Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Σκουλένι (Sculiani), ένα μικρό χωριό στον ποταμό Σίζα, παραπόταμο του Προύθου, στα σύνορα Ρουμανίας-Μολδαβίας. Στο χωριό αυτό δόθηκε το οριστικό τέλος της οργανωμένης πολεμικής δράσης στη Μολδοβλαχία. Στη μάχη του Σκουλενίου και σε όσα προηγήθηκαν αυτής πήραν μέρος πολλοί Έλληνες οπλαρχηγοί και αγωνιστές. Ένας από αυτούς ήταν ο Αρκάδας Δημήτριος Σφήκας, ο οποίος στα ‘‘Απομνημονεύματά’’ του με τον τίτλο: «Αναμνήσεις των εν Δακία γεγονότων του 1821» που εξέδωσε μετά το 1835 περιγράφει με ζωντάνια τα δραματικά γεγονότα στο Σκουλένι και την απεγνωσμένη ηρωϊκή προσπάθεια των Επαναστατών να κρατήσουν ζωντανή την σπίθα της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Το χειρόγραφο κείμενο του Δημ. Σφήκα εξέδωσε το 1902 ο αείμνηστος Νίκος Βέης στο περιοδικό «Αρμονία». Ο Νίκος Βέης διαπιστώνοντας την αξία του χειρόγραφου και των αναμνήσεων του Δημ. Σφήκα για την ιστορική έρευνα σημείωνε: «αι αναμνήσεις αυτού τυγχάνουσι σπουδαιόταται, άτε παρέχουσαι πλείστας νέας ειδήσεις περί των εν Δακία γεγονότων, και μάλιστα περί της μάχης του Σκουλενίου, της μάχης […] ήτις προσδίδει ακτίνας δόξης εις το άλλως τε άδοξον και ατυχές εν Δακία κίνημα. […] Μάλιστα δε αναμνήσεις ανδρός αψευδούς και ζώντος αείποτε μετά των αναμνήσεων τούτων, οίος ο Δημήτριος Σφήκας υπήρξε.»
Ο Δημήτριος Σφήκας καταγόταν από γνωστή οικογένεια της Στεμνίτσας Αρκαδίας «την οποίαν», γράφει ο Βέης, «απαντώ εν νοταριακοίς εγγράφοις (:διαθήκες) από του ΙΗ΄ αρχομένου αιώνος.» Προτού ξεσπάσει η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία, ο Σφήκας υπηρετούσε ως διοικητικός υπάλληλος μαζί με τον ξαδερφό του Ηλία Μίγκλερη στη Βεσσαραβία (ιστορική περιοχή που σήμερα ανήκει στη Μολδαβία και στην Ουκρανία). Με το ξέσπασμα της Επανάστασης τάχθηκε κάτω από τις διαταγές του Αλέξανδρου Υψηλάντη και διορίστηκε εκατόνταρχος και επικεφαλής μιας ομάδας 50 ιππέων. Στη μάχη του Σκουλενίου τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε σε ρωσικό έδαφος για ιατρική φροντίδα και παρακολούθηση. Μόλις ανέρρωσε ακολούθησε τον Δημητσιανιώτη έμπορο και μέλος της Φιλικής Εταιρείας Φώτιο Ηλιάδη στο Λονδίνο. Στην αγγλική πρωτεύουσα ο Σφήκας δέχθηκε εκ νέου περιποίηση και ιατρική φροντίδα από κάποιον ονόματι Γιαννίμπα, από το Βαλτεσινίκο της Γορτυνίας. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας ο Σφήκας επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Στεμνίτσα, όπου και έζησε μέχρι το θάνατό του.
Ο Σφήκας περιγράφει γλαφυρά, με γλώσσα ζωντανή και ρέουσα, τα όσα έζησε στη Μολδοβλαχία από τις αρχές του 1821 ως τη μάχη στο Σκουλένι. Ας παρακολουθήσουμε την αφήγησή του. Ξημέρωνε η 7η Ιανουαρίου 1821, όταν ο Μίγκλερης και η ομάδα του (ανάμεσά τους και ο Σφήκας) έλαβαν τη διαταγή να παρουσιαστούν στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος βρισκόταν στο Κισνόβι (Κισινάου, πρωτεύουσα Μολδαβίας) πόλη που ανήκε τότε στη ρωσική επικράτεια. Εκεί ο Μίγκλερης ανέλαβε καθήκοντα συνταγματάρχη, ενώ ο Σφήκας εκατόνταρχου. Αμέσως μετά επέστρεψαν πίσω στη Βεσσαραβία και άρχισαν να στρατολογούν «και Έλληνας και Βουλγάρους και Σέρμπους και Μουλτουβάνους (:Μολδαβούς) και κρυφίως τους απερνούσαμε εις το Γαλάζιον (:Γαλάτσι Ρουμανίας) με όπλα, πολεμοφόδια, άλογα και έξοδα, διά να στέκωνται εκεί όσο να απεράσωμε και εμείς», σε μια προσπάθεια η Επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να πάρει έναν πανβαλκανικό χαρακτήρα. Όταν πλέον τελείωσαν οι προετοιμασίες, κόντευε η Μεγάλη Εβδομάδα (Απρίλιος 1821), διαβήκαν τον Προύθο τελευταίοι, ο Σφήκας και άλλα 12 άτομα της ομάδας του. Σημείο συνάντησης είχε οριστεί το χωριό Τεκούτσι (Tecuci). Σε κάποιο χωριό της Μολδαβίας, πριν το Τεκούτσι συνάντησαν 25 Έλληνες από το Καρπενήσι, οι οποίοι πήγαιναν κι αυτοί εκεί για να συναντήσουν τον καπετάνιο τους, τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη. Στο Τεκούτσι έφθασαν νύχτα και όπως διηγείται ο Σφήκας «ηύραμε πολλούς συναγμένους και τον μπίμπαση Αθανάσι (: τον Καρπενησιώτη) με τον καπετάν Μίγκλερι […], το πρωΐ εκάμαμε Ανάστασιν.»
Ευρισκόμενοι εκεί έφθασαν δύο Έλληνες από την Κεφαλονιά, απεσταλμένοι του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο οποίος ζητούσε βοήθεια. Οι δύο καπετάνιοι, Μίγκλερης και Καρπενησιώτης, δέχθηκαν να βοηθήσουν κι έδωσαν εντολή στα παλικάρια τους να ετοιμαστούν για αναχώρηση. Φθάνοντας στο Γαλάτσι ο Καρπενησιώτης επέμενε να ενισχύσουν την άμυνα της πόλης, κίνηση με την οποία διαφώνησε ο Μίγκλερης. «Αυτός δεν ήκουσε (δηλ. ο Καρπενησιώτης)», γράφει ο Σφήκας, «αλλ’ ως εμάθαμε είχεν ομιλίαν με τους άρχοντες της Μόλδοβας να φυλάξη το Γαλάζι, και εκ τούτου ολίγον έλειψε μόνοι μας να σκοτωθούμε εις τας 18 Απριλίου 1821.» Δυο μέρες αργότερα οι επαναστάτες πληροφορούνται πως 14000 Τούρκοι βρίσκονται στο Ιζμαήλ (Izmail) και σύντομα θα κινηθούν εναντίον τους.
Πράγματι, την 1η Μαΐου οι επαναστάτες δέχθηκαν την τουρκική επίθεση κοντά στον Σερέτη ποταμό (:παραπόταμος του Δούναβη). Αιφνιδιασμένοι από την επίθεση δεν αντέδρασαν συγκροτημένα, αλλά «εχάλασεν όλη η τάξις και εκύτταξε καθείς που να σωθή αλλ’ εις μάτην.» Παρόλα αυτά οι επαναστάτες αγωνίστηκαν ηρωικά «από το πρωί έως τοις έξι ώρες της νυχτός», αλλά τελικά οι Τούρκοι τους έτρεψαν σε φυγή. Οι στιγμές τραγικές· «εν ω μας εκυνηγούσανε οι Τούρκοι […] επέσαμε μέσα ’ς την λίμνην, ώστε το επίλοιπον της νυκτός και τα μισά της ημέρας επέρασαν, ώστε να φθάσωμεν ’ς τον Προύτον, όπου και οι λοιποί ήσαν εκεί φτασμένοι, όσοι εγλύτωσαν από την αιχμαλωσίαν και το ξίφος, περισσότεροι των χιλίων ψυχών.»
Μετά τη σφαγή και την άτακτη υποχώρηση ορίστηκε από τον Υψηλάντη διοικητής του στρατεύματος του Προύθου ο Δημητσανίτης Νικόλαος Κοντογόνης, ο οποίος ανέθεσε στον Μίγκλερη την αρχηγία του ιππικού. Ο Μίγκλερης με τη σειρά του έδωσε εντολή στον Σφήκα με τους πενήντα άνδρες που είχε υπό τις διαταγές του ο τελευταίος, να προηγούνται του στρατεύματος και να εντοπίζουν πιθανές ενέδρες των Τούρκων, κατά την πορεία τους προς το Ιάσιο. Το υπόλοιπο στράτευμα επιβιβάστηκε σε πλοιάρια και ανέπλεε κι αυτό τον Προύθο. Την όγδοη όμως μέρα της πορείας τα πλοιάρια αναγκάστηκαν να σταματήσουν την πορεία τους, λόγω δυσμενών συνθηκών στο ποτάμι, και το στράτευμα αναγκάστηκε να συνεχίσει την πορεία του πεζό. Στις 10 Ιουνίου το στράτευμα του Προύθου έφθανε στη Στίγκα, «αγρός κείμενος επάνω εις λόφον υψηλόν, και εν τέταρτον της ώρας απέχων από την κώμην του Σκουλενίου επί της όχθης του Προύτου, καλός μεν διά τον περικαλή εν αυτώ οίκον», σύμφωνα με τη μαρτυρία Ι. Ρίζου Νερουλού, όπως αυτή καταγράφηκε από τον Ι. Φιλήμονα στο «Δοκίμιον ιστορικόν περί της Eλληνικής Eπαναστάσεως». Εκεί τους περίμενε με το δικό του στράτευμα ο Γεώργιος Καντακουζηνός, απόστρατος του ρωσικού στρατού και μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της Επανάστασης, ο οποίος είχε ενταχθεί στο κίνημα του Υψηλάντη και τον ακολούθησε στην είσοδό του στη Μολδοβλαχία. Πλέον στην περιοχή του Ιασίου είχε συγκεντρωθεί επαναστατικός στρατός 1500 ανδρών με εμπειροπόλεμους αρχηγούς ικανός να αντιμετωπίσει το κατά πολύ ισχυρότερο τουρκικό στράτευμα.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.