Του Θεοδώρου Α. Νημά, δ.φ.
Ένα νέο, ογκώδες, βιβλίο του αγαπητού φίλου, ερευνητή και συγγραφέα Άγγελου Σινάνη με τίτλο «Τα Μεταλλεία της Αντιπάρου, 19ος-20ός αιώνας», εκδόθηκε πρόσφατα από τον Δήμο Αντιπάρου.
Μετά το εξαίρετο βιβλίο του «Κορέστεια, τα χωριά της λήθης», που εκδόθηκε το 2015, ο μόνιμος κάτοικος Ελάτης Τρικάλων Άγγελος Σινάνης μάς εκπλήσσει και πάλι ευχάριστα με ένα καινούργιο σπουδαίο πόνημά του που αναφέρεται στην ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας του, στο νησί της Αντιπάρου Κυκλάδων, και έχει ως θέμα τα Μεταλλεία της. Σημειωτέον ότι ο παππούς του Ανδρέας Καλάργυρος, αγρότης, είχε εργαστεί στα εκεί μεταλλεία ως εργάτης και λόγω των κακών συνθηκών που επικρατούσαν τότε σ’ αυτά έφυγε νέος, μόλις 37 ετών.
Όπως σημειώνει ο ίδιος στον εκτενή και κατατοπιστικό Πρόλογό του, η Αντίπαρος ανήκει στο νησιωτικό σύνολο των μεταλλοφόρων Κυκλάδων και έχει να επιδείξει αναμφισβήτητα τεκμήρια έντονης μεταλλευτικής δραστηριότητας. Επομένως η συγγραφή ενός βιβλίου που καταγράφει την ιστορία των μεταλλείων της έχει ιδιαίτερη αξία, αφού φέρνει στην επιφάνεια πάμπολλα άγνωστα αρχειακά στοιχεία για τη λειτουργία τους και τα εμπλουτίζει με ωραίες φωτογραφίες και σχέδια. Είναι ένα βιβλίο που μας δίνει πολλά στοιχεία για μια παρελθούσα επιχειρηματική και κοινωνική πραγματικότητα του 19ου και 20ού αιώνα.
Από την ενδελεχή μελέτη της λειτουργίας των μεταλλείων της Αντιπάρου ο Συγγραφέας συναγάγει συγκεκριμένα συμπεράσματα που αφορούν κοινωνικές, οικονομικές, μεταλλευτικές, μεταλλουργικές, τεχνολογικές, περιβαλλοντικές και πολιτιστικές όψεις της ζωής του νησιού, ευθέως συναρτώμενες με την ανάπτυξη της μεταλλείας και της εν γένει εξορυκτικής βιομηχανίας που αναπτύχθηκε στις Κυκλάδες, με συμμετοχή μάλιστα της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου.
Ειδικότερα, τα γραπτά τεκμήρια και τα οικιστικά λείψανα – μνημεία της μεταλλευτικής δραστηριότητας στην Αντίπαρο, που μελετά ο Άγγ. Σινάνης, καλύπτουν μια χρονική περίοδο τριών γενεών, από το 1869 έως την αναστολή λειτουργίας τους το 1917 και από την επανέναρξη των εργασιών το 1950 έως το 1955. Οι προφορικές μαρτυρίες των Αντιπαριωτών, αποτελούν επίσης μια έγκυρη πηγή. Συγκροτούν ένα σύνολο στο οποίο αποτυπώνονται, με αφορμή τα μεταλλεία, συλλογικά βιώματα και μνήμες, αυτοβιογραφικά επεισόδια, νοοτροπίες, γνώσεις και συναισθήματα, τα οποία σηματοδότησαν τη ζωή τους και την κοινωνία που έζησαν. Ο Συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη σημασία στις προφορικές μαρτυρίες γιατί με έναν ιδιαίτερο τρόπο περιγράφουν αθέατες ή αγνοημένες όψεις της κοινωνικής ζωής.
Ξεκινώντας από τον Πρόλογο του βιβλίου βλέπουμε ότι ο Συγγραφέας μνημονεύει όλους εκείνους που τον ενθάρρυναν να ασχοληθεί με το θέμα αυτό, καθώς και εκείνους που τον βοήθησαν στην εκπόνηση της πολύχρονης και κοπιαστικής μελέτης του. Όπως σημειώνει ο ίδιος, άρχισε να ενδιαφέρεται με την Μεταλλευτική Ιστορία της Αντιπάρου όχι τυχαία, αλλά από μια ασυναίσθητη έλξη που ασκούσαν πάνω του αυτά τα βιομηχανικά μνημεία σε δυσπρόσιτα μέρη των Κυκλάδων, όπως στην Αμοργό, τη Νάξο, την Πάρο αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα, οι απομακρυσμένες από τα χωριά εγκαταστάσεις τους, και φυσικά, το έντονο ενδιαφέρον του για τη λειτουργία τους και το κοινωνικό – οικονομικό αποτύπωμα που άφησαν. Το όλο εγχείρημα το είδε σαν μια ακόμη πρόκληση.
Έτσι άρχισε να βαδίζει στα πολυδαίδαλα μονοπάτια της έρευνας, με στόχο την κατά το δυνατό αναπαράσταση σημαντικών χαρακτηριστικών της ζωής των κατοίκων του νησιού από την απελευθέρωση του 1830 και κυρίως από το τελευταίο τέταρτο του 19ου έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ασχολήθηκε συστηματικά συλλέγοντας πειστήρια και πληροφορίες με ευρύτερο σκοπό την ένταξη της Αντιπάρου σε ένα γενικότερο πλαίσιο, που θα σκιαγραφούσε παρόμοιες δραστηριότητες σε άλλα νησιά των Κυκλάδων. Αξιοποιώντας όλα τα δεδομένα πέτυχε να φέρει στην επιφάνεια με τρόπο κατανοητό τη βαθμιαία εξέλιξη των μεταλλείων από τις απαρχές τους το 1869 έως το οριστικό κλείσιμο τους το 1955.
Στην εν λόγω μελέτη διερευνώνται μεθοδικά το τι συνέβη την εποχή που η μεταλλευτική δραστηριότητα υπήρξε το βασικό πεδίο επιχειρηματικής δράσης και ανεξέλεγκτου πλουτισμού των επενδυτών, αλλά ταυτόχρονα, το μοναδικό σχεδόν μέσο βιοπορισμού ντόπιων και μετοίκων, πώς και πόσο επηρεάστηκε η έως τότε ταυτότητα της Αντιπάρου ή διαμορφώθηκε από την λειτουργία τους, καθώς και πώς και πόσο εξελίχθηκε κερδοφόρα για τους εμπλεκόμενους. Οι απαντήσεις δίνονται με τη συνδρομή δεκάδων μαρτυριών, που συνθέτουν την κοινωνική και οικονομική ιστορία των ανθρώπων χαμηλού εισοδήματος που είναι σε όλες τις εποχές, ο ασφαλέστερος δείκτης ευημερίας ή δυσπραγίας μιας κοινωνίας.
Το ξεχωριστό ενδιαφέρον στοιχείο της έκδοσης, που μπορεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί άκρως παιδευτικά είναι ότι, πέραν των κειμένων που μαρτυρούν την ιστορία και την παραγωγική – τεχνολογική πρόοδο της γνώσης γύρω από τα μεταλλεία, είναι το ότι δημοσιεύονται τοπογραφικοί – μεταλλευτικοί χάρτες, διαγράμματα και γεωαναφορές ιδιοκτησιών, αναπαραστάσεις σημαντικών εγκαταστάσεων και φωτογραφικές απόψεις των στοών. Όλα αυτά τα τεκμήρια προσφέρονται για πολλαπλές ερμηνείες. Αποτελούν στο σύνολό τους ένα πρακτικό εργαλείο και μια οργανωμένη βάση πληροφοριών, τόσο για την ιστορία των μεταλλείων, όσο και για τα ξεχασμένα σήμερα τοπωνύμια της Αντιπάρου. Η πλειοψηφία του υλικού δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά. Συνιστά καρπό πολύχρονων ερευνητικών δραστηριοτήτων πάνω σε θέματα που εξακολουθούν να παραμένουν λίγο ή πολύ άγνωστα ακόμη και στους ντόπιους, πόσο μάλλον στη βιβλιογραφία.
Μέχρι σήμερα δεν υπήρχαν άλλες μονογραφίες αφιερωμένες στη μεταλλευτική – εξορυκτική δραστηριότητα σε νησιά των Κυκλάδων, παρά μόνο σποραδικές, ολιγόλογες, ή ολιγοσέλιδες αναφορές σε συναφείς με το θέμα εργασίες. Τα όσα περιλαμβάνονται στην εν λόγω μελέτη του Άγγ. Σινάνη συμβάλλουν στην περαιτέρω κατανόηση της μεταλλευτικής ιστορίας και οικονομίας των Κυκλάδων, καθώς παρέχονται απαντήσεις σε ερωτήματα και γεγονότα που έγιναν μεν στην Αντίπαρο, αλλά που ασφαλώς παρόμοια συνέβησαν σε πολλά μεταλλοφόρα νησιά, χωρίς να μνημονευτούν. Για παράδειγμα, ενώ πολλοί μελετητές αναλύουν με επάρκεια το Αιγαίο των μεταλλείων, κανείς δεν κάλυψε το κενό που υπήρχε στα μέσα θαλάσσιας μεταφοράς των μεταλλευμάτων, δηλαδή τα ιστιοφόρα καΐκια αρχικά, τα μηχανοκίνητα αργότερα και τους τύπους τους.
Με την μελέτη του Άγγ. Σινάνη οι ενδιαφερόμενοι θα έχουν πλέον στη διάθεσή τους ένα ακόμα βοήθημα που ενδέχεται να επιτρέψει την αναψηλάφηση στοιχείων, προσθέτοντας αποφασιστικής σημασίας λεπτομέρειες που θα εμπλουτίσουν παλιότερα συμπεράσματα για την επιχειρηματική δραστηριότητα, τις μετοικεσίες και τις μεταφορές που αφορούν τη μεταλλευτική – μεταλλουργική βιομηχανία.
Ειδικότερα η μελέτη διαρθρώνεται σε τρείς ενότητες. Στην πρώτη γίνονται αυτοτελείς αναφορές στη γεωγραφία, τη γεωλογία και την αρχαιολογική έρευνα στην Αντίπαρο. Η δεύτερη είναι το κύριο τμήμα της μελέτης και αποτελείται από τρία κεφάλαια. Το πρώτο ακολουθεί την εξέλιξη του χρόνου παρουσιάζοντας συστηματικά τις επιχειρηματικές εξελίξεις στην Αντίπαρο, ανιχνεύοντας τους επώνυμους αλλά και τους ανώνυμους πρωταγωνιστές. Χωρίζεται σε τέσσερα υποκεφάλαια, όσες και οι διακριτές περίοδοι λειτουργίας των μεταλλείων διευκολύνοντας τη διατύπωση συμπερασμάτων για κάθε μία από αυτές.
Ως στέρεη βάση για τον χρονικό προσδιορισμό τους χρησιμοποιήθηκαν οι χρονολογίες έκδοσης των Βασιλικών Διαταγμάτων, των σχετικών ΦΕΚ παραχωρήσεων γης, οι μεταβολές τους, τα χρονολογημένα τοπογραφικά διαγράμματα των παραχωρηθεισών εκτάσεων, τα συμφωνητικά αγορών, πωλήσεων, ενοικιάσεων, σε συνδυασμό με δημοσιεύματα της εποχής και τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη βιβλιογραφία. Πρέπει να τονίσω ότι για λόγους που έχουν να κάνουν κυρίως με τους πραγματικούς χρόνους λειτουργίας των μεταλλείων, ο παραπάνω διαχωρισμός πλην της τελευταίας περιόδου, πρέπει να θεωρηθεί συμβατικός μεν, αναγκαστικός δε, καθώς λείπουν στοιχεία παραγωγής για το προ του 1900 διάστημα.
Το δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζει τις διαδικασίες παραγωγής, τους ρόλους των μεταλλωρύχων σ’ αυτές και τα βασικά χρονικά ορόσημα εκσυγχρονισμού που προέκυψαν από την ενδελεχή μελέτη των συμβολαίων. Μαζί με τα συμπεράσματα διαρθρώνεται σε εννέα υποενότητες.
Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η σημερινή κατάσταση των μεταλλείων, οι τοποθεσίες, τα κατάλοιπα των εγκαταστάσεων και οι προσβάσεις σε αυτές που εντοπίστηκαν σε εννέα περιοχές. Η σειρά διεξοδικής αναφοράς γίνεται όχι με τις διαδρομές που θα με εξυπηρετούσαν αλλά σύμφωνα με τα κοιτάσματα που διέθεταν. Ο περιηγητικός χαρακτήρας επιτυγχάνεται με την παράθεση των μνημείων κατά μήκος των εννέα διαδρομών ή των προεκτάσεών τους, όπως απαντώνται επιτόπου και όπως απεικονίζονται γραμμικά στους μικροχάρτες. Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει τρία παραρτήματα τεκμηρίωσης των προαναφερθέντων κεφαλαίων.
Όπως κάθε παρόμοιο βιβλίο έτσι και το παρόν προέκυψε από επιτόπια έρευνα στο πεδίο και αναδίφηση γραπτών τεκμηρίων παρελθόντων χρόνων, ιστορικών πηγών και κάθε άλλου είδους πληροφοριών και προφορικών μαρτυριών. Στην υπερτριετή, απαιτητική και επίπονη ιστορία του, παρά το ενδιαφέρον του, το εγχείρημα δημιούργησε απορίες, δυσκολίες, ενίοτε και απρόσμενα εμπόδια. Τα προβλήματα αυτά ξεπεράστηκαν, εξηγήθηκαν ή έστω προσεγγίστηκαν, κάθε φορά, με την πολύτιμη αρωγή ειδικευμένων στο αντικείμενο επιστημόνων και τεχνικών που αποσαφήνισαν πολλά ζητήματα.
Στο τέλος του Προλόγου του ο Συγγραφέας ευχαριστεί αναλυτικά όλους, πρόσωπα και φορείς, που τον συνέδραμαν στο δύσκολο και επίπονο αυτό εγχείρημά του. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στην έμπρακτη και πρόθυμη συμπαράσταση με χάρτες, φωτογραφικό υλικό, έγγραφα και πληροφορίες από τις συλλογές τους, που έλαβε από το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος στον Πειραιά, από τον Ι. Παλούμπη αντιναύαρχο ε.α. και την Πωλίνα Βουγιουκλάκη, από το Μουσείο Ορυκτολογίας – Πετρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων κ.ά. Φυσικά δεν παραλείπει να ευχαριστήσει τον Δήμο Αντιπάρου και ιδιαίτερα τον Δήμαρχο του νησιού Τάσο Φαρούπο, που χρηματοδότησε την εκτύπωση της ογκώδους και πολυτελούς αυτής εκδόσεως, καθώς επίσης και τον εκδοτικό οίκο Αφών Ακριτίδη που με το βιβλιοδετείο του Ιωακείμ Η. Τρικαλιάρη την ανέλαβαν και την έφεραν εις πέρας με θαυμάσιο αποτέλεσμα.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.