιδηρόπουλο είχα μια μικρή επαφή, είχαμε πιει έναν – δυο καφέδες. Προς το τέλος της ζωής του, όταν έκανε κάποιο off και προσπαθούσε να επικοινωνήσει, σε δυο τέτοιες φάσεις τον είχα πετύχει. 

Θέλω να πω ότι ζήσατε φευγαλέα όλο αυτό το αναρχοαυτόνομο κλίμα των Εξαρχείων.

Λίγο ξώφαλτσα…Οι άνθρωποι αυτοί ήταν κατά μία ή δύο γενιές μεγαλύτεροι μου. Θα έπρεπε να είμαι κατά πέντε – έξι χρόνια μεγαλύτερος ώστε να τό’χω βιώσει όλο αυτό το κλίμα, που λες. 

Μιλήστε μου για τον πρώτο σας δίσκο. Είχε βγει, αν θυμάμαι καλά, από την Eros Music του Στέλιου Φωτιάδη.

Ακριβώς. Εμείς είχαμε κάνει κανονική παραγωγή στο «Στούντιο 111» στο Μοσχάτο. Παραγωγός ήταν ο Λευτέρης Νεοκοσμίδης, φίλος ηχολήπτης. Είχαμε κάνει 12 τραγούδια και στείλαμε την παραγωγή σε εταιρείες. Απ’ όλες φάγαμε πόρτα! Είχαμε δώσει ένα dead line, λέγαμε πως άμα δεν μας απαντήσουν, θα προχωρήσουμε μόνοι μας με ανεξάρτητη παραγωγή. Μία ή δύο μέρες πριν λήξει το dead line, πήραμε θετική απάντηση από τον Φωτιάδη και την Eros Music.

Πιστεύετε ότι σ’ αυτό έπαιξε ρόλο και η θέση που είχε ο Ηλίας Ασλάνογλου στην εταιρεία; 

Νομίζω ναι, ο Ηλίας ήταν στην Eros τότε. Κάναμε ένα ραντεβού και ο Φωτιάδης μας ζήτησε να κρατήσουμε το μισό υλικό και να φτιάξουμε άλλα έξι κομμάτια. Μπήκαμε στη διαδικασία, η παραγωγή θα ήταν του Φωτιάδη, αλλά ο Λευτέρης διαφώνησε και αποχώρησε. Έτσι προέκυψε ο πρώτος δίσκος με το όνομα Ενδελέχεια και με όλο το υλικό ξαναδουλεμένο στο στούντιο. 

Για ποιο λόγο αποχώρησε ο Νεοκοσμίδης; Να μην ήθελε εταιρεία πάνω απ’ το κεφάλι του;

Κάποιοι διαφώνησαν με το ξαναγράψιμο των τραγουδιών στο στούντιο. Τα έξι δηλαδή απ’ την αρχική παραγωγή συν άλλα έξι καινούργια.

Ο Φωτιάδης, πάλι, είναι ένας άνθρωπος που είχε σχέση με το rock, όντας μέλος των Νοστράδαμος στα 70s. Πιθανώς να ήθελε να βοηθήσει.

Ο Φωτιάδης εμένα μου είχε πει καθαρά: «Δημήτρη, σας πήρα για τους στίχους σας», τό’χε δηλώσει ευθαρσώς! Τα μισά κομμάτια που ήταν ερωτικής θεματολογίας, δεν του άρεσαν ιδιαιτέρως. Μπήκαμε στη διαδικασία να παρουσιάσουμε ένα υλικό ομοιογενέστερο, πράγμα που εγώ το είχα μέσα μου ούτως ή άλλως. Σκέψου πως όταν μας ζήτησε τα υπόλοιπα έξι κομμάτια, εγώ τα είχα έτοιμα, τα έβγαλα απ’ το συρτάρι μου. 

Πιο αντιδραστικά ή κοινωνικού ύφους, ας πούμε;

Όχι αντιδραστικά, θα έλεγα κοινωνικής θεματολογίας περισσότερο και όχι τόσο ερωτικής.

Ήταν και η περίοδος που μεσουρανούσαν οι Τρύπες του Γιάννη Αγγελάκα, σωστά;

Ναι, μεσουρανούσαν, είχαν βγάλει τα «Εννιά πληρωμένα τραγούδια» εκείνη την περίοδο. Τότε που έκαναν τους Λυκαβηττούς και γινόταν χαμός. Εγώ πάλι περνούσα μια φάση κόντρας με όλο αυτό, με όλο το θέμα του ορισμού «ελληνική rock σκηνή». Άκουγα τον όρο κι έβγαζα σπυριά! 

Γιατί; Κι εσείς rock παίζατε.

Θεωρούσα ότι δεν συνιστούσε αυτό το πράγμα «σκηνή» με την έννοια ότι τα γκρουπ μεταξύ τους ήταν ανταγωνιστικά, δεν ήμασταν φιλαράκια όπως τώρα που μπορεί να βρεθούμε και να πιούμε καφέ με πολλά απ’ αυτά τα παιδιά. Τα πράγματα δεν ήταν έτσι τότε.

Μπορεί κι οι εταιρείες να έβαζαν τα γκρουπ τους σε ένα trip ανταγωνιστικότητας. 

Δεν θα το πω έτσι, απλά για κάποιο λόγο δεν γνωριζόμασταν, ούτε ανταλλάζαμε φιλικές κουβέντες. Ήμασταν απλά μουσικοί που παίζαμε ηλεκτρικό τραγούδι με ελληνικό στίχο. Ο κάθε συνθέτης ήταν ένας διαφορετικός συνθέτης, όπως και ο κάθε στιχουργός και το κάθε σχήμα με τη διαφορετικότητα του.

Στην έναρξη των Ενδελέχεια, με ποιους βλέπατε να έχετε αισθητικές συγγένειες;

Με κανέναν! Θέλω να είμαι ειλικρινής…Αυτό το πράγμα ωρίμασε σε μένα πολύ μετά, αφού πέρασαν χρόνια, μια εικοσαετία τουλάχιστον από εκείνη την εποχή. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω ποιες ήταν οι καλλιτεχνικές συγγένειες, τι θα μπορούσε να σημαίνει δυνητικά η «ελληνική rock σκηνή» και ποιοι ήταν όντως εκπρόσωποι αυτής της σκηνής. Τα γκρουπ που άντεξαν στο χρόνο με τα τραγούδια τους και πλέον, ως αποτέλεσμα της ιστορίας αυτής, ήρθαμε κοντά σαν άνθρωποι, γίναμε φίλοι κι αρχίσαμε να έχουμε παρτίδες.

Είστε ειλικρινής, πράγματι, αν σκεφτούμε πως εσείς ειδικά είχατε «σπαστεί» που τα τραγούδια σας έμπαιναν σε διάφορες συλλογές του ελληνικού rock!

Ισχύει! Αυτό έγινε όταν το γκρουπ πέρναγε διάφορα με τις εταιρείες, φύγαμε απ’ την FM Records, κάναμε ένα δίσκο με τη SONY και ταυτόχρονα, τον ίδιο μήνα, βγήκαν δύο διαφορετικές συλλογές μας. Ήταν μια ιστορία άσχημη, που καθόλου δεν μου άρεσε, αλλά βέβαια που να ξέραμε ότι θ’ ακολουθούσαν ακόμα πιο άσχημες καταστάσεις, τις οποίες συγκριτικά με τότε, τις σκέφτομαι και γελάω…

Όντως, Παράδεισος ήταν τότε τα πράγματα.

Κάπως έτσι…

Κρατάτε στα χέρια σας το πρώτο βινύλιο των Ενδελέχεια. Ποια είναι τα συναισθήματα σας;

Το πρώτο βινύλιο το έπιασα στα χέρια μου στα τέλη του φθινοπώρου του ’94. Ως συλλέκτης δίσκων βινυλίου, ήμουν μαθημένος σε κάτι καλές παραγωγές με «βαριά» παχιά βινύλια. Μού’ρχεται, λοιπόν, ένα δείγμα από το εργοστάσιο, λίγο πριν κυκλοφορήσει επισήμως ο δίσκος. Το ανοίγω με ταχυκαρδία και εφίδρωση, αλλά βλέπω το βινύλιο να λυγίζει σαν να ήτανε φέτα από τυρί γκούντα! «Τι γίνεται εδώ;» λέω…Το βάζω να τ’ ακούσω και ενώ άκουγα δίσκους με το volume στο 5, αυτό τό’χω φτάσει στο 9 και δεν ακούω καμία ένταση! Ξέρετε, όταν είναι λεπτό το βινύλιο, χάνεται και το ηχητικό εύρος! Τέλος πάντων, λέω «Δε γαμιέται, φαντάζομαι στην επίσημη κυκλοφορία θά’ναι αλλιώς τα πράγματα», μα δυστυχώς έτσι ήταν και ο δίσκος όταν κυκλοφόρησε! Θυμάμαι την απογοήτευση μου, καθώς δεν είχε καμία σχέση με τα εισαγόμενα βινύλια. Δεν μπορώ και να μην πω, όμως, ότι ήταν κάτι ιδιαίτερα συγκινητικό για μένα, ίδιο ακριβώς συναίσθημα με την πρώτη φορά που άκουσα τραγούδι μας στο ραδιόφωνο. Θυμάμαι ότι μου κόπηκαν τα γόνατα και κάθισα! 

Το όμορφο είναι που σήμερα είστε 52 ετών και το όνομα σας έχει πάρει την υψηλή θέση του στην ελληνική, έστω rock, τραγουδοποιία.  

Αυτό που με ενδιαφέρει και νιώθω τυχερός είναι ότι κατάφερα να ζω και να βιοπορίζομαι απ’ αυτό που αγαπάω. Ήτανε το μεγαλύτερο δώρο που μου δόθηκε, γιατί είμαι ένας άνθρωπος που δεν ξέρω αν θα κατάφερνε να κάνει άλλη δουλειά χωρίς να «σπάσει»…

Στην ουσία όλα για μας τα κάνουμε κι έπονται οι άλλοι.

Αυτό είναι βασικό αξίωμα, άμα δεν κάνεις κάτι για σένα, δεν θα το καταλάβει ο άλλος. Να γράψω εγώ δηλαδή ένα τραγούδι που θα αρέσει σε σένα και θα σε κολακεύει; Ή θα απευθύνεται σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο;

Γιατί όχι; Υπάρχουν άλλοι που το κάνουν αυτό.

Εμένα δεν θα μου πήγαινε, δε θα μπορούσα να το κάνω αυτό το πράγμα, γι’ αυτό και είμαι ο πιο αυστηρός κριτής των τραγουδιών μου. Για ότι έχω παρουσιάσει, έχω ιδρώσει πάρα πολύ, δεν έχω αφήσει εύκολα ή χωρίς σκέψη να φύγουν πράγματα απ’ τα χέρια μου.

Ποια είναι η ιστορία πίσω απ’ το «Τι τραγούδι να σου πω»; Είναι μια πολύ θλιμμένη μπαλάντα.

Αυτό το τραγούδι έχει αστείες παραμέτρους μέσα στη σοβαρότητα του. Όταν έγραψα τους στίχους, τηλεφώνησα κατευθείαν του Κατσιμάνη: «Παναγιώτη, έχω έναν πολύ καλό στίχο, τον οποίο θέλω να μελοποιήσεις εσύ, γιατί θα σου ταίριαζε». Με ρώτησε τι θέμα έχει, του εξήγησα πως μιλάει για την απώλεια. Του το διαβάζω απ’ το τηλέφωνο, το καταγράφει, συγκινείται πάρα πολύ και σύντομα φτιάχτηκε το τραγούδι. Μετά από χρόνια που βγήκε, διότι επιτυχία έκανε μια δεκαετία μετά, αφού τό’πε ο Κότσιρας και πρόσφατα το ηχογράφησε και η Γλυκερία, κυκλοφόρησαν παραφιλολογίες, ότι ήταν το τελευταίο τραγούδι του Νίκου Παπάζογλου κλπ. Κάποια στιγμή ένας uploader ονόματι «Νέο Μοναστήρι» το κάνει μία ανάρτηση στην πρώτη ψηφιακή εποχή του YouTube με αποτέλεσμα το τραγούδι νά’χει φτάσει σήμερα σε κάτι αστρονομικά νούμερα του τύπου 15.000.000 views! Αντιλαμβάνομαι, όμως, ότι αυτό πρέπει να’ ναι ένα γραφείο κηδειών, γιατί όλα τα σχόλια από κάτω ήταν του τύπου «Θα σε θυμάμαι για πάντα», «Παππού, μου λείπεις» κλπ. Υπάρχει μία κωμικοτραγική ιστορία δηλαδή από πίσω και θέλοντας και μη το κομμάτι πήρε τη στάμπα του πεθαμενατζίδικου! Ξέρω δηλαδή ότι αυτό το κομμάτι θα παιχτεί στην κηδεία μου όταν πεθάνω, τέλος! Στον τάφο μου θα τραγουδάνε «Τι τραγούδι να σου πω», χωρίς ωστόσο το θέμα του τραγουδιού νά’χει προκύψει αναγκαστικά από έναν θάνατο. 

Ποιο ήταν, λοιπόν, το πραγματικό έναυσμα για τη δημιουργία του;

Ούτε εγώ ξέρω! Ήταν σαφώς ένα τραγούδι απώλειας, το οποίο γράφτηκε έτσι όπως γράφονται όλα μου τα τραγούδια, από διάφορα πράγματα που ξυπνάνε κατά καιρούς μέσα μου χωρίς λόγο και αιτία. Όσο κάθεσαι και γράφεις, τόσο σκαλίζεις το μέσα σου. Μια μέρα μου λέει ο Κατσιμάνης: «Και που να ήξεραν, ρε Δημήτρη, για ποιο λόγο έχεις γράψει αυτό το κομμάτι»! Το άφησα γιατί ντράπηκα, ούτε εγώ θυμόμουν για ποιο λόγο τό’χα γράψει. Μετά από χρόνια πιάνω τον Παναγιώτη: «Ρε συ, θυμάσαι που μου είχες πει αυτό κι αυτό;» Μου απαντάει: «Ναι», οπότε εγώ τον ρωτάω: «Πες μου, τι σου είχα πει, για ποιο λόγο τό’χα γράψει;» και μου κάνει: «Δεν θυμάμαι» (γέλια)

Δεν θα μάθουμε ποτέ δηλαδή.

Θα μείνει στη σφαίρα της φαντασίας, του απόκρυφου, αλλά θα πω για τρίτη φορά ότι είναι σίγουρα ένα τραγούδι απώλειας και για μένα η απώλεια ενός ανθρώπου, είτε απ’ τη ζωή, είτε απ’ τη δική σου ζωή, είναι το ίδιο σημαντική και δυνατή. Πολλές φορές μάλιστα η απομάκρυνση ενός ανθρώπου απ’ τη ζωή μας μπορεί να ισοδυναμεί με μεγαλύτερο θάνατο. 

Πείτε μου τώρα, με ποια λογική διασκευάσατε τον «Μπαγάσα» του Άσιμου και το «Στην αρχή του τραγουδιού» του Ξυδάκη; Ήταν δύο διασκευές στα όρια της αναδημιουργίας!

Δεν υπήρξαμε ένα συγκρότημα διασκευών, αφού συνήθως ένας καλλιτέχνης στο ξεκίνημα του λέει 3 τραγούδια απ’ το δίσκο του και 25 διασκευές. Υπάρχουν βέβαια καλλιτέχνες που λένε μόνο διασκευές και κανένα απ’ το δίσκο τους κι έχουν φοβερό σουξέ! Υπήρξαμε ένα γκρουπ που μας άρεσε να παίζουμε μόνο τα δικά μας. Σε μια πρόβα σκεφτήκαμε να κάνουμε μια διασκευή, αλλά όχι παίρνοντας απλά ένα κομμάτι και παίζοντας το όπως ήτανε. Διασκευή για μας είχε νόημα να είναι όντως διασκευή, να δίναμε σε μία σύνθεση το δικό μας χαρακτήρα. Διαλέξαμε δύο τραγούδια, τα οποία ήτανε παιγμένο με δύο κιθάρες το ένα, ενώ το άλλο μια ακουστική μπαλάντα. Είδαμε στα live να έχουν μεγάλη πέραση και θελήσαμε να ηχογραφηθούν, γιατί ήταν δύο διασκευές με ουσία. Μπήκαμε στο στούντιο και βγήκε ένα σινγκλάκι μ’ αυτά τα δύο κομμάτια. 

Είχατε κάποια vibes για τη μουσική σας απ’ τους πρεσβύτερους σαν τον Πουλικάκο, λόγου χάριν;

Με τον Πουλικάκο δεν έτυχε να βρεθούμε τότε, γνωριστήκαμε πολύ αργότερα. Είχαμε όμως πολύ καλό feedback από τα παιδιά που παίζανε με τον Σιδηρόπουλο, από τους Απροσάρμοστους, τον Οδυσσέα Γαλανάκη, όπως και από τους Σπυρόπουλους της Σπυριδούλας. Ακόμα κι από τους Socrates είχαμε ακούσει καλά λόγια, τον Σπάθα και τον Τουρκογιώργη! Θυμάμαι και τον Χριστόφορο Κροκίδη, που έπαιζε κιθάρα στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Αυτή ήταν η παλιά γενιά που μας είχε αποδεχτεί, βλέποντας μας να παίζουμε κυρίως live και όχι απ’ τη δισκογραφία. Γενικώς ένας μουσικός κρίνει περισσότερο το live παρά τον δίσκο σου!

Το κοινό που ερχόταν στα live σας ήταν το ίδιο που θα πήγαινε και σε ένα live του Παντελή Θαλασσινού, ας πούμε;

Δεν ήταν ένα στυλ. Δεν είχαμε ποτέ εμείς το σκληροπυρηνικό κοινό που είχαν τα Διάφανα Κρίνα. Ούτε καν τις πρώτες τρεις γραμμές από Τρύπες. Είχαμε διάφορα είδη, είχαμε και το πανκιό και τον χεβιμεταλλά, αλλά και έναν πιο intellectuel τύπο κι έναν φοιτητή κλπ. Δεν θα μπορούσα εύκολα να κατατάξω κάπου το κοινό μας.

Αυτό είχε να κάνει με το στυλ που υπηρετούσατε;

Είχε να κάνει, νομίζω, με τα τραγούδια μας. Εμείς ποτέ δεν είχαμε ένα στυλ μουσικής. Παίζαμε τη «Διαμαντένια προβλήτα», ok, αλλά παίζαμε και το «Τι τραγούδι να σου πω». Παίζαμε το «Κάντε πέρα», αλλά παίζαμε και τις «Μικρές χαρές», δηλαδή υπήρχε μία ποικιλία στον ήχο μας και άντληση από διάφορα στυλ. Δεν ήμασταν αμιγώς rock ή πάνκηδες ή μπαλανταδόροι.  Δεν πίστευαν με τίποτα, κάποτε, κάποιοι πιτσιρικάδες ότι εγώ δεν άκουγα ποτέ heavy metal, «Λες ψέματα» μου λέγανε. Δεν το άκουσα ποτέ, γούστα προσωπικά είναι αυτά, αλλά τους εξηγούσα πως η «πηγή» μου μπορεί να είναι το hard rock και όχι το heavy metal. 

Ρευστά είναι όλα αυτά. Θέλω να μου μιλήσετε και για την ενασχόληση σας με την τέχνη της συγγραφής.

Το 2007 έβγαλα την «Καυτή σούπα». Πολτοποιήθηκε όταν έκλεισαν τα «Ελληνικά Γράμματα».

Τραγικό!

Ναι, πολτοποιήθηκε και δεν με ειδοποίησαν καν να περάσω να πάρω τα τελευταία αντίτυπα! Σήμερα υπάρχουν στα χέρια μου τα τελευταία αντίτυπα του βιβλίου, συλλεκτικά πλέον, και στα χέρια όσων είχαν προλάβει να προμηθευτούν την πρώτη έκδοση. Έχω σκοπό να κάνω μιαν ανεξάρτητη επανέκδοση. Το δεύτερο βιβλίο μου, η «Μονοκατοικία», βγήκε το 2009 και το τρίτο είναι ο «Υπόγειος» που το έκανα συν – συγγραφή με τον φίλο μου, Αλέξανδρο Σικιαρίδη. 

Από που ορμώμενος καταπιαστήκατε με τη συγγραφή; Δεν το κάνουν όλοι κάτι τέτοιο.

Γενικά έγραφα από μικρός πέρα από έμμετρα και τραγούδια. Έγραφα διάφορες ιστορίες, διηγήματα, τα οποία ποτέ δεν είχα σκεφτεί να εκδώσω. Σε μία φάση ένιωσα την ανάγκη να γράψω κάτι εκτενέστερο απ’ το στίχο ενός τραγουδιού ή τους δώδεκα στίχους μιας δισκογραφικής δουλειάς. Έτσι προέκυψε η «Καυτή σούπα», κάτι ανάμεσα σε σκέψεις, βιωματικά κείμενα και εικόνες. Ένα πολυσυλλεκτικό πράγμα που τα κεφάλαια του διέπονταν από μία ανατροπή. Μαζεύτηκαν και τα ονόμασα έτσι, λόγω των διαφορετικών υλικών τους. Μοίρασα το υλικό σε δυο – τρεις φίλους για να το διαβάσουν κι αυτοί οι άνθρωποι με παρακίνησαν να το εκδώσω. Κατέθεσα το κείμενο στον Άρη Μαραγκόπουλο που δούλευε τότε στα «Ελληνικά Γράμματα». Το αγκάλιασαν, το πίστεψαν και το εξέδωσαν. Μετά ο Άρης έφυγε από κει, πήγε στις εκδόσεις «Τόπος», όπου έκανα άλλα δύο βιβλία. Δεν θα έλεγα ότι είχε προλάβει να πουλήσει ιδιαιτέρως η «Καυτή σούπα», αφού τα «Ελληνικά Γράμματα» έκλεισαν κακήν – κακώς, όπως ξέρετε. Δεν έκανε δεύτερη έκδοση, αλλά κάποια κείμενα μέσα από το βιβλίο έγιναν θεατρική παράσταση σε στυλ καμπαρέ, που τα παρουσίαζα για δυο χρονιές με μουσικούς και ηθοποιούς επί σκηνής.

Όλα αυτά τα χρόνια είχατε προτάσεις για να γράψετε τραγούδια σε κάποιον μεγάλο τραγουδιστή ή όχι μόνο μεγάλο; Μου έλεγε πρόσφατα σχετικά ο τραγουδιστής Παντελής Θεοχαρίδης πως επρόκειτο γύρω στο ’97 να έκανε ένα δίσκο μισό με τους Ενδελέχεια και μισό με τα Υπόγεια Ρεύματα. 

Ναι, είχε φτάσει στα αυτιά μου το project αυτό με τον Θεοχαρίδη, που δεν έγινε ποτέ τελικά. Είχα προτάσεις που άλλες έγιναν και άλλες δεν έγιναν. Έχει πει δύο τραγούδια μου η Ανδριάνα Μπάμπαλη. Κάναμε ένα τραγούδι επίσης με τον Παναγιώτη Κατσιμάνη για την Αφεντούλα Ραζέλη. Ακόμη ένα τραγούδι κάναμε μαζί με τον Απόστολο Ρίζο, ενώ έκανα μια παραγωγή των Group Parody. Στίχους μου έχουν τραγουδήσει οι Motivo 4, οι Προφίλ και οι Ρεμπετιέν. Υπήρξαν και προτάσεις που δεν τελεσφόρησαν, γιατί τα πράγματα ήταν πιο δύσκαμπτα την εποχή των Ενδελέχεια. Άλλο είναι νά’σαι μόνος σου κι άλλο να’μαστε πέντε άτομα που θα τα βάλουμε κάτω και θα πούμε πάμε να γράψουμε τραγούδια για να τα πει ο τάδε καλλιτέχνης. 

Θα ήσασταν θετικοί, π.χ., να κάνετε ένα δίσκο με τον Γιώργο Νταλάρα, όπως είχαν κάνει πριν από σας οι Τερμίτες;

Τότε το συγκρότημα ήταν πολύ σκληροπυρηνικό, το πιθανότερο ήταν να λέγαμε όχι! Οι αποφάσεις παίρνονταν στα πέντε, βάζαμε ένα θέμα κάτω και το αναλύαμε. Το θεωρώ καλό, γιατί ήταν μια σκληρή εποχή που διέλυε τα συγκροτήματα. 

Αναφέρεστε τότε ειδικά στην παντοδυναμία των τραγουδιστών, έτσι;

Ναι, αλλά έμπαιναν και θέματα, όπως τα χρήματα και της συναυλίας με τον κάθε τραγουδιστή: Πόσα θα πάρει αυτός, πόσα το συγκρότημα, τι γίνεται με τα δικαιώματα μας, όλα αυτά. Αν εμείς γουστάρουμε να παίξουμε, αν θα είμαστε εμείς ή η μπάντα του τραγουδιστή, τέλος πάντων κανένα συγκρότημα που το έκανε αυτό, δεν βγήκε αλώβητο. Δημιουργούνταν εντάσεις, διαφωνίες, έφευγαν μέλη, άλλαζε το σχήμα…

Το αντίτιμο ήταν όμως να γίνουν πιο γνωστοί έξω απ’ το underground, να το πω έτσι, κύκλωμα. Σας θυμίζω τη συνεργασία του Νταλάρα με τα Υπόγεια Ρεύματα στην «Ιερά Οδό».

Τους είχε ωφελήσει πάρα πολύ, σίγουρα, αλλά απ’ ότι ξέρω, επειδή τα γνωρίζω εκ των έσω, υπήρχαν διάφορα προβλήματα εξ αιτίας αυτής της συνεργασίας. Όλες αυτές οι συνεργασίες, να ξέρετε, δεν γίνονται με καλλιτεχνικά κριτήρια τις περισσότερες φορές. Είναι οικονομικά τα συμφέροντα.

Δηλώσατε αυτοσυντήρητος, αυτοδημιούργητος. Τα τραγούδια των Ενδελέχεια σας έφεραν χρήματα, έκαναν τη ζωή σας πιο άνετη;

Αντώνη, αν είχα κάνει το λάθος να παρατήσω τις άλλες μου ασχολίες την εποχή των παχιών αγελάδων των ελληνικών συγκροτημάτων, που τελικά δεν ήταν και τόσο παχιές, τώρα θα βρισκόμουν στο δρόμο! Θα ήμουν υποχρεωμένος να ζω με δανεικά! Ευτυχώς είχα την προνοητικότητα να συνεχίσω να δουλεύω στις δουλειές που έκανα από πριν. Υπήρξε μία περίοδος που θα μπορούσα να πω «Τα παρατάω όλα και ασχολούμαι μόνο με το γκρουπ». Θα βρισκόμουν στον άσο σίγουρα!

Ίσως αυτό έχει να κάνει και με το ότι φαίνεστε ένας «φρόνιμος» άνθρωπος, μακριά απ’ το στυλ του rocker με τις καταχρήσεις. 

Δεν ήμουν ποτέ έτσι, συμφωνώ. Έκανα άλλωστε μικρός την οικογένεια μου. Στα 31 μου είχα ήδη την πρώτη μου κόρη. Δύο κόρες έχω σήμερα, 21 είναι η μία και στα 17 η άλλη. 

Ζείτε όλοι μαζί;

Ε τώρα τα παιδιά έχουν μεγαλώσει, έχουν τραβήξει το δρόμο τους. 

Μου περιγράφετε μία στρωτή οικογενειακή ζωή.

Ναι. Τώρα βέβαια βρίσκομαι σε δεύτερη σχέση, όχι γάμο, αλλά έχουμε εξαιρετικές σχέσεις με την πρώην γυναίκα μου και φυσικά με τις κόρες μου. Δεν είχαμε ποτέ προβλήματα μεταξύ μας. Δεν ήμουν χύμα άνθρωπος, όπως πολύ σωστά διέκρινες, αν και πέρασα δύσκολες εποχές κυρίως λόγω πίεσης και άγχους. Εντάξει, τα πάλεψα, ανταπεξήλθα και συνέχισα, είχα όμως την πολυτέλεια όλο αυτό να είναι μουσική.

Ποιες ήταν οι δουλειές που δεν παρατήσατε; Αναφέρεστε στη μουσική διδασκαλία;

Δουλεύω 25 χρόνια με το ΚΕΘΕΑ. Κάνω ομάδες μουσικής με ανθρώπους που βρίσκονται στο στάδιο απεξάρτησης και αργότερα, όταν ολοκληρώνουν το πρόγραμμα, μπαίνουν σε ομάδες αποφοίτων. 

Πόσο εύκολο είναι να προσεγγίσετε αυτούς τους ανθρώπους, ακόμη και ως ψυχολόγος αν θέλετε, όντας ένας άνθρωπος που δεν είχε ποτέ σχέση με ουσίες;

Έχω δει να χάνονται φίλοι μου απ’ αυτό το πράγμα. Η πλατεία Κύπρου της δεκαετίας του ’80 ήταν η μεγαλύτερη πιάτσα πρέζας των Νοτίων προαστίων. Από την παρέα μου του Γυμνασίου, οι μισοί πέσανε στην πρέζα και απ’ τους μισούς, οι μισοί πέθαναν. Το’ χω βιώσει έντονα! Ωστόσο, δεν είχα ποτέ ιδιαίτερο πρόβλημα να συνδεθώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους, που είναι ιδιαίτερα συναισθηματικοί, ακραία θα έλεγα. Φυσικά έρχομαι και σε επαφή με ανθρώπους που αγαπούν τη μουσική, ένας κώδικας επικοινωνίας πολύ έντονος. 

Και που αγαπούν το rock, σίγουρα!

Και το rock, και το ρεμπέτικο! Έχω διάφορες ομάδες εκεί, πολλών στυλ. Δεν έχω πρόβλημα επικοινωνίας με τους ανθρώπους αυτούς! Με τους άλλους έχω! Με τους «κανονικούς»! 

Με τους παρουσιαστές του «Open», ε;

Ναι, με τα «κανονικά παιδιά», που λέει και ο Αγγελάκας. Επί τη ευκαιρία να ξαναπώ ότι έπρεπε όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή στη ζωή τους να περάσουν από μία κοινότητα απεξάρτησης, λίγο να ψάξουν μέσα τους, όχι ως «τουρίστες», να δουν απλά και να φύγουν.

Κάποιοι πάνε στον ψυχίατρο τους.

Εντάξει, μιλάω γι’ αυτούς που δεν έχουν πρόβλημα…

Ή που νομίζουν πως δεν έχουν.

Ναι, οι υγιείς, οι «κανονικοί».

Ήταν εύκολο το πέρασμα από τον ηλεκτρικό ήχο με τους Ενδελέχεια στον πιο ακουστικό με τους Ευδαίμονες;

Όταν διαλύθηκαν οι Ενδελέχεια, είχα την καλλιτεχνική ανάγκη να κάνω κάτι άλλο. Ήθελα να αναμετρηθώ με τις ενορχηστρώσεις, ήθελα να ακούσω σε δικά μου τραγούδια ακορντεόν και μαντολίνο. Το επιθυμούσα για καιρό και είπα ότι δεν θά’χε κανένα νόημα να ξανακάνω ένα συγκρότημα σαν τους Ενδελέχεια, άσε που οι άλλοι θα το έβλεπαν και λίγο εκ του πονηρού. Δεν έχει νόημα να κάνεις – υποτίθεται – κάτι άλλο, αλλά που να συνεχίζεις το ίδιο στην ουσία με άλλο όνομα. 

Αυτή είναι και η πεπατημένη βέβαια.

Εκτός αν το κάνεις όταν δεν μπορείς να κινηθείς προς τ’ αλλού, απ’ την άποψη παραγωγής, έμπνευσης και δεξιοτήτων. Εκεί το καταλαβαίνω! Εμένα η έμπνευση μου με πήγαινε και σ’ άλλα μονοπάτια και ήθελα να δοκιμαστώ, κυρίως μετά τη διάλυση του συγκροτήματος. Έκανα δύο δίσκους με τους Ευδαίμονες το 2010 και το 2012 με ένα κομμάτι, το «Αν», που ακούστηκε πάρα πολύ, μέχρι και σε τηλεοπτική διαφήμιση μπήκε! Με το «Αν» καταστάλαξα ότι στη ζωή μου έχω κάνει τρία σουξέ: Ένα με τη «Βουτιά από ψηλά» και ακριβώς την επόμενη χρονιά με το «Δεν είμαι αυτός που θες», μετά από δέκα χρόνια με το «Αν» και άλλα δέκα χρόνια με το τραγούδι για τον Κούλη (γέλια)

Πολιτικά που ανήκετε, κύριε Μητσοτάκη;

Την πρόθεση ψήφου μου και να μου τη ζητούσατε, δεν θα σας την έλεγα, γιατί είναι μία ομιχλώδης υπόθεση. Καμιά φορά ούτε εγώ δεν τη διακρίνω μέχρι την τελευταία στιγμή. Μπορώ όμως να σας πω ότι είμαι αντίθετος στην ιδεολογία του φιλελευθερισμού, αφού δεν μπορεί σε καμία περίπτωση το κέρδος να μπαίνει πάνω απ’ τον άνθρωπο κι αυτό, ότι και να μου πει ο οποιοσδήποτε, είναι κάτι που δεν μπορώ να το δεχτώ με τίποτα, εγώ προσωπικά, σαν άνθρωπος. Φυσικά δεν ανήκω σε καμία υψηλή τάξη και δεν θα γίνω και ποτέ κεφαλαιούχος ώστε να με ενδιαφέρει ο φιλελευθερισμός για να αυξήσω τα κέρδη μου. Νιώθω πολύ κοντά στις έννοιες του ουμανισμού και του διεθνισμού. Έχω διαβάσει, έχω μελετήσει σε πολλά σημεία τη μαρξιστική θεωρία και με βρίσκει σύμφωνο. Δεν πρόσκειμαι σε κάποιο κόμμα και λίγες είναι οι φορές που έχω τοποθετηθεί αναφορικά με ανθρώπους που είναι μέλη ενός κόμματος ή μίας πολιτικής οργάνωσης.

Ανένταχτος αριστερός θα δηλώνατε, λοιπόν.

Πείτε το όπως θέλετε, εγώ σας έκανα μία παρουσίαση αφού μου το ζητήσατε.

Το κομμάτι σας για τον Κούλη, πάντως, είχε χιούμορ, στοιχείο που δεν είδαμε φανερά στους Ενδελέχεια.

Υπήρχε χιούμορ καυστικό στο «Δεν είμαι αυτός που θες» με τους Ενδελέχεια. Έχω κάνει κι άλλο ένα χιουμοριστικό τραγούδι πριν λίγα χρόνια σε ψηφιακό σινγκλ. Ονομάζεται «Κάνε στη μπάντα», γραμμένο για τον Γιωργάκη Παπανδρέου, πάνω στη μουσική του «La Bamba». 

Το ερώτημα, βέβαια, παραμένει: Όντως θα αλλάζατε όνομα αν γινόταν Πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης;

Αυτό δεν θα το αποκαλύψω! Θα αφήσω να πλανάται ένα θρίλερ μέχρι τις εκλογές!

Θα έχουμε δηλαδή ένα νέο τραγούδι – απάντηση στις 8 Ιουλίου;

Δεν ξέρω, δεν το’ χω σκεφτεί ακόμα! Ρωτήστε την ΕΡΤ (γέλια)

Σας ενόχλησε και δεν αστειεύομαι τώρα, η άγνοια που επέδειξαν κάποιοι απέναντι στο πρόσωπο σας;

Όχι, δεν με ενόχλησε, αλήθεια. Αν σας ενδιαφέρει, μπείτε στο προφίλ της παρουσιάστριας του «Open» που είναι μαζί με τον Παττακό! Δεν ξέρω, συνέντευξη του έπαιρνε, τι να σας πω…Θα τη δείτε σε δύο φωτογραφίες στο προφίλ της μαζί με τον Παττακό! Δεν με ενόχλησε, λοιπόν, γιατί δεν θεωρώ ότι είμαι κάνας σπουδαίος και τρανός. Με ενοχλεί περισσότερο η αμορφωσιά του κόσμου και το ότι υπάρχει μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι ξέρουν και αποστηθίζουν και γνωρίζουν τα πάντα για διάφορα καλλιτεχνικά σκουπίδια που κυκλοφορούν. 

Πολύ σωστό αυτό που λέτε.

Με στενοχωρεί και με βάζει σε σκέψεις αναφορικά με τον πολιτισμό σήμερα στη χώρα μας. Μόνο μ’ αυτή την έννοια με ενοχλεί και όχι προσωπικά, επειδή κάποιοι μπορεί να με έθιξαν. Αυτοί εκτέθηκαν, όπως τελικά αποδείχτηκε! Μάλιστα αναγκάστηκαν να βγουν να ζητήσουν συγγνώμη δημόσια, η οποία μόνο συγγνώμη δεν ήτανε…Όταν ένας άνθρωπος ζητάει συγγνώμη, το καταλαβαίνεις όχι απ’ αυτά που λέει, αλλά από το πώς τα λέει ή απ’ το πως θα σε κοιτάξει. Αυτοί ήταν φανερό ότι το κάνανε επειδή τους τό’πε ο νομικός σύμβουλος του καναλιού: «Κάντε το, γιατί μπορεί να μας τρέχει στα δικαστήρια», αφού εγώ βγήκα και είπα ότι επιφυλάσσομαι για κάθε νόμιμο δικαίωμα μου. Φαντάζομαι, λοιπόν, ότι θα έχουν κάποιο νομικό σύμβουλο, που τους οδήγησε σε μία συγγνώμη τόσο κομπιασμένη και ανέντιμη, που φάνηκε τελικά πολύ πιο γελοία απ’ την αρχική χοντράδα τους.

Διατηρείτε μακριά μαλλιά, δεν έχετε αλλάξει το look σας.

Το μυστικό είναι ότι δεν πηγαίνω στο κουρείο εδώ και 15 χρόνια. Με βολεύει να τα κόβω μόνος μου. Κάθε έξι μήνες, τα βρέχω, τα φέρνω όλα μπροστά μου και τους τραβάω μια ψαλιδιά. Όσο μπορώ θα τα έχω! Απ’ την οικογένεια μου μπορεί να μην κληρονόμησα λεφτά, κληρονόμησα όμως μαλλιά και χοληστερίνη!

Θεωρείτε ότι όλη αυτή η ιστορία ήταν για καλό σας;

Θα σας απαντήσω με τη ρήση «Δεν με νοιάζει τι θα πεις για μένα, αρκεί να γράψεις σωστά τ’ όνομα μου». Είχα την τύχη να πουν για μένα όλα αυτά που είπαν και να γράψουν και λάθος τ’ όνομα μου! Μέσα σε δύο μέρες! Οδεύω προς την κορυφή, λοιπόν! (γέλια)

Δημήτρη Μητσοτάκη, ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη.

Εγώ ευχαριστώ πιο πολύ! Επιτέλους μία απ’ τις καλύτερες συνεντεύξεις μου μέσα στα χρόνια, αν όχι η καλύτερη! 

* Στις 22.6.19 ο Δημήτρης Μητσοτάκης & οι Ρε Καντίνι στήνουν μία “Ρεμπέτικη βραδιά” στο «Βaraga open air» (πλατεία Άρη Βελουχιώτη, Άγιοι Ανάργυροι). Την επόμενη μέρα, στις 23.6.19 οι Δημήτρης Μητσοτάκης – Παναγιώτης Κατσιμάνης (Ενδελέχεια) εμφανίζονται στο Galopar festival στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (οδός Πειραιώς)

Μητσοτάκης: Σε πανικό στη Βουλή – Αντί για απαντήσεις, επίθεση και «δεν ντρέπεστε» στην αντιπολίτευση (video)

6167665

Μητσοτάκης: Σε πανικό στη Βουλή – Αντί για απαντήσεις, επίθεση και «δεν ντρέπεστε» στην αντιπολίτευση (video)

«Ουδέποτε, δόθηκε καμία εντολή για συγκάλυψη», τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κοιτώντας τους συγγενείς των θυμάτων

Βουλή: Ο λόγος για τα άδεια έδρανα του ΚΚΕ και της Νέας Αριστεράς στην ομιλία της Κωνσταντοπούλου

6167422

Βουλή: Ο λόγος για τα άδεια έδρανα του ΚΚΕ και της Νέας Αριστεράς στην ομιλία της Κωνσταντοπούλου

Μετά την ολοκλήρωση της ομιλίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, οι βουλευτές των δύο κομμάτων επέστρεψαν στις…

Μητσοτάκης: Όλο το παρασκήνιο για τις εκκαθαρίσεις Μπρατάκου και Παπασταύρου

InCollage 20240328 205245331

Μητσοτάκης: Όλο το παρασκήνιο για τις εκκαθαρίσεις Μπρατάκου και Παπασταύρου

O Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται πως «παραίτησε» τους δύο στενούς του συνεργάτες προκειμένου να μην απολογηθεί…