Ο Μανώλης Μητσιάς είναι ο πιο συνεπής Έλληνας τραγουδιστής σε μία καριέρα 50 χρόνων

Το πρώτο τραγούδι στα χωράφια της Χαλκιδικής, οι πρώτες χορωδίες στη Θεσσαλονίκη, ο ερχομός στην Αθήνα, η γνωριμία με τον Μούτση, οι δίσκοι με τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Λεοντή και τον Κηλαηδόνη, η καθιέρωση και η συνέχιση μιας μεγάλης πορείας - ολόκληρη η ιστορία του νεοελληνικού τραγουδιού περνάει μέσα απ' την αφήγηση του Μανώλη Μητσιά.  

0025

Δεν υπάρχει περίπτωση να πας να δεις live τον Μανώλη Μητσιά, όπου και όποτε εμφανίζεται, και να μην περάσεις καλά. Το μοναδικό παράπονο, με το οποίο ενδεχομένως θα φύγεις, είναι να μην έχεις ακούσει όλα όσα θα ήθελες απ’ τα χείλη του και την ψυχή του. Διότι, κακά τα ψέματα, τον μεγάλο τραγουδιστή ή τον αυθεντικό ερμηνευτή δεν τον κάνει μόνο η καλή φωνή του, αλλά κυρίως το ρεπερτόριο του και οι επιλογές του. 

Ο Μανώλης Μητσιάς ευτύχησε και στα δύο! Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 που ξεκίνησε, δεν υπήρξε σημαντικός δημιουργός που να μην έγραψε για τη φωνή του: Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Γκάτσος, Κηλαηδόνης, Μούτσης, Άκης Πάνου, Λεοντής, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Κραουνάκης, Νικολακοπούλου – ο κατάλογος είναι ατελείωτος και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, περιλαμβάνοντας δημιουργούς της νεότερης γενιάς που τώρα κρίνονται στη μάχη με το χρόνο.

Έπειτα είναι και οι επιλογές, που λέγαμε, αφού για τον Μητσιά ισχύει απόλυτα κάτι που λέγεται και που του δημιουργεί φυσική συστολή το άκουσμα του: Είναι ο μόνος Έλληνας τραγουδιστής που δεν έχει κάνει την παραμικρή έκπτωση σε μια καριέρα 50 χρόνων, λειτουργώντας κάπως σαν περιπατητής πλάι στη θάλασσα! Μα, έχει όντως τραγουδήσει την άμμο της θάλασσας αυτός ο άνθρωπος, «γλιτώνοντας με το τραγούδι του τον κόσμο απ’ τα ψυχιατρεία» κατά πώς θά’λεγε και ο μέντορας του, ο Βασίλης Τσιτσάνης. 

Τον είχα συναντήσει πριν μία 20ετία ως νέος δημοσιογράφος για μία συνέντευξη για το περιοδικό «Ήχος». Δεν είχαμε πει πολλά, μόνο ένα 20λεπτο είχε διαρκέσει εκείνη η πρώτη μας δημόσια συζήτηση. Σήμερα, λοιπόν, στην επόμενη μέρα μετά τον κορονοϊό, η συνάντηση μας κράτησε ένα γεμάτο δίωρο και μας δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουμε για τα πάντα – τα πάντα, όμως! 

Ο Μανώλης Μητσιάς δεν είναι απλά ένα χωριατόπαιδο που ήρθε απ’ τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να πει τα ”όχι” του και να χτίσει ότι έχτισε. Είναι ένας απ’ τους σημαντικότερους ερμηνευτές που σφράγισε το ελληνικό έντεχνο – λαϊκό τραγούδι του 20ου αι. κι αυτή εδώ είναι η συνέντευξη της ζωής του! 

Ο τελευταίος σας δίσκος, η αφορμή δηλαδή γι’ αυτή τη συνάντηση μας, έχει τον τίτλο «Συγγνώμη, Πόλη μου». Ποια ανάγκη σας ωθεί να ζητάτε συγγνώμη; Ας μην το περιορίσουμε στην «Πόλη Κωνσταντινούπολη» που έλεγε κι ο Μποστ.

Συγγνώμη μπορεί να ζητάμε από την Κωνσταντινούπολη, από την πόλη που ζούμε, αλλά κι από μια κοπέλα που αγαπήσαμε και δεν της φερθήκαμε σωστά. Η συγγνώμη είναι ένα προτέρημα του ανθρώπου, όπως και το να αγαπάς. Το να τολμήσεις λοιπόν να ζητήσεις συγγνώμη από’ ναν άλλον άνθρωπο μόνο ως προτέρημα μπορώ να το δω. 

Ήσασταν συγχωρητικός στη ζωή σας απέναντι στους άλλους;

Ναι, υπήρξα…Δεν κράτησα ποτέ κακία σε σημείο που μπορεί καμιά φορά να με λέγανε και αφελή. Δεν με ενδιέφεραν ποτέ οι πράξεις των ανθρώπων, έλεγα «Αυτοί ξέρουν για να κάνουν ότι κάνουν». Εγώ έκανα ότι όφειλα να κάνω, να συγχωρώ αφού πρώτα έκρινα. Το «Συγγνώμη Πόλη μου», ας πούμε, δεν είναι μια προσωπική μου ανάγκη, αλλά και μια ανάγκη των Ελλήνων, πιστεύω. Είναι μια Πόλη με τεράστια παράδοση, για μένα η ωραιότερη στον κόσμο, που οι άνθρωποι της φέρθηκαν βάναυσα. Ούτε κι εμείς οι Έλληνες της φερθήκαμε όπως θα της άξιζε! Λέω εγώ τώρα, αν και μπορεί να κάνω και λάθος.  

Κι αν επιμείνω να μην σταθούμε στην Κωνσταντινούπολη;

Να σταθούμε δηλαδή στην πόλη που ζούμε, έτσι; Που επίσης της χρωστάμε συγγνώμη…

Ακριβώς.

Της πόλης που ζούμε της φερθήκαμε δέκα φορές πιο βάναυσα απ’ ότι της Κωνσταντινούπολης. Άλλα σχέδια είχαν κάνει οι παλιοί αρχιτέκτονες, άλλη ήταν η προοπτική της και τελικά κάναμε μια πόλη που μας τυραννάει κάθε μέρα και δε μπορούμε να κυκλοφορήσουμε. Τώρα με τον κορονοϊό καταλάβαμε τι θα πει ελεύθερη κίνηση. Έπρεπε να έρθει μια πανδημία για να καταλάβουμε πόσο πρέπον είναι να κυκλοφορούμε άνετα κι ελεύθερα;

Πως ήταν για σας αυτός ο δίμηνος εγκλεισμός;

Δύσκολα, όπως και για όλο τον κόσμο…Η όλη ιστορία, η πιο στενόχωρη, ήταν που δεν μπορούσα να δω τα εγγονάκια μου. 

Αναφέρεστε στα παιδιά του μοναχογιού σας.

Έτσι, ναι. Τα είδα χθες, όμως, μετά από δυο μήνες και κάπως ησύχασα. 

Σκεφτήκατε εν μέσω καραντίνας τι θα κάνετε παρακάτω; Καλλιτεχνικά εννοώ.

Βεβαίως, ανακαλύψαμε αξίες που τις είχαμε εγκαταλείψει πρώτα απ’ όλα και ανθρώπινες σχέσεις που είχαμε ποδοπατήσει. Το Κακό ήρθε και βρήκε το Καλό, το ένα έφερε τ’ άλλο, αυτό συνέβη.

Αισιόδοξο σας βρίσκω, αναφορικά με ότι λέγεται ότι θ’ ακολουθήσει εργασιακά. 

Ε, μπορεί, ναι, έχετε δίκιο. Κοιτάξτε όμως, οι άνθρωποι μόνοι μας φέρνουμε τις δυσκολίες στη ζωή μας. Εμείς προκαλούμε τις πανδημίες, τις ελονοσίες και τ’ άλλα κακά που μας βρίσκουν. Η φτώχεια, η ακαθαρσία, τα συμφέροντα κλπ. είναι προϊόντα των ανθρώπων και μόνο αυτών. 

Μιλήστε μου λίγο για τον Μανώλη Καρπάθιο. Είναι μεγάλη του τιμή να συνεργάζεται μαζί σας.

Πολύ σπουδαίος! Του άξιζε…Εγώ νιώθω ευτυχής, γιατί δεν ήταν να πω όλο το δίσκο. Ένα τραγούδι με παρακάλεσε να πω. Το άκουσα, είπα «Τι ωραίο τραγούδι» και μετά τον ρώτησα ποιος θα τραγουδήσει τα υπόλοιπα. «Κανένας» μου απάντησε. Μου πρότεινε να τα τραγουδήσω όλα εγώ και δέχτηκα με μεγάλη χαρά. Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μου με τον Καρπάθιο, όπως και με τον Κώστα Μπαλαχούτη, έναν επίσης σπουδαίο στιχουργό. 

Και φίλος χρόνων για σας ο Μπαλαχούτης.

Ακριβώς, αλλά δεν τόλμησαν ποτέ τα παιδιά να κάνουν εκμετάλλευση της φιλίας μας. Για ένα τραγούδι, όπως σας είπα, με φώναξαν. Στην πορεία ανακάλυψα δυο σπουδαίους δημιουργούς σε ένα είδος τραγουδιού που εγώ δεν τραγούδησα ποτέ μου. Με δυσκόλεψε λίγο η ιστορία, για νά’μαι ειλικρινής, γιατί δεν ήθελα να βγω ξαφνικά σαν Πολίτης τραγουδιστής. Ήθελα να τα τραγουδήσω όχι «Πολίτικα», αλλά μ’ έναν σημερινό σύγχρονο τρόπο, βάζοντας μέσα τον εαυτό μου. Θέλω να πιστεύω ότι τραγούδησα καλά. 

Τραγουδώντας τα σύγχρονα, όπως λέτε, ίσως αποφεύγεται και ο σκόπελος ενός εθνικιστικού κλίματος.

Υπάρχει αυτό, ναι, αλλά για μένα θα ήταν πολύ εύκολο να τραγουδήσω α λα Πολίτικα. Η θητεία μου στο βυζαντινό μέλος, στο δημοτικό και στο λαϊκό τραγούδι, θα τό’κανε εξ αρχής εύκολο με τις τσαλκάντζες και όλα αυτά. Το δύσκολο ήταν, λοιπόν, να ερμηνευθεί πιο αφαιρετικά το υλικό. Αυτό άρεσε τελικά στους δημιουργούς, το ότι έβαλα τη σφραγίδα μου.

Με την εμπειρία τόσων χρόνων πια στο τραγούδι, σαν να μου λέτε τώρα ότι κινηθήκατε μόνος σας, δεν δεχτήκατε κάποια καθοδήγηση από τον συνθέτη.

Μόνος μου κινήθηκα, με δεδομένο φυσικά το ότι συμφωνούσε και ο Καρπάθιος. Εγώ πάντα άφηνα τον συνθέτη να έχει τη γνώμη του και την άποψη του, καθώς οι καλύτεροι ερμηνευτές των τραγουδιών είναι πρωτίστως οι δημιουργοί τους. Από κει και πέρα, αν μπορώ εγώ να διαφοροποιήσω κάτι, πάντα με τη σύμφωνη γνώμη του εκάστοτε συνθέτη, το κάνω! 

Την ξέρετε μία αστεία ιστορία με τον Γιώργο Ζαμπέτα;

Ποια απ’ όλες;

Ρώτησε κάποτε έναν μουσικό: «Ρε συ, ο Μητσιάς απ’ τα Δουμπιά της Χαλκιδικής δεν είναι;»…«Ναι» του απάντησαν, οπότε γυρνάει και κάνει: «Τότε πώς διάολο λούζεται η αγάπη του στο Γουαδαλκιβίρ;»…

(γελάει πολύ) Ναι, μου την έχουν πει την ιστορία! Ήμασταν πολύ φίλοι με τον Ζαμπέτα! Τον αγαπούσα, τον θαύμαζα, όχι μόνο σαν συνθέτη, αλλά και σαν εκτελεστή στο μπουζούκι. Ήταν κορυφαίος! 

Είστε γεννημένος, λοιπόν, στα Δουμπιά, ένα χωριό της Χαλκιδικής, στις 26 Φεβρουαρίου του 1946.

Όχι στις 26, στις 25. Για την ακρίβεια, βράδυ 25 προς 26 εκείνου του Φλεβάρη. Η μάνα μου δεν θυμόταν ακριβώς την ώρα, αφού δεν είχαν και τα ρολόγια δίπλα τους στα χωριά τότε. Είμαστε τρία αδέρφια, εν ζωή όλοι, δόξα τω Θεώ. Το τραγούδι τό’χα από παιδί στο αίμα μου. Απ’ το δημοτικό ακόμη, έψελνα. Ήμασταν μια ομάδα παιδιών στο σχολείο που ο ένας παρακινούσε τον άλλον για τραγούδι. Φτιάξαμε μια βυζαντινή, αλλά και μία κανταδόρικη, ευρωπαϊκή χορωδία από μόνοι μας, χωρίς σπουδές, χωρίς τίποτα. Το τραγούδι ήταν ο μόνος τρόπος έκφρασης μας, εφόσον αγρότες ήμασταν όλοι. Το χωριό παρήγαγε καπνό και οι νύχτες, όταν δουλεύαμε τα καπνά, πέρναγαν μόνο με το τραγούδι. Δεν υπήρχε καν ραδιόφωνο.

Κάπως έτσι εντυπώθηκε μέσα σας ο προφορικός λόγος του τραγουδιού.

Ακριβώς. Θυμάμαι μόνο κάθε Κυριακή τον γραμματέα της κοινότητας που έβαζε το ραδιόφωνο και τ’ ακούγαμε από μεγάφωνα. Ήταν είδος πολυτελείας το ραδιόφωνο μέχρι να έρθει κανονικά και να το μάθουμε. 

Οι γονείς σας τραγουδούσαν;

Η μητέρα μου. Και πολύ καλά! Εκείνη με έμαθε να τραγουδώ τα μακεδονίτικα όταν δουλεύαμε μαζί στα χωράφια. Καμιά φορά ψέλναμε και μαζί. Εκείνη θα έλεγα ότι με έκανε τραγουδιστή…

Διαβλέπω έναν μισεμό στο βλέμμα σας, μιλώντας γι’ αυτήν.

Μου λείπει πάρα πολύ. Να σας πω κι ένα άλλο, που δεν τό’χω πει ποτέ φανερά; Απ’ τη μέρα που πέθανε η μάνα μου σαν να κόπηκε ο ομφάλιος λώρος μου με τη Θεσσαλονίκη. Έμενε στη Θεσσαλονίκη και κάθε δεκαπέντε μέρες ήμουν κι εγώ εκεί. Δούλευα πολύ κιόλας. Πεθαίνει η μάνα μου και κόβονται όλα, όλα όμως! Τώρα πια άντε να πάω μια φορά το χρόνο για καμιά συναυλία, εκεί που πρώτα θα πήγαινα δέκα φορές. 

Δεν είχε να κάνει με την έναρξη της κρίσης.

Όχι, καμία σχέση…Μ’ έχει απασχολήσει το ότι έκοψα δεσμούς με την πόλη μόλις πέθανε η μάνα μου. Το συζητάω και με φίλους μου. Ένιωσα τι θα πει ορφάνια ίσως σε μεγάλη ηλικία.

Ένας λόγος παραπάνω, αφού η πορεία σας ξεκίνησε απ’ τη Θεσσαλονίκη.

Όλα από κει ξεκίνησαν. Κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω μόλις τέλειωσα το Γυμνάσιο, αλλά έμπλεξα αμέσως με τις χορωδίες. 

Υπήρξατε καλός μαθητής;

Πως, καλώς ήμουν, αν και το τραγούδι μ’ απασχολούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Είχα και κάποια μουσικά ακούσματα από το καφενείο που διατηρούσε ο πατέρας μου. Είχε ένα μικρό πικάπ μέσα, πήγαινα κι εγώ κι άκουγα Καζαντζίδη, Γαβαλά και Πόλυ Πάνου απ’ τα μικρά 45άρια δισκάκια. Πάντα μ’ απασχολούσε δηλαδή το τραγούδι. Στην πρώτη Γυμνασίου, θυμάμαι, το 1958 – 59, πήγα στον Πολύγυρο και εκεί άκουσα για πρώτη φορά τον «Επιτάφιο» του Θεοδωράκη μαζί μ’ ένα τραγούδι του Χατζιδάκι, νομίζω το «Σύννεφο έφερε βροχή». Τρελάθηκα, είπα «Εδώ αλλάζει το πράγμα»! Δεν ήταν σαν τα ρεμπέτικα, αλλά κάτι πιο έντεχνο! Έψαξα, βρήκα τον «Επιτάφιο» σε δίσκο και τον πήγα στους συγχωριανούς μου, στο καφενείο, όπου έμειναν μ’ ανοιχτό στόμα. 

Που να φανταζόσασταν ότι μία δεκαετία αργότερα θα συνεργαζόσασταν με τους συγκεκριμένους συνθέτες.

Ναι, βέβαια! Στη Θεσσαλονίκη, λοιπόν, ήθελα να βρω μια χορωδία για να μπω και να τραγουδήσω. Με δυο φίλους κι άλλους δυο συγχωριανούς, κάναμε τη χορωδία μας με μαέστρο – θυμάμαι – τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Η χορωδία ήταν της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος που μέσα είχε κι άλλες τέχνες, κινηματογράφο, ποίηση, μουσική κλπ. Ο Κουγιουμτζής έμεινε για κάνα μήνα και μετά έφυγε. Τον αντικατέστησε ο φίλος μου συνθέτης Ανδρέας Πρέζας. 

Αυτό είναι το ένα από τα δύο συνολικά τραγούδια που ηχογραφήθηκαν για πρώτη φορά με τη φωνή του 22χρονου Μανώλη Μητσιά το 1968. «Μεγάλο το παράπονο» ο τίτλος του σε μουσική του Α. Πρέζα και σε στίχους του Γ. Δημόπουλου. Το άλλο τραγούδι ήταν το «Της ευτυχίας το νερό». 

Αν τα λέω σωστά, οι πρώτες ηχογραφήσεις σας ήταν δύο τραγούδια του Πρέζα.

Σωστά τα λέτε. Ήταν δύο τραγούδια «δοκιμαστικά» για τη ΛΥΡΑ, που- παραδόξως- έκαναν επιτυχία στη Θεσσαλονίκη. 

Και για να το πούμε αλλιώς, δυο τραγούδια που έκαναν γνωστό στην Αθήνα έναν «πιτσιρικά» καλό τραγουδιστή από τη Θεσσαλονίκη. 

Κάπως έτσι, αν κι εκεί μού συνέβη η γνωστή ιστορία με το στρατοδικείο. Ο Πατσιφάς μ’ είχε κατεβάσει απ’ τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και δούλευα στον «Ίκαρο», που τον είχε ο φίλος του, ο Καρύδης. Μου έλεγε να κάνω και μαθήματα ορθοφωνίας, να περιμένω τη σειρά μου κλπ. Δεν μου πολυάρεσε η αναμονή, ήμουν λίγο βιαστικός, αλλά δεν είχα και για να επιβιώσω. Σεπτέμβρη του ’67 ξανανέβηκα στη Θεσσαλονίκη για να πιάσω δουλειά σε μία μπουάτ, δεν πρόλαβα όμως. Έμπλεξα με μία οργάνωση με τα παιδιά της Αριστεράς, τους Λαμπράκηδες. Θέλαμε στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, όταν θα μίλαγε ο Παπαδόπουλος, να γκρεμίσουμε τον στύλο της ΔΕΗ και να δημιουργήσουμε συσκότιση. Η Ασφάλεια μας πήρε χαμπάρι, μας συνέλαβαν, δικαστήκαμε και αποφυλακίστηκα μετά από τρεις μήνες.

Πόσοι άλλοι ήταν μαζί σας;

Ήμασταν 41 κατηγορούμενοι! Αν θυμάστε είχαν σκοτώσει κι έναν φοιτητή, οπότε έστησαν το δικαστήριο αυτό για να δικαιολογήσουν και τη δολοφονία. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους ήταν βουλευτές της Αριστεράς, όπως κι ο Σπύρος Σακέτας, ένας καλός μου φίλος δικηγόρος. Μπήκαμε μέσα, στα 21 ήμουν εγώ, έχοντας «φάει» συνολικά τέσσερα χρόνια φυλακή με αναστολή. 

Είχατε και βασανισμούς;

Πολύ ξύλο…Ήταν πολύ άγρια η Ασφάλεια Θεσσαλονίκης το ’67! Άσε που μας είχαν σ’ έναν πολύ μικρό χώρο, που δεν μπορούσες καν να μετακινηθείς.

Σήμερα θα λέγατε ότι μετανιώσατε για την «αντιστασιακή» νιότη σας;

Όχι, πάλι θα το ξανάκανα! Τετραδάκος, Οικονόμου κ.α. ήταν τα γνωστά βαριά ονόματα των βασανιστών της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης. Δε βαριέσαι, συγγνώμη είπαμε στην αρχή, τους συγχωρούμε (χαμογελάει)

Και με την αποφυλάκιση ξανάρχεστε στην Αθήνα;

Βγαίνοντας απ’ τη φυλακή, δεν είχαμε ούτε τσιγάρο να καπνίσουμε. «Δεν πάμε σε μια μπουάτ να τραγουδήσουμε;» μου προτείνει ο Πρέζας. «Τι να πούμε;» τον ρωτάω…«Να βγάλουμε έστω τα τσιγάρα μας» μου απαντάει…Πάμε τελικά σε μία μπουάτ 20 – 30 ατόμων με πέντε δραχμές μεροκάματο ο καθένας. Τρεις ήμασταν, ο Πρέζας πιάνο, εγώ τραγούδι κι ένα μπουζούκι που είχαμε. Με 15 δραχμές συνολικά, είχαμε και τα τσιγάρα μας, κι ένα ψωμί να τρώμε. Έλα όμως που τρεις μέρες μετά, είχαμε ουρά έξω απ’ τη μπουάτ! Ο χώρος ήταν πολύ μικρός και μας ζήτησαν από την περίφημη μπουάτ «107» της Θεσσαλονίκης. Η μπουάτ αυτή ήταν δημιούργημα στην ουσία των φοιτητών του Πολυτεχνείου. Οι πάντες είχαν περάσει από κει: Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Πάνος Σαββόπουλος, με τον οποίο ήμασταν στενοί φίλοι τότε κ.α. Η ουρά έφτανε τα 500 μέτρα! Λεγόταν «107», γιατί υποτίθεται ότι χώραγε 107 άτομα, αλλά μέσα έμπαιναν 207 ή και 307 με άλλους τόσους απ’ έξω. Εκεί έρχονταν τακτικά και Αθηναίοι, φίρμες, για να τραγουδήσουν. Θυμάμαι τον Γιώργο Ζωγράφο, που τραγούδησα μαζί του, την Αλέκα Μαβίλη, την Πόπη Αστεριάδη, τα μεγαλύτερα ονόματα του Νέου Κύματος του Πατσιφά.

Με τον οποίο Πατσιφά εσείς ήδη είχατε γνωριστεί, όπως είπατε.

Ναι, ακριβώς. Κατέβαιναν στην Αθήνα οι τραγουδιστές αυτοί και του έλεγαν τα νέα, τι γινόταν στη Θεσσαλονίκη. Έτσι με κατέβασε οριστικά στην Αθήνα ο Πατσιφάς. Εγώ, πάλι, σε κάθε μου ρεπό, ερχόμουν στην Αθήνα. Κάτι μ’ έσπρωχνε να ξοδεύω όλα μου τα έσοδα στην κάθοδο στην πρωτεύουσα. Ήθελα να βλέπω τους φίλους μου.

Αυτό μόνο ή υπήρχε κι η φιλοδοξία της καριέρας;

Δεν ήξερα γιατί κατέβαινα ακριβώς, να σας πω την αλήθεια. Είχα πάει να δω την Ελένη Ροδά στην Πλάκα, γιατί είχαμε γνωριστεί απ’ τη Θεσσαλονίκη, που’χε τραγουδήσει. Πάω απ’ τα «Χρυσά Κλειδιά», τη χαιρετάω, κάθομαι κάπου πίσω, μου φωνάζει «Έλα, έλα». Δεν ήθελα να βγω να τραγουδήσω, αλλά μου δίνει κυριολεκτικά μια σπρωξιά και βγαίνω στο πάλκο με τον Τσιτσάνη στην πλάτη μου! Κάγκελο εγώ! Παίζει η ορχήστρα ένα τραγούδι – ούτε θυμάμαι ποιο ήταν απ’ το τρακ που είχα -, το λέω, αλλά εκεί είναι κι ο Δήμος Μούτσης με την παρέα του που διασκέδαζε. Με φωνάζει κατευθείαν και μου δίνει ραντεβού την επόμενη μέρα στο σπίτι του για πρόβα. Πήγα, πράγματι, κάπου στη Νέα Σμύρνη.

Όπου πρόβαρε με τη φωνή σας κάποια τραγούδια του, που τελικά δισκογραφήθηκαν με τον Μπιθικώτση.

Ναι, το «Αύριο πάλι» ήταν ανάμεσα τους και κάποια άλλα. Με παρακάλαγε ο Μούτσης να μείνω στην Αθήνα, αλλά του εξήγησα πως θα ξαναφύγω, γιατί δεν είχα φράγκο. Βρισκόμαστε στα τέλη του ’68, χειμώνα, ξανά στην Αθήνα, αφού με κατέβασε η Σωτηρία Μπέλλου, η οποία επίσης είχε έρθει για εμφανίσεις στη Θεσσαλονίκη. Τότε με κάλεσε ο Μούτσης για να πω δύο τραγούδια του σε μία ταινία. Ήταν μία ταινία με τον Γιάννη Βόγλη και τη Μέμα Σταθοπούλου.

Το «Ένας μάγκας στα σαλόνια» λέτε, του 1969.

Ναι, γι’ αυτή την ταινία λέω. Το «Μ’ ένα παράπονο» τραγούδησα εκεί και δε θυμάμαι ποιο άλλο. Εκεί γνώρισα και τον Νίκο Γκάτσο, στο στούντιο. Στο μεταξύ, έπρεπε να μείνω στην Αθήνα, αλλά δεν είχα δουλειά. Ο Μούτσης μ’ έβαλε να τραγουδάω σ’ ένα μαγαζί στη Φωκίωνος Νέγρη, την «Κουίντα», όπου το πρόγραμμα άρχιζε στις δύο μετά τα μεσάνυχτα και τέλειωνε στις δέκα το πρωί. Κάθισα τρεις μέρες κι έφυγα, δεν άντεχα, δεν ήμουν μαθημένος σ’ αυτά τα ωράρια. «Κάτσε, μη φεύγεις» μου’λεγε ο Δήμος, «θα χάσεις τη σειρά σου με την εταιρεία»…«Δεν έχω να φάω, το καταλαβαίνεις;» του απαντούσα…Έτσι, ξανάφυγα, τα είπε σε δίσκο ο Μπιθικώτσης τα τραγούδια και τα ξανάπα κι εγώ αργότερα, κατά επιθυμία του Μούτση. Άρχισα τα πήγαινε – έλα και όπως τα φέρνω τώρα στη μνήμη μου, καλοκαίρι του ’69 ήταν που μ’ έφερε η Μπέλλου μαζί της στην Αθήνα πάλι. 

Περάσατε καλά με τη Μπέλλου;

Χάρμα ήταν! Νιώθω πολύ τυχερός που δούλεψα με τη Σωτηρία! Της άρεσαν οι νέοι άνθρωποι, δεν είχε ανταγωνισμούς. Τραγουδούσαμε σ’ ένα λαϊκό μαγαζί στις Τζιτζιφιές, το «Ποσειδών», αλλά δεν μ’ άρεσε η ατμόσφαιρα. «Θα φύγω, Σωτηρία» της είπα…«Που θα πας;»…«Θέλω να πάω στην Πλάκα»…«Να πας και ότι θες, εγώ ειμ’ εδώ»…Πήγα στην Πλάκα κι εκεί ξανάρχεται ο Μούτσης και μου ζητάει να γράψουμε ένα τραγούδι του, το «Στην Ελευσίνα μια φορά».

Η σύμπτωση είναι πως κι αυτό το θρυλικό πια τραγούδι είχε ακουστεί σε ταινία. 

Φοβερό, ναι! Είχε ακουστεί σε μία ταινία, στην οποία το τραγουδούσε η Ελένη Ροδά! Την είχα δει την ταινία αυτή στη Θεσσαλονίκη, λεγόταν «Η αρχόντισσα του λιμανιού» και έπαιζε η Καίτη Παπανίκα. Τις έβλεπα όλες τις ταινίες τότε, που έγραφαν μουσική οι μεγάλοι: Ο Μούτσης, ο Ζαμπέτας, ο Χατζιδάκις, ο Μαρκόπουλος. Πιο πολύ πήγαινα για ν’ ακούσω τα τραγούδια και όχι για να δω την ταινία. Πήγαμε με τον Μούτση και γράψαμε στο στούντιο την «Ελευσίνα», εκ των υστέρων όμως έμαθα ότι είχε δοκιμάσει κι άλλους τραγουδιστές. 

Τό’χουν αυτό οι συνθέτες γενικά. 

Ναι, ισχύει, αλλά όταν τό’πα εγώ, έμεινε με τη δική μου πρώτη εκτέλεση. Ήμουν τυχερός! Η πλάκα είναι που το πρωτάκουσα όταν ήμουν φαντάρος. Αμέσως μετά την ηχογράφηση, το καθεστώς μου έκανε διακοπή αναβολής και με έστειλαν φαντάρο. Στην Κόρινθο, στο στρατόπεδο, άκουσα απ’ τα μεγάφωνα την «Ελευσίνα». Ήταν μεσημέρι, γυρνάγαμε από μία άσκηση στα Εξαμίλια. Εξαντλημένοι, γύρω στη μία το μεσημέρι, ακούω απ’ τα μεγάφωνα τη διαφήμιση της Κολούμπια: «Ο νέος τραγουδιστής Μανώλης Μητσιάς σε ένα τραγούδι του Δήμου Μούτση και του Βασίλη Ανδρεόπουλου» κλπ. Μένω κάγκελο. Οι άλλοι φαντάροι να μου λένε: «Ρε, αυτός εισ’ εσύ;»…«Εγώ είμαι» ν’ απαντάω (γέλια) 

Πετύχατε και μια καλύτερη αντιμετώπιση στο στράτευμα;

Δεν θα τό’λεγα, ειδικά εκείνη την εποχή. Ίσα -ίσα που οι ανώτεροι με βάλανε να φυλάω σκοπιά στη γιορτή μου, τα Χριστούγεννα. Αργότερα, όμως, ένας πάρα πολύ αυστηρός λοχαγός στη Βέροια, με έσωσε κυριολεκτικά.

Με ποιο τρόπο;

Όταν μου’ρθε μετάθεση για Σιδηρόκαστρο, κοινώς θα ξέχναγα την Αθήνα, με κάλεσε και μου είπε: «Ξέρω ποιος και τι είσαι. Σε στέλνουν στα σύνορα, αλλά εγώ θα σε στείλω στην Αθήνα για να κάνεις την καριέρα σου». Μιλάμε για έναν αυστηρό σκληροπυρηνικό δεξιό στρατιωτικό! Κι όμως, αυτός μου’κανε το μεγαλύτερο καλό στην καριέρα μου. Το μόνο που μου είπε, ήταν: «Θέλω να μου δώσεις το λόγο σου»! «Τι θέλετε, κύριε Βράκα;» τον ρώτησα – θυμάμαι και τ’ όνομα του! «Δε θέλω να πας στην Αθήνα και να με προδώσεις, γιατί θα εγγυηθώ για σένα»! 

Εννοούσε να μη μπλέξετε με κομμουνιστές;

Εννοούσε να μην τραγουδήσω Θεοδωράκη! 

Που νά’ξερε ο άνθρωπος…

Ε ναι, τελικά τον πρόδωσα. Και με τον Μίκη υπάρχει κι άλλη μια ιστορία απ’ τα χρόνια μου στον στρατό. Κάποια στιγμή, η χούντα μας έστειλε μαζί μ’ άλλους να τραγουδήσουμε σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο του Παρισιού για τα 150 χρόνια απ’ την Επανάσταση του 1821. Πήγα αναγκαστικά, αλλά έκανα τ’ άλλο αμάρτημα, να συναντήσω τον Μίκη. Ήξερε ότι θα’ μαι εκεί, γιατί είχαμε μυστική συνεννόηση από την Αθήνα. Έμενα με τη γυναίκα μου στην Αχαρνών και τηλεφωνούσε τα βράδια ο Μίκης. Έτρεμε η γυναίκα μου! «Πάλι ο Θεοδωράκης σε ζητάει» μου’λεγε. Τέλος πάντων, μου δίνει ραντεβού ο Μίκης στο Παρίσι, αλλά δεν ήταν εύκολο, συνοδευόμουν από στρατιωτικούς. Καμιά φορά συμβαίνουν και διάφορες συγκυρίες, όμως, όπως το ότι βρήκα εκεί τελείως τυχαία έναν φίλο μου απ’ την Καστοριά, πολιτικός εξόριστος κι αυτός! Με ήξερε απ’ τη μπουάτ της Θεσσαλονίκης, μου εξήγησε ότι την είχε κοπανήσει και του ζήτησα να με «σώσει» και να με οδηγήσει στον Μίκη. Έτσι, πήρα άδεια για να μου δείξει- τάχα μου- τον Πύργο του Άιφελ. Εννοείται πως πέρασα ένα μεσημέρι στο σπίτι του Μίκη.

Ήταν η πρώτη σας συνάντηση με τον Μίκη Θεοδωράκη;

Όχι, τον είχα συναντήσει το καλοκαίρι του ’68 στο σπίτι του, στο Βραχάτι, για να μ’ ακούσει και να μου πει αν αξίζω ή δεν αξίζω. Πήρα τα εύσημα του και γι’ αυτό το ’71 ξαναβρεθήκαμε στο Παρίσι.

Το ίδιο διάστημα δεν είχατε ηχογραφήσει και κάποια πρώτα τραγούδια της Ελένης Καραΐνδρου;

Βέβαια, κάναμε δύο δισκάκια, τέσσερα τραγούδια, σε στίχους του Γκάτσου κιόλας. Τα δύο απ’ αυτά έγιναν επιτυχίες μάλιστα. Ωραία τραγούδια! Τι μου θυμίσατε!

Γεγονός είναι πως ναι μεν κάνατε επιτυχία μεγάλη με τον Μούτση, αλλά το ψάχνατε ρεπερτοριακά.

Το έψαχνα, ναι, αλλά ποτέ δεν πήγα σε κανέναν να πω «Δωσ’μου έστω ένα ρεφρενάκι». Μόνοι τους έρχονταν και με βρίσκανε! Έλεγα αν τους κάνω, αυτοί θα με βρουν…Κι έτσι γινόταν. Έγραψα πολλά τραγούδια με τη φωνή μου, αρνήθηκα άλλα τόσα, εισέπραξα μεγάλη προσφορά ως τραγουδιστής.

Πως αντιλαμβανόμασταν την είσοδο σας στην οικογένεια των μεγάλων τραγουδιστών της γενιάς σας;

Η Αλεξίου, ας πούμε, εμφανίστηκε μετά από μένα, στις αρχές προς μέσα του ’70. Ο Νταλάρας είχε εμφανιστεί ένα χρόνο πριν. Εγώ τότε ήθελα να πάω στην Κολούμπια, που είχε όλα τα μεγάλα ονόματα: Μπιθικώτσης, Μοσχολιού, Κόκοτας. Ο Γιώργος, αν τα λέω σωστά, είχε μπει στην Κολούμπια το ’69 – ’70 με το «Νά’τανε το ’21». Μου άρεσε ο συναγωνισμός που θα είχα και το πρόσφορο έδαφος για να έβρισκα εκεί τον Χατζιδάκι, τον Μίκη, τον Γκάτσο, τον Ξαρχάκο, τον Μαρκόπουλο – όλοι στην Κολούμπια ανήκαν! 

Υπήρχε κι ο φωτισμένος Λαμπρόπουλος από πίσω, βέβαια.

Ασυζητητί, αν κι εγώ είχα πάντα στο μυαλό μου ένα ρητό του Τσιτσάνη: «Όποιος τραγουδιστής είναι στην Κολούμπια γίνεται κατευθείαν λοχαγός, ενώ στις άλλες εταιρείες παραμένει πάντα στρατιώτης». 

Κάτι ήξερε κοτζάμ Τσιτσάνης.

Μα γι’ αυτό ήθελα οπωσδήποτε να πήγαινα σ’ αυτή την εταιρεία.

Και ο Πατσιφάς της ΛΥΡΑ δεν αισθάνθηκε ότι τον πουλήσατε;

Στενοχωρήθηκε πολύ όταν το έμαθε. Είχα κάνει δοκιμαστικό συμβόλαιο για ένα χρόνο, αλλά για να’μουν σωστός, πήγα και τον έπιασα: 

– Κύριε Πατσιφά, θα φύγω.

– Που θα πας;

– Στην Κολούμπια.

– Θα καταστραφείς, θα καταστραφείς! 

– Χίλια συγγνώμη, αλλά τ’ αποφάσισα, θα φύγω…

Δεν σας άρεσε που η ΛΥΡΑ τότε ήταν εστιασμένη πιο πολύ στο Νέο Κύμα;

Ε ναι, δεν ήταν πολύ του λαϊκού τραγουδιού. Ο Πατσιφάς είχε έρθει μια φορά να μ’ ακούσει στη Θεσσαλονίκη, στη μπουάτ «107». Εγώ εκεί έλεγα Νέο Κύμα, αφού απαγορευόταν απ’ τη χούντα να λέμε λαϊκά του Θεοδωράκη. Μέχρι Αρλέτα τραγουδούσα, «Δέκα στρατιώτες κι ένας λοχαγός» κλπ. Κάποια στιγμή, τραγούδησα «Κάποτε ήμουνα παιδί». Τινάζεται πάνω ο Πατσιφάς απ’ το σκαμπουδάκι της μπουάτ, που καθόταν, και φωνάζει: «Είσαι λαϊκός τραγουδιστής εσύ! Τι τραγουδάς Νέο Κύμα και σαχλαμάρες;» (γέλια) Τρελάθηκα, γεμάτο ήταν το μαγαζί! 

Να πούμε, όμως, και για την πρώτη σας αθηναϊκή εμφάνιση στη μπουάτ «Απανεμιά». Υπάρχει μια φωτογραφία – ντοκουμέντο με σας δίπλα στη Ρένα Κουμιώτη, άδισκοι κι οι δυο σας τότε.

Το καλοκαίρι του ’68, αφού είχα δει τον Μίκη στο Βραχάτι, ένας μάνατζερ μας κατέβασε στην «Απανεμιά» για κάνα μήνα. Σχορέλης λεγόταν αυτός, ο περίφημος. Ο Σχορέλης έφερε εκεί και την Κουμιώτη για να τραγουδήσουμε και να μας γνωρίσει το αθηναϊκό κοινό. Παραδίπλα έπαιζαν ο Γιώργος Μαρίνος και ο Γιώργος Ζωγράφος, παρακάτω ο Λάκης Παππάς, μιλάμε για τη χρυσή εποχή. Ήταν το βάπτισμα μου στις σκηνές της πρωτεύουσας αυτό, αν και ήμουν πάλι άφραγκος. Μέναμε όλοι σ’ ένα δώμα και βάζαμε ρεφενέ για τα πάντα. 

Πριν λέγαμε για τη ΛΥΡΑ που δεν ασχολιόταν με το λαϊκό τραγούδι. Να, όμως, που η Κουμιώτη τραγούδησε στον «Δρόμο» του Πλέσσα, από τη ΛΥΡΑ, έναν ιστορικό σήμερα λαϊκό δίσκο.

Βεβαίως, βεβαίως! Η Ρένα ήταν πολύ καλή, πάρα πολύ καλή τραγουδίστρια! Η ίδια δηλαδή τζάμπα χάλασε την καριέρα της, φεύγοντας από την Ελλάδα. Πίστευε πως άμα είσαι αυτός που είσαι, πάντα θα’σαι, δεν είναι όμως έτσι. Αυτή η δουλειά αν την αφήσεις, θα σ’ αφήσει…

Τώρα που το λέτε αυτό, αναρωτιέμαι αν εσείς περάσατε ποτέ τέτοιο άγχος.

Ποτέ, αλλά ξέρετε γιατί; Ποτέ δεν είχα άγχος, γιατί ποτέ δεν είδα τη δουλειά αυτή αυστηρά σαν επάγγελμα. Δεν μ’ ενδιέφερε να βγάλω χρήματα, το έβλεπα σαν μέσο για να εκφραστώ. Με στενοχωρούσε μόνο που δεν μπορούσα στις αρχές να βοηθήσω τους δικούς μου, γιατί ήμουν κι ο πιο μεγάλος στην οικογένεια. Αυτό μπορεί να με οδήγησε να πήρα καμιά δουλειά παραπάνω σε κάνα μαγαζί, διαφορετικά δεν θα ενδιαφερόμουν καν. Ότι έκανε, ήρθε από μόνο του χωρίς καμία υστεροβουλία. 

Απ’ την άλλη, είχατε και τον παράγοντα της τύχης με το μέρος σας. Τον ένα συνθέτη αφήνατε, τον άλλον πιάνατε. Θυμίζω και τη συνεργασία σας με τον Άκη Πάνου.

Ακούστε, ο Άκης Πάνου ερχόταν κάθε βράδυ στο «ZOOM», αφού ήταν φίλος του Λάκη Καρνέζη, του μπουζουξή. Μ’ άκουγε συνέχεια, μιλάμε για το ΄71, ΄72, ’73, σερί. Εγώ δεν ήξερα ότι ήθελε να πω τραγούδια του, αλλά μ’ έπιασε τότε ο Πετσίλας, ο άντρας της Μούσχουρη, που δούλευε τότε στην Κολούμπια: «Ρε Μανώλη, πήγα κι άκουσα κάτι τραγούδια του Άκη κι έπαθα πλάκα! Δεν έχω ακούσει ωραιότερα τραγούδια! Να του πω να σε πάρει ένα τηλέφωνο;»…«Βεβαίως» απάντησα κι έτσι με κάλεσε ο Άκης Πάνου.

Ταιριάξατε γενικά με τον Άκη Πάνου;

Ήταν αυστηρός και πολύ απόλυτος άνθρωπος. Τον κατάλαβα τι σόι άνθρωπος ήτανε! Τον άκουγα σ’ αυτά που μου έλεγε, δεν κοντραριστήκαμε ποτέ και είχαμε μία ομαλή συνεργασία. 

Σκέφτομαι πως η όλη πορεία σας με την τόση αφοσίωση στο τραγούδι φανερώνει έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων. Θέλω να πω ότι δεν απασχολήσατε ποτέ με μίση και πάθη τα ΜΜΕ.

Είμαι ήπιος άνθρωπος χωρίς να σημαίνει αυτό πως δεν είχα κι εγώ τα νεύρα μου. Δεν θυμώνω ωστόσο…Τι νόημα έχει ακόμη κι αν σ’ αδικήσουν; Ότι είναι να γίνει, θα γίνει, ασχέτως αν μετά τα ξεχνάς όλα τα άσχημα και μετανιώνεις. 

Ίσως έχει παίξει ρόλο και το ότι παντρευτήκατε με την είσοδο σας στο τραγούδι. Ως τραγουδίστρια δεν είχε ξεκινήσει και η γυναίκα σας;

Η Λίτσα ήταν οικογενειακή φίλη με τον Ζαμπέτα και είχε ένα ωραίο βαθύ χρώμα στη φωνή της, που του άρεσε. Την ήθελε ο Ζαμπέτας να τραγουδάει…Είμαστε μαζί 50 χρόνια. Τη γνώρισα το καλοκαίρι εκείνο που’ρθε ο Μούτσης και μου’πε να τραγουδήσω την «Ελευσίνα». Μου αφοσιώθηκε κυριολεκτικά, το καμαρίνι μου ήταν το σπίτι μας. Της οφείλω πολλά και να σας πω και ένα άλλο; Όταν η γυναίκα δεν είναι εντάξει στο σπίτι, κάτι δε θα πάει καλά και ειδικά σε μας τους τραγουδιστές, που κάνουμε τη νύχτα μέρα. Άμα βγαίνεις να τραγουδήσεις κι έχεις στο μυαλό σου τι να κάνει η γυναίκα σου τώρα στο σπίτι, ούτε στη δουλειά σου πας καλά, ούτε και πουθενά. Αφήστε, το τι έχουν δει τα μάτια μου στο χώρο αυτό…

Είναι ο φόβος κάθε καλλιτέχνη που παραπαίει μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ανασφάλειας.

Μια χαρά ταιριάζει η ιδιωτική με την επαγγελματική επιτυχία! Δεν κατάλαβα, τι είναι καλλιτεχνία; Να πηγαίνουμε στη Μύκονο το καλοκαίρι να ξεσαλώνουμε;

Μάνος Χατζιδάκις – Νίκος Γκάτσος. Δύο μεγαθήρια που σας αγαπούσαν πολύ και συνεργαστήκατε εκτενώς.

Γυρνώντας απ’ την Αμερική το ’72 ο Χατζιδάκις ζήτησε να με γνωρίσει. Μου τηλεφώνησε ένα απόγευμα ο Γκάτσος και μου είπε να πάμε σ’ ένα λαϊκό καφενεδάκι, μια σταλιά, πίσω απ’ τη Σχολή Ευελπίδων. Είχε ακούσει ο Μάνος το δίσκο «Της Γης το χρυσάφι», που’χε βγει όσο ο ίδιος έλειπε, σε ενορχήστρωση του Γιάννη Σπανού. «Τιμή μου, κύριε Γκάτσο» λέω και κλείσαμε το ραντεβού. Ο Χατζιδάκις ήταν στην αρχή σοβαρός, κάπως μαζεμένος. Η γνωριμία αυτή έμελλε να σταθεροποιηθεί, να έχω την τιμή να συνομιλώ μαζί του και να έχω την άνεση να του τηλεφωνώ οποιαδήποτε ώρα ήθελα όποτε θα’χα κάποιο πρόβλημα. Βέβαια, η μεγάλη μορφή ανάμεσα σε μένα και τον Χατζιδάκι ήταν πάντα ο Γκάτσος, ο «Ολύμπιος» όπως τον έλεγε ο Μάνος. 

Θα γνωρίζετε ότι ο Χατζιδάκις είχε αποκηρύξει τους δύο δίσκους με τραγούδια του που βγήκαν εν τη απουσία του: Την «Επιστροφή» που ενορχήστρωσε ο Μούτσης και «Της Γης το χρυσάφι», που ενορχήστρωσε ο Σπανός, όπως ήδη αναφέραμε. 

Μπορεί, δεν με ξενίζει καθόλου. Ο Χατζιδάκις είχε ένα δικό του χρώμα, ένα δικό του ήχο που δεν τον φτάνανε οι άλλοι. Όχι πως ήταν κακοί οι δύο αυτοί δίσκοι, ωραία λαϊκά τραγούδια είχανε, ο Μάνος όμως ήθελε ένα διαφορετικό πράγμα. Πάρτε, για παράδειγμα, πως κάναμε λίγο μετά την «Αθανασία» μαζί. Δεν είναι άλλο πράγμα; Μην ξεχνάμε πως ο Μάνος είχε έρθει απ’ έξω με τον «Μεγάλο Ερωτικό». έργο που μας ξένισε στην αρχή, γιατί όλοι περιμέναμε να δώσει κάτι πιο λαϊκό. Το μυαλό, όμως, του Μάνου έτρεχε πενήντα χρόνια μπροστά και έφτιαξε αυτό το τρομερό αριστούργημα με τις ερμηνείες της Νταντωνάκη και του Ψαριανού. Δεν νομίζω ότι μπορούν να τα πουν άλλοι τα τραγούδια αυτά. 

Η «Αθανασία» ήταν η πρώτη σας επίσημη δισκογραφική συνεύρεση με τον Χατζιδάκι και τον Γκάτσο.

Βέβαια, Γκάτσος πάντα, που όλα τα μαγείρευε όπως αυτός ήξερε!

Δική του ιδέα ήταν, λοιπόν, αυτός ο κύκλος τραγουδιών;

Ε, μάλλον, εκεί στου «Φλόκα» θα τον συνέλαβε! Πήγαιναν κάθε μεσημέρι – σκεφτείτε ότι η φωτογραφία του Γκάτσου στο οπισθόφυλλο της «Αθανασίας» είναι τραβηγμένη κάτω από την ταμπέλα του «Φλόκα». Μου λέει μια μέρα ο Μάνος «Πάμε να κάνουμε ένα δίσκο σε στίχους του Γκάτσου, αλλά τώρα με το Τρίτο Πρόγραμμα είμαι πολύ πηγμένος». Μπήκαμε στο στούντιο, κάναμε τα play back, βρήκα τους τόνους μου και περιμέναμε τους στίχους του Γκάτσου. Έδινε ο ποιητής τους στίχους, αλλά ο Χατζιδάκις δεν ξύπναγε πρωί. Βάζαμε ηχογραφήσεις στις 9, στις 10 και στις 12, αλλά συνεχώς ματαιώνονταν. Άρχισαν σιγά – σιγά οι ηχογραφήσεις και εκ των υστέρων ήρθε και η Δήμητρα Γαλάνη. 

Είναι γνωστό πως γι’ αυτό το δίσκο η Γαλάνη τραγούδησε στους δικούς σας «ανδρικούς» τόνους.

Ναι, γιατί ήταν να τα πω εγώ και τα δικά της κομμάτια, κάτι που επίσης ήθελε και ο Γκάτσος. Ήρθε και μ’ έπιασε ο τότε μάνατζερ της Γαλάνη, ο συχωρεμένος ο Λεφεντάριος: «Ρε Μανωλάκο, να βάλουμε και τη Δήμητρα να πει ένα – δυο κομμάτια στο δίσκο», ε κι εγώ είπα ναι, εν όψει μιας συνεργασίας που θα κάναμε με τη Γαλάνη μετά από πολύ καιρό ξανά. Δεν ξέρω αν έκανα καλά, γιατί θα τα είχα πει εγώ κι αυτά τα τραγούδια. 

Είπατε, όμως, τον «Γιάννη το φονιά» που πάντα θα σας ακολουθεί.

Δεν έχει σημασία αυτό! Δεν είπα, όμως, την «Αθανασία» που’χε γραφτεί για μένα! Αυτό κάπου με στενοχώρησε, με πείραξε πολύ.

Να σας πω την αλήθεια, πίστευα πως η Γαλάνη είχε μπει στο δίσκο, μια και τότε αποτελούσατε ένα αχτύπητο δισκογραφικό δίδυμο σε πολλές δουλειές. 

Με τη Γαλάνη δουλέψαμε πρώτα με τον Δήμο Μούτση στο «ZOOM», μία – δύο σαιζόν και μετά οι δρόμοι μας χώρισαν.

Μα πως; Τόσους δίσκους μοιραστήκατε για χρόνια!

Τι σημασία έχει η δισκογραφία; Εγώ μιλώ για συνεργασία στη σκηνή. Η Γαλάνη τότε ήταν λίγο στα κάτω της και είχε φύγει στην Αμερική μαζί με τον Λεφεντάριο. Θυμάμαι ότι τραγουδούσα στο «ZOOM» με τη Μπέλλου και μου’ρθε τηλεγράφημα από τον Λεφεντάριο: «Χρόνια πολλά, Μανωλάκο μου, είμαστε εδώ στην Αμερική με τη Δήμητρα κλπ. Θα έρθουμε σύντομα και θα τα πούμε από κοντά». Το ’74 – ’75 πρέπει νά’ταν αυτό. Γι’ αυτό το περί αχτύπητου ντουέτου, που είπατε, δεν έχω καμία αντίρρηση. Στους δίσκους, όμως, αφού στα μαγαζιά ήμασταν χώρια. Όταν βγήκε η «Αθανασία», σκόπευα να την παρουσιάσουμε στη μπουάτ «Θεμέλιο» μαζί με τη Δήμητρα, εκείνη όμως αποφάσισε να συνεργαστεί με τη Μοσχολιού. Με την απόσταση τόσων χρόνων, λέω ότι δεν έφταιγε αυτή, αλλά η εταιρεία. Έφταιγε κι ο Λεφεντάριος…Άσ’τα, ξαναλέμε ότι όλους τους συχωρούμε!

Κι εγώ σας θυμίζω, έτσι, για να σας «ανεβάσω», ότι ακριβώς τον ίδιο καιρό πάλι κάνατε και δύο δίσκους με τον Χρήστο Λεοντή, δύο αριστουργήματα, τις «Παραστάσεις» και το «Αχ, Έρωτα». Το «Μια φορά κι ένα καιρό», μάλιστα, σε στίχους του Μήτσου Ευθυμιάδη, νομίζω πως ήταν ένα τραγούδι – σήμα κατατεθέν της Αριστεράς στην Ελλάδα, πέραν των ασμάτων του Θεοδωράκη.

Ναι, βέβαια, «Κοτζαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες, κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα»…Θα το λέγαμε έως και σημερινό. Ξέρετε ότι τα τραγούδια του άλλου δίσκου, του «Αχ, Έρωτα», δεν τα θέλανε οι εταιρείες; Γύρναγε ο Λεοντής και δεν άρεσε το υλικό σε κανέναν! Μου τηλεφωνεί μια μέρα ο παραγωγός μου, ο Γιώργος Μακράκης, και μου ζητάει ν’ ακούσουμε κάποια τραγούδια του Λεοντή. «Αν σου αρέσουν, τα κάνουμε αύριο κιόλας», έτσι ακριβώς μου είπε. Μιλάω με τον Λεοντή, μου δίνει ένα ραντεβού στο σπίτι του τότε, στην Αγία Παρασκευή. Τα ακούω, μου άρεσαν: «Χρήστο, βάλε μου άλλο ένα ν’ ακούσω» του έλεγα ενθουσιασμένος! Μαζί ήταν κι η Τάνια Τσανακλίδου, που’χε δει και το θεατρικό έργο, για το οποίο είχε γράψει μουσική ο Λεοντής. Την αγαπώ την Τάνια, κάναμε καταπληκτικές συνεργασίες!

Είδατε που μας πάει η κουβέντα; Με την Τσανακλίδου κάνατε μαζί και «Τα Λαϊκά» του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Ελευθερίου. Πάλι όλα μαζί γίνονταν.

Τα τραγούδια αυτά είχαν ηχογραφηθεί με τη Δημητριάδη στο εξωτερικό. Ο Μίκης ήθελε να τα ξαναγράψει στη Μεταπολίτευση και κάλεσε τον Λουκιανό Κηλαηδόνη να τα ενορχηστρώσει. Σημειωτέον, με τον Λουκιανό είχα ήδη κάνει στο ξεκίνημα μου έναν απ’ τους ωραιότερους δίσκους μου σε στίχους της Κωστούλας Μητροπούλου, την «Πόλη μας» – όλα τα κομμάτια είχαν γίνει επιτυχίες: «Μη χτυπάς», «Όσο αγαπιόμαστε τα δυο», «Η φωτογραφία», πραγματικά το ένα καλύτερο απ’ τ’ άλλο! 

Πως είναι, κύριε Μητσιά, τώρα που πέφτουν τόσο βαριά ονόματα στο τραπέζι, η καταμέτρηση των απωλειών τους μέσα στα χρόνια;

Είμαι πολύ στενοχωρημένος μ’ αυτό, γιατί ήμασταν φίλοι μ’ όλους αυτούς, όχι απλά συνεργάτες. Ερχόταν ο Λουκιανός κάθε βράδυ στη μπουάτ και μετά θα το τραβούσαμε ως το πρωί. Τους χάνεις ξαφνικά, επαναλαμβάνω όχι μόνο σαν συνεργάτες, αλλά σαν φίλους, σαν δικούς σου ανθρώπους. Η ζωή…Έτσι είναι η ζωή…

Με τον Χατζιδάκι κάνατε ακόμη έναν ιδιαίτερο δίσκο, τον «Χειμωνιάτικο Ήλιο», επίσης σε στίχους του Γκάτσου.

Κι άλλον έναν ήταν να κάνουμε σε δικούς του στίχους. Δεν θυμάμαι τώρα τι τίτλο θά’χε. Έχω ακόμη την κασέτα με δυο – τρία τραγούδια που λέει ο Μάνος, αλλά δεν προχώρησε η δουλειά. Την ιστορία με τον «Χειμωνιάτικο Ήλιο», που αποσύρθηκε και ξαναβγήκε μ’ άλλη ενορχήστρωση, θα την γνωρίζετε, φαντάζομαι.

Τη γνωρίζω, αλλά θα’θελα να την ακούσω κι από σας.

Ο Χατζιδάκις έγραφε πάντα τελευταία στιγμή τα τραγούδια. Πολλά τα έφτιαχνε την ώρα του στούντιο, όπως είχε συμβεί με τον «Τσάμικο» από την «Αθανασία». Τον «Χειμωνιάτικο Ήλιο», λοιπόν, δεν ήξερε πως να τον φτιάξει ακριβώς. Άλλο ήχο ήθελε κι άλλος έβγαινε. Κάναμε μια περιοδεία με συναυλίες, καλοκαίρι του ’86, όπου εκεί κατάλαβε τι οραματιζόταν γι’ αυτό το έργο. Άλλαξε ξαφνικά όλες τις ενορχηστρώσεις σ’ έναν ούτως ή άλλως πολύ ωραίο και πολύ ιδιαίτερο δίσκο. Για λίγους, βέβαια! Θυμάμαι τον Μάνο, λίγο πριν πεθάνει, να μου λέει την περίφημη φράση: «Θα σου κάνω ένα δίσκο για τα καταστήματα» (γέλια). Εννοούσε πως θα μου κάνει τραγούδια για να τα λέω στα λαϊκά μαγαζιά, μια και ο «Χειμωνιάτικος Ήλιος» απευθυνόταν σ’ ένα πιο ειδικό ακροατήριο. Τέτοια σχέση είχαμε με τον Μάνο! Μιαν άλλη φορά, θυμάμαι, είχαμε συναντήσει μαζί κάποιον υπουργό, ειλικρινά τώρα δεν θυμάμαι ποιον…«Τι κάνει ο κύριος Γκάτσιος;» ρωτάει τον Μάνο…«Πάμε να φύγουμε» γυρνάει και μου κάνει ο Χατζιδάκις φανερά ενοχλημένος…

Στη δεκαετία του ’70 τραγουδήσατε κυριολεκτικά την άμμο της θάλασσας. Στην επόμενη δεκαετία, όμως, τα πράγματα άρχισαν ν’ αλλάζουν. Το σκυλάδικο φαινόταν ότι θα επικρατήσει. 

Μαζί με τις πίστες, ναι…Εγώ άντεξα στις μπουάτ μέχρι τις αρχές του ’80. Θυμάμαι ένα πρόγραμμα «ανθρώπινο» που είχαμε στήσει με τον Χάρρυ Κλυνν και τον Μητροπάνο. Δεν ήταν μπουζούκια, αρχίζαμε αυστηρά στις 10.30 και τελειώναμε όχι πολύ αργά. Μαζί μας είχαμε την Τάνια Τσανακλίδου, την Άννα Βίσση, την Ελπίδα – μιλάμε για μεγάλο σχήμα! Η ζωή η ίδια βάζει πάλι τις ανάγκες, εμένα όμως εκεί πάνω ήρθε και με βρήκε το «Ερωτικό» (σ.σ. «Με μια πιρόγα») του Θάνου Μικρούτσικου και του Άλκη Αλκαίου, αφού τα καλά τραγούδια με κυνηγούσαν! Δούλευα με τον Μούτση, θυμάμαι τώρα, στη «Διαγώνιο» σε ένα πρόγραμμα περίεργο με Λουκιανό, Βιτάλη και Πρωτοψάλτη επίσης. Ένα βράδυ με πιάνει ο πιανίστας Θάνος Νικόπουλος, που τότε συνεργαζόταν με τον Μικρούτσικο: «Ρε συ, ο Θάνος έχει γράψει την ”Πιρόγα”, ένα καταπληκτικό τραγούδι»…«Κάτι έχω ακούσει» του απαντάω…

Εννοούσατε το τραγούδι ή τον ίδιο τον συνθέτη;

Το τραγούδι, αφού κάπου τό’χε παίξει κι είχε ακουστεί. Τέλος πάντων, μου λέει ο Νικόπουλος ότι τό’χε δοκιμάσει με πολλούς τραγουδιστές ο Θάνος, αλλά δεν ήταν ευχαριστημένος. Πράγματι, κάθισα το ίδιο βράδυ με τον Νικόπουλο και έμαθα το κομμάτι και την επόμενη κιόλας μέρα βρέθηκα με τον Μικρούτσικο, ο οποίος είχε ήδη έτοιμη την ορχήστρα. Πάω στο στούντιο «Σιέρα» και ο Θάνος μου λέει: «Μπες μέσα και τραγούδα». Το έκανα και μου άρεσε πάρα πολύ το τραγούδι αυτό! Αρχικά δεν το τραγούδησα ολόκληρο, αλλά περίπου τα 3/4 του. Με σταματάει ο Θάνος: «Αυτό είναι! Ξαναπές το έτσι απ’ την αρχή άλλη μία και το κρατάμε»! Ακόμη ένα take κάναμε κι αυτό ήταν! Έτσι μπήκε το κομμάτι στο «Εμπάργκο»! 

Πόσα μεγάλα τραγούδια σας «κυνηγάνε» μέχρι σήμερα, είναι απίστευτο!

(χαμογελάει) Είναι για να θυμάμαι…Εμπειρίες ζωής, μέσα απ’ τις οποίες κατάλαβα και κάτι για μένα ως τραγουδιστής! Αν σου αρέσει κάτι, την ώρα εκείνη εξωτερικεύεις την επιθυμία σου. Όταν άκουσα εγώ την «Πιρόγα» μ’ έπιασε ένα μεράκι και μια όρεξη, που σίγουρα καταγράφηκαν στο στούντιο. Δεν είναι να πηγαίνεις στο στούντιο και να τρως πέντε ώρες για ένα τραγούδι. Αυτό είδα εγώ, αυτό είδε κι ο Θάνος σε μένα και κρατήσαμε μια κι έξω το αποτέλεσμα. Χαλάει το συναίσθημα διαφορετικά…Θυμάμαι πόσο μου’χε αρέσει και ένα άλλο κομμάτι, «Το τραγούδι του παλιού καιρού» του Ηλία Ανδριόπουλου σε στίχους του Γκάτσου. Ήταν ένα καταπληκτικό ποίημα του Γκάτσου, που δεν το γνώριζα και που όταν μου τό’παιξε ο Ηλίας, τρελάθηκα! Το ίδιο έκανα και μ’ αυτό, το είπα μια κι έξω.

Πάμε τώρα και στο «Ποτέ» του Κραουνάκη και της Νικολακοπούλου – να δω πότε θα τελειώσει η συνέντευξη αυτή με τόσο «ψωμί» που περιέχει.

(γελάει) Το «Ποτέ» ήρθε σχεδόν αμέσως μετά την «Πιρόγα». Με πιάνει πάλι ο Μακράκης: «Είναι δυο νέα παιδιά που γράφουν ωραία τραγούδια. Θες ν’ ακούσεις;»…Δέχτηκα φυσικά. Άκουσα πρώτα το «Ποτέ» και ο Μακράκης μ’ έστειλε την άλλη μέρα να κάνω πρόβα στο σπίτι τους. Πάω στο σπίτι του Κραουνάκη, στην Καλλιθέα, που με περίμεναν με τη Λίνα, νέα παιδιά και οι δύο τότε, ωραίοι, αδύνατοι. Μόλις με είδαν, μάλιστα, σηκώθηκαν όρθιοι, «Σας ευχαριστούμε πολύ, κύριε Μητσιά, που ήρθατε» κι εγώ τους είπα «Εντάξει, βρε, καθίστε κάτω, τι σηκώνεστε;» 

Ήσασταν κι ένας σταρ τότε, κίνηση ευγένειας ήτανε.

(με συστολή) Εντάξει, μωρέ…Κάναμε πρόβα, τα βρήκαμε και μπήκαμε κατευθείαν στο στούντιο.

Καταλάβατε με τη μία ότι το «Ποτέ» ήταν ένα αρκετά τολμηρό τραγούδι;

Βεβαίως, απόλυτα! Ξέρετε τι αγώνα έδωσα για να το περάσω στην εταιρεία που δεν το ήθελε;

Το θεώρησαν αθυρόστομο, ε; Με σεξουαλικά υπονοούμενα για το στίχο «Ποτέ δεν θα μπω σ’ άλλο σώμα»…

Έτσι ακριβώς! Έτσι δεν θέλανε να μπει και η «Επέτειος», επίσης ένα αριστουργηματικό τραγούδι που μπήκε τελικά ως 13ο κομμάτι στο δίσκο! Ούτε κατά διάνοια δεν φοβήθηκα να τραγουδήσω το «Ποτέ», το ίδιο και ο παραγωγός μου. Δεν καταλάβαινα τι κακό είχε το «Ποτέ δεν θα μπω σ’ άλλο σώμα», μια φράση που μπορεί όλοι να την είχαν πει. Να σας πω και κάτι; Είναι ένα τραγούδι απ’ τις δυο – τρεις μεγαλύτερες επιτυχίες μου! Μου τηλεφωνούσαν, θυμάμαι, δισκάδες: «Ας είναι καλά αυτό το τραγούδι που το αναπαράγουμε συνέχεια». Με πήρε ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας που’χε δισκάδικο στην Κομοτηνή: «Νά’σαι γερός, Μανώλη, μ’ αυτό το τραγούδι σου»! Κι ένας άλλος δισκάς από τη Θεσσαλονίκη, μου έλεγε πως έχει πουλήσει τ’ άντερα του σε κασέτες μόνο μ’ αυτό το κομμάτι: «Γράφω κασέτες μόνο με το ”Ποτέ” πολλές φορές στη σειρά. Τελειώνει και ξαναρχίζει, όλοι αυτό θέλουν ν’ ακούν»! Τον ίδιο καιρό τραγουδούσα στα «Δειλινά» με τον Στράτο Διονυσίου, τη Βίκυ Μοσχολιού και τη Ρίτα Σακελλαρίου. Σκάει ένα βράδυ η Ζωή Λάσκαρη με άλλες πενήντα γυναίκες που είχαν έρθει για να μ’ ακούσουν στο «Ποτέ»! Έζησα καταπληκτικές στιγμές με το «Ποτέ»! 

Όντας σταρ, όπως σας είπα πριν…

(με διακόπτει) Δεν το καταλάβαινα εγώ αυτό! Δεν μ’ ενδιέφερε.

Θέλω να ρωτήσω αν είχατε «πεσίματα» απ’ το γυναικόκοσμο.

(με συστολή) Ε, όπως όλοι τότε…Ο Στράτος, που είχαμε γίνει φίλοι, εμφανιζόταν αργά στο πρόγραμμα, αλλά του’χαν πει τι σουξέ κάνω με το «Ποτέ» και την «Πιρόγα» – ήταν δύο τραγούδια που τα τραγουδούσε όλη η Ελλάδα τότε! Έρχεται λοιπόν να μ’ ακούσει και βλέποντας το γυναικομάνι από κάτω, γυρνάει και μου κάνει όλο νόημα: «Ρε συ, ωραία αυτά τα τραγούδια» (γέλια) 

Τραγούδια, βέβαια, που δεν νομίζω να τα’λεγε ποτέ ο Διονυσίου, ειδικά την «Πιρόγα» με τους ιδιαίτερους στίχους του Αλκαίου.

Με τον Στράτο είχαμε διπλανά καμαρίνια στα «Δειλινά» και μιλάγαμε πολύ. Του λέω ένα βράδυ:

– Στράτο, εσύ είσαι κανταδόρος τραγουδιστής! Τραγούδα κάνα Θεοδωράκη!

– Ποιο;

– «Στο περιγιάλι το κρυφό»…Ξέρεις πως θα σου πήγαινε;

Κι αρχίζει να το σιγοτραγουδάει, όπως δεν τό’χα ξανακούσει! «Μπράβο, ρε Στράτο» του είπα, αλλά εννοείται πως ποτέ δεν το τραγούδησε.

Για ποιο λόγο πιστεύετε;

Άλλα μυαλά, άλλη σχολή…

Εγώ λατρεύω την «Αχάριστη» του Τσιτσάνη με τον παλιό καλό Διονυσίου.

(με ενθουσιασμό) Η ωραιότερη εκτέλεση, έχετε δίκιο! Καταπληκτική! Διονυσίου, Ρεπάνης, Τσιτσάνης κι άλλοι μέσα…

Φτάνουμε στη δεκαετία του 1990 με τον «Δρόμο για τα χάλκινα», 1996 για την ακρίβεια. Συνεργάζεστε με τη Λίνα Νικολακοπούλου σε τραγούδια αυτή τη φορά του Γιουγκοσλάβου Kiki Lesendric.

Άτυχος δίσκος αυτός που τον ήθελε, εκτός από τη Λίνα φυσικά, και ο τότε παραγωγός της εταιρείας Polygram, ο Βίκος Αντύπας. Μεσολάβησε η «Πολιτεία Γ» του Μίκη Θεοδωράκη. Του λέγαμε να την κάναμε λίγο πιο μετά, αλλά ο Μίκης βιαζόταν. Έτσι, μοιραία πήγε πίσω η δουλειά με τον Kiki και ακριβώς εκείνο το διάστημα αλλάζει διοίκηση η εταιρεία. Φεύγει ο Αντύπας, πάει στην Ελβετία και γίνεται γενικός διευθυντής της Polygram σ’ όλη την Ευρώπη. Στη θέση του εδώ έρχεται ένας που μισούσε τους Γιουγκοσλάβους! Αυτός δούλευε στην Κολούμπια τη δεκαετία του ’70, μετά πήγε στη Γερμανία και για ένα περίεργο λόγο αντιπαθούσε τους Γιουγκοσλάβους. Όταν ήρθε, μας βρήκε στο στούντιο με τη Λίνα. Ήμασταν στα τελειώματα, είχαμε πάει ήδη στο Βελιγράδι κλπ. Τον συναντάω αυτόν λοιπόν – Ιωάννου λεγόταν – και μου λέει την εξής φράση, που δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου: «Manolis, δεν μ’ αρέσουν αυτοί οι Γιουγκοσλάβοι, να τελειώνουμε μ’ αυτόν που μπλέξατε»…«Μα τι λέτε; Τόσο ωραίος δίσκος με τα χάλκινα μέσα;»…«Μπα, δεν μ’ αρέσει καθόλου»…Και δεν το διαφήμισε καθόλου! 

Ο δίσκος αυτός έμεινε, πάντως, ασχέτως αν δεν έκανε την ανάλογη επιτυχία με το «Βενζινάδικο» του Bregovic, της Νικολακοπούλου και της Πρωτοψάλτη.

Είχε καλά τραγούδια μέσα, δεν το συζητώ! Το «Πάρτι» δεν ήταν τρομερό κομμάτι; Και δεν κατάλαβε τίποτα αυτός ο μαλάκας; Τι να πω τώρα…Σκεφτείτε ότι η ίδια εταιρεία πήρε μετά το «Πάρτι» και τό’κανε βίντεο κλιπ με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη. Τέλος πάντων, καλά το είπατε, ο δίσκος έμεινε και παίχτηκε πολύ από τα κρατικά ραδιόφωνα. 

Πότε αρχίσατε να έχετε δυσκολία ως προς την εξεύρεση υλικού, αντίστοιχο μ’ αυτό του παρελθόντος; Είναι η ίδια δυσκολία που δεν αντιμετωπίσατε μόνο εσείς, αλλά και ο Νταλάρας, η Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και τόσοι άλλοι συνάδελφοί σας.

Νομίζω πως ένα τέλμα μπήκε με την είσοδο στη δεκαετία του ’90, αυτό λέω εγώ. 

Τότε που εμφανίστηκαν οι τραγουδοποιοί, ο Μάλαμας, ο Περίδης, ο Αλκίνοος. Πιστεύετε ότι κάπου έκαναν ζημιά σε εσάς τους τραγουδιστές, λέγοντας οι ίδιοι τα τραγούδια τους;

Γιατί να μην τα έλεγαν οι ίδιοι; Πρώτα απ’ όλα, όλοι αυτοί που αναφέρατε γράφουν καταπληκτικά τραγούδια κι έχουν κάθε δικαίωμα να τα τραγουδάνε.

Ο Νταλάρας σε μένα είχε πει σε συνέντευξη του, πάντως, πως μόνο οι Κατσιμιχαίοι και ο Περίδης δικαιούνταν να τραγουδάνε τα κομμάτια τους.

Γιατί, ο Λαυρέντης ή ο Πορτοκάλογλου δεν δίνουν ένα δικό τους χρώμα στα τραγούδια τους; Όλοι δικαιούνται, αλίμονο, απλά θα μπορούσαν να’γραφαν παραπάνω και για μας (γέλια). Κι εδώ θα σας πω ότι η ζωή προχωράει και οι εταιρείες άρχιζαν τις περικοπές στα budgets. Η πειρατεία οργίαζε, οι πολυδάπανες ηχογραφήσεις αποφεύγονταν κι έτσι προτιμούσαν να κλείνουν στούντιο για μια φωνή και μία κιθάρα. Και ο ήχος, όμως, άλλαζε. Εμείς στο μεταξύ ψάχναμε και δε βρίσκαμε μεγάλα τραγούδια, αντάξια του παρελθόντος μας. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν έφταιξαν οι τραγουδοποιοί. 

Η Νικολακοπούλου, επίσης σε συνέντευξη μας, μου’χε εκφράσει δυσαρέσκεια για το ότι οι εταιρείες δεν φρόντισαν να «παντρέψουν» τους παλιότερους με τους νεότερους δημιουργούς.

Ε, άμα οι νεότεροι βρίσκουν νεότερους με ταλέντο, τι να κάνουμε τώρα; Να βάλουμε φραγμό στην αυτοκινητοβιομηχανία επειδή βγάζει καινούργιο μοντέλο αυτοκινήτων; 

Τι γνώμη έχετε για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου;

Μια χαρά είναι, ωραίος! Ο Θανάσης εμπνέεται απ’ την παράδοση και άνθρωπος που δημιουργεί βάσει της δημοτικής ή της λαϊκής παράδοσης, θα’ναι μόνο καλός. Και ο Αγγελάκας είναι πολύ καλός, ποιητής!

Με το rock αλήθεια είναι πως δεν πειραματιστήκατε ποτέ.

Δεν νομίζω ότι θα μου πήγαινε…Δεν μου δόθηκε και η ευκαιρία, αλλιώς θα το δοκίμαζα. Σας είπα και στην αρχή ότι η θητεία μου στη βυζαντινή μουσική, μου έδωσε την ευχέρεια να τραγουδάω τα πάντα. Όλοι αυτοί που σήμερα θεωρούν επίτευγμα να βάζουν τσαλκάντζες, εγώ το θεωρώ αστείο. Βάλ’τους δίπλα ένα ψάλτη και θα τους σκίσει! Ακούω κάτι δημοτικούς τραγουδιστές, κάτι Ηπειρώτες, και τρελαίνομαι. Εμείς δεν είμαστε τίποτα μπροστά τους, γιατί αυτοί έχουν την παράδοση στο αίμα τους! 

Με το διαδίκτυο ασχολείστε καθόλου;

Μπα…Σπάνια…

Ενημερώνεστε απ’ τον γιο σας, φαντάζομαι.

Ο γιος μου, ναι, είναι άνθρωπος της τεχνολογίας, αλλά ως οδοντίατρος που είναι, δεν έχει κι αυτός πολύ χρόνο. 

Ο δίσκος «Συγγνώμη Πόλη μου» υπάρχει ήδη στο διαδίκτυο. Θ’ ακολουθήσουν και συναυλίες στο πλαίσιο στήριξης του;

Είχαμε σκοπό να κάνουμε, αλλά μας πρόλαβε ο κορονοϊός. Και στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και αλλού. Περιμένω τον Καρπάθιο και τον Μπαλαχούτη να με ειδοποιήσουν. Στη διάθεση τους είμαι εγώ.

Και είστε και λίγο ελεύθερος σκοπευτής. Εννοώ πως αν σας προτείνει κάποιος ένα τραγούδι, θα το πείτε, δεν έχετε κάποιο θέμα.

Άμα είναι καλό, γιατί νά’χω θέμα; Είναι και άδικο να κάνει ένας το όνειρο του κι εγώ να έρχομαι να τον απορρίπτω. Και τι είμαι εγώ για να τον απορρίψω; 

Ε, πως, είστε αυτός που είστε.

Θα κάνω ότι μου πει η αισθητική μου εκείνη τη στιγμή. Βασικά πράγματα! Νά’χει έναν καλό δουλεμένο στίχο και μια μουσική που να’ναι αξιοπρεπής, να μη σε προσβάλλει. Αυτά είναι τα μόνα μου κριτήρια, τίποτα άλλο. 

Είστε τελικά τόσο αντιστάρ, κύριε Μητσιά;

Γιατί, τι είναι οι σταρ; Πρώτα απ’ όλα υποφέρουν οι ίδιοι. Δυστυχείς είναι, πως θα βγουν εδώ, πως θα φωτογραφηθούν εκεί. Σας παρακαλώ, αυτά είναι ανοησίες…Ηλίθιοι είναι, ηλίθιοι, αφού τους κάνουν σταρ κάποιοι άλλοι που έχουν συμφέροντα και οι ίδιοι τρώνε το χάπι. 

Εσάς πήγαν κάποιοι να σας βάλουν σ’ αυτό το τριπάκι;

Πήγανε και αρνήθηκα απ’ την αρχή. Θυμάμαι υπήρχε στα ξεκινήματα μου ένα περιοδικό, που δε θυμάμαι αν ήταν το «Φαντάζιο». Με βρίσκει ένας νεαρός δημοσιογράφος και μου λέει: «Θα μου δώσεις πέντε χιλιάδες δραχμές και θα σε βάλουμε στο επόμενο τεύχος στη στήλη με τους σταρ»…Του απάντησα: «Ούτε φωτογραφία θέλω και μη με ενοχλείτε»! 

Μάλιστα. Από τότε γίνονταν αυτά.

Ε, βέβαια. Τα σταριλίκια αυτά κάνανε τότε, να σε βγάλουν φωτογραφία στο τάδε καφέ, που πας, με ποιον κλπ. Δεν μ’ ενδιέφεραν ποτέ αυτά.

Θα λέγατε ότι κάνατε πλούσια ζωή;

Ζούσα όπως ζω μέχρι σήμερα, δεν έκανα κάτι ιδιαίτερο. Στη Μύκονο, π.χ., μια φορά πήγα μόνο και τραγούδησα. Δεν ξαναπήγα! 

Η Μύκονος δηλαδή είναι κάτι σαν το δικό μας Μονακό, ας πούμε;

Μα στη Μύκονο δεν πήγαιναν όλοι τα καλοκαίρια και γινόταν χαμός; Στη Σαντορίνη, επίσης, πάλι μία φορά πήγα για συναυλία. Τώρα, το να πάρεις τη γυναίκα σου και να πας κάπου ένα ταξίδι, δεν το θεωρώ πλούσια ζωή. Εγώ μπορεί να είχα συναυλία στο Λονδίνο και να την έπαιρνα μαζί μου. Αυτό, τίποτα άλλο. Μ’ άρεσε πολύ, όμως, να πηγαίνω στη Σύρο! 

Τι δεσμούς έχετε με τη Σύρο;

Ο πεθερός μου ήταν από κει. Διάβαζα πρόσφατα ένα ιταλικό περιοδικό που έλεγε ότι η Ερμούπολη της Σύρου είναι η πιο όμορφη πόλη της Ελλάδας. Και πράγματι είναι! Τέλος πάντων, είχε ο πεθερός μου στην Ερμούπολη ένα μικρό διαμέρισμα, σαν γκαρσονιέρα, και πάω εκεί κι απολαμβάνω! Σαράντα χρόνια πηγαινοερχόμαστε στη Σύρο.

Είδατε; Κόψατε από τη Θεσσαλονίκη, που λέγατε στην αρχή, και βρεθήκατε στη Σύρο.

Αλήθεια είναι πως μου πέφτει μακριά η Χαλκιδική. Δεν έχω πια τίποτα κι εκεί. Το χωριό μου ήταν ορεινό, φτωχό. Η νότια περιοχή ήταν η πιο πλούσια, αλλά και πάλι…Άντε πάρε τ’ αεροπλάνο και μετά το αμάξι τόσες ώρες…Ενώ τώρα παίρνεις το καραβάκι κι είσαι στη Σύρο σε λίγες ώρες, που’χει κι ένα ιδιαίτερο πολιτιστικό χρώμα.

Σας έχω δει πολλές φορές live κι έχω να πω ότι…

(με διακόπτει) Εξέπεμπα ένα οικογενειακό προφίλ! 

Πολύ ωραίο αυτό που είπατε. Το πιστεύετε;

Έτσι δείχνει το πράγμα. Έρχονταν μικρά παιδιά για να μ’ ακούσουν μαζί με τις μανάδες τους, τα οποία τώρα μεγάλωσαν. Μέχρι κι η συχωρεμένη η Βουγιουκλάκη, μου έφερνε τον Γιαννάκη της: «Σε παρακαλώ πολύ», μου έλεγε, «τρελαίνεται με το ”Μη χτυπάς”! Θα μας το τραγουδήσεις;» Γενικά με παρακολουθούν ακόμη άνθρωποι απ’ όλες τις ηλικίες και τα κοινωνικά στρώματα. «Μαζί μεγαλώσαμε» μου λένε καμιά φορά στο δρόμο.

Κι εσείς τι τους λέτε;

Μαζί μεγαλώσαμε, ναι, τι άλλο να τους πω; 

Πρόσφατα είδαμε κορυφαίους συναδέλφους σας να δίνουν συναυλίες από κανάλι στο πλαίσιο του «Μένουμε Σπίτι». Νομίζω πως θα δικαιούταν ο Μητσιάς να δώσει κι αυτός μία τηλεοπτική συναυλία.

Ξέρετε, το ίδιο ακριβώς μου είπε και η Μαρία Φαραντούρη ότι τό’χει επιθυμία! «Εσύ πρέπει να βγεις και θα σ’το επιμεληθώ όλο εγώ» μου είπε! Εδώ είμαι, ας με πάρουν τηλέφωνο, εγώ δεν πρόκειται να πάρω κανέναν. Αν θέλουν, ας την κάνω την τηλεοπτική συναυλία!

Τώρα που με «πήγατε» στη Φαραντούρη, θέλω να θυμηθούμε το δίσκο «Ερημιά» του Θεοδωράκη και του Λευτέρη Παπαδόπουλου που ενορχήστρωσε ο Ξαρχάκος. Είχα ακούσει απ’ τον ίδιο τον Θεοδωράκη πως τα τραγούδια αυτά επρόκειτο να τα τραγουδήσει ο Αντώνης Ρέμος. 

Πραγματικά, δεν έχω ιδέα. Δεν αποκλείεται, όμως. Τι σας είπε ακριβώς ο Μίκης;

Ότι ενώ είχαν γραφτεί οι ορχήστρες και θα έμπαινε στούντιο ο Ρέμος, ήρθε εντολή απ’ την Αμερική, απ’ την εταιρεία του, να μην το κάνει…

Τι, δηλαδή, του την «πέσανε» οι Αμερικανοί για να τα τραγουδήσω εγώ; (γελάει) Κοιτάξτε, δεν έχει άδικο ο Μίκης. Είναι καλός τραγουδιστής ο Αντώνης, αλλά πώς το λένε, φούστα – μπλούζα πρέπει να ταιριάζουν για να’ναι ωραίο το σύνολο.

Μην τα λέτε σε μένα, στον Μίκη πείτε τα.

Ο Μίκης είναι γνωστός για τη γενναιοδωρία του, αλλά δεν είναι πάντα σωστή η στάση αυτή.

Γι’ αυτό ίσως για σας όλοι, μα όλοι, παραδέχονται πως δεν μπορεί να σας καταλογίσει κανείς την παραμικρή ασυνέπεια στην τέχνη σας.

Πιστεύω πως είναι θέμα οικογενειακής παράδοσης. Είχα έναν πατέρα με αξίες της ζωής, που κι αργότερα εμείς τις καταλάβαμε. Τόσο εγώ, όσο και τ’ αδέρφια μου, ακολουθούμε πιστά τα λόγια και τις πράξεις του. Ο άνθρωπος διαπλάθει χαρακτήρα μέσα από την οικογένεια του. 

Πέραν αυτού, θα’χατε και καλούς συμβούλους δίπλα σας.

Βεβαίως! Ο Γκάτσος πάνω απ’ όλους! Η γυναίκα μου, επίσης, που ποτέ δεν με πούλησε, ποτέ δεν μου είπε: «Πήγαινε εκεί που σου δίνουν τα πολλά λεφτά. Μείνε εδώ που σ’ αρέσει, μην πας αλλού»! Πολλές φορές, εκτός από χρήματα, μου έδιναν τραγούδια εύπεπτα. Ολόκληρα κιβώτια με κασέτες έχω. Χαίρομαι που είπα όχι! Συνεπή ή τον πιο συνεπή, όμως, δεν θα με έλεγα.

Πολύ σεμνό σας βρίσκω.

Δεν είναι θέμα σεμνότητας. Έκανα κι εγώ παρεκτροπές, αλλά για πολύ μικρό διάστημα…

Πείτε μου μία τέτοια παρεκτροπή.

Δεν θυμάμαι…

Επειδή δεν υπάρχει μάλλον. 

Ας το κρίνει ο κόσμος αυτό, όχι εγώ. Αν έκανα κάτι, θα έπαιξαν συμβόλαια με εταιρείες και πιέσεις. Ένα χωριατόπαιδο ήμουν που μπήκα σ’ αυτό που λέμε καριέρα με τα πολλά όχι μου.

Θα δηλώνατε αριστερός σήμερα;

Αριστερός δηλώνω με τη δική μου ανένταχτη σκέψη και λογική. Τι θα πει αριστερός; Να’σαι δίκαιος, να ενδιαφέρεσαι για τον συνάνθρωπο σου, να μην τον αδικείς, νά’χεις από μόνος σου τα λόγια του και τα λόγια σου μεσ’ στην καρδιά σου. Δεν θέλω από κανέναν Μαρξ και από κανέναν άλλο ιδιοφυή θεωρητικό να μου πει τι θα κάνω. Η Αριστερά για μένα ήταν μία απογοήτευση, ειδικά μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Την έζησα την απογοήτευση και δεν θα την ξεπεράσω ποτέ, όταν έβλεπα να γκρεμίζουν με τους γκασμάδες το Τείχος του Ανατολικού Βερολίνου! Εκεί είπα: «Που πήγε η Επανάσταση; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι έχουν τέτοια μανία να γκρεμίσουν ότι χτίσανε;» Δεν είμαι καπιτάλ, το ξεκαθαρίζω, δεν είμαι ο θάνατος σου – η ζωή μου, που δεν μ’ αρέσει καθόλου, θέλω όμως κάποια βασικά πράγματα στη ζωή να εφαρμόζονται. Δεν πιστεύω καθόλου στους σημερινούς πολιτικούς, Έλληνες και ξένους, καθόλου όμως! Βγαίνει ο Ερντογάν και μιλάει για γαλάζια πατρίδα και δε βγαίνει ένας, ρε παιδάκι μου, να του πει πως «Πριν από σας, ήμασταν εμείς εκεί πέρα! Εσείς ήρθατε μετά, οι βάρβαροι»! Δεν μιλάει κανείς, μου κάνει εντύπωση.

Ο καλλιτέχνης πρέπει να’ναι ακομμάτιστος;

Φυσικά και πρέπει να’ναι ακομμάτιστος, αλίμονο!

Το λέτε, έχοντας τραγουδήσει για όλους, από τους δεξιούς μέχρι την ΚΝΕ.

Παντού έχω τραγουδήσει! Δεν βάζω ποτέ ταμπέλα στο μαγαζί ή στο θέατρο: «Επιτρέπονται μόνο οι αριστεροί ή μόνο οι δεξιοί». Όλος ο λαός μπαίνει μέσα κι αυτά τα κόλπα του τύπου «εγώ ανήκω εκεί» είναι αηδίες! Έχω δει συμπεριφορές από αριστερούς να’ναι πιο δεξιές κι έχω δει δεξιούς να πράττουν ως οι πιο αριστεροί.

Αυτό έχει να κάνει με μιαν ευρύτερη παιδεία;

Έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία σου σαν άνθρωπος, τι πιστεύεις, τι είσαι! 

Εξακολουθείτε να έχετε μεγάλη φιλία με τον Αντώνη Σαμαρά;

Πάντα! Ασχέτως πολιτικών διαφορών, που είχαμε κάποια εποχή, μέχρι που κι αυτός μού εξήγησε! Για ποια πολιτική μιλάμε σήμερα στην Ευρώπη, όταν κυβερνάει η Μέρκελ; Ότι πει η Μέρκελ γίνεται!

Χωρίς να θέλω να μου σχολιάσετε τον Μητσοτάκη, δεν βλέπετε σήμερα ωστόσο να ασκείται μία άγρια νεοφιλελεύθερη πολιτική;

Μας οδήγησαν ως εδώ! Θες ή δεν θες να είσαι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία πια δεν έχει καμία σχέση ως όραμα με τότε που ιδρυόταν; Σήμερα κυβερνάνε οι τράπεζες και τίποτα άλλο. Έχετε μυριστεί πόσες ελληνικές βιομηχανίες κλείσανε; Η ΠΙΤΣΟΣ, η ΙΖΟΛΑ έκλεισαν και έμειναν άνεργοι τόσοι άνθρωποι. Γιατί δεν άφησαν να γίνει στο Βόλο εκείνο το εργοστάσιο αυτοκινητοβιομηχανίας; Δεν θα’χαμε εμείς δουλειά; Δεν πιστεύω, λοιπόν, σε καμία θεσμοθετημένη ιδεολογία. Και το λέω με μεγάλη απογοήτευση, ειλικρινά! Σε ποιον να πιστέψω; Στον Αμερικάνο, που’ναι ο θάνατος σου – η ζωή μου; Ή στον άλλον, στα σοβιέτ, που σάπιζαν οι άνθρωποι στις φυλακές; Και σας τα λέω εγώ αυτά που υπήρξα στενός φίλος του Χαρίλαου Φλωράκη και που ο θάνατος του ήταν κάτι που με στενοχώρησε απίστευτα. Για πολλά χρόνια, όλες μου τις Πέμπτες συναντιόμασταν με τον Φλωράκη, ποτέ κομματικά ή πολιτικά, αλλά πάντα με αγνή φιλία, ιστορίες και καλαμπούρια. Του άρεσε να βρισκόμαστε και να τραγουδάμε Θεοδωράκη, μ’ αγαπούσε και τον αγαπούσα. 

Και στην Ελλάδα δεν σας εκφράζει τίποτα πολιτικά;

Η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα που με εκφράζει και έχω να σας πω ότι ο Αντώνης (σ.σ. ο Σαμαράς) ότι έκανε, το έκανε άδολα, με πατριωτισμό μέσα του. Πολλά πράγματα που ονειρευόταν να κάνει, δεν τον άφησαν να τα κάνει. Τα ξέρουν οι Γερμανοί, που τον «φάγανε» κιόλας. Μην το ψάχνετε, είναι βρώμικο παιχνίδι η πολιτική! Δεν θέλω κανέναν…Ούτε τα ακροδεξιά στοιχεία που έχουν παρεισφρήσει μέσα σε πολιτικούς σχηματισμούς, μ’ ενδιαφέρουν. Είμαι πολύ μακριά απ’ αυτό, το σιχαίνομαι. Το μόνο καλό που είχε η παλιά αστική δεξιά ήταν μία αριστοκρατική αντίληψη περί Πολιτισμού. Μου έλεγε μια φορά ο Ζαμπέτας πως πήγαιναν και τον άκουγαν οι εφοπλιστές στα μπουζούκια. Ήταν οι μόνοι που λέγανε στους άλλους: «Σσσσς, κάντε  ησυχία ν’ ακούσουμε»! Γι’ αυτό το πράγμα μιλάω και γι’ αυτό κι εγώ σήμερα αισθάνομαι αρχηγός του κόμματος μου.

Υπάρχει κόμμα «Μανώλης Μητσιάς» δηλαδή;

«Εγώ και ο Μανώλης»! Δεν μ’ ενδιαφέρει τίποτα άλλο, τους γνώρισα καλά όλους! 

Ποια είναι η γνώμη σας για όλη αυτή την κρίση που’χει ξεσπάσει στο θέμα του πολιτισμού;

Έχουν δίκιο οι συνάδελφοι μου. Είναι άνεργοι…Έπρεπε να τους σκεφτούν. Το δικό μας επάγγελμα πλήττεται απίστευτα. Ξέρετε πόσες συναυλίες είχα κλεισμένες και όλες ακυρώθηκαν; Μουσικοί και τεχνικοί έμειναν άνεργοι. Ότι διεκδικούν οι συνάδελφοι, μόνο καλό είναι! Πιστεύω πως η κυβέρνηση ένα πράγμα που έπρεπε να’χει πει, όπως έλεγε για τους άλλους εργάτες, τους αγρότες κλπ., ήταν κι αυτό των καλλιτεχνών, του πολιτισμού. 

Είχε δίκιο ο Μάνος Χατζιδάκις όταν έλεγε πως, ιστορικά, όλες οι κυβερνήσεις σ’ αυτόν τον τόπο υπήρξαν αντιπνευματικές.

Καθόλου άδικο δεν είχε ο Μάνος! Για την ώρα, με βρίσκουν σύμφωνο όλοι οι αγώνες και τα αιτήματα των μουσικών και των τραγουδιστών. Άκουσα ότι η Μενδώνη απαξίωσε τον Ξαρχάκο! Δεν το είδα, μόνο το άκουσα, αλλά φυσικά και δεν μου άρεσε. 

Στενόχωρα πράγματα. 

Είναι, αλλά οφείλω να σας πω ότι μια ζωή ήμουν έξω απ’ αυτά τα πράγματα. Εγώ είχα κουμπάρο – μου έχει βαφτίσει τον γιο μου – Πρωθυπουργό και Υπουργό Πολιτισμού και δεν πήρα ποτέ ούτε μία συναυλία! Ούτε μία! Τι άλλο θέλετε να σας πω; 

Σας βλέπω σε καλή φόρμα, αδυνατισμένο. Προσέχετε την υγεία σας μάλλον.

Έκανα τριπλό bypass πρόσφατα, πριν ενάμισι χρόνο, χωρίς να έχω κανένα σύμπτωμα. Είχα πάει για μία εξέταση στο «Υγεία», λόγω ενοχλήσεων στο στομάχι. Με στέλνουν για εξέταση κι όταν βγαίνουν τ’αποτελέσματα, μου λένε: «Δεν πας σπίτι! Χειρουργείο θα μπεις»! Βουλωμένες αρτηρίες! 

Φοβηθήκατε;

Δεν κατάλαβα τίποτα! Για πότε με ναρκώσανε, για πότε με χειρουργήσανε, χαμπάρι δεν πήρα…

Κάνετε όνειρα σήμερα;

Εφόσον ζούμε, πάντα κάνουμε όνειρα. Θα ήθελα να βρω ένα χώρο να τραγουδάω κάθε βράδυ νωρίς, αν όχι κάθε βράδυ, τουλάχιστον πέντε μέρες τη βδομάδα. Να λέω τραγούδια που τραγούδησα ανά δεκαετία, γιατί δε μπορούν να χωρέσουν όλα σε μία βραδιά. Όλοι ζητάνε τα πιο γνωστά, αλλά υπάρχουν και τα άλλα, τα αδικημένα.

Δεν θα είναι, όμως, μία βιολογική φθορά; Θέλω να πω ότι αισίως είστε 74 ετών.

Άμα δω ότι δεν αντέχω, θα τα εγκαταλείψω, να είστε σίγουρος. Όπως μου λέει καμιά φορά η γυναίκα μου: «Άμα σε δω και κάνεις ”α,α,α”, θα σου πω ”φύγε”»! (γελάει)

Και θα σας είναι εύκολο;

Ναι, γιατί να μην είναι; Εντάξει, βλέπουμε άλλους τραγουδιστές να μην το κάνουν και λυπάμαι πολύ. Εγώ, όμως, θα «φύγω», σας το υπογράφω. 

Και από αγάπη χορτασμένος.

Δόξα τω Θεώ…Από αγάπη και χειροκρότημα…

Όλα είναι αγάπη, κύριε Μητσιά;

Πάνω απ’ όλα, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Για σκεφτείτε να έβγαινα έξω και να με βρίζανε, έτσι δεν είναι; Εγώ κάθε πρωί βλέπω τους περιπτεράδες ή τους επιχειρηματίες στην Ερυθραία και μου φωνάζουνε «Γεια σου, ρε Μανώλη, όλα καλά;» Έμαθα από μικρός να ζω με τον κόσμο. 

Τα είπαμε όλα και σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη.

Τα είπαμε όλα κι άλλα τόσα και γι’ αυτό εγώ σας ευχαριστώ αληθινά. 

* Ο δίσκος του Μανώλη Μητσιά, «Συγγνώμη, Πόλη μου» κυκλοφορεί από το όγδοο music group. Μουσική: Μανώλης Καρπάθιος – Στίχοι: Κώστας Μπαλαχούτης

Μητσοτάκης: Σε πανικό στη Βουλή – Αντί για απαντήσεις, επίθεση και «δεν ντρέπεστε» στην αντιπολίτευση (video)

6167665

Μητσοτάκης: Σε πανικό στη Βουλή – Αντί για απαντήσεις, επίθεση και «δεν ντρέπεστε» στην αντιπολίτευση (video)

«Ουδέποτε, δόθηκε καμία εντολή για συγκάλυψη», τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κοιτώντας τους συγγενείς των θυμάτων

Βουλή: Ο λόγος για τα άδεια έδρανα του ΚΚΕ και της Νέας Αριστεράς στην ομιλία της Κωνσταντοπούλου

6167422

Βουλή: Ο λόγος για τα άδεια έδρανα του ΚΚΕ και της Νέας Αριστεράς στην ομιλία της Κωνσταντοπούλου

Μετά την ολοκλήρωση της ομιλίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, οι βουλευτές των δύο κομμάτων επέστρεψαν στις…