Γράφει ο Γιάννης Διαμαντής
Επίτιμος Δικηγόρος
Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, στις 28 Οκτωβρίου 1940, βρισκόμουν στην Καρδίτσα. Πήγα μαζί με την μητέρα μου στο σπίτι των γονέων της. Θα συνέχιζα τις γυμνασιακές μου σπουδές κοντά στον παππού τον Γιάννη και την γιαγιά Βασιλική. Θα πήγαινα στην τρίτη οκταταξίου Γυμνασίου.
Τα σχολεία όμως έκλεισαν και μείναμε στην Καρδίτσα αφού ο πατέρας μου επιστρατεύθηκε και έφυγε αμέσως από την Σκόπελο για το μέτωπο. Μας ειδοποίησε ότι θα περνούσε με το τραίνο από την Καρδίτσα. Κάθε βράδυ, επί πέντε μέρες, πηγαίναμε στον Σταθμό. Τα τραίνα περνούσαν γεμάτα φαντάρους αλλά δεν σταματούσαν. Τον πατέρα δεν τον είδαμε. Ήμουν τότε 12 ετών. Πληγώθηκα πολύ.
Σύντομα όμως πληροφορηθήκαμε ότι ο έφεδρος Επιλοχίας Ξενοφών Διαμαντής είχε αμέσως προωθηθεί στην περιοχή Γρεβενών. Είχε ήδη καταταχθεί στο Β1 ορεινό χειρουργείο της προχωρημένης Μονάδας 918, ως τραυματιοφορέας. Διοικητής της Μονάδας ήταν ο αδελφός της μητέρας μου Έφεδρος Επίατρος Νίκος Παπαϊωάννου. Μια σπάνια, ευτυχής σύμπτωση, που όπως αποδείχθηκε οφειλόταν σε στρατολογικούς λόγους, τους έδωσε την δυνατότητα να συνυπηρετήσουν ολόκληρο το εξάμηνο του πολέμου. Μαζί ξεκίνησαν από την Μονάδα επιστράτευσης που ήταν έξω από την Λάρισα κοντά στη Νίκαια. Μαζί επέστρεψαν κατά την Μεγάλη Υποχώρηση, πεζοπορώντας από την Αλβανία μέχρι το πατρικό σπίτι που τους περιμέναμε. Εκεί υποδεχθήκαμε και άλλα δύο ακόμη αδέλφια της μητέρας μου, τους θείους μου, τον Σωκράτη και Δημήτρη Παπαϊωάννου.
Ακριβώς απέναντι από το πατρικό σπίτι, ήταν το Δημαρχείο Καρδίτσας. Είχαν αναρτήσει και μια σημαία με σβάστικα. Κλαίγοντας ο πατέρας μου αγκάλιαζε την μητέρα μου και της είπε: «Ερασμία και όμως εμείς νικήσαμε». Ο Διοικητής του ο θείος μου Νίκος, κοιτάζοντας την μισητή σημαία, κλαίγοντας κι αυτός, είπε τον λόγο που δεν ξέχασα ποτέ «Αδελφή, καλύτερα να μέναμε εκεί πάνω νικητές!».
Οι δύο πεζοπόροι κρατούσαν από μια μεγάλη γκλίτσα. Ο πατέρας μου όμως στον γυλιό του είχε περασμένο και ένα στολισμένο μπαστούνι. Ξύλινο, από έβενο, με διακόσμηση από πλατίνα και επίχρυσο κάλυμμα στην λαβή. Μας αφηγήθηκε τότε μια ιστορία από το Μέτωπο, όπως και τόσες άλλες που μας έλεγε στην υπόλοιπη ζωή του. Βρισκόταν λοιπόν η μονάδα τους σ’ ένα βορειοηπειρώτικο μεγάλο χωριό, την Πρεμετή. Είχαν εγκατασταθεί σ’ ένα μεγάλο σχολείο μαζί και με το ορεινό χειρουργείο. Η Πρεμετή ήταν κοντά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, λίγο πριν από την Κλεισούρα, πάνω στον ίδιο δρόμο. Οι Ιταλοί βομβάρδιζαν συχνά την περιοχή, χωρίς επιτυχία όμως. Ωστόσο ο Καρδιτσιώτης Χειρουργός Καφαντάρης αναγκάσθηκε να οργανώσει επικουρικό χειρουργείο μέσα σε μια μεγάλη σπηλιά.
Ένα βράδυ ένα προχωρημένο ιταλικό τάγμα επιτέθηκε ξαφνικά έφθασε στις παρυφές της Πρεμετής, αλλά αντιμετώπισε γενναία και αποτελεσματική αντίσταση του Στρατού μας με αποτέλεσμα να κατατροπωθεί. Η σύγκρουση ήταν ισχυρή με πολλούς νεκρούς ιταλούς και λίγους έλληνες. Οι τραυματιοφορείς της Μονάδας διατάχτηκαν να περισυλλέξουν τους τραυματίες. Ήταν νύχτα και δυσκολεύονταν στο έργο τους. Ο πατέρας μου άκουσε μια ασθενική φωνή που ζητούσε νερό («άκουα») και κατάλαβε ότι ήταν κάποιος ιταλός τραυματίας. Έσπευσε με έναν συνάδελφό του και τον μετέφεραν στο χειρουργείο. Αιμορραγούσε και χρειάστηκε να τον χειρουργήσει ο Καφαντάρης. Διαπιστώθηκε ότι ήταν Ταγματάρχης. Μιλούσε συνεχώς με τον Διοικητή που ήξερε καλά Ιταλικά διότι είχε πάρει ειδικότητα Φυματιολόγου σπουδάζοντας προπολεμικά στην Ιταλία. Ήταν χαρούμενος με την αιχμαλωσία του αφού τελείωσε ο πόλεμος, γι’ αυτόν.
Ένοιωθε ευγνωμοσύνη που τον περιποιήθηκαν. Ιδιαίτερα εκδηλωτικός ήταν προς τον πατέρα μου που τον θεωρούσε σωτήρα. Δωρίζοντάς του το μπαστούνι του λίγο πριν διακομισθεί στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων είπε ότι δυστυχώς δεν είχε κάτι πολυτιμότερο να του δώσει.
Ο πατέρας μου το έφερε στη Λάρισα όταν μετά τον πρόωρο θάνατο της μητέρας μου εγκαταστάθηκε κοντά μας. Έφερε όμως μαζί του και δυο μαθητικά τετράδια που του είχα δώσει. Τον βαρύ χειμώνα του 1940 είχα βρει ευχάριστη διέξοδο χρησιμοποιώντας τις εφημερίδας του παππού όταν δημοσιεύονταν τα ανακοινωθέντα του Γενικού Επιτελείου. Τα καταχωρούσα ολόκληρα (ήταν άλλωστε πολύ λακωνικά) αλλά προσέθετα και δικά μου σχόλια. Θα ενταχθούν αυτούσια ψηφιοποιημένα στο αυτοβιογραφικό μου έργο. Εκτός από το κείμενο παρουσιάζουν και ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι στα εξώφυλλά τους απεικονίζουν σκαπανείς και φαλαγγίτες της μεταξικής Νεολαίας (ΕΟΝ) στην οποία υποχρεωτικώς ανήκαμε όλοι οι μαθητές.
Το μπαστούνι του Ταγματάρχη το φύλαγα σαν κειμήλιο. Σκόπευα να το αφήσω στον εγγονό μου. Αυτός όμως όταν του το είπα μου απάντησε ότι πρέπει να το δωρίσω στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης της πόλης μας. Το είχε επισκεφθεί πρόσφατα με το Σχολείο του. Η θέση του πράγματι είναι εκεί. Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ημέρα της φασιστικής εισβολής άρχισε η Αντίσταση του Ελληνικού Λαού και συνεχίσθηκε από την πρώτη ημέρα της κατοχής, αδιαλείπτως μέχρι την τελευταία όταν αποχώρησαν και οι τελευταίοι Γερμανοί και Βούλγαροι εισβολείς.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.