Γράφει ο Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης, Δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας Α.Π.Θ.
Αμβρόσιος Κασσάρας, ο τελευταίος επίσκοπος της ιστορικής επισκοπής Πλαταμώνος. Γεννημένος στο νησί της Καλύμνου το 1884, έφυγε από το νησί σε ηλικία 13 ετών. Αρχικά παρακολούθησε μαθήματα στο Γυμνάσιο του Χορτάκη στην Αθήνα. Στη συνέχεια εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία αποφοίτησε το 1869. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του χειροτονήθηκε διάκονος στο Σιναϊτικό Μετόχι στην Κωνσταντινούπολη και έλαβε το μοναχικό όνομα Αμβρόσιος. Ένα μήνα μετά την αποφοίτησή του ο Αμβρόσιος διορίσθηκε ιεροκήρυκας στα Χανιά και το επόμενο έτος (1870) βρέθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης ως Ελληνοδιδάσκαλος. Στο Ηράκλειο χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αρχιμανδρίτης από τον αρχιεπίσκοπο Κρήτης Μελέτιο Καβάσιλα (1868-1874 και 1877-1882).
Το 1874 φεύγει από την Κρήτη για τη Θεσσαλονίκη, μετά από πρόσκληση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ΄του Μεγαλοπρεπούς (1874-1878), όπου για έναν περίπου χρόνο υπηρέτησε δίπλα του ως πρωτοσύγκελος. Την επόμενη χρονιά (1875) εξελέγη επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους, αλλά δεν έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην επισκοπή του, καθώς την 1η Μαρτίου 1877 εξελέγη επίσκοπος Πλαταμώνος.
Στην έδρα της επισκοπής του, που ήταν τότε η Ραψάνη, ο Αμβρόσιος έφθασε στις 22 Μαρτίου 1877. Τα προβλήματα που αντιμετώπισε στην νέα του επισκοπή πολλά. Η επαρχία του βρισκόταν σε αναβρασμό επιδιώκωντας την απελευθέρωσή της, όπως και ολόκληρη η Θεσσαλία. Στην επανάσταση ο Αμβρόσιος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Μάλιστα στην καταστροφική για τους Έλληνες μάχη της Ραψάνης, διακρίθηκε για τον ηρωισμό του. Όταν πληροφορήθηκε ότι η κατάσταση ήταν δύσκολη για τους μαχόμενους επαναστάτες, ο Αμβρόσιος έσπευσε στην πρώτη γραμμή, ενθαρρύνοντάς τους: «Περί την 3 μμ αφίκετο επί του πεδίου της μάχης εν ακμή ευρισκομένης, ο επίσκοπος Πλαταμώνος, εκτεθείς απροσέκτως εις το εχθρικόν πυρ, συνεπεία ειδήσεως ότι, οι επαναστάται περικυκλωθέντες διέτρεχον τον έσχατον κίνδυνον», γράφει ο δημοσιογράφος Μιλτιάδης Σεϊζάνης[1]. Μετά τη μάχη, όπως ο ίδιος σημειώνει, κινδύνευσε να γίνει «ολοκαύτωμα» μέσα στο Επισκοπείο, αφού το Επισκοπείο πυρπολήθηκε, ενώ ο ίδιος έχασε κάθε είδους περιουσιακό του στοιχείο, εκτός από κάποια λίγα αρχιερατικά άμφια. Αναγκάστηκε τότε να εγκατασταθεί προσωρινά στο Λιτόχωρο μέχρι να επισκευαστεί η επισκοπική κατοικία στα Αμπελάκια. Ευρισκόμενος στα Αμπελάκια είχε την ευτυχία να υποδεχθεί την 1η Σεπτεμβρίου 1881 τον ελληνικό στρατό, ο οποίος απελευθέρωσε οριστικά από τη δουλεία τη θεσσαλική γη.
Το 1882 και για έναν χρόνο διετέλεσε διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών, μετά από πρόσκληση που του απηύθυνε η κυβέρνηση Τρικούπη. Παραιτήθηκε, όμως, επειδή, όπως διαπίστωσε το Συμβούλιο της Σχολής, στην περίπτωση διορισμού του Αμβρόσιου και κάποιων ακόμη καθηγητών παραβιάσθηκαν θεμελιώδεις διατάξεις της λειτουργίας της Ριζαρείου. Ο Αμβρόσιος τότε αποφάσισε να επιστρέψει στο Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο) όπου εκ του υστερήματός του κατόρθωσε να κτίσει οικία, αλλά το 1894 αναγκάστηκε να επανέλθει στην επισκοπική του έδρα. Το 1900 μετετέθη στη μητρόπολη Λαρίσης και έγινε ο πρώτος μητροπολίτης με τον τίτλο του «μητροπολιτου Λαρίσσης, Φαρσάλων και Πλαταμώνος». Η ενθρόνιση πραγματοποιήθηκε με κάθε επισημότητα στον ναό του Αγίου Αχιλλίου στις 26 Φεβρουαρίου 1900.
Η σφραγίδα του Αμβροσίου
Ως μητροπολίτης Λαρίσης ανέπτυξε έντονη δράση. Το 1901 κατήγγειλε τις τότε επιχειρούμενες μεταφράσεις και παραφράσεις του Ιερού Ευαγγελίου στη δημοτική γλώσσα ως ανοσιούργημα το οποίο σπιλώνει τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία[2]. Στηλίτευσε,επίσης, μεθόδους και πρακτικές της Ιεράς Συνόδου, οι οποίες ήταν αντίθετες με το καταστατικό και τις αρχές της, ενώ, τέλος, τον Σεπτέμβριο του 1909 σε ομιλία του στη Λάρισα, εκφράστηκε υπέρ του «Στρατιωτικού Συνδέσμου». Κάποιοι τότε αποφάσισαν να φιμώσουν τον ιεράρχη. Δημοσιεύθηκαν λίβελλοι στις Αθηναϊκές εφημερίδες ότι δήθεν ο Αμβρόσιος προέβη σε συκοφαντίες κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη, ότι ελάμβανε χρήματα για να χειροτονήσει παράνομα ιερείς και ιεροκήρυκες και άλλα παρόμοια. Το Συνοδικό δικαστήριο, αρχικά, μετά από δύο συνεδριάσεις (22 και 27 Ιανουαρίου 1910) έκρινε ένοχο τον Αμβρόσιο επιβάλλοντάς του την ποινή της καθαιρέσεως. Την απόφαση επαναβεβαίωσε και το Ανώτατο Αναθεωρητικό Εκκλησιαστικό Δικαστήριο (στη σύνθεση του οποίου συμμετείχαν όλως παρανόμως και πρωτοδίκως δικάσαντες Συνοδικοί) και επικύρωσε στις 2 Ιουλίου 1910 τις προαναφερθέντες αποφάσεις (απόφαση 2318/1910). Το 1918 ο Αμβρόσιος, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, έφυγε από την ζωή, αλλά πρόλαβε να δει την Εκκλησία να τον αποκαθιστά και να κηδεύεται δικαιωμένος με τις προσήκουσες τιμές στο Συκούριο, στο οποίο είχε αποσυρθεί μετά την άδικη καταδίκη του.
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι η σφραγίδα της επισκοπής Πλαταμώνος (1874) είναι αποτυπωμένη σε χειρόγραφο που φυλάσσεται στο αρχείο της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, ενώ διασώζεται και σφραγίδα του Αμβροσίου (1877). Επάνω από τον σταυρό, που είναι στο κέντρο, εικονίζεται το Άγιον Πνεύμα[3].
Από τα όσα αναφέρθηκαν διαπιστώνουμε πως η ιστορία της επισκοπής Πλαταμώνος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, αφού όπως επισημαίνει η Νόννα Παπαδημητρίου στην εξαίσια εργασία της για την επισκοπή «η ιστορία των επισκοπών και μητροπόλεων δεν πρέπει να θεωρήται απλώς ‘‘ποθητόν και κάλλιστον ανάγνωσμα’’, αλλά ως ο μοναδικός τρόπος διασώσεως της πολιτιστικής κληρονομιάς και ως διαιώνιση των ευγενών αγώνων της Εκκλησίας και της τεράστιας προσφοράς της στο Έθνος. Η άγνοια της προσφοράς αυτής θα σήμαινε διαγραφή όλων των ευγενών αγώνων της και αμετάκλητη καταπόντισή τους στο βυθός της λήθης[4].
[1] Βλ. Μιλτιάδης Σεϊζάνης, Η πολιτική της Ελλάδος και η Επανάστασις του 1878 εν Μακεδονία, Ηπείρω και Θεσσαλία, εν Αθήναις 1878, σ. 187.
[2] Βλ. Αλέξανδρος Γρηγορίου, Αμβρόσιος Κασσάρας (1845-1918), εφημ. Ελευθερία Λαρίσης (φ. 17 Ιουλίου 2016).
[3] Βλ. Σωτήριος Μάσταγκας, Χρονικά Λιτοχώρου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τόμ. 6ος, Λιτόχωρο 2014, σ. 44.
[4] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 228.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.