Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Ο μεγάλος λόγιος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού Άνθιμος Γαζής γεννήθηκε στις Μηλιές του Πηλίου το 1758, στα μέσα δηλαδή του 18ου αι , όταν άρχισαν να εισάγονται σταδιακά στην πνευματική ζωή των υποδούλων οι «επιστημονικές κατακτήσεις» της φωτισμένης Ευρώπης.
Πρώτος δάσκαλος του υπήρξε ο ιερομόναχος Άνθιμος Παπαπανταζής, ενώ στη συνέχεια θα βρεθεί μαθητής στο «Ελληνομουσείο» της Ζαγοράς, όπου εκεί θα διδαχθεί εκτός από την ελληνική γλώσσα, τα μαθηματικά, τις φυσικές επιστήμες, την αστρονομία, τη γεωγραφία, τη φιλοσοφία και τη λογική. Ταυτόχρονα με τις σπουδές του χειροτονείται, σε ηλικία μόλις 16 ετών, διάκονος και τον επόμενο χρόνο ιερέας, ενώ το 1776 τον συναντούμε στην Κωνσταντινούπολη ως γραμματέα του Οικουμενικού Πατριάρχη Σωφρονίου Β΄ (1775-1780), ο οποίος μάλιστα τον τίμησε με το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη.
Το 1796 ο Άνθιμος Γαζής είναι ήδη εγκατεστημένος στη Βιέννη και υπηρετεί ως προϊστάμενος του ναού του Αγίου Γεωργίου στην αυστριακή πρωτεύουσα. Το 1815 παραιτήθηκε από τη θέση του και δυο χρόνια αργότερα, το 1817, επέστρεψε στην σκλαβωμένη πατρίδα του για να διδάξει στις Μηλιές και να αφυπνίσει την εθνική συνείδηση των σκλαβωμένων Ελλήνων.
Πρωταγωνίστησε στον ξεσηκωμό της Θεσσαλίας, κατά την Επανάσταση του 1821, και ήταν αυτός που στις 7 Μαΐου σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης της Θεσσαλομαγνησίας στο νάρθηκα του ναού των Ταξιαρχών στις Μηλιές. Μετά την αποτυχία της Επανάστασης στο Πήλιο κατέφυγε στην Πελοπόννησο διαδραματίζοντας ενεργό ρόλο στα γεγονότα του Αγώνα. Τέλη του 1824 φεύγει από το Ναύπλιο για την Τήνο και αναλαμβάνει τη σχολαρχία του νέου Ελληνικού Σχολείου. Στην Τήνο παρέμεινε τρία χρόνια. Το 1827 θα αναχωρήσει για τη Σύρο με κλονισμένη πλέον την υγεία του και την επόμενη χρονιά (10 Δεκεμβρίου 1828) θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Θάφτηκε «τιμής ένεκεν» στο νάρθηκα του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Ερμούπολη.
Ευρισκόμενος στην Τήνο ο Άνθιμος Γαζής υπέκυψε στις παρακλήσεις των Τηνίων να αναλάβει τη διεύθυνση του νέου σχολείου. Ο ίδιος κατάρτισε και το πρόγραμμα των μαθήματων που θα διδάσκονταν, όπως αυτό διασώζεται στον «Φίλο του Νόμου», τη μακροβιότερη εφημερίδα κατά την περίοδο της Επανάστασης (1824-1827) και ταυτόχρονα επίσημο δημοσιογραφικό όργανο της Ελληνικής Διοίκησης, όταν προανήγγειλε την έναρξη λειτουργίας του Σχολείου: «Η Ελληνική γλώσσα, η Ιερά και Κοσμική Ιστορία, η Μαθηματική και Πολιτική Γεωγραφία, η Ηθική Φιλοσοφία, η Φυσική Ιστορία, η Οικονομική και η Γαλλική γλώσσα- η έναρξις των μαθημάτων γενήσεται μετά την εβδομάδα της διακαινησίμου.»
Τη μέρα των εγκαινίων του σχολείου ο Γαζής εκφωνεί λόγο στον οποίο αποπειράται μια γενική επισκόπηση της κατάστασης της παιδείας στον ελληνικό χώρο και της πνευματικής αναγέννησης του υπόδουλου Γένους που επιτελείται στην εποχή του. Τον λόγο του διέσωσε και δημοσίευσε ο Αναστάσιος Γούδας (Βίοι Παράλληλοι, σσ. 370-376). Αξίζει να δούμε τα βασικά σημεία του λόγου μέσω των οποίων αναδεικνύεται αφενός η προσωπικότητα του σχολάρχη του Ελληνικού Σχολείου της Τήνου και αφετέρου οι επιρροές που δέχθηκε από το πνεύμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Ο λόγος του ξεκινά, κατά τη συνήθεια των εκκλησιαστικών ρητόρων, με ένα χωρίο της Αγίας Γραφής: «Αποθώμεθα τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός, ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 13, 12), η χρήση του οποίου ταιριάζει άμεσα με την περίσταση: ας αφήσουμε τα έργα της αμάθειας και ας ενδυθούμε τα όπλα της φιλοσοφίας και της μαθήσεως. Η χαρά του για την ίδρυση ενός ακόμη πνευματικού ιδρύματος μεγεθύνεται από το γεγονός ότι τα εγκαίνια τελούνται την ημέρα της εορτής της Αναστάσεως, ημέρα που καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε ταυτιστεί με την πολυπόθητη Ανάσταση του ΄Εθνους.
Αισθάνεται επίσης πασιχαρής, καθώς διαπιστώνει την ολοπρόθυμη συμμετοχή των Ελλήνων στον Αγώνα και την πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας· άλλοι προσφέρουν με την ενεργή συμμετοχή τους στον ένοπλο αγώνα βαστώντας τα όπλα τους και καταδιώκοντας τους κατακτητές· άλλοι επανδρώνουν τα πολεμικά πλοία και μάχονται να κατακαύσουν τον εχθρικό στόλο· και τέλος κάποιοι άλλοι που δεν μπορούν να κρατήσουν όπλα, προσφέρουν κι αυτοί αγωνιζόμενοι με ζήλο και με μεγάλες χρηματικές δωρεές να πλάσουν καλούς πολίτες και να δημιουργήσουν γενναίους πατριώτες «διά της κατακοσμήσεως των ηθών της νεολαίας» (Βίοι Παράλληλοι, σ. 370). Και το πετυχαίνουν αυτό ανεγείροντας σχολεία, δημιουργώντας βιβλιοθήκες, προσκαλώντας δασκάλους και ξοδεύοντας γενικότερα τεράστια ποσά για τη μόρφωση των Ελληνοπαίδων. Γνωρίζει πολύ καλά αυτή η τελευταία κατηγορία των Ελλήνων ότι τα σχολεία είναι «η πηγή όλων των καλών της πολιτικής κοινωνίας, η πηγή του πατριωτισμού και της αρετής, η πηγή της αληθινής ελευθερίας και ευδαιμονίας, και η πηγή των τεχνών και των επιστημών· και εξ εναντίας η έλλειψις τούτων είναι η πηγή πάσης κακίας και βαρβαρότητος» (Βίοι Παράλληλοι, σ. 371).
Για να τεκμηριώσει αυτή τη θέση-θέση η οποία δικαιολογεί και τον χαρακτηρισμό του ως σημαντικού εκπροσώπου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού-επικαλείται τη βοήθεια της Ιστορίας. Οι αρχαίοι Έλληνες, «οι προπάτορες μας […], οι πρώτοι διδάσκαλοι του πολιτισμού και του ανθρωπισμού» όπως τους αποκαλεί, ήταν οι πρώτοι που διαπίστωσαν ότι χωρίς παιδεία ήταν αδύνατη η συγκρότηση πολιτικού και κοινωνικού βίου. Γι’ αυτό με επισκέψεις και ταξίδια στην Ανατολή, όπου οι εκεί λαοί (Χαλδαίοι, Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι) είχαν αναπτύξει αξιόλογο πολιτισμό, συνέλεξαν όλα τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία «διά να ημερώσωσι τα ήθη των ομογενών των και να τους καθυποβάλωσιν εις τους νόμους της πολιτικής κοινωνίας» (Βίοι Παράλληλοι, σ. 371). Έτσι κατάφεραν να δημιουργήσουν το θαύμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να εμφανιστούν στη συνέχεια οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές, οι μεγάλοι φιλόσοφοι, οι περίφημοι αρχιτέκτονες και πολλοί άλλοι «των οποίων τας αρετάς και τα κατορθώματα θαυμάζει όλος ο πολιτισμένος κόσμος μέχρι της σήμερον» (Βίοι Παράλληλοι, σ. 371).
Η ανοδική πνευματική πορεία του Ελληνισμού συνεχίστηκε και μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Οι Έλληνες πρώτοι δέχθηκαν το κήρυγμα του Ευαγγελίου και ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό και μέσω της φιλοσοφίας η οποία ανθούσε στις ονομαστές σχολές της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Αθήνας, ήρθαν σε επαφή με την ουράνιο σοφία και ανέδειξαν τους μεγάλους Πατέρες του 4ου αι. (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Ιωάννης Χρυσόστομος), οι οποίοι με τα θεόπνευστα συγγράματά τους και τις σοφές τους διδασκαλίες φώτισαν όλη την οικουμένη, στηρίζοντας την ορθόδοξη πίστη και κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη. Έτσι στην Ελλάδα αυτή τη λαμπρή εποχή, κατά την οποία ήκμαζαν τα σχολεία και τα πνευματικά καθιδρύματα, «έλαμπεν η αρετή, έλαμπεν η ανδρεία, έλαμπαν τα καλά ήθη, έλαμπεν η ευσέβεια και διεφλογίζετο και η προς τον Θεόν και η προς τον πλησίον αγάπη, και η Ελλάς δεν ήτον άλλον, παρά ένας ήλιος μεταξύ των άλλων εθνών, η οποία έσυρε προς εαυτήν όλον τον θαυμασμόν του κόσμου» (Βίοι Παράλληλοι, σ. 372). Το θαύμα όμως αυτό δεν θα κρατούσε για πολύ.
(συνεχίζεται)
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.