Γράφει ο Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας Α.Π.Θ.
Ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1224) από τον Θεόδωρο Α΄ Δούκα Κομνηνό Άγγελο συγκλήθηκε στην Άρτα, υπό την προεδρία του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκου, σύνοδος που ανακήρυξε τον Θεόδωρο νόμιμο αυτοκράτορα του Βυζαντίου και ανέθεσε στον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Δημήτριο Χωματιανό (περ. 1216-1236) τη στέψη του[1]. Το πολιτικό και εκκλησιαστικό σχίσμα ανάμεσα στην Ήπειρο και τη Νίκαια ήταν πλέον γεγονός και η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες αναπόφευκτη. Στη δίνη αυτών των γεγονότων θα βρεθεί και ο Πλαταμώνας.
Μανουήλ Β΄Δούκας Κομνηνός (περ. 1186/88-1241)
Την άνοιξη του 1230 ο Θεόδωρος εισέβαλε στη Βουλγαρία. Ο τσάρος της Βουλγαρίας Ιωάννης Β΄ Ασάν (1218-1241) εκστράτευσε εναντίον του και νίκησε τον στρατό του Θεόδωρου στη μάχη της Κλοκοτινίτσας. Ο Θεόδωρος πιάστηκε αιχμάλωτος και ο Ιωάννης Β΄ Ασάν επεξέτεινε την εξουσία του από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την Αδριατική και από τη Θεσσαλία μέχρι την Αλβανία[2]. Η Θεσσαλονίκη όμως και η ενδοχώρα της, όπως και ο Πλαταμώνας, δεν κατελήφθη από τους Βουλγάρους και αφέθηκε στην εξουσία του Μανουήλ Β΄ Δούκα Κομνηνού (περ. 1186/88-1241), γαμπρού του Ιωάννη Β΄ Ασάν και αδελφού του Θεόδωρου.
Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του ο Θεόδωρος συμμετείχε σε συνομωσία εναντίον του Βούλγαρου τσάρου και τυφλώθηκε. Το 1237 όμως ο Ιωάννης Β΄ Ασάν ελευθέρωσε τον Θεόδωρο, ο οποίος χωρίς να χάσει καιρό εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, ανέτρεψε τον Μανουήλ και τον εξόρισε στην Αττάλεια της Μικράς Ασίας. Επειδή όμως ήταν τυφλός έστεψε τον γιο του Ιωάννη ως αυτοκράτορα, κυβερνώντας ο ίδιος από τα παρασκήνιο[3].
Ο εξόριστος Μανουήλ δεν έμεινε άπραγος. Με τη βοήθεια του αυτοκράτορα της Νικαίας Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη (1222-1254) αποβιβάσθηκε, το 1239, στον Παγασητικό κόλπο και έστησε το στρατόπεδό του στη Δημητριάδα. Δύο χρόνια αργότερα θα καταλάβει τα Φάρσαλα, τη Λάρισα και τον Πλαταμώνα. Για να αποφευχθεί νέος εμφύλιος ο Μανουήλ προχώρησε σε υπογραφή συνθήκης ειρήνης με τον αδερφό του Θεόδωρο, αλλά και τον νεώτερο αδερφό τους Κωνσταντίνο (περ. 1172-1242), Δεσπότη της Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Η Θεσσαλία και ο Πλαταμώνας δεν έμειναν όμως για μεγάλο διάστημα κάτω από την εξουσία του, καθώς το 1241 ο Μανουήλ Δούκας Κομνηνός πέθανε[4].
Έτσι ο Πλαταμώνας θα βρεθεί κάτω από την εξουσία του Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα, Δεσπότη της Ηπείρου (περ. 1206-1268). Και ενώ ο Αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1193-1254) πρότεινε στον Μιχαήλ Β΄ συμμαχία που θα επισφραγιζόταν με τον γάμο της εγγονής του Μαρίας με τον πρωτότοκο γιο του Μιχαήλ Β΄ Νικηφόρο, ο Δεσπότης της Ηπείρου, αν και αρχικά δέχθηκε, δεν τήρησε τελικά τη συμφωνία και επηρεασμένος από τις συμβουλές του θείου του Θεόδωρου εξαπέλυσε, το 1251, αιφνιδιαστικά επίθεση εναντίον του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, προσπαθώντας να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Οι ενέργειες του Μιχαήλ Β΄ ανάγκασαν τον Βατάτζη να εκστρατεύσει εναντίον του. Μπροστά στον κίνδυνο της ήττας ο Μιχαήλ Β΄ αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει υπογράφοντας στη Λάρισα, αρχές του 1253, συνθήκη με τους απεσταλμένους του Αυτοκράτορα της Νικαίας. Ο Βατάτζης με την προοπτική του γάμου του Νικηφόρου με την Μαρία και για να εξασφαλίσει τη νομιμοφροσύνη του, απέμεινε στον Νικηφόρο τον τίτλο του ‘‘Δεσπότη’’ της Ηπείρου[5].
Τη συμμαχία με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας ο Μιχαήλ Β΄ έκρινε σκόπιμο να τη συνεχίζει και μετά το θάνατο του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, όταν ανήλθε στον θρόνο ο γιος του Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-1258). Με την είδηση όμως της αυτομόλησης του ‘‘Μεγάλου Κοντόσταβλου’’ και μελλοντικού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259-1282) ο Μιχαήλ Β΄ με συμμάχους Αλβανούς και Σέρβους εισέβαλε, το 1257, στη Μακεδονία. Το 1258 ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις πεθαίνει και ο Μιχαήλ Β΄ επεκτείνει και εδραιώνει την κυριαρχία του σε ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, θέτοντας ως στόχο την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Στη Θεσσαλία όρισε ως διοικητή έναν από τους δύο νόθους γιους του, τον Ιωάννη Α΄ Δούκα Κομνηνό Άγγελο (1240-1289), ενώ ο πρωτότοκος γιος του Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός Δούκας Άγγελος (1240-1297) παρέμεινε στην Ήπειρο προοριζόμενος να τον διαδεχθεί[6].
Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος όμως, ο οποίος στο μεταξύ είχε οριστεί μετά το θάνατο του Θεοδώρου Β΄ αντιβασιλέας της Νίκαιας μέχρι να ενιληκιωθεί ο οκτάχρονος Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρις (1250-1305) αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που διέτρεχε η Θεσσαλονίκη, οργάνωσε εκστρατεία εναντίον του Μιχαήλ Β΄. Στη μάχη της Πελαγονίας, το Σεπτέμβριο του 1259, ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος με άξιους συμπαραστάτες τον αδελφό του, Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο και τον Μεγάλο Δομέστικο Αλέξιο Στρατηγόπουλο συνέτριψε τις δυνάμεις της Ηπείρου και κατέλαβε την Ήπειρο, τη Θεσσαλία αλλά και τον Πλαταμώνα. Στο πλευρό του βρισκόταν και ο Ιωάννης Α΄ Δούκας Κομνηνός, ο οποίος αυτομόλησε από το στρατόπεδο του Δεσπότη της Ηπείρου και πατέρα του. Ο Μιχαήλ Β΄ για να γλιτώσει, κατέφυγε στην αυλή των Orsini στη Κεφαλονιά. Σύντομα όμως επέστρεψε στην Ήπειρο και την ανακατέλαβε με τη βοήθεια του μετανοημένου γιου του Ιωάννη Α΄ Δούκα Κομνηνού. Ο Ιωάννης, μετά το θάνατο του πατέρα του κυβέρνησε στη Θεσσαλία και τη γύρω περιοχή με πρωτεύουσα την πόλη των Νέων Πατρών (Υπάτη). Στις προσπάθειες του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου να καταλάβει τη Θεσσαλία ο Ιωάννης Α΄ Δούκας αντιστάθηκε με επιτυχία. Μέχρι το θάνατό του, το 1289, ο Πλαταμώνας, όπως και η Θεσσαλία, ανήκε στο ανεξάρτητο κράτος του Ιωάννη Α΄ Δούκα.
(Συνεχίζεται)
[1] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 105‧ Donald Nicol, ‘‘Από την Άλωση ως την Ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως’’ στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Θ΄, σ. 84.
[2] Nicol, Από την Άλωση ως την Ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, σ. 85.
[3] Nicol, Από την Άλωση ως την Ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, σ. 86-87.
[4] Κωνσταντίνος Βαρζός, Η Γενεαλογία των Κομνηνών, τόμ. Β΄, [Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 20Β΄], Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 637-656.
[5] Nicol, Από την Άλωση ως την Ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, σ. 90-91‧ Βαρζός, Η Γενεαλογία των Κομνηνών, τόμ. Β΄, σ. 634-635.
[6] Nicol, Από την Άλωση ως την Ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, σ. 94.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.