Κάτια Δανδουλάκη και Γιώργος Κυρίτσης θυμούνται και περιγράφουν όσα συνέβησαν πίσω απ’ τις κάμερες.
Την πρόταση για την κατάργηση της παρέλασης της 25ης Μαρτίου μπορεί να τη ρίξει κάποιος στο τραπέζι -το έχουν κάνει και θα το ξανακάνουν- αλλά την πρόταση για κατάργηση του ‘Παπαφλέσσα’ από την τηλεόραση, δεν έχει διανοηθεί να την εκστομίσει ούτε ο μεγαλύτερος εχθρός της ρωμιοσύνης. Είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στη συνείδηση του γένους μας ο συνδυασμός ‘25η Μαρτίου-Ένοχη απόλαυση Παπαφλέσσα στην TV’, που οτιδήποτε άλλο μας ανεβάζει τους σφυγμούς, παθαίνουμε τρέλα, πανικό και ταραχή.
Το εντυπωσιακό πάντως είναι πόσα λίγα γνωρίζουμε γι’ αυτήν την ταινία που γαλούχησε γενιές και γενιές περήφανων Ελληνόπουλων. Εμείς προσπαθήσαμε να αποκαταστήσουμε αυτήν την ιστορική αδικία, να μάθουμε κάποιες ιστορίες από τα παρασκήνια, προσπερνώντας τις αντικειμενικές δυσκολίες που προκύπτουν για κάθε καλόπιστο ερευνητή (πχ. οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές δεν βρίσκονται πια στη ζωή). Προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε την προφορική ιστορία της ταινίας ‘Παπαφλέσσας. Η μεγάλη στιγμή του ‘21’, όσο αυτό είναι δυνατόν.
Ευχαριστούμε, λοιπόν, προκαταβολικά την Κάτια Δανδουλάκη (‘Κατερινιώ’ και σύντροφο του Παπαφλέσσα στην ταινία) και τον Γιώργο Κυρίτση (υπασπιστή του Ιμπραήμ) που δέχτηκαν να μοιραστούν μαζί μας κάποιες απ’ τις ιστορίες των γυρισμάτων. Επικοινωνήσαμε και με τον Ηλία Λογοθέτη, αλλά δυστυχώς, όπως πολύ ευγενικά μας είπε το μόνο που θυμόταν από την ταινία, ήταν ότι τα γυρίσματα έγιναν στα Αμπελάκια στη Θεσσαλία και τίποτα περισσότερο. Τον ευχαριστούμε κι εκείνον, όπως και να ‘χει, για τον χρόνο του.
Ακολουθούν ανέκδοτες ιστορίες για την ταινία από τα στόματα των ίδιων των πρωταγωνιστών.
Ο Ισπανός που έπαιζε ταυτόχρονα και τον Δράμαλη και τον Αλή Πασά
Στον ‘Παπαφλέσσα’ είχα τον ρόλο του υπασπιστή του Ιμπραήμ, μου είπαν “μετά θα κάνεις και τον γιο του Αλή Πασά στους ‘Σουλιώτες’”, και έτσι έκανα και άλλες σκηνές μαζί του. Εγώ, βέβαια, ήξερα πότε ήταν ο Δράμαλης και πότε ο Αλή Πασάς, εμένα δεν μπορούσαν να μου πουν για παράδειγμα ότι “είσαι ο υπασπιστής του Ιμπραήμ” και να βρίσκομαι στο αντίσκηνο του Αλή Πασά και να μην το καταλαβαίνω (γέλια). Είχα σκηνές μαζί του, εγώ μιλούσα, είχα διαβάσει κανονικά το σενάριο και αυτός όπως σου είπα, μετρούσε, ανοιγόκλεινε το στόμα του, ψάχνε γύρευε.
Ο Γιώργος Κυρίτσης δεξιά στον Ιμπραήμ-Στέφανο Στρατηγό, στον άνθρωπο που όπως μας είπε, χρωστάει τη συμμετοχή του στην ταινία
Ήταν όμως ωραίος τύπος. Σηκωνόταν το πρωί στο ξενοδοχείο στη Λάρισα και έπαιρνε απ’ τις 5 η ώρα τη γυναίκα του τηλέφωνο στην Ισπανία, αυτή δεν το σήκωνε και ο κακομοίρης φώναζε “ίο σόνο κορνούτο!”, “είμαι κερατάς!”, (ξανά γέλια), δεν ξέρω, πρέπει να είχε κάποιο πρόβλημα οικογενειακό εκείνη την περίοδο.
Ούτε ξέρω πως τον είχαν βρει, έλα ντε, κάτι είχε κάνει αυτός τότε, είχε παίξει σε κάτι γουέστερν, και τον είδαν εδώ στην Ελλάδα και μάλλον τους άρεσε. Ήμουν και νέος ηθοποιός τότε, δεν μπορούσα να ρωτήσω εγώ “πού τον βρήκατε αυτόν”, ας πούμε. Βέβαια ο ρόλος του πήγαινε πολύ, ήταν μια χαρά όλο αυτό έτσι στημένο”.
Έλληνες φαντάροι με φέσια και φουστανέλες
Όλο αυτό το πλήθος που βλέπουμε να παίρνει μέρος σε μάχες με γιαταγάνια, καριοφίλια, ντυμένοι Έλληνες και Τούρκοι, δεν είναι παρά κομπάρσοι-μεταγραφή από ένα άλλο μέρος που χρειάζεται να παίξεις το καλύτερο θέατρο της ζωής σου για να τα βγάλεις πέρα: τον ελληνικό στρατό. Εκατοντάδες στρατιώτες που έκαναν τότε απλώς τη θητεία τους, “επιστρατεύτηκαν” από τους παραγωγούς για να συμπληρώσουν το cast της ταινίας.
“5 η ώρα το πρωί φεύγαμε απ’ το ξενοδοχείο στη Λάρισα, ανεβαίναμε στα Αμπελάκια, για να βαφτούμε, να ετοιμαστούμε και να γυρίσουμε τις σκηνές μας”, θυμάται ο Γιώργος Κυρίτσης. “Οι φουκαριάρηδες οι στρατιώτες σηκώνονταν από ακόμα πιο νωρίς, τους ξυπνούσαν από τις 3, ήταν εντελώς διαλυμένα τα παιδιά. Σκέψου ότι κάποιος μπορεί να είχε σκοπιά 12-2 και στις 6 το πρωί, έπρεπε να κάνει έφοδο στο Μανιάκι.
Εν τω μεταξύ, είχαν εκεί στο βουνό μία λεκάνη με κόλλα κι ένα πινέλο, τους βάζανε στη σειρά και ‘φραπ’ κολλούσανε ένα μουστάκι στον έναν, ‘φραπ’ κολλούσαν ένα μουστάκι στον άλλον. Θυμάμαι που τους ντύνανε Τούρκους και όταν σε κάποιους δεν τους έκαναν τα παπούτσια, τους άφηναν να φορούν τις κανονικές τους αρβύλες. Φορούσαν δηλαδή τις τούρκικες φορεσιές και από κάτω ήταν με τα άρβυλα του στρατού, πολύ γέλιο”.
Η έφοδος στο Μανιάκι
Ε, εκεί έγινε το έλα να δεις. Την ξανακάνανε βέβαια τη σκηνή μετά, αλλά έπεσε το γέλιο της αρκούδας. Ήταν όπως εσύ ας πούμε θες να πας το Πάσχα στα Τρίκαλα και λες “κοίτα τι θα κάνω, θα ξυπνήσω πολύ πρωί για να βρω άδειο τον δρόμο”, και ξυπνάς, ξεκινάς και τελικά βρίσκεις γεμάτο τον δρόμο, γιατί μαζί με σένα, έκαναν την ίδια σκέψη και καμιά εκατοστή χιλιάδες άνθρωποι ακόμη. Ε, έτσι την ίδια σκέψη κάνανε και αυτά τα παιδάκια εκεί”.
Η ανάπαυση του πολεμιστή
“Έπαιρναν παιδιά που έκαναν τη θητεία τους”, θα μας πει η κ. Δανδουλάκη “και τους έντυναν Έλληνες, Τούρκους, έβαζαν τους μεν να κυνηγούν τους δε κτλ… Ήταν κι αυτά τα παιδιά ταλαιπωρημένα, όπως κι εμείς, περιμένανε να ανατείλει ο ήλιος για να αρχίσουν τα γυρίσματα και όλα αυτά… Θυμάμαι, λοιπόν, μια σκηνή, όπου κάποια στιγμή σηκώνεται όρθιος ο Παπαμιχαήλ και φωνάζει “ΠΑΜΕ, ΩΡΕ”, κοιτάζει γύρω του και όλοι κοιμόνταν, δεν κουνήθηκε κανείς, είχανε μείνει οι στρατιώτες ξαπλωμένοι. Ε μα είχαν κάτσει μισή ώρα εκεί πέρα γιατί κάποιος έδινε οδηγίες και περνούσε η ώρα, ε και τα παιδιά κοιμήθηκαν, δεν είχαν το ενδιαφέρον που είχαν οι ηθοποιοί να ακούν τις οδηγίες κτλ… Και λέει ο Δημήτρης “ΠΑΜΕ, ΩΡΕ” και το στράτευμα πού να πάει, είχε πέσει και κοιμότανε.”.
Ο τραυματισμός από τα ειδικά εφέ
“Είχε τσακωθεί ο διευθυντής παραγωγής με τον Σαμιώτη, τον άνθρωπο που έκανε τα ειδικά εφέ, και όπως ήταν τα κανόνια έτοιμα να ρίξουν πάνω στον λόφο, λέει “αφήστε, θα τα κάνω εγώ να ρίξουν”. Θυμάμαι είχανε βάλει τα κανόνια στη σειρά και περνούσε ο διευθυντής παραγωγής, ο Λαμπρινός, έτσι τον έλεγαν, και έβαζε φωτιά σε ένα ένα τα φιτίλια, γιατί αυτά τα άναβες και ήθελαν ξέρω γω τρία λεπτά μέχρι να εκραγούν. Κάτι όμως δεν είχε υπολογίσει καλά, δεν ξέρω ακριβώς τι και όπως ανάβει το πρώτο φιτίλι, προχωράει ανάβει και το δεύτερο, ανάβει και το τρίτο και μόλις ακουμπάει και το τέταρτο φιτίλι, αυτό σκάει αμέσως πάνω του. Πώς είναι τα Μίκυ Μάους, όταν παθαίνουν κάτι τέτοιο και σηκώνεται το μαλλί τους όρθιο, καμένο, το πρόσωπο τους γίνεται κατάμαυρο κτλ, ε, έτσι έγινε και με εκείνον. Και αρχίζει μετά κάτι βρισίδια στον Σαμιώτη, άλλο πράμα”.
Το κοτέτσι και η βροχή με τη μάνικα
“Είναι μία σκηνή που είχαμε κάνει σε μια σπηλιά”, θυμάται η Κάτια Δανδουλάκη, “και έχω πάρει στα χέρια μου το κόκκαλο ενός πουλιού και το διαβάζω, λέω στον Παπαφλέσσα την μοίρα του. Αυτή η σπηλιά χωρούσε ίσα ίσα τον Παπαμιχαήλ, εμένα και το συνεργείο σκεβρωμένο, δηλαδή μια μηχανή, τον σκηνοθέτη και τον βοηθό του. Χωρούσαμε ίσα ίσα μέσα στη σπηλιά και μείναμε εκεί μέσα κοντά στις οκτώ ώρες, μέσα στο κρύο και την υγρασία. Αν δεν κάνω λάθος το γύρισμα έγινε στη Μακρυνίτσα και θυμάμαι τον Δημήτρη να λέει αφού τελειώσαμε, “λοιπόν, την επόμενη φορά να μπούμε να το κάνουμε σε κοτέτσι το γύρισμα”, γιατί πραγματικά ήταν τόσο μικρό το σημείο, ήταν τόσο ο ένας πάνω στον άλλον, αλλά ήμασταν όλοι ταγμένοι σ’ αυτό που κάναμε, ήταν αυτοθυσιαστική δουλειά. Πολλές φορές έλεγα στον εαυτό μου “τι θέλω εγώ στο βουνό και στον λόγγο, εγώ που είμαι του καναπέ;”. Αργότερα, μετά από χρόνια, όταν έκανα τηλεόραση και τα γυρίσματα ήταν εσωτερικά, ήμουν πανευτυχής. Την ταλαιπωρία του εξωτερικού γυρίσματος δεν την ήθελα ποτέ, ενώ οι περισσότεροι ηθοποιοί τρελαίνονται για αυτά.
Κοιμόμασταν μια ώρα, δυο ώρες, ξυπνούσαμε 4 το πρωί για να προλάβουμε την ανατολή του ηλίου, για ανάλογα πλάνα… Για παράδειγμα, για το τελευταίο μου πλάνο στην ταινία που πεθαίνω και είμαι μέσα στην αγκαλιά του Παπαμιχαήλ, είχαμε πάει θυμάμαι στο βουνό για να προλάβουμε το χάραμα από τις 4 η ώρα, και περιμέναμε. Αν δεν πετύχαινε η σκηνή την ώρα που έσκαγε ο ήλιος, θα έπρεπε να πάμε και να ξαναπάμε και να ξαναπάμε, γι’ αυτήν τη συγκεκριμένη σκηνή και μόνο.
Ο Παπαμιχαήλ στο ελικόπτερο
“Τα γυρίσματα κράτησαν περίπου 3 με 3,5 μήνες και έγιναν όλα στα Αμπελάκια και στο Πήλιο. Οι εσωτερικοί χώροι ήταν όλοι σε στούντιο στη Λάρισα, καμία σκηνή δεν γυρίστηκε σε στούντιο στην Αθήνα. Εγώ τότε δεν έκανα θέατρο, αλλά ο Δημήτρης ο Παπαμιχαήλ ανέβαζε μαζί με τη Βουγιουκλάκη ένα έργο του Ρούσσου νομίζω, τη ‘Βασίλισσα Αμαλία’, δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Για να καταφέρνει, λοιπόν, να είναι παρών και στα γυρίσματα της ταινίας και στο θέατρο, τον έφερναν μετά την παράσταση με ελικόπτερο και τον ξαναγύριζαν πίσω για να προλάβει την επόμενη μέρα να είναι ξανά στο Θέατρο ‘Αλίκη’. Αυτή η κατάσταση ήταν σχεδόν καθημερινή”.
«Παίξε μας κάτι, πατέρα»
Μιλώντας με τους πρωταγωνιστές, δεν μπορούσες παρά να διακρίνεις μία αγάπη για τον Λαυρέντη Διανέλλο, τον ηθοποιό που για κάποιο περίεργο λόγο, μας βγάζει και μας μία παππουδίστικη συμπάθεια, σχεδόν αυθόρμητη.
“Θυμάμαι μια ιστορία που μας είχε πει σε ένα διάλειμμα, λέει ο Γιώργος Κυρίτσης. “Έπαιζε σε μία ταινία, δεν θυμάμαι πια, ήταν στο κρεβάτι ξαπλωμένος και πέθαινε, και του λένε τα παιδιά του “παίξε μας κάτι πατέρα” και πήρε ένα μπουζούκι και άρχισε να παίζει, έτσι στο άσχετο, στο κρεβάτι. Και τον ρωτάω εγώ “καλά, δεν είχατε ορούς, καλώδια, απ’ αυτά που έχουν οι άρρωστοι, “όχι παιδάκι μου”, μού λέει,“τι ορούς; Πέθαινα, έριξα και μία με το μπουζούκι εκεί και γεια σας”… Γελούσαν και οι ίδιοι με αυτά, εν γνώση τους δηλαδή τα κάνανε, καταλάβαιναν από μόνοι τους το αστείο του πράγματος.
Σουλιώτες. Μάχες και κυνηγητά με άλογα στη Λέσβο
Όπως είπαμε και πιο πάνω, οι ‘Σουλιώτες’ άρχισαν να γυρίζονται ταυτόχρονα με τον ‘Παπαφλέσσα’ και συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του, με τις υπόλοιπες σκηνές, αυτές που εσύ και εγώ φανταζόμαστε ότι γυρίστηκαν στα βουνά του Σουλίου, να γυρίζονται στην πραγματικότητα στη Λέσβο, και κυρίως στον Μόλυβο και στην Πέτρα. Εκεί, η Κάτια Δανδουλάκη θα χρειαστεί να κάνει κάποιες σκηνές πάνω σε άλογο, κάτι που θα την δυσκολέψει πολύ.
Μια άλλη φορά, πάλι στους ‘Σουλιώτες’, ήμουν πάνω στο άλογο και έπρεπε να σταματήσω σε ένα σταυροδρόμι, να κοιτάξω δεξιά, μετά αριστερά, να ξανακοιτάξω δεξιά και να φύγω προς αυτήν την κατεύθυνση. Έρχομαι, λοιπόν, με φόρα, οι καμεραμέν φοβισμένοι, σου λέει “αυτή μπορεί και να μη σταματήσει”, δεν μου είχαν καμιά εμπιστοσύνη, με είχανε μάθει πια. Τους βλέπω, λοιπόν, έτοιμους να φύγουν να γλιτώσουν μην τους χτυπήσω και τελευταία στιγμή τελικά το άλογο σταματάει. Κοιτάζω δεξιά, κοιτάζω αριστερά, ξανακοιτάζω δεξιά και με το που πάω να φύγω προς τα εκεί, το άλογο έφυγε μόνο του προς τα αριστερά.
Γενικά, το συνεργείο και όλοι εκεί διασκεδάζανε πάρα πολύ με μένα και το άλογο.
Μην πω και για το καριοφίλι, καλά όταν έπιασα το καριοφίλι… η άσχετη, η ανίκανη, η άχρηστη, αλλά έλεγα “τι να κάνω, θα το πιω και αυτό το ποτήρι”, αλλά ιδίως στα κυνηγητά με τα άλογα, εκεί δεν πέρναγα καθόλου καλά”.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.