Γράφει ο Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης, Δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας Α.Π.Θ.
Όταν ο Ιωάννης Α΄ Δούκας Κομνηνός Άγγελος πέθανε το 1289, τη διοίκηση του κράτους του ανέλαβαν οι δυο γιοι του Κωνσταντίνος και Θεόδωρος. Στόχος των δύο αδερφών ήταν να ισχυροποιήσουν το κράτος τους, προτείνοντας συμμαχία στον Σέρβο ηγεμόνα Milutin (1282-1321). Τα σχέδια τους δεν πραγματοποιήθηκαν, αφού ο θάνατος του Θεόδωρου (1300) αρχικά, και τρία χρόνια αργότερα του Κωνσταντίνου (1303), δημιούργησε νέα δεδομένα[1]. Τη διοίκηση της Θεσσαλίας ανέλαβε ο γιος του Κωνσταντίνου Ιωάννης Β΄ Δούκας Άγγελος (1303-1318), ο οποίος έπρεπε να αντιμετωπίσει τις επιδρομές των Καταναλών. Οι Καταλανοί μετά την αποτυχημένη απόπειρα να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη, βάδισαν προς τα νότια και για μικρό χρονικό διάστημα παρέμειναν στη Θεσσαλία. Ο Πλαταμώνας, όπως και άλλες πόλεις που ανήκαν στη δικαιοδοσία του κράτους του Ιωάννη Β΄, γνώρισαν την αγριότητα των επιδρομέων[2]. Βορειότερα όμως κυριάρχησαν κατά τόπους ανεξάρτητοι ισχυροί γαιοκτήμονες, όπως ο Στέφανος Γαβριηλόπουλος που έφερε το αξίωμα του ‘‘σεβαστοκράτορα’’[3].
Μετά το θάνατο του Στεφάνου Γαβριηλόπουλου το 1333, ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Μονομάχος-με εντολή του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-1341)-επωφελείται της ευκαιρίας, συγκεντρώνει στρατό και, αφού εισβάλει δυναμικά στη Θεσσαλία, καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της. Έτσι στην περίοδο μετά το 1333 τα νότια σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας θα πρέπει να έφταναν μέχρι τον Πλαταμώνα και το Λυκοστόμιο[4].
Η υπαγωγή του Πλαταμώνα κατά το α΄ μισό του 14ου αιώνα στη διοικητική επικράτεια του θέματος της Θεσσαλονίκης επιβεβαιώνεται και από ένα άλλο γεγονός. Όταν ξέσπασε ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Ιωάννη Καντακουζηνού (1341-1354) και Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου (1341-1391) ο Πλαταμώνας βρέθηκε στο πλευρό του Καντακουζηνού. Επειδή όμως οι κάτοικοί του φοβήθηκαν μήπως ο Ιωάννης Απόκαυκος, διοικητής της Θεσσαλονίκης, έρθει με πλοία εναντίον τους αποστάτησαν και στράφηκαν εναντίον του Καντακουζηνού. Αλλά, όταν το 1345 ο Ιωάννης Απόκαυκος έμεινε μόνος κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης μετά τη δολοφονία του Μιχαήλ Παλαιολόγου, και τέθηκε κι αυτός φανερά υπέρ του Καντακουζηνού, στράφηκε τότε εναντίον των Ζηλωτών, τους αρχηγούς των οποίων έστειλε δέσμιους στον Πλαταμώνα και στη γύρω περιοχή, η οποία ανήκε στο θέμα Θεσσαλονίκης[5].
Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος (1341-1347) συνέπεσε με την άνοδο στον θρόνο της Σερβίας του φιλόδοξου Στέφανου Doušan (1331-1335). Μέχρι το 1348 η Θεσσαλία, όπως και η Ήπειρος είχε απορροφηθεί από τους Σέρβους. Διοικητής της Θεσσαλίας ορίστηκε ο στρατηγός του Γρηγόριος Preljub, ο οποίος ονόμαζε τον εαυτό του ‘‘αυτοκράτορα της Rascia και της Ρωμανίας, δεσπότη της Άρτας και κόμητα της Θεσσαλίας’’[6]. Το κράτος του-πιθανότατα με πρωτεύουσα τα Τρίκαλα[7]-εκτεινόταν από τα Σέρβια και την ανατολική Θεσσαλία μέχρι τη Μαγνησία και την Πίνδο[8].
Ο Πλαταμώνας ήταν πλέον σερβική κτήση. Δεν παρέμεινε όμως για πολύ υπό την εξουσία του Preljub. Το 1350 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός (1292-1383) έφθασε στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια εισέβαλε στη Θεσσαλία απομακρύνοντας τους Σέρβους. Νέο διοικητή στη Θεσσαλία όρισε τον Νικηφόρο Σαραντηνό[9]. Στο εξής και μέχρι την κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους το 1393/1394 η περιοχή θα είναι ένα πεδίο συγκρούσεων μεταξύ Σέρβων και Βυζαντινών.
Το 1386 λίγα χρόνια πριν την τουρκική κατάκτηση το κάστρο του Πλαταμώνα έπεσε για πρώτη φορά στα χέρια των Τούρκων. Το 1392-μετά από μια σύντομη περίοδο ελεύθερης ζωής-ο Πλαταμώνας και το κάστρο του κατελήφθη οριστικά από τους Τούρκους. Το 1425 οι Βενετοί κατέλαβαν το κάστρο του Πλαταμώνα, όπως μας πληροφορεί κάποιος Pietro Zeno, κυβερνήτης μιας από τις γαλέρες που συμμετείχαν στην κατάληψη του κάστρου. Ο Zeno κάνει λόγο για την πετυχημένη έφοδο των Βενετών, προκειμένου να καταλάβουν το κάστρο και την φωτιά που έβαλαν για να αναγκάσουν τους Τούρκους να παραδοθούν. Όταν πλέον οι Τούρκοι διαπίστωσαν πως δεν μπορούσαν να απωθήσουν τους Βενετούς, τους παρέδωσαν το κάστρο. Οι Βενετοί φρόντισαν τότε να επιδιορθώσουν το κάστρο και να βελτιώσουν τις αμυντικές του υποδομές[10]. Ο Πλαταμώνας και το κάστρο του έμεινε υπό βενετική κατοχή για δυο χρόνια. Οι Τούρκοι μετά από διαπραγματεύσεις κατάφεραν να αποσπάσουν από τους Βενετούς το στρατηγικής γι’ αυτούς σημασίας κάστρο.
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως ο Πλαταμώνας, κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, αποτελούσε στρατιωτικής και πολιτικής σημασίας ζωτικό σημείο πρόσβασης για κάθε επίδοξο κατακτητή που επιθυμούσε να κατευθυνθεί νοτιότερα. Φράγκοι, Καταλανοί και Σέρβοι πέρασαν από τον Πλαταμώνα αφήνοντας έντονα τα σημάδια της παρουσίας τους. Εκτός αυτού όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Πλαταμώνας έζησε και τις εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των Ελλήνων μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) από τους Φράγκους.
(Συνεχίζεται)
[1] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 107.
[2] Βλ. A. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453), μετάφραση Δημοσθένη Σαβράμη, τόμ. Β΄, σ. 309-310, Αθήναι 1971.
[3] Βλ. Βασίλης Σπανός, Ιστορία-Προσωπογραφία της ΒΔ. Θεσσαλίας το β΄ μισό του ΙΔ΄ αιώνα με βάση μοναστηριακά έγγραφα της περιοχής, [Βιβλιοθήκη Θεσσαλικών Μελετών 4], Όμιλος Φίλων Θεσσσαλικής Ιστορίας, Λάρισα 1995, σ. 25.
[4] Βλ. Σταύρος Νταγιούκλας, ‘‘Πολιτική και εκκλησιαστική διοίκηση της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης από το 1300 έως το 1341: θεσμοί και πρόσωπα, Μακεδονικά 30 (1996), 116‧ Σπανός, Ιστορία-Προσωπογραφία της ΒΔ. Θεσσαλίας, σ. 27.
[5] Βλ. Καντακουζηνός, Ἱστορία, ΙII, 571, 15-20: «Ἀπόκαυκος δὲ ἤδη πᾶσαν ἔχων τὴν ἀρχήν αὐτός … τῶν Ζηλωτῶν, ὅσοι μὲν ἐν λόγῳ ἦσαν, κατέκλεισεν ἐν δεσμωτηρίῳ, πρὸς Πλαταμῶνα πέμψας καὶ τὰς ἄλλας πολίχνας, ὅσαι ὑπ’ αὐτῷ ἐτέλουν» και Απ. Βακαλόπουλος, ‘‘Το Κάστρο του Πλαταμώνα’’, Μακεδονικά 1 (1940), 64‧ Νταγιούκλας, Πολιτική και εκκλησιαστική διοίκηση, σ. 117.
[6] Βλ. Σπανός, Ιστορία-Προσωπογραφία της ΒΔ. Θεσσαλίας, σ. 28.
[7] Βλ. Σπανός, Ιστορία-Προσωπογραφία της ΒΔ. Θεσσαλίας, σ. 28.
[8] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 108.
[9] Βλ. Καντακουζηνός, Ἱστορία, ΙV. 135, 20-22‧ Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 108.
[10] Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 128‧ Κάτια Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Το κάστρο του Πλαταμώνα, Ταμείο Αρχαιολογικών πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 2006, σ. 18.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.