Αργυρή δραχμή και ημίδραχμο από τις Φερές. (480 – 400 π.Χ.) Δάμασμα ταύρου και μορφές αλόγων
Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο – συγγραφέα
Πριν από το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου είχαμε μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ ευγενών και λαού. Σε προηγούμενη ενότητα είχαμε αναφερθεί στην προσπάθεια του Κριτία, ενός από τους τριάκοντα τυράννους της Αθήνας, και του Προμηθέα να ξεσηκώσουν τους Πενέστες κατά των γαιοκτημόνων. Ο Κριτίας απέτυχε, αλλά ο Λυκόφρων των Φερών, εκμεταλλευόμενος την αναταραχή, έγινε τύραννος στις Φερές. Οι Φερές, λόγω της θέσης τους στο νοτιοανατολικό άκρο της θεσσαλικής πεδιάδας και πολύ κοντά στους θαλάσσιους δρόμους, ήλεγχαν το εμπόριο εξάγοντας σιτηρά και εισάγοντας άλλα προϊόντα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο λαός των Φερών να γίνει ο φορέας των πιο προοδευτικών ιδεών στη Θεσσαλία, έχοντας και το πλεονέκτημα της απουσίας οίκων ευγενών στον τόπο τους. Εντούτοις οι Φερές δεν απέκτησαν ποτέ δημοκρατία.
Ο Λυκόφρων φαίνεται ότι ήταν έμπορος σιτηρών, κάτι πολύ επικερδές σ’ αυτή τη χρονική συγκυρία, αμέσως μετά τον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο σ’ όλη την Ελλάδα. Κοντά σ’ αυτόν πλούτισε και μια ομάδα άλλων Φεραίων εμπόρων που ήταν και οι υποστηρικτές του. Όταν ανέλαβε στα χέρια του τις τύχες των Φερών, ενήργησε τυχοδιωκτικά και θέλησε να επεκτείνει την κυριαρχία του, επιδιώκοντας να γίνει ο μοναδικός ηγεμόνας της Θεσσαλίας. Στην ίδια χρονική περίοδο η μεγάλη αντίπαλος του Λυκόφρονα, η Λάρισα είχε περιπέσει σε σχετική παρακμή κυβερνώμενη όμως όπως πάντα από τη γενιά των Αλευάδων. Ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 131) μας αναφέρει ότι στη Λάρισα λειτουργούσε τότε και μια υποτυπώδης Εκκλησία του Δήμου, η λεγόμενη «Ελεύθερη Αγορά», στην οποία όμως δικαίωμα λόγου είχαν μόνο οι «αγαθοί», δηλαδή οι ευγενείς γαιοκτήμονες που είχαν πια μεταμορφωθεί σε αριστοκράτες αστούς. Ο ανταγωνισμός των ευγενών με τη δημοκρατική μερίδα της Λάρισας και τους «δημοκρατικούς» του Φεραίου Λυκόφρονα οδήγησε αμφότερους στο να αναζητήσουν έξωθεν βοήθεια είτε από την αποδυναμωμένη Σπάρτη είτε από την ανερχόμενη Μακεδονία. Εκείνη την εποχή οι Σπαρτιάτες ήλεγχαν τις νότιες εισόδους της Θεσσαλίας μέσω της Ηράκλειας Τραχίνας στο Μαλιακό κόλπο και ο Περδίκας, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, άρχιζε να εμφυσείται από το όραμα της επέκτασης του βασιλείου του και της ανάδειξης της Μακεδονίας σε κυρίαρχη δύναμη στον ελλαδικό χώρο. Σύμφωνα με ένα κείμενο υπό τον τίτλο «Περί πολιτείας» και συγγραφέα κάποιον Ηρώδη Αττικό οι Μακεδόνες υποστήριξαν τους αριστοκράτες της Λάρισας ενώ οι Λάκωνες τους δημοκρατικούς. Ο Ξενοφών στα «Ελληνικά» του, (β΄3,4), αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο Λυκόφρων άρχισε να επικρατεί των Λαρισαίων αντιπάλων του: «…ο Λυκόφρων ο Φεραίος, θέλοντας να κυριαρχήσει σ’ όλη τη Θεσσαλία, τους αντίθετους σ’ αυτόν Θεσσαλούς, Λαρισαίους και άλλους τους νίκησε σε μάχη και σκότωσε πολλούς.».
Σύμφωνα με το «Περί Πολιτείας», μετά την επίδειξη ισχύος του Λυκόφρονα, την εξουσία στη Λάρισα πήρε μια μετριοπαθής ολιγαρχική ομάδα, που έδωσε σ’ όλους τους Λαρισαίους πολιτικά δικαιώματα. Ο κυνηγημένος απ’ τα αξιώματά του, ταγός της Λάρισας Αρίστιππος κατέφυγε στον πέρση Κύρο, ζητώντας του μισθοφόρους για να επανέλθει στην εξουσία. Ο Κύρος, αρχικά, του έδωσε τη βοήθεια που ζήτησε, όμως σύντομα ανακάλεσε το στράτευμά του πίσω στην Περσία διότι το χρειαζόταν στην εμφύλια σύγκρουση που είχε ξεσπάσει στην πατρίδα του. Μάλιστα ο Αρίστιππος αναγκάστηκε να του στείλει και μια δική του μικρή δύναμη ιππικού υπό την ηγεσία του Φαρσάλιου Μένωνα. Στο μεταξύ ο Λυκόφρων συνεργαζόταν με τους Σπαρτιάτες που ίσως είχαν σκοπό να εισβάλουν από την Ηράκλεια Τραχίνα. Ο Αρίστιππος βρισκόμενος σε δύσκολη θέση ζήτησε το 401 π.Χ. τη βοήθεια του Αρχέλαου που ήδη είχε προεκτείνει την κυριαρχία του έως την Περραιβία. Ο Μακεδόνας βασιλιάς, ευτυχής για τη συγκυρία, κατέλαβε τη Λάρισα, επανέφερε τους αριστοκράτες στην εξουσία και πήρε ως ομήρους πίσω στην πατρίδα του δέκα αγόρια από αριστοκρατικές οικογένειες της πόλης. Η Σπάρτη ήταν έτοιμη να επέμβει, ανησυχώντας για την αυξανόμενη επιρροή των Μακεδόνων, ώσπου ένα γεγονός, ίσως τυχαίο, ήρθε να ανατρέψει την υπάρχουσα κατάσταση. Το χειμώνα του 399 π.Χ. ο Αρχέλαος σκοτώθηκε, ίσως λόγω συνομωσίας, κατά τη διάρκεια κάποιας κυνηγητικής του εξόρμησης. Οι διάδοχοι του Αρχέλαου δεν ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για τη Θεσσαλία κι έτσι ο Λυκόφρων με τη βοήθεια σπαρτιατικής δύναμης κατέλαβε τη Φάρσαλο πιθανώς το 399 π.Χ. κι εγκατέστησε φρουρά για να ελέγχει την κατάσταση. Στα επόμενα έτη παρατηρήθηκαν μικροσυγκρούσεις μεταξύ του Λυκόφρονα και του Μηδίου, που είχε ήδη αναλάβει την ταγεία της Λάρισας. Απρόσμενος σύμμαχος του Μηδίου ήταν η Θήβα που είχε νικήσει τους Σπαρτιάτες στην Αλίαρτο και είχε αποκόψει τις βόρειες κτήσεις των Λακώνων (Ηράκλεια Τραχίνα) από τη μητρόπολή τους.
Ευνοημένος από τη νέα κατάσταση ο Μήδιος, με τη βοήθεια Θηβαίων και Αργείων, κατέλαβε το 395 π.Χ. τη Φάρσαλο κατασφάζοντας τη σπαρτιατική φρουρά. Οι συνασπισμένες θηβαϊκές και αργείες δυνάμεις κατέλαβαν, επιστρέφοντας προς Νότο, την Ηράκλεια. Έτσι το έργο του Σπαρτιάτη Αγησίλαου, που επέστρεφε από την Περσία, θα ήταν πολύ δύσκολο. Γι’ αυτό πανηγυρίστηκε τόσο η σπαρτιατική νίκη στο Ναρθάκιον όρος το 394 (που είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο). Από το 390 περίπου π.Χ. οι περίοικοι λαοί παρέμειναν ανεξάρτητοι, πράγμα που επιβεβαιώνει την παρακμή του λεγόμενου εθνικού κράτους της Θεσσαλίας.
Όμως, για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Θεσσαλία, μετά το θάνατο του Λυκόφρονα, θα συνεχίσουμε στο επόμενο ιστορικό μας σημείωμα.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.