Μάρθα Φριντζήλα: «Η ρίζα του φασισμού είναι η βλακεία, που νικιέται μόνο με την παιδεία»

Μία χειμαρρώδης συνέντευξη εφ' όλης της ύλης με τη δραστήρια και πολυτάλαντη μουσικό, ερμηνεύτρια, ηθοποιό και σκηνοθέτιδα Μάρθα Φριντζήλα.

78974855 2556304811156244 94570781811408896 n

Χώροι σαν το «Baumstrasse», που βρίσκεται σχεδόν χωμένο μέσα σ’ ένα στενάκι του Κολωνού, υπάρχουν πολλοί στο Λονδίνο, στο Βερολίνο και σε άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Στην Αθήνα, πάλι, όχι, γι’ αυτό και από τότε που τον έφτιαξαν η Μάρθα Φριντζήλα με τον Βασίλη Μαντζούκη, «έπιασε» τόσο, ώστε μέχρι σήμερα να αποτελεί φυτώριο νέων καλλιτεχνών σε μουσική, θέατρο, αλλά και σε πολλές άλλες δράσεις. Η αίσθηση που αποκομίζει ο επισκέπτης απ’ τον προσωπικό και επαγγελματικό χώρο της πολυτάλαντης Φριντζήλα είναι αυτή ενός περιποιημένου και καλαίσθητου κοινοβίου, ενός ναού της Τέχνης για την ακρίβεια.

Με υποδέχτηκε η ίδια στην πόρτα, ευδιάθετη για μία συνέντευξη που μάλλον χρωστούσαμε εδώ και χρόνια ο ένας στον άλλο. Εντυπωσιάστηκα σαν με ξενάγησε στο τριώροφο κτίριο – πρώην αποθηκευτικό συγκρότημα, που πλέον σφύζει από ζωή: Μουσικές, γέλια, φωνητικές ασκήσεις και διαφορετικά φωνητικά ηχοχρώματα, παρατηρήσεις – ένα γοητευτικό χαρμάνι «για έναν ελεύθερο άνθρωπο», σύμφωνα και με τον Μάνο Χατζιδάκι. 

Μου έφτιαξε καφέ απ’ την εσπρεσσιέρα της. Χάιδεψα τις τρεις πανέμορφες θηριώδεις γάτες της – «Αυτή είναι 20 ετών, αλλά ακόμα καλά κρατεί» μου είπε για τη μία. Ύστερα κάτσαμε απέναντι σ’ έναν άνετο καναπέ με το φωτιστικό να κρέμεται λίγο πιο πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Της είπα ότι μου αρέσουν τα χαμηλά φωτιστικά, καθώς μου θυμίζουν εξώφυλλα rock συγκροτημάτων της δεκαετίας του ’70. Κάπως έτσι ξεκίνησε η δημόσια συζήτηση μας με τη Μάρθα Φριντζήλα, η οποία – όπως θα διαπιστώσετε – επεκτάθηκε σε πάρα πολλά και ενδιαφέροντα θέματα.  

Μου κάνατε ήδη ένα mini tour στον προσωπικό σας χώρο και σκέφτομαι πόσο θά’χετε την ψυχική σας υγεία για να ζείτε και να δουλεύετε χωρίς μετακινήσεις, να δέχεστε εδώ τους μαθητές, τους φίλους σας κλπ.

Πάντοτε ήθελα να είναι η ζωή μου και η δουλειά μου μαζί. Δεν ανήκα στους ανθρώπους που σηκώνονται το πρωί να πάνε σε μία δουλειά και το μεσημέρι θα γυρίσουν στο σπίτι τους να ξεκουραστούν. Και η αναψυχή μου, και η δουλειά μου, και η ζωή μου είναι μέσα στην τέχνη, επομένως μπορώ να ξυπνάω το βράδυ, να κατεβαίνω στο θέατρο και να δοκιμάζω τα φώτα για μία παράσταση. Είναι σαν να’χεις ανά πάσα στιγμή καλλιτέχνες στο σαλόνι σου, απλά θέλει έλεγχο και να βρίσκεις το χώρο που θά’ναι μόνο για σένα.

Κινδυνεύσατε κάπου να μπλέξετε τον επαγγελματικό με τον ιδιωτικό σας χώρο και χρόνο;

Ναι, κινδύνευσα και κινδύνευσα πολύ, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος της ανοιχτής πόρτας. Μ’ αρέσει να μοιράζομαι τα πράγματα που έχω, μ’ αρέσει να τελειώνει η πρόβα και να μαγειρεύω μια μακαρονάδα που τρώμε όλοι μαζί, μ’ αρέσει να κάνουμε πρόβες με τους μουσικούς και να φτιάχνουμε τα καφεδάκια μας, μ’ αρέσει επίσης να βλέπουμε παρέα μία ταινία. Πριν το Baumstrasse, είχα συνηθίσει το δωμάτιο μου με τον υπολογιστή μου, όπως και ο Βασίλης το στούντιο του με τη ζωγραφική και τη μουσική του, άρα χρειάστηκε ν’ απομονώσουμε κάποιους χώρους για νά’χουμε την ησυχία μας, να κλείνω την πόρτα και να ξέρω ότι τώρα δεν θα μ’ ενοχλήσει κανείς, ότι είμαι μόνη μου.

Εδώ μέσα, πάντως, δεν υπάρχει καθόλου η αίσθηση της μοναξιάς.

Όχι. Το ήθελα, έτσι ήμουν πάντοτε, μ’ αρέσει ο συγχρωτισμός με ανθρώπους, όπως και το να βρίσκομαι μέσα στη γυάλα μου, στην οποία μπαίνουν μόνο αυτοί που θέλω εγώ. Βέβαια, έχω βρει πια το χρόνο και μπορώ να τον ελέγχω. Ξέρω, ας πούμε, ότι αυτές οι μέρες κι αυτές οι ώρες είναι αφιερωμένες σε μένα, στο γράψιμο μου, στις ξένες γλώσσες μου – τώρα μαθαίνω ρώσικα -, στη μουσική μου. Καταφέραμε με τον Βασίλη και φτιάξαμε ένα σπιτάκι στην τέλεια απομόνωση, στην ορεινή Αρκαδία, όπου μπορούμε και φεύγουμε δυο – τρεις φορές το χρόνο για δέκα μέρες χωρίς τηλέφωνο, χωρίς internet. Είναι και το ότι έφτασα πια 47 ετών και μπορώ να βιοπορίζομαι.

Είπατε την ηλικία σας και σκεφτόμουν πριν πως θα σας το ρωτούσα.

Δεν έχω θέμα. Εννοώ πως τώρα πια μπορώ να επιλέγω τα πράγματα που θα κάνω. Δεν ήμουν και ποτέ στο κυνήγι του μεροκάματου. 

Πόσα χρόνια θα λέγατε ότι υπάρχετε στο χώρο της τέχνης;

Ανέκαθεν! Ήμουν απ’ τα παιδιά που από πολύ νωρίς έδειξαν προς τα που πάει το πράγμα. Έχω άλλες δύο αδερφές. Ήμασταν τέσσερις, αλλά τη μία αδερφή μου τη χάσαμε…Σκοτώθηκε με μηχανή όταν ήταν 17 ετών κι εγώ 15…Ούτε τη μαμά μου έχω, χάθηκε από καρκίνο όταν ήμουν 6 ετών. Θυμάμαι την αύρα της, το τραγούδι της, το χαμογελαστό της πρόσωπο, μία πάρα πολύ καλή γυναίκα ήταν, απ’ ότι μου λένε σήμερα οι άλλοι. Μία αγία, έτσι την παρουσιάζουν! Μεγάλωσα με τον πατέρα μου, τον Δημήτρη…

Είναι καθοριστική η απώλεια ενός στενού συγγενικού προσώπου στην εφηβεία;

Είναι μία «περιοχή» που πάντοτε ανατρέχω για να δω τι συμβαίνει, τι έχει γίνει..Ακόμα βλέπω στον ύπνο μου την αδερφή μου, ακόμα γράφω γι’ αυτήν, ακόμα σκέφτομαι πράγματα και της τα αφιερώνω…Είναι μία ψυχή που πέρασε, έχοντας ζήσει μαζί και πολύ δύσκολα πράγματα. 

Όπως;

Είχαμε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. Είχα μητριά για 7 χρόνια και ήταν μία, πραγματικά, τραυματική κατάσταση. Όταν πέθανε η μητέρα μου, ο πατέρας μου παντρεύτηκε μία άλλη γυναίκα.

Η οποία αποδείχτηκε η κακιά μάγισσα του παραμυθιού;

Για μένα, ως παιδάκι, έτσι ήτανε! Έτσι φανταζόμουν τον εαυτό μου, ότι είμαι η μικρή Σταχτοπούτα, ενόσω έπεφτε πολύ ξύλο και κακοποίηση…

Είναι εν ζωή σήμερα;

Ναι, είναι, αλλά δεν έχουμε καμία επαφή και δεν θέλω νά’χω, εννοείται. Απ’ όταν έκλεισε η πόρτα, δεν ξανασχοληθήκαμε μ’ αυτό το πράγμα, γιατί η κακοποίηση ήταν τρομερή. Σκεφτείτε ότι η Νικολέτα, η μικρή μου αδερφή, είχε πάει στο νοσοκομείο απ’ το ξύλο…

Συγγνώμη, ο πατέρας σας τι έκανε μ’ αυτή τη μέγαιρα; Ήταν άβουλος;

Δεν ήταν αυτό τόσο, όσο το ότι τον βλέπαμε πολύ λίγο εκείνα τα χρόνια για καλοκαίρι ή κάνα Πάσχα. Δούλευε πάρα πολύ, ολημερίς, τον βλέπαμε σπάνια. 

Που γίνονταν όλα αυτά;

Ελευσίνα.

Μάλιστα. Συνεχίστε.

Κάθε φορά που κανονίζαμε μάζωξη για συζήτηση μαζί του, η μητριά μας έλεγε: «Μην πείτε τίποτα, γιατί θα φάτε πολύ ξύλο». Είναι λίγο κινηματογραφικό, σαν παραμύθι, που το λέμε σήμερα με τις αδερφές μου καμιά φορά κι απορούμε πως το ζήσαμε όλο αυτό και το επιτρέψαμε! Ευτυχώς το έληξε η μεγάλη μου αδερφή, η οποία είναι 50 χρονών σήμερα. Όταν ήταν όμως 15 ετών, έφυγε από το σπίτι και πήγε σ’ ένα μοναστήρι, όπου πολύ απλά τους είπε: «Πρέπει να μας σώσετε»! Φύγαμε μαζί με τον πατέρα μου, ελευθερωθήκαμε, επιστρέψαμε στο πατρικό μας. 

Ο πατέρας σας δηλαδή παράτησε την κακιά δεύτερη σύζυγο και σας ακολούθησε.

Εννοείται! Βέβαια! Το επόμενο πρωί κιόλας! Για να καταλάβετε, αυτή είχε δυο παιδιά δικά της και ο πατέρας μου βρέθηκε στα 30 του με 6 παιδιά…Σκεφτείτε κατάσταση…Βιοπαλαιστής, επιπλοποιός, τον θυμάμαι όλα τα χρόνια να δουλεύει σαν σκυλί. Επιστρέψαμε, λοιπόν, στο πατρικό μας στην Ελευσίνα, που τό’χαμε αφήσει. Εκεί ζήσαμε τρία χρόνια σαν σε πενταήμερη εκδρομή και μετά έχασα την αδερφή μου.

Μετά ήρθε η μεγάλη τραγωδία.

Ναι, μεγάλη τραγωδία…Σημάδεψε πολύ την οικογένεια μου, κι εμάς, τα τρία κορίτσια, αλλά και πολύ περισσότερο τον πατέρα μου. 

Πιστέψατε τότε ότι ενδεχομένως σας καταδιώκει μία κατάρα;

Όχι, είχα πάντα την ψυχραιμία να μπορώ να συγκρίνω. Ήξερα ότι υπάρχουν πολύ πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι από μένα. Είχα μεγάλη αγάπη, επίσης, κι εγώ κι οι αδερφές μου, στα βιβλία κι αυτό ήταν πάντα το καταφύγιο μου. Ήταν κάτι που το έβλεπε ο πατέρας μου κι από νωρίς μου έλεγε: «Γιατί δεν πας να κάνεις θέατρο, να μπεις σε μια ομάδα;» Όπως εγώ μπήκα στην τέχνη με παρότρυνση των δασκάλων μου, έτσι και η Νικολέτα η αδερφή μου ξεκίνησε τις μεταφράσεις της και την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Η άλλη, η μεγάλη μου αδερφή, είχε μεγάλη αγάπη στα ζώα κι έφτιαξε έναν ωραίο κήπο που τα προστάτευε. Μπήκαμε σ’ αυτό που λέμε προσφορά και βαθιά παιδεία.

Είναι σαν τις μάνες που χάνουν το παιδί τους. Καταλήγουν είτε μάνες για όλα τα παιδιά, είτε «κλείνουν» και γίνονται στριφνές και κακές. 

Ακριβώς. Κι, επίσης, αν ήμουν μόνο εγώ όταν έχασα την αδερφή μου, δεν ξέρω τι θα γινότανε. Είχα άλλες δύο αδερφές και σ’ αυτό υπήρξα τυχερή. Είχαμε ένα πατέρα πάντα δοτικό, ελεύθερο και δίκαιο. Αργότερα, ήρθε η μητέρα του στο σπίτι, η γιαγιά μας, και ζήσαμε και μαζί της. Πάντα τα καλοκαίρια είχαμε σαν διαφυγή μας το χωριό τους, που λέγεται Ρηχιά κι είναι έξω απ’ τη Μονεμβασιά. 

Έχετε και καλά να θυμάστε. Ζώντας στην Ελευσίνα, δεν αισθανόσασταν κάπως παράμερα σε σχέση με την Αθήνα;

Η Ελευσίνα είναι ένα υπέροχο μέρος. Η έξοδος μας ήταν η Αθήνα, το Περιστέρι, ο Πειραιάς. Δεν ήταν ούτε η Κόρινθος, ούτε τα Μέγαρα. Ο πόλος έλξης ήταν πάντα στην Αθήνα κι εκεί βρίσκονταν κι οι σπουδές μου στη δραματική σχολή Βεάκη. Λεωφορείο και κατευθείαν Αθήνα. 

Σε τι ηλικία ήρθαν οι σπουδές θεάτρου;

Στα 18 μου αμέσως μετά το σχολείο. Ήξερα τι ήθελα, έκανα ήδη τραγούδι, ήμουν στη θεατρική ομάδα Ελευσίνας. Πρέπει να ξέρετε ότι μπορεί η Ελευσίνα νά’ναι μια πόλη εκτός Αθηνών, αλλά η καλλιτεχνική παραγωγή της ήταν πάντοτε υψηλή! 

Από την Ελευσίνα είναι και ο Χρήστος Δήμας, ο σκηνοθέτης.

Με τον Χρήστο είμαστε φιλαράκια από μικροί. Μαζί πηγαίναμε και βλέπαμε ταινίες στα θερινά, ο Χρήστος μου έμαθε τον Λουί Μαλ και τη γαλλική nouvelle vague, ο Χρήστος με μύησε στην αγάπη για το σινεμά κι έγινα τρελή σινεφίλ.

Και πότε εγκατασταθήκατε στην Αθήνα;

Την πρώτη χρονιά της σχολής πηγαινοερχόμουν. Τη δεύτερη έπιασα δουλειά στον «Ένοικο», στα Εξάρχεια, ως μπαργούμαν. Την τρίτη χρονιά ξεκίνησα να δουλεύω σε ρεμπετάδικα ως τραγουδίστρια. Δούλευα στην «Ωραία Ελλάδα» στην Πλάκα, δούλευα στον «Παππού» στην Κηφισιά, μετά δούλευα στο «Μαντείο» με τον Ιορδάνη Τσομίδη. Τη χρονιά που τελείωνα τη σχολή, πέρασα στο Εθνικό στην παράσταση της «Μήδειας» του Χαραλάμπους με την Αντιγόνη Βαλάκου. Αυτή ήταν η πρώτη μου δουλειά και έκτοτε το θέατρο πήγαινε παράλληλα με το τραγούδι, όλα τα χρόνια. Τραγουδούσα, έπαιζα,έπαιζα και τραγουδούσα.

Ο παράγοντας της φιλοδοξίας έπαιζε ρόλο σ’ όλα αυτά; Να γίνετε γνωστή, εννοώ, κάτι που δεν είναι μεμπτό για κάθε καλλιτέχνη στο ξεκίνημα του.

Όχι τόσο πολύ, γιατί υπήρχε πολύ περισσότερο το μικρόβιο που έλεγε «Θέλω κι άλλο, θέλω και κάτι παραπάνω να μάθω, θέλω να εξελιχτώ». Ήθελα να κάνω σκηνοθεσία και τό’ξερα από μικρή. Το ’93, με το που τελείωσα τη σχολή, έφτιαξα ομάδα. Πήγα στο Καποδιστριακό κι έγινα εμψυχώτρια στην ομάδα του πανεπιστημίου. Προσανατολίστηκα στη σκηνοθεσία και παράλληλα μάθαινα ιταλικά και ισπανικά – είχα κι αυτή την πετριά. Ποτέ δεν ήμουν ο τύπος που φανταζόταν να παίρνει το Όσκαρ και να ευχαριστεί το μπαμπά του. Ήμουν λίγο παραπάνω ψώνιο μόνο απ’ την άποψη του «Και ποιοι ειν’ αυτοί που θα κρίνουν εμένα; Ποιος θα πει αν εγώ αξίζω ή δεν αξίζω;», αυτά σκεφτόμουν. Ήξερα ότι ανήκα σ’ αυτό το χώρο, σ’ αυτό τον κόσμο.

Δεν ξέρω αν εσείς το βλέπετε αυτό στον εαυτό σας, πάντως είστε μια ηγετική φυσιογνωμία. 

Πάντα ήμουν, πολύ!

Ακόμα και στην εμφάνιση σας. Μπορεί να σας δει κάποιος και να πει «Αυτή είναι queen». Καταλαβαίνετε.

Ένιωθα πάντα σαν τον ηγέτη μιας θρησκείας που θα μαζευόμαστε όλοι και θα αποστηθίζουμε ποίηση, θα γνωρίζουμε τους μεγάλους ποιητές και συγγραφείς, θα κάνουμε αναγνώσεις, ακροάσεις μουσικών έργων. Κοινώς, θα κάνουμε ειρήνη για εμάς και την οικογένεια μας! 

Μια οικογένεια που περιλαμβάνει γνωστούς και αγνώστους.

Ναι. Αυτό ακριβώς!

Το νά’σαι ηγετική φυσιογνωμία και να σου πάνε όλα καλά, είναι OK. Αν δεν σου πάνε, όμως, η ίδια συνθήκη αποβαίνει έως και επικίνδυνη.

Η μεγάλη δυσκολία είναι να μάθεις να εμπιστεύεσαι τους συνεργάτες σου ώστε να μην είσαι δυνάστης. Εμένα μου πήρε πάρα πολύ καιρό να καταλάβω ότι «Κοπελιά, δεν είσαι για όλα, χρειάζεσαι ανθρώπους γύρω σου να μοιράζεσαι τις ευθύνες». Σ’ αυτό με βοήθησε πολύ ο άντρας μου, που είμαστε μαζί 22 χρόνια. Μέχρι δηλαδή να βρω συνεργάτη να αναλάβει τα social media, τα έκανα μόνη μου. Το ίδιο και τη γραφιστική δουλειά, που την κάναμε εγώ κι ο Βασίλης. Ήμουν control freak σε επικίνδυνο βαθμό. 

Να υποθέσω ότι με τον Μαντζούκη γνωριστήκατε μέσα απ’ τα καλλιτεχνικά.

Το ’96 έκανα εγώ μια παράσταση και πήγα στην Καλών Τεχνών να ζητήσω κάποιον φοιτητή που κάνει σκηνογραφία. Ήρθε ο Βασίλης, μου λέει «Κάνω και μουσική αν σ’ ενδιαφέρει», ερωτευθήκαμε, τελείωσε το πράγμα! 

Είστε κανονικά παντρεμένοι;

Παντρευτήκαμε το 2005 κανονικά με νυφικό, παπά, κουμπάρο και πορεία με όργανα μετά. 

Το ότι είστε τόσα χρόνια με έναν σύντροφο, είναι ακόμη ένα εξισορροπητικό στοιχείο;

Σκέφτομαι πάντα το ποίημα του Χριστιανόπουλου: «Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπο σας»…Νιώθω πολύ μεγάλη τύχη κι ευγνωμοσύνη γι’ αυτόν τον άνθρωπο που βρέθηκε εκεί, μπροστά μου. Είναι ο άνθρωπος που θα με σπρώξει, όποτε χρειάζομαι σπρώξιμο, και που θα με κρατήσει, όποτε χρειάζομαι κράτημα. 

Είστε λίγο το συντηρητικό μοντέλο ζευγαριού; Εννοώ, αν δείτε κάποιον και σας αρέσει, το ίδιο κι εκείνος, αν έβλεπε κάποια, θα μπαίνατε σε μια ελεύθερη σχέση ή δεν θα το κάνατε ποτέ;

Δεν μού’χει τύχει να δω κάποιον και να μου αρέσει πιο πολύ απ’ τον Βασίλη. Ή να θελήσω κάποιον άλλο, ας πούμε. Τώρα, το να φλερτάρω ή να φλερτάρει, εννοείται. Άνθρωποι και νέοι είμαστε, αλίμονο. Ωστόσο δεν μου’χει γεννηθεί ποτέ η ανάγκη να επενδύσω σε κάποιον άλλο και απ’ ότι μου λέει κι ο Βασίλης, ούτε του ίδιου του’χει τύχει. Ξέρει ότι αν ερωτευθεί και θέλει να φύγει, θα πρέπει εγώ να το μάθω πρώτη. 

Εισέρχομαι σε ιδιωτικές περιοχές τώρα, αλλά αναρωτιέμαι αν η διατήρηση στην ερωτική χημεία και έλξη οφείλει πολλά και στην τέχνη που μοιράζεστε.

Το βασικότερο είναι ο θαυμασμός. Τον θαυμάζω πάρα πολύ! Με εκπλήσσει πάντα, περιμένουμε ο ένας να δει το καινούργιο του άλλου. Ο αμοιβαίος θαυμασμός μας πηγαίνει μαζί όλα τα χρόνια. Επίσης, ερωτικό είναι να λειτουργεί ο ένας και ως ο πιο αυστηρός κριτής του άλλου. Ταιριάζουμε, αισθητικά πια δεν μιλάμε, καταλαβαινόμαστε, σχεδόν έχουμε γίνει ένα. Έτυχε επίσης να μεγαλώσουμε μαζί και να μας αρέσουν τα ίδια πράγματα, γιατί τα γνωρίσαμε μαζί. Ξεκινήσαμε μαζί να αγαπάμε τον Μπέκετ και το θέατρο σκιών, το αρχαίο δράμα και τα δικά μας κείμενα.

Ας πάμε στον Θανάση Παπακωνσταντίνου, που μέσα απ’ τη συνεργασία σας μαζί του γίνατε ευρέως γνωστή.

Βεβαίως, έτσι είναι. Έγινα η επόμενη τραγουδίστρια του μετά τη Μελίνα Κανά. Το 2002 ξεκίνησε αυτό. Ο Θανάσης είχε δει μια παράσταση που έπαιζα τότε, τη «Νύχτα του τράγου» του Σωτήρη Χατζάκη. Τον είχε στείλει να δει την παράσταση ο Γιώργος Χριστιανάκης, με τον οποίο είχαμε ήδη κάνει τη «Γέρμα» στο Εθνικό. Κατευθείαν μου πρότεινε ο Θανάσης να συνεργαστούμε. Βρεθήκαμε την άλλη μέρα, αλλά να πω ότι δεν είχα τους δίσκους του. Δεν άκουγα ιδιαίτερα σύγχρονη ελληνική μουσική. Δεν τον «είχα», δεν ήμουν απ’ τα παιδιά που θα πήγαινα στις Τρύπες ή θα ήξερα τον Μάλαμα και τα τραγούδια του. 

Δεν ήσασταν αυτό που λέμε γκρούπι.

Όχι, άκουγα πολύ περισσότερο Βαμβακάρη, Χατζιδάκι, Ξυδάκη και Λένα Πλάτωνος. Και πιο παλιά, ρεμπέτικα, λαϊκά, Θεοδωράκη. Περισσότερο άκουγα ξένη μουσική επίσης. Μου έφερε τα CD του ο Θανάσης και καθίσαμε με τον Βασίλη και τα ακούσαμε. Ανακάλυψα τη δική του προσωπική γλώσσα.

Μια γλώσσα που έχει επιρροές κι από τη δημοτική παράδοση, βέβαια. 

Πολύ! Και από την ποίηση! Μου άνοιξε μια πόρτα ο Θανάσης για το πως μπορεί τώρα η μεγάλη ποίηση να δώσει καρπούς, μέσα από’ναν άνθρωπο που κάνει μουσική για σήμερα, για το νέο κοινό. Ανέβηκα Θεσσαλονίκη και με φιλοξένησε ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, με τον οποίο κάναμε καθημερινές πρόβες. Είναι υπέροχος ο Μπάμπης και με βοήθησε πάρα πολύ να μπω στον κόσμο του Θανάση, κάνοντας μου καθημερινά μαθήματα. Έπειτα ο Θανάσης μου έδωσε πολύ χώρο: «Διάλεξε εσύ τα τραγούδια που θα πεις, πες ότι σου αρέσει» κλπ. Ήταν η περίοδος που ο Θανάσης είχε φτιάξει τους Λαϊκεδέλικα με τον Χαρμπίλα και τον Καργιωτάκη κι εγώ ήρθα και «κούμπωσα» μ’ αυτό τον καινούργιο ήχο του. Θεωρώ ότι ο «Βραχνός Προφήτης», π.χ., έκανε μία τομή στη σύγχρονη ελληνική σκηνή. Βρέθηκα ξαφνικά σ’ ένα πάρτι μαζί με τον Μπάμπη, τον Μπαντούκ, τον Φώτη Σιώτα, σ’ ένα πράγμα που δεν τό’χα ζήσει ως έφηβη, νά’μαι το κορίτσι – party animal που θα πάμε να γλεντήσουμε με την ηλεκτρική μπάντα στην Ικαρία ή στην Κρήτη επί πέντε ώρες! 

Απ’ τον τρόπο που μιλάτε, φαίνεται πόσο ωραία ήταν για σας εκείνη η περίοδος.

Ήταν πάρα πολύ ωραία, απλά δεν το άντεξα πολύ! Ο Θανάσης ήταν εξαιρετικός σαν συνεργάτης, γιατί κι εγώ δεν ήμουν ένα κορίτσι που θα τραγουδούσα και θα έφευγα. Ήθελα να’χω τον χώρο μου και ποτέ δεν μου αρνήθηκε τίποτα. Επίσης, ο ίδιος λέει συχνά ότι είναι ναΐφ μουσικός, λέει «Εγώ δεν ξέρω μουσική» κι αυτό δεν με βρίσκει σύμφωνη. Θεωρώ πως όταν ένας άνθρωπος ασχολείται για έξι και για οχτώ ώρες την ημέρα με τη μουσική, μαθαίνει τελικά για καλά τη μουσική. Κι ας μην έχει να κάνει με ωδεία! Εγώ δεν άντεξα την ομηρία σε κάποια φάση. Ένιωσα όμηρος του κοινού, ότι ξαφνικά πήγαινα στη συναυλία του κοινού και όχι τη δικιά μου. Κάθε συναυλία οδηγούταν σε ένα τρομερό διονυσιακό ξεφάντωμα κι επειδή είμαι μεγάλο ψώνιο, ήθελα να μ’ ακούν όταν τραγουδάω! Κάποια στιγμή έτυχε να λέω ένα τραγούδι κι από κάτω να τραγουδάνε ένα άλλο ή να ζητάνε ένα άλλο. Ε, εκεί έγκωσα! Είπα: «Εγώ δεν είμαι γι’ αυτό», προερχόμενη κι απ’ το θέατρο. Δεν ήμουν αυτό το θα πιω και θα βγω στη σκηνή, δεν ήμουν των καταχρήσεων. 

Το δέχτηκε αυτό ο Παπακωνσταντίνου;

Του τό’πα και το κατάλαβε. Πολύ ωραία, ψύχραιμα και πολιτισμένα, του εξήγησα ότι εγώ θέλω να βγαίνω και να λέω τα τραγούδια μου. Σαφέστατα αναγνωρίζω ότι ο Θανάσης ήταν το εισιτήριο για τη γνωριμία μου με το μεγάλο κοινό, ακόμη κι αυτό των ραδιοφώνων. Ο Θανάσης έγραψε και γράφει ιστορία! 

Αλήθεια είναι πως τα επόμενα κορίτσια στο πλάι του μουσικού Παπακωνσταντίνου δεν είχαν την ίδια εξέλιξη με τη δική σας. Ίσως είχατε εσείς την υποδομή να αξιοποιήσετε δημιουργικά τα όσα ζήσατε.

Εγώ σίγουρα δεν ήμουν απ’ τα παιδιά που θα πήγαινα σ’ ένα συνθέτη να μου γράψει τραγούδια. Συνθέτη είχα μεσ’ στο σπίτι μου, στην οικογένεια μου. Είχα επίσης όλα τα χρόνια το θέατρο και μπορούσα να πω του Θανάση «Δεν μπορώ αυτό το καλοκαίρι, γιατί θα’χω μία παράσταση». Τα δεχόταν όλα αυτά ο Θανάσης. 

Ύστερα ήρθε ένα διάστημα που γίνατε περιζήτητη. Σας ήθελαν όλοι για συμμετοχή στις συναυλίες τους: Θυμίζω τον Νίκο Ξυδάκη, τη Λένα Πλάτωνος…

Την Τάνια Τσανακλίδου; Αμέσως μετά τον Θανάση, η Τάνια ήταν εκείνη που μου είπε πρώτη: «Έλα να κάνουμε κάτι μαζί» κι ένιωσα πολύ βαθιά συγγένεια. Κάναμε υπέροχα live στο Μετρό και μετά περιοδεία. Άκουσα μια ηχογράφηση που είχαμε κάνει με τον Τσάμπρα στο Δεύτερο Πρόγραμμα και συγκινήθηκα απίστευτα! Μετά πέρασα υπέροχα με την Αλεξίου! Με βοήθησε πολύ να φτιάξω και το Baumstrasse η Χαρούλα! Μας έδωσε τα έπιπλα που είχε στο παλιό της σπίτι, τις βιβλιοθήκες, τους καναπέδες, τα βιβλία της. Φυσικά, τα λεφτά που έβγαλα απ’ τις συναυλίες μας ήταν το ξεκίνημα για να φτιάξω το χώρο αυτό. Και με τη Φαραντούρη κάναμε πολλά πράγματα μαζί. Την αγαπώ πάρα πολύ! Πρώτα συνεργάστηκα με τη Μαρία, πριν τον Θανάση μάλιστα, και συνεχίσαμε μετά με τους Mode Plagal σε κοινά live. Η Μαρία δεν κάνει βραδινό πρόγραμμα, δεν βγαίνει να τραγουδήσει στα μαγαζιά, αλλά όποτε τηλεφωνηθούμε και της πω «Μαρία, κάνουμε μια μεγάλη συναυλία στην Ελευσίνα», θα’ρθεί πάντα! Τη θαυμάζω τόσο πολύ! 

Η Φαραντούρη ήρθε πρόσφατα και σας είδε στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. «Είναι από τις ελάχιστες φορές» μου έλεγε την επόμενη μέρα, «που πήγα κάπου ποιοτικά και γέλασα επίσης, πέρασα πραγματικά καλά».

Ίσως γιατί τα τραγούδια που επιλέγω εγώ είναι πολύ ωραία μεγάλα και σημαντικά τραγούδια, οπότε μία γυναίκα που τα’χει ζήσει και τα εκτιμά, της αρέσει αυτό που βλέπει και ακούει. 

Πείτε μου κάποια κοινά σημεία και διαφορές μεταξύ Τσανακλίδου, Αλεξίου και Φαραντούρη.

Α, είναι τόσο, μα τόσο διαφορετικές! Κι έχω κι εγώ αναπτύξει τελείως διαφορετική σχέση με τις τρεις τους. Με τη Χαρούλα κρατάμε μια σχέση σχεδόν αδερφική. Τη Χαρούλα τη νιώθω σαν τη μεγάλη μου αδερφή. Πάντα θα με συμβουλέψει, θα την πάρω να της πω «Μου προτείνουν αυτό, τι να κάνω;» ή «Χρειάζομαι αυτό», από ένα φουστάνι μέχρι τη βοήθεια της για μία συνεργασία. Την Τάνια τη θαυμάζω επίσης πολύ, αν και δεν κρατήσαμε την καθημερινή επαφή που έχουμε με τη Χαρούλα – το ίδιο και με τη Φαραντούρη. Πρόκειται για τρεις ογκόλιθους, τρεις πολύ μεγάλες τραγουδίστριες και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. 

Φαντάζομαι χαρά ο πατέρας σας, σου λέει «Σήμερα η κόρη μου τραγουδάει με την Αλεξίου»!

Πολύ μεγάλη χαρά! Και με τον Νταλάρα όταν κάναμε στο Ηρώδειο τα «Τραγούδια με ουσίες» ή πέρσι το αφιέρωμα στον Ελευθερίου, ο μπαμπάς μου πήρε μεγάλη χαρά! Μεγάλος πια, είναι δυνατόν να μη χαίρεται μ’ αυτούς τους καλλιτέχνες που τους παρακολουθούσε; Και με την Πλάτωνος, όμως, που δεν την ήξερε ο μπαμπάς μου, χάρηκε απίστευτα. 

Το «πάντρεμα» με την Πλάτωνος σας πήγε πολύ, επίσης, το είδαμε στο Ηρώδειο το 2008 κι ένα χρόνο αργότερα στο «Κύτταρο» της οδού Ηπείρου.

Η Πλάτωνος είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο της μουσικής, εγώ δηλαδή ένιωσα μεγάλη τιμή που βρέθηκα μαζί της. Η Πλάτωνος είναι ένας απέραντος ατέλειωτος κόσμος. Όλο μουσική και όλο ομορφιά είναι αυτή η γυναίκα! Πέρασα υπέροχα! Με τον Ξυδάκη, πάλι, σκηνοθέτησα την παράσταση του για τον Καβάφη που τραγούδησε ο Τάσσης Χριστογιαννόπουλος. Συμμετείχα ακόμη, ως τραγουδίστρια, στις παραστάσεις του με τίτλο «Συνέβη στην Αθήνα» στο Παλλάς και αλλού. Μοναδική εμπειρία κι εκείνη! Ξέρετε ωστόσο ποια άλλη παράσταση θεωρώ μοναδική; Του Σταμάτη Κραουνάκη, «Αυτά που κάψαν το σανίδι», που βρέθηκα στη σκηνή με τις μεγαλύτερες μορφές του ελληνικού θεάτρου: Καλουτά, Σαπουντζάκη, Σπεράντζα Βρανά – υπέροχες γυναίκες! Ο Κραουνάκης ήταν εξαιρετικός σαν συνεργάτης, ένιωσα ότι με αντιμετώπιζε το ίδιο με την Καλουτά, παρότι ήμουν στο ξεκίνημα μου. 

Μετά απ’ όλα αυτά, ακολούθησε μια περίοδος παύσης, δεν είναι έτσι;

Ναι, ίσως έκανα πιο πολύ θέατρο.

Το λέω, γιατί φάνηκε σαν να θέλατε τη σιωπή σας.

Το κάνω αυτό, Αντώνη, το κάνω.

Παρακινδυνευμένο λίγο, δείχνει όμως πως δεν έχετε το άγχος της «κορυφής».

Ποτέ δεν είχα την αγωνία της δισκογραφίας. Μου άρεσε και μου αρέσει να βγαίνω μόνο όποτε νιώθω την ανάγκη να τραγουδήσω. Ως νεότερη, τό’θελα πολύ περισσότερο. Τώρα πια χρειάζομαι περιόδους, όπου δεν θα κάνω τίποτα, θα ετοιμάσω ένα καινούργιο έργο. Επίσης, έχω την τύχη να εργάζομαι και ως δασκάλα θεάτρου. Έχω συνεργασία με δύο αμερικανικά πανεπιστήμια, με το Πρίνστον και με το Στόκτον, όπου από το 2015 ξεκίνησε μια σταθερή «σχέση». Από το 2017 ήμουν καθηγήτρια επισκέπτρια στο Πρίνστον και τα πράγματα ήταν καλύτερα οικονομικά, μην έχοντας την αγωνία για το μεροκάματο. Αυτό – χτυπάω ξύλο – συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Άρχισε, λοιπόν, να αποδίδει ο ρόλος μου ως δασκάλα και νά’χω μαθητές. 

Δεν έχετε καταφέρει και λίγα, ολομόναχη στην ουσία.

Ναι, μόνη μου μαζί με τον Βασίλη. 

Ο ένας στους εκατό τα καταφέρνει όλα αυτά δίχως στήριξη από υπουργεία, χορηγούς και παρατρεχάμενους.

Αν επιμένεις σ’ αυτό που θες και δεν χάνεις το στόχο σου, οι χορηγίες θα έρθουν κάποια στιγμή. Εμείς κάναμε το 2012 το πρώτο σχολείο αρχαίου δράματος στην Ελλάδα.

Και στις δραματικές σχολές, τι γίνεται; Στο Εθνικό, ας πούμε;

Διδασκόταν για επαγγελματίες. Εμείς κάναμε ένα σχολείο στην Ελευσίνα, έχοντας εξαιρετική συνεργασία με τον δήμο, που με αγκάλιασε αμέσως επειδή είμαι παιδί της Ελευσίνας. Απ’ το ’12 μέχρι τώρα και για δέκα μέρες κάθε χρόνο, πάμε στην Ελευσίνα, παρουσιάζουμε καινούργιο έργο, κάνουμε παραστάσεις, φέρνουμε δασκάλους και καλλιτέχνες απ’ το εξωτερικό! Το 2017, επί Λυδίας Κονιόρδου, αυτό αναγνωρίστηκε απ’ το ΥΠΠΟ και ιδρύθηκε ο θεσμός του Δικτύου Αρχαίου Δράματος, όπου συμπεριληφθήκαμε κι εμείς στο ίδιο δίκτυο με το Εθνικό, με το Φεστιβάλ Αθηνών, με το Κρατικό κλπ. Μπήκαμε κάτω από την κρατική ομπρέλα μαζί και με άλλες πλέον ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Ήμασταν οι πρώτοι που μπήκαμε, γιατί αναγνωρίστηκε το έργο μας κι έτσι πήραμε και την πρώτη μας επιχορήγηση. 

Δεχτήκατε ανταγωνισμό; Εννοώ, ξαφνικά εμφανίστηκε η Μάρθα Φριντζήλα κι έχτισε ότι έχτισε. Δεν ενόχλησε όλο αυτό το θεατρικό σινάφι;

Σίγουρα αναπτύχθηκε μεγάλη παραφιλολογία γύρω απ’ το «Ποια ειν’ αυτή και τι νομίζει ότι κάνει;», εννοείται. Δεν ακούω, όμως! Δεν με ενδιαφέρει καθόλου η γνώμη που θα σχηματίσουν οι άλλοι. Εκτός απ’ τα κακά πράγματα που γράφονται – λέγονται για μένα, η τάση μου είναι να μην ακούω ούτε τα καλά. Εμείς είχαμε την τύχη να ζήσουμε την αναλογική εποχή και να δούμε πως σιγά – σιγά κατακτήθηκε ένα δημόσιο βήμα, το οποίο οδήγησε όμως στον εκφυλισμό του δημόσιου λόγου. Όλη την καφρίλα που μπορεί να’χει κανείς, τη βγάζει πια στο διαδίκτυο. Παλιά αυτό συνέβαινε μόνο στις παρέες, στις ταβέρνες και τις μαζώξεις, που σήμερα αντικαταστάθηκαν από τα social media. Είναι κι ένας λόγος γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι και δεν παίρνουν θέση. Οδηγηθήκαμε στη λογοκρισία της πολυφωνίας, αφού μέσα σ’ όλες αυτές τις φωνές, είναι αδύνατο ν’ ακουστεί μία σοβαρή φωνή.

Συμφωνώ και συν τοις άλλοις δεν ήταν ανάγκη να μάθουμε αν ο τάδε αγαπημένος μας καλλιτέχνης πετάει ξαφνικά ακροδεξιά τσιτάτα απ’ το facebook του.

Εγώ δε νιώθω την ανάγκη να πω τη γνώμη μου. Πράγματα που θα έλεγα με την παρέα μου δεν θα έβγαινα να τα πω σε όλους, δημόσια. Φυσικά θα πάρω θέση για φλέγοντα ζητήματα αν μου ζητηθεί. Χρησιμοποιώ τα social media σαν το γραφείο μου ή σαν ένα πίνακα ανακοινώσεων. Θα αναρτήσω πράγματα που θα χαιρόμουν να δω το πρωί όταν ξυπνήσω, όπως ένα τραγούδι που το μοιράζομαι, ένα κείμενο που διάβασα ή μια φωτογραφία του Μάρλον Μπράντο με τη γάτα του. Να σχολιάσω όμως τα λεγόμενα ενός άλλου καλλιτέχνη, όχι, δεν το κάνω.

Απ’ την άλλη, όταν η Ελένη Βιτάλη έκραξε διαδικτυακά την Πάολα και τον Αντώνη Ρέμο, δεν ήταν και λίγοι αυτοί που είπαν: «Πες τα, χρυσόστομη».

Γιατί είναι η Βιτάλη! Δικαίωμα έχει ο καθένας να λέει τη γνώμη του, αλλά το σαλόνι που ανοίγει και μπαίνει μέσα ο κάθε πικραμένος, δεν είναι της νοοτροπίας μου. Η Βιτάλη, όπως θα της έβαζαν ένα μικρόφωνο μπροστά της, είπε τη γνώμη της στο facebook. Πολύ καλά έκανε, δεν το συζητώ. 

Πείτε μου τώρα ένα κακό που σας έγραψαν.

Για κάποιες παραστάσεις που μπορεί να μην τους άρεσαν. Κακές κριτικές, πάρα πολλές! Ή, ας πούμε, επειδή μπορεί να πάρω ένα τραγούδι και να το κανιβαλίσω. Αυτό για κάποιους μπορεί να χτυπάει κόκκινο. 

Σαν το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο» της Ρίτας Σακελλαρίου που συνήθως το λέτε στα live σας;

Βέβαια, αλλά αυτό δεν το κανιβαλίζω, το λέω σαν να είναι έπος! Έχω και μία ιδιαίτερη σχέση…Ήμασταν μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο με τον Βασίλη τη μέρα που πέθανε η Σακελλαρίου. Πηγαίναμε στην Καλαμάτα για να δούμε τους γονείς του κι ακούμε στο ραδιόφωνο την είδηση του θανάτου της. Έκλαιγα από την Κόρινθο μέχρι την Καλαμάτα! Σκεφτόμουν πως δεν μπορεί να πέθανε η γυναίκα αυτή μαζί με τα τραγούδια που μας άφησε για να τη θυμόμαστε. Έτσι μόνο δεν πεθαίνουν οι καλλιτέχνες, οι τραγουδιστές! Δεν το πιστεύω ότι πέθανε, ακούω τη φωνή της και με συγκινεί ακόμα και με τα σαχλά τραγούδια που άφησε μέσα στα 90s. Να σας πω και κάτι άλλο; Το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο» είναι ένα πολύ αληθινό, ειλικρινές τραγούδι μακριά απ’ τη θολοκουλτούρα του έντεχνου, που δεν καταλαβαίνεις τι λένε. Εγώ προτιμώ να πω το «Μέγαρο» παρά κάτι ακαταλαβίστικο, επειδή ανήκει στο λεγόμενο έντεχνο.

Αυτό το είδαμε κατά κόρον στα 90s. Η φίλη σας, η Χάρις Αλεξίου, μου είχε σχολιάσει σε συνέντευξη της πως ήταν τότε που γεμίσαμε από υδροκέφαλα του Χατζιδάκι.

Και από κλώνους της Λίνας Νικολακοπούλου, που δεν ξέρουν τι λένε. Η Νικολακοπούλου είναι μία γυναίκα που άλλαξε τα πράγματα, γράφοντας στίχο, τον οποίο στίχο είδαμε κι εμείς από μία άλλη σκοπιά. Ξαφνικά γεμίσαμε από νικολακοπουλάκια που λένε γενικότητες χωρίς να εστιάζουν. Βλέποντας κι ακούγοντας σήμερα, πραγματικά προτιμώ ν’ ακούω το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο». Και τι λέει το τραγούδι; Εγώ παίζω το ρόλο αυτής της γυναίκας που λέει στην ουσία «Κοίτα να δεις, εγώ έχω τώρα το γκομενάκι, σιγά μην τρέχω στο Μέγαρο» ειδικά σε μία περίοδο που και η κουτσή Μαρία έτρεχε στο Μέγαρο μην έχοντας φυσικά καμία σχέση με κλασική μουσική. Δεν το λέω τόσο γι’ αυτό που ήταν το Μέγαρο, όσο γι’ αυτό που ήταν η Σακελλαρίου. Το τραγουδώ σαν να το λέω σ’ αυτήν, έτσι νιώθω.

Κάνει γκελ στον κόσμο, πως το βλέπετε;

Αρέσει πολύ! Υπάρχουν και πολλοί που με βρίζουν, του στυλ «Τι τραγούδια ειν’ αυτά τώρα;» ή «Τι ανάγκη τά’χεις αυτά;», τέτοια, θολοκουλτούρες. Εμένα μ’ αρέσει να «αναλαμβάνω» τα τραγούδια, να παίζω ρόλους μαζί τους.

Τι ακριβώς σας αρέσει στη Σακελλαρίου; Η ερωτική της ελευθεριότητα, το ότι είχε χαρακτηριστεί «τεκνατζού»; 

Όχι τόσο πολύ το τι ήταν η ίδια ως προσωπικότητα, αλλά το τσουνάμι που σήκωνε με τη φωνή της! Οι καταλήξεις της που όλες έπεφταν με μια μαγκιά που είχε. Ένα δόσιμο, ένα χύμα, μια φωνάρα που έβγαινε και τα σάρωνε όλα!

Αν ζούσε σήμερα και σας πρότεινε να την ακολουθήσετε σε κάποιο σχήμα, θα πηγαίνατε;

Σε μαγαζί δεν ξέρω, δεν είμαι πολύ του μαγαζιού, αλλά αν ήταν να την ακολουθούσα σε συναυλίες, ναι, θα πήγαινα! 

Και δεν θα ήταν…χαρντ κορ από τη Μαρία Φαραντούρη στη Ρίτα Σακελλαρίου;

Όχι, γιατί; Είναι δύο πολύ μεγάλες τραγουδίστριες σε τελείως διαφορετικούς χώρους. Εγώ δεν έχω ούτως ή άλλως την πρεμούρα ν’ αποκτήσω ταυτότητα καλλιτεχνική, να δηλώσω που ανήκω. Μ’ αρέσει ένα τραγούδι του Γονίδη περισσότερο από ένα τραγούδι του Καραμουρατίδη – λέω εγώ τώρα. Μπορεί να συμβεί. Μ’ αρέσει ένα τραγούδι του Lex πολύ περισσότερο από’να τραγούδι του Λοΐζου.

Τι εστί Lex; Δεν γνωρίζω…

Ο Lex είναι ένας καλλιτέχνης της ραπ, Έλληνας, καταπληκτικός. Οι στίχοι του είναι υπέροχοι! 

Πείτε μου μερικά ακούσματα που σας συγκίνησαν τελευταία.

Ο Lex, που τον αναφέραμε τώρα! Οι Usurum που ψάχνονται πολύ με τη μουσική, τον ήχο και την ενορχήστρωση. Τα παιδιά αυτά τα γνώρισα στο Μουσικό Χωριό στο Πήλιο, όταν ήταν 16 – 17 ετών. Μ’ αρέσει η Μαρία Παπαγεωργίου, που έρχεται κι εδώ στις συναντήσεις του Φοίβου Δεληβοριά για το σινεμά. Μ’ αρέσουν επίσης αυτά τα δύο παιδιά από την Κρήτη, τα Καλογεράκια, που αγαπούν την ποίηση και την ψάχνουν μέσα απ’ αυτό. Εκτιμώ πολύ και τον Πέτρο Μάλαμα, που έχει δικό του ισχυρό λόγο και ως στιχουργός!

Το ξέρετε, υποθέτω, ότι όλοι αυτοί σας έχουν κάπως σαν μαμά τους.

(χαμογελάει) Μ’ αγαπάνε. Κι εγώ τους αγαπάω! Εγώ θέλω να το βλέπουν εδώ σαν το σπίτι τους που θα’ρθούν να κάνουν τις πρόβες τους, τις ακροάσεις τους ή να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, όπως θα γίνει με τον Θέμο Σκανδάμη.

Ο οποίος Σκανδάμης έβγαλε δισκάρα, να το πούμε κι αυτό.

Πράγματι, είναι πολύ ωραίος δίσκος! Επίσης, μ’ αυτό το παιδί είμαστε μαζί απ’ την ομάδα του πανεπιστημίου. Εδώ ειν’ ένας χώρος που θα φιλοξενήσει την εργασία τέτοιων καλλιτεχνών. Ακόμη και οι παλιότεροι, σαν τον Σιώτα, συνεχίζουν να είναι στην παρέα και να ακούμε μαζί καινούργια πράγματα. 

Γι’ αυτούς που μας διαβάζουν, θα είναι καλό να μάθουν αν πληρώνονται δίδακτρα στο Baumstrasse.

Υπάρχει μια μικρή συνδρομή της τάξης 50 – 60 ευρώ το μήνα με το κάθε παιδί να μπορεί να παρακολουθεί από ένα έως πέντε εργαστήρια. Ούτως ή άλλως και ο Βασίλης κι εγώ βιοποριζόμαστε απ’ τη δουλειά μας, οπότε τα λεφτά αυτά πάνε στη συντήρηση του χώρου εν είδει μιας καλλιτεχνικής κιβωτού. 

Λογικό, μιλάμε για ένα χώρο χιλίων τετραγωνικών μέτρων.

Ακριβώς. Ευτυχώς έχουμε πάρα πολλούς μαθητές, αφού το κάθε μάθημα μπορούν να το παρακολουθούν 15 – 20 άτομα. Αυτή τη στιγμή «τρέχουν» περίπου δέκα μαθήματα.

Και μετά, τους δίνετε κάποιο χαρτί, κάποιο πιστοποιητικό;

Μπορούν να πάρουν ένα πιστοποιητικό παρακολούθησης των εργαστηρίων, όπως γίνεται με τα παιδιά του Αττικού Σχολείου. Συνήθως τα παιδιά έρχονται για να είναι στο χώρο. Δηλαδή ένα παιδί που θα κάνει φέτος μαζί μου δημοτικό τραγούδι, του χρόνου θα κάνει πολυφωνικό με τη Λαμπαδάκη. Μετά θα κάνει σινεμά ή χορό. Όλα τα παιδιά που έρχονται εδώ, ξανάρχονται του χρόνου. Είναι πολύ ωραίο! Φιλοξενούμε και δασκάλους που κάνουν κύκλους μαθημάτων σαν τους Rootless Roots, Ανδρέα Σεγδίτσα κ.α. Το κρατάμε σ’ ένα εκπαιδευτικό προφίλ το Baumstrasse, εφόσον υπάρχουν υπέροχα θέατρα στην Αθήνα και υπέροχες μουσικές σκηνές, δεν χρειαζόμαστε άλλη μία! 

Είστε άνθρωπος με θετική σκέψη;

Είμαι, ναι. Όταν νιώθω «μαυρισμένη» μέσα μου, καταφεύγω στο σινεμά, τη μουσική και την ποίηση, αυτά είναι τα καταφύγια μου. Δεν είμαι αισιόδοξη για το που τραβάει ο κόσμος, που βυθίζεται η Ελλάδα, που πάει η τέχνη, η παιδεία. Δεν είμαι αισιόδοξος άνθρωπος να πω «Α, τι ωραία», αλλά με παρηγορεί οτιδήποτε καινούργιο βγαίνει. Παίρνω μεγάλη χαρά από τον καινούργιο δίσκο του Nick Cave μέχρι μία συνέντευξη κάποιου καλλιτέχνη που αγαπώ ή κι από μία ποιητική συλλογή που θα πέσει στα χέρια μου. Με παρηγορεί το ότι ακόμη επιμένουν οι άνθρωποι και παράγουν καλλιτεχνικά έργα παγκοσμίως.

Πείτε μου μία είδηση που ακούσατε και σας σόκαρε.

Ο βανδαλισμός του εβραϊκού νεκροταφείου, προ ημερών.

Αναφέρεστε προφανώς στην άνοδο του φασισμού.

Που νικιέται μόνο με την παιδεία! Η ρίζα του προβλήματος είναι η ανοησία, η βλακεία. Πρέπει να’σαι πολύ ηλίθιος για να μην καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να κάνεις διακρίσεις, να θεωρείς κάποιον κατώτερο από σένα, από κει ξεκινάμε! Αυτό μόνο με την παιδεία και με τα ταξίδια, που λένε, ξεπερνιέται. Άνοιξε λίγο τα μάτια σου, δες που βρίσκεσαι, σε ποια χώρα είσαι, σε ποιο πλανήτη ζεις και ποιο νούμερο είσαι μέσα σ’ αυτόν τον πληθυσμό. Μόνο περί ηλιθιότητας πρόκειται και δεν το χωράει το μυαλό μου! Ήμουν μέσα σε ταξί στη Δροσοπούλου και κάνει ο ταξιτζής: «Κοίτα που μας αμόλησαν όλα τα πιθήκια»…Του λέω «Για κάντε μία στάση εδώ» και εννοείται πως κατέβηκα. Τι θα έκανα; Θα έδινα τα τέσσερα ευρώ μου σε έναν ηλίθιο; Ούτε καν αυτό! Δεν παλεύεται η ηλιθιότητα, δεν παλεύεται!

Έχει λίγο πλάκα αυτό που συζητάμε τώρα, αν σκεφτεί κανείς ότι εσείς κάνετε το ακριβώς αντίθετο απ’ το «Έρχονται οι ξένοι να αλλοιώσουν το μπολιτισμό μας»…

Εγώ είμαι υπέρ της ανάμιξης των πολιτισμών! Και για να πω ένα απλό παράδειγμα, θα ήταν αλλιώς η ζωή μου αν δεν μπορούσα να παραγγείλω ένα ωραίο κινέζικο. Μ’ αρέσει να πάω να φάω φαλάφελ στη Μενάνδρου, μ’ αρέσει να ψωνίζω υφάσματα απ’ τους Πακιστανούς και μπαχάρια απ’ τους Ινδούς. Ζούμε σε μία Μητρόπολη, όχι σ’ ένα απομονωμένο νησί στον Ειρηνικό. Πρέπει να χωνέψουμε ότι οι μητροπόλεις είναι πολυπολιτισμικές και θα υπάρξει το τζαμί, η εκκλησία και το αποτεφρωτήριο. Δεν το συζητάμε! 

Σας ανησυχεί η επεκτατική πολιτική των Τούρκων;

Είμαι σίγουρα αναρμόδια να μιλήσω γι’ αυτό, αλλά είμαι κι ένας άνθρωπος που δεν το καταλαβαίνω όλο αυτό: Τα σύνορα, τον πόλεμο, δεν υπάρχει μεσ’ στο μυαλό μου αυτό το «Μέχρι εδώ εισ’ εσύ κι από κει και πέρα είμαι εγώ». Όταν σκότωσαν στο ξύλο τον Ζακ Κωστόπουλο, δεν χώραγε ο νους μου τη φράση «Προστασία της περιουσίας». Μου ακούγεται…σανσκριτικά, δεν μπορείς να προστατεύεις την περιουσία σου, χτυπώντας και σκοτώνοντας έναν άνθρωπο. Δεν προστατεύεις την περιουσία σου, αλλά πάνω απ’ όλα έναν άλλο άνθρωπο! 

Θα οδηγηθεί τελικά «η βλακεία στην τελευταία της κατοικία», που έλεγε κι ο Νίκος Γκάτσος;

Δεν ξέρω…Μπορεί να προλάβει ο πλανήτης να καταστραφεί από μόνος του, οπότε τι λέμε εμείς τώρα (γέλια) Εκτός αν δούμε πιο σοβαρά αυτό που γίνεται στη Χιλή ή τη Βολιβία, όπου οι άνθρωποι ενώνονται για έναν σκοπό. Θυμάμαι αυτή τη γυναίκα από το Αϊβαλί στην «Αγέλαστο Πέτρα» του Κουτσαφτή: «Μ’ έναν καημό θα πεθάνω» έλεγε, «γιατί δεν μπορούμε να ενωθούμε»…Αυτό! Δεν μπορούμε, γιατί δεν καταλαβαίνουμε ότι είμαστε κλαδιά του ίδιου δέντρου. Τελικά μάλλον απαισιόδοξη είμαι, αλλά έχω το νησί μου και τα χωρικά μου ύδατα που θέλω να τα προστατέψω απ’ τη βλακεία. 

Το ίδιο κι εγώ, αλλά τι γίνεται με τον υπόλοιπο κόσμο; Μην ξεχνάμε ότι εμείς σ’ ένα μικρόκοσμο κινούμαστε στην ουσία.

Εδώ θα πω ότι έχουμε πάρα πολύ κακούς δημοσιογράφους, είναι καταστροφικός ο ρόλος τους! Μου τη σπάνε, γιατί γλείφουν ασύστολα και δαγκώνουν χωρίς λόγο. Ελάχιστους εμπιστεύομαι και ελάχιστοι μ’ ενδιαφέρει τι θα γράψουν. Η γνώμη τους με ενδιέφερε μόνο όταν εκτιμούσα την πένα τους και θεωρούσα ότι κάνουν καλά τη δουλειά τους. Μου έτυχε να με ρωτήσει δημοσιογράφος από free press, νέο παιδί: «Εσείς ακριβώς τι κάνετε; Για να ξέρω τι θα σας ρωτήσω»…Στο καφέ που συναντηθήκαμε κιόλας! Κι εγώ απάντησα: «Μπορείτε εσείς να μου πείτε τι ακριβώς κάνετε ώστε να ξέρω και τι θα σας πω;» Και πήγα προχθές στον Σιδερή Πρίντεζη που είχε όλους τους δίσκους μου ή έρχεστε εσείς εδώ και κάνουμε τέτοια ωραία κουβέντα. Καταλάβατε; Δεν τους ενδιαφέρει η δουλειά τους! 

Σας αρέσουν τα χρώματα;

Πάρα πολύ! Το καλοκαίρι φοράω πολλά χρώματα, ένα ρούχο διαφορετικό μπορεί ν’ αλλάξει τη διάθεση μου. Αγαπώ πολύ και το μαύρο και το χειμώνα, που μ’ αρέσει νά’μαι απαρατήρητη, φοράω μαύρα. Εκτός που αδυνατίζει, το μαύρο καδράρει κι αλλιώς το πρόσωπο, δείχνει αλλιώς τα χέρια.

Το παράδοξο είναι πως, ενώ δείχνετε χύμα στην εμφάνιση, βγάζετε και μία κοκεταρία. Τα μαλλιά σας, για παράδειγμα, τα βάψατε ξανθά.

Δεν βάφομαι ποτέ στη ζωή μου την ιδιωτική, αλλά στη σκηνή δεν θα βγω ποτέ χωρίς τακούνι και απεριποίητη. Προσέχω πολύ πως θα εμφανίζομαι, θέλω να’μαι περσόνα πάνω στη σκηνή.

Κατά βάθος, λοιπόν, είστε κοκέτα.

Βέβαια, στη σκηνή πάντα. Στη ζωή μου θέλω νά’μαι υγιής, να περπατάω, να ασκούμαι, να τρώω πολύ καλά. Δεν έχω νιώσει ότι θέλω να μου πουν τι όμορφη που είμαι. Πάντα όμορφη ένιωθα, ότι είμαι ωραία, ότι τρέφομαι σωστά και ότι η υγεία μου είναι καλή. Δεν έχω υστερία με τα κιλά, με το δέρμα μου. 

Θα δεχόσασταν εδώ, στο Baumstrasse, να έδινε ένα σεμινάριο η Άντζελα Δημητρίου;

Χμμ…Για ποιο λόγο;

Ας πούμε για τις εμπειρίες της απ’ τα σκυλάδικα και τις πίστες.

Κάτι που δεν θα ήθελα να μαθητεύσω κι εγώ, δεν θα το έφερνα εύκολα. Δεν είμαι άνθρωπος που θα πάω στα μεγάλα μαγαζιά ν’ ακούσω τον Ρέμο. Δεν παρακολουθώ καθόλου αυτή τη σκηνή και δεν τη γνωρίζω. Δεν ξεχωρίζω τη φωνή του Βέρτη απ’ του Οικονομόπουλου, για να καταλάβετε. Δεν τους ξέρω.

Θα αναγνωρίζατε ωστόσο ένα ρεπερτοριακό στίγμα;

Φυσικά. Αυτό, οπωσδήποτε. Η Δημητρίου έχει πει και πάρα πολύ ωραία τραγούδια κι είναι και μια γυναίκα που την έχει ιδρώσει τη φανέλα. Δεν τη λες τυχαία, απλά δεν είναι του γούστου μου να πάω να την ακούσω ή ν’ ανοίξω σαμπάνια. Απ’ την άλλη, ούτε στον Χαρούλη θα πάω εύκολα, που’ναι μια χαρά παιδί. Δεν είμαι τόσο γκρούπι κανενός «στρατοπέδου», άμα όμως βγάλουν καινούργιο δίσκο ο Σιγανίδης ή οι Χειμερινοί Κολυμβητές θα τρέξω να τους ακούσω. Ή ο Δεληβοριάς, θέλω να ξέρω τι κάνει!

Εκκλησιάζεστε καθόλου;

Όχι. Μ’ αρέσει παραδοσιακά το Πάσχα στο χωριό. Στον Άγιο Βασίλειο στην Αρκαδία, που πάμε 12 χρόνια τώρα, μ’ αρέσει να πάω με τις γυναίκες του χωριού και να στολίσουμε τον Επιτάφιο. Δεν θα αναζητήσω όμως το εκκλησίασμα, δεν έχω πνευματικό, δεν πιστεύω στο Θεό, δεν θα ζητήσω την εξομολόγηση. 

Ταφή ή αποτέφρωση;

Νομίζω, αποτέφρωση. Πολύ χώρο δεν πιάνουμε; Είχα μια συζήτηση με τον Άγγελο Παπαδημητρίου, τον οποίο λατρεύω. Μου λέει: «Άντε, να πεθάνουμε σιγά – σιγά. Πόσα κατσικάκια και πόσα κοτόπουλα έχω φάει στη ζωή μου; Έχω σφάξει τόσα ζώα στη ζωή μου για να φάω μόνο εγώ. Πρέπει να πεθάνουμε κάποια στιγμή μπας και γλιτώσει κάνα ζωάκι». Σκεφτόμουν τι ωραίο ήταν αυτό που είπε ο άνθρωπος! Πάντως, την καλύτερη απάντηση για τη θρησκεία, την έδωσε ο Ρίκι Τζερβές που επίσης θαυμάζω πολύ: Τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος γιατί είναι άθεος και του απάντησε: «Κοίταξε, υπάρχουν περίπου 3.000 θεοί στη γη. Εσύ δεν πιστεύεις σε 2.999 κι εγώ δεν πιστεύω σε 3.000, άρα έχουμε έναν θεό διαφορά»! Σέβομαι την πίστη όλων των ανθρώπων, οφείλω να πω όμως.

Ας υποθέσουμε ότι συναντιόμαστε ξανά μετά από 40 χρόνια που θα’χουμε περάσει αμφότεροι τα 80. 

Εδώ να’μαστε πάλι, δεν θα’θελα να’χω αλλάξει χώρο! Να μπορώ μόνο ν’ ανεβαίνω τους τρεις ορόφους με τις σκάλες. Μακάρι νά’μαι γερή. Να δω τα ανίψια μου, που είμαι ερωτευμένη μαζί τους, να μεγαλώνουν. 

Θέλω να μου περιγράψετε μια σκηνή μέσα στο Baumstrasse όταν αισίως θα είστε λίγο πριν το βιολογικό σας τέλος.

Αν είμαι εδώ και όχι στο χωριό, όπου θα’χω ένα κηπάκι για νά’ρχονται τα καλοκαίρια οι φίλοι μου και να ψελλίζουμε τραγούδια, θα ήθελα να συνεχίζω να γράφω και να ζωγραφίζω αν δεν θα μπορώ να τραγουδάω. Μπορεί βέβαια νά’χω την τύχη της Mina, αυτού του ιερού τέρατος, που κάνει καινούργιο δίσκο στα 80 φεύγα της. Να βλέπω ταινίες στον προτζέκτορα μου, λοιπόν, οι μαθητές μου να μου φέρνουν ν’ ακούω τα δισκάκια τους και να βρίζω πάντα τους δημοσιογράφους για τα κατευθυνόμενα πράγματα που μας προτείνουν. Να είναι μαζεμένοι φίλοι γύρω από μια παλιόγρια, όπως θα’χω καταντήσει, και να τραγουδάμε όλοι παρέα.

Ποιο είναι το πιο αρνητικό γνώρισμα σας;

Το ότι είμαι control freak, κάτι που μ’ έχει φέρει πολλές φορές σε δύσκολη θέση, όπως το να διστάζει ένας φίλος να μου παρουσιάσει κάτι με το φόβο πως δεν θα το αποδεχτώ.

Και το πιο θετικό σας;

Θέλω να’μαι δίκαιη. 

Σας ευχαριστώ πολύ.

Εγώ σας ευχαριστώ. 

* Οι παραστάσεις της Μάρθας Φριντζήλα με τίτλο «Οι εξομολογήσεις του Σαββάτου» συνεχίζονται κάθε Σάββατο στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο (λεωφ. Συγγρού 143) μέχρι και τις 4 Ιανουαρίου 2020. Εξασφαλίστε το εισιτήριο σας μέσω viva.gr: https://www.viva.gr/tickets/music/gialino-mousiko-theatro/martha-frintzila/

** Η Μάρθα Φριντζήλα συμμετέχει με ένα τραγούδι στο «Silver Alert», τον πρώτο προσωπικό δίσκο της Χρύσας Κωττάκη σε ποίηση Δημήτρη Λέντζου, μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη, τον Παντελή Θεοχαρίδη και τη Σοφία Μανουσάκη. Κυκλοφορεί από τον Μετρονόμο στις 10/01/2020. 

Μυστήριο με Γερμανό δισεκατομμυριούχο: Θεωρήθηκε νεκρός το 2021 αλλά ίσως ζει στη Μόσχα με την ερωμένη του

Καταγραφή 21

Μυστήριο με Γερμανό δισεκατομμυριούχο: Θεωρήθηκε νεκρός το 2021 αλλά ίσως ζει στη Μόσχα με την ερωμένη του

Απίστευτα είναι τα όσα συμβαίνουν σχετικά με την εξαφάνιση του Καρλ Έριβαν Χάουμπ το 2018

Άγιοι Ανάργυροι: Νέο ηχητικό ντοκουμέντο από τη γυναικοκτονία της Κυριακής – «Δεν ξέρουμε τι έχει γίνει», έλεγαν οι αστυνομικοί

Κυριακή

Άγιοι Ανάργυροι: Νέο ηχητικό ντοκουμέντο από τη γυναικοκτονία της Κυριακής – «Δεν ξέρουμε τι έχει γίνει», έλεγαν οι αστυνομικοί

Ένα νέο ηχητικό που βλέπει το φως της δημοσιότητας επιβεβαιώνει το «μπάχαλο» που επικρατούσε κατά…