Γράφει ο Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης (Δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας Α.Π.Θ.)
Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας (1912) η επισκοπή Κίτρους, στην οποία, όπως ήδη αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο μας, είχε ήδη ενσωματωθεί το μεγαλύτερο τμήμα της επισκοπής Πλαταμώνος, υπήχθη στο καθεστώς των Νέων Χωρών, ενώ με την Πατριαρχική Πράξη της 7ης Οκτωβρίου 1924 υψώθηκε σε μητρόπολη και τα όρια της ταυτίστηκαν με τα όρια του Νομού Πιερίας. Τέσσερα χρόνια αργότερα με την Πατριαρχική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928 περιήλθε διοικητικά στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Από το 1977, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, έχει τον τίτλο «Ιερά Μητρόπολις Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος».
Το μόνο που απέμενε να διευθετηθεί ήταν η τύχη του τελευταίου επισκόπου της Αμβροσίου Κασσάρα. Από αγαθή συγκυρία ο μητροπολιτικός θρόνος της Λάρισας ήταν κενός. Ο Νεόφυτος Πετρίδης, ο μητροπολίτης που έζησε την απελευθέρωση της Λάρισας, είχε ήδη πεθάνει από το 1896. Η Σύνοδος αποφάσισε ότι η καλύτερη λύση θα ήταν η μετάθεση του Πλαταμώνος Αμβροσίου στον μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας. Στις 26 Ιανουαρίου 1900 η Σύνοδος με γράμμα της προς το Υπουργείο Εκκλησιαστικών γνωστοποιούσε την παραπάνω απόφασή της. Μετά από λίγες μέρες (8 Φεβρουαρίου 1900) με διάταγμα του βασιλιά Γεωργίου εγκατεστάθη ο Αμβρόσιος νέος μητροπολίτης, ο οποίος «θα είνε και τιτλοφορήται εξής Επίσκοπος Λαρίσσης, Φαρσάλων και Πλαταμώνος» (Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, τεύχος πρώτον, αρ. 30/8.2.1900)[i]. Ένα ακριβώς μήνα αργότερα ο Αμβρόσιος ανέλαβε τα καθήκοντά του. Η επισκοπή Πλαταμώνος ως αυτόνομη επισκοπή περνούσε πλέον στην Ιστορία.
Στην επισκοπή Πλαταμώνος ανήκαν ιστορικά μοναστήρια. Αναμεσά τους η ιστορική Ι. Μονή της Θεοτόκου και του Αγίου Δημητρίου (‘‘Κομνήνειος’’), που βρίσκεται μεταξύ Στομίου και Καρύτσας. Η μονή Κλήμεντος ή Κλιμάδων, αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα (Παλιομονάστηρο για τους ντόπιους) σε απόσταση 7,5 Km από την Καρυά και τέλος η μονή Κανάλων ή Γενεσίου της Θεοτόκου, 5 Km από την Καρυά, που γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τον 17ο αι.
Αξίζει να σταθούμε για λίγο στην ιστορία της πρώτης και σπουδαιότερης μονής, της Θεοτόκου και του Αγίου Δημητρίου, που είχε την επίσημη προσωνυμία ‘‘Οικονομείον’’. Για την προέλευση του ονόματος έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις[ii]. Επίσης δεν μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια και το έτος ίδρυσής της. Τα λείψανα του αρχικού καθολικού της μεσοβυζαντινής περιόδου που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, και η νικηφόρα πορεία του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-118) μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι η μονή λειτουργούσε από τη μεσοβυζαντινή περίοδο[iii]. Η μονή επανιδρύθηκε το 1492, όταν ανακαινίζεται το τείχος της και η πύλη της από τον επίσκοπο Πέτρας Ακάκιο[iv]. Το 1543 ολοκληρώθηκε η ανακαίνιση του καθολικού της, όπως μας πληροφορεί μια επιγραφή[v].
Κατά τον 16ο αι. η μονή αναπτύσσεται οικονομικά, όπως και η γύρω περιοχή. Μαζί με την Καρίτσα, το Τσάγεζι και τον παρά τη μονή οικισμό του Οικονομείου συγκρότησαν ένα ενιαίο πληθυσμιακό και οικονομικό σύνολο[vi]. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι σημαντικές προσωπικότητες έρχονται και εγκαταβιώνουν εκείνη την εποχή στη μονή, όπως ο όσιος Δαβίδ μαζί με τον γέροντά του μετέπειτα μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης Ακάκιο και ο όσιος Συμεών ο ανυπόδητος και μονοχίτων.
Δυστυχώς, στοιχεία για την πορεία της μονής κατά το 17ο αι. δεν έχουμε. Μάλλον η μονή είχε περιέλθει σε παρακμή[vii]. Η κατάσταση αλλάζει τον επόμενο, 18ο αι. Το 1758 αγιογραφείται το καθολικό της μονής και 20 χρόνια αργότερα (1778) ανακαινίσθηκε η λιτή του. Τέλος το 1792 η μονή ανακαινίστηκε εξ ολοκλήρου[viii]. Η πλήρης παρακμή της επήλθε το α΄ τέταρτο του 19ου αι. Το 1827, μετά το θάνατο του ηγουμένου της Αυξεντίου η μονή ερημώθηκε. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ρώσου περιηγητή Uspenskij οι μοναχοί την εγκατέλειψαν, επειδή ο Αυξέντιος ως ηγούμενος δεν φρόντιζε καθόλου για τους ίδιους και το μοναστήρι[ix]. Ένας άλλος όμως, ο Γάλλος αρχαιολόγος A. Mezèries αναφέρει ότι η μονή, άλλοτε πλούσια και δυνατή, ερημώθηκε από τους Τούρκους λόγω του Αγώνα της Ανεξαρτησίας[x]. Ευρισκόμενος στη μονή και βλέποντας την εγκατάλειψή της σημειώνει: «Τα αρχεία της εξαφανίσθηκαν και μαζί τους χάθηκε και η παράδοση της ιστορίας της. Σήμερα μένει για να τη συντηρεί ένας γέρος μοναχός εβδομήντα ετών, ο οποίος ίσως δεν την γνώρισε ποτέ και τη μνήμη του άμβλυναν η ηλικία και τα βάσανα.[xi]»
Προς το τέλος του 19ου αι. η μονή εξακολουθεί να βρίσκεται σε παρακμή, γεγονός που απασχολεί έντονα τον επιχώριο επίσκοπο Αμβρόσιο Κασσάρα. Ο Πλαταμώνος Αμβρόσιος βρήκε τη μονή σε άθλια κατάσταση: «νυν δε σωρός ερειπίων και πενεστάτη, άτε ου μόνον πυρποληθείσα τω 1868 υπό του τότε κακούργου Ηγουμένου αυτής, (=ο μοναδικός μοναχός της μονής που είχε και τον τίτλο του ηγουμένου την παρέδωσε στις φλόγες το 1868, πιστεύοντας πως στα τείχη της ευρίσκεται κρυμμένος θησαυρός[xii], με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ο τρούλλος και οι θόλοι του καθολικού και να καταστραφούν τα παλιά κελλιά και η τράπεζα[xiii]) αλλά και υποστάσα μετά ταύτα πλήρη διαρπαγήν της κτηματικής αυτής περιουσίας. Νυν ο μόνος εναπολειφθείς θησαυρός της μονής είναι το ύδωρ αυτής, όπερ λόγω μεν ποιότητος δεν υπάρχει δεύτερον καθ’ όλον τον Κίσσαβον, λόγω δε ψυχρότητος απαράμιλλον.[xiv]»
Στην ίδια κατάσταση παρέμεινε η μονή και κατά τη διάρκεια του α΄ μισού του 20ου αι. Τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1943 θα γνωρίσει εκ νέου την καταστροφική μανία, αυτή τη φορά, των γερμανικών δυνάμεων κατοχής. Οι Γερμανοί έκαψαν εκ νέου το καθολικό και τα κελλιά, ενώ κατεδαφίστηκαν οι πτέρυγες της[xv]. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η μονή επανδρώθηκε χάρη στην ύπαρξη νέας αδελφότητας υπό τη φωτισμένη καθοδήγηση του μακαριστού γέροντος π. Αθανασίου Μυτιληναίου.\
[i] Βλ. Βασίλης Σπανός, ‘‘Οι συνέπειες της ελλείψεως ιεράρχη για την Εκκλησία και την Κοινωνία της Λάρισας’’, Αχιλλίου Πόλις 1 (Μάϊος 2019), σ. 184.
[ii] Βλ. Σταύρος Γουλούλης, ‘‘Ο άγιος Δημήτριος ή ‘Οικονομείον’ στο Στόμιο (Τσάγεζι): Ιστορική Ταυτότητα και Ανάπτυξη μιας Βυζαντινής Μονής’’, στο: Άγιος Δημήτριος Στομίου, Ιστορία-Τέχνη-Ιστορική Γεωγραφία του Μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνείου, Λάρισα 2010, σ. 23-47.
[iii] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 265· Γουλούλης, Ο άγιος Δημήτριος ή ‘Οικονομείον’, σ. 41.
[iv] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 266.
[v] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 260.
[vi] Βλ. Γουλούλης, Ο άγιος Δημήτριος ή ‘Οικονομείον’, σ. 32.
[vii] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 272.
[viii] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 273.
[ix] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 273.
[x] Βλ. Alfred Mézières, Mémoires sur le Pélion et l’ Ossa, Paris 1853, 100· Γουλούλης, Ο άγιος Δημήτριος ή ‘Οικονομείον’, σ. 26.
[xi] Βλ. Alfred Mezèries, ‘‘Περιγραφή του Πηλίου και της Όσσας’’, μετάφραση από τα γαλλικά Henri-PierreCorrieu, σχόλια: Κώστας Σπανός, Θεσσαλικό Ημερολόγιο 41 (2002), σ. 91.
[xii]. Βλ. Γουλούλης, Ο άγιος Δημήτριος ή ‘Οικονομείον’, σ. 42, υποσημ. 220 (με παραπομπές σε πηγές και βιβλιογραφία).
[xiii] Βλ. Ασπασία Ντίνα, ‘‘Ιστορικό των επισκευών της Μονής Στομίου’’ στο: Άγιος Δημήτριος Στομίου, Ιστορία-Τέχνη-Ιστορική Γεωγραφία του Μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνείου, Λάρισα 2010, σ. 48-49.
[xiv] Βλ. Αμβρόσιος, Η Επισκοπή και ο Επίσκοπος Πλαταμώνος, σ. 40.
[xv] Βλ. Γουλούλης, Ο άγιος Δημήτριος ή ‘Οικονομείον’, σ. 42, υποσημ. 221.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.