Η Κωπαΐδα και τα μεγάλα τεχνικά έργα κατά την αρχαιότητα

Η Κωπαΐδα και τα μεγάλα τεχνικά έργα κατά την αρχαιότητα

Κιβωτός πολιτισμών ήταν κατά την προϊστορία η περιοχή της Κωπαΐδας και του Ορχομενού, σύμφωνα με τα ευρήματα των αρχαιολόγων. Η λίμνη πότε βοηθούσε να αναπτυχθούν στις όχθες της οικισμοί και πότε δημιουργούσε προβλήματα, οπότε από τη μακρινή αρχαιότητα οι άνθρωποι έκαναν προσπάθειες να την αποξηράνουν. Τόπος ευνοημένος από τη γεωγραφία και την ιστορία, έχει επηρεαστεί από την ύπαρξη της λίμνης, την οποία οι αρχαίοι συγγραφείς ονομάζουν λίμνη Ορχομενού, Κηφισσίδα ή Κηφισσό και, τέλος, Κωπαΐδα. Ηχόεσσα σαν θάλασσα με βραχώδεις και απόκρημνους κόλπους, τη χαρακτηρίζει γλαφυρά, κυβερνητικός απεσταλμένος που ταξίδεψε εκεί στα μέσα του 19ου αιώνα, προκειμένου να επιβλέψει εργασίες καθαρισμού των καταβοθρών. 

Η δρ Ελενα Κουντούρη, διευθύντρια Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια με τον Ορχομενό. Τελευταία, ολοκλήρωσε το διετές ερευνητικό πρόγραμμα «The Mycenaean Northeastern Kopais - MYNEKO» (2016-2017) αντλώντας νέα στοιχεία.

Στη συλλογική μνήμη των αρχαίων ο Ορχομενός διαθέτει παροιμιώδη πλούτο, που είχε συνδεθεί με την καλλιέργεια και εκμετάλλευση της αποστραγγισμένης λίμνης Κωπαΐδας. Το επίτευγμα της αποξήρανσης της λίμνης, το οποίο απηχείται σε μύθους και παραδόσεις που επιβίωσαν έως τους ιστορικούς χρόνους ως ένα από τα πιο εντυπωσιακά και μεγαλόπνοα έργα της ελληνικής προϊστορίας, είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, ήδη από τον 19ο αιώνα. Αφετηρία αποτέλεσαν οι συζητήσεις για την αποστράγγιση της λίμνης από την περίοδο της Αντιβασιλείας του Οθωνα, ενώ ακολούθησαν Γάλλοι, Βρετανοί και Γερμανοί αρχαιολόγοι και μηχανικοί όπως οι Καμπάνης, Curtius, Philippson, Kenney S. Lauffer, Jost Knauss, οι οποίοι επιδόθηκαν σε συστηματική καταγραφή των επιφανειακών καταλοίπων των αποστραγγιστικών έργων και κατέδειξαν τη σημασία τους. 

Οι Μινύες

«Ωστόσο», επισημαίνει η κα Κουντούρη, «η έλλειψη μέχρι πρότινος στρωματογραφημένης αρχαιολογικής έρευνας είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει τεκμηριωμένη χρονολόγηση και σαφής αρχαιολογική ερμηνεία των μυκηναϊκών έργων στο πλαίσιο της πολιτικής γεωγραφίας της βόρειας Βοιωτίας. Επιπλέον, διαφοροποιημένα χρονολογικά και τεχνικά αρχαία έργα αποδίδονταν συλλήβδην στους μυθικούς κατοίκους του Ορχομενού Μινύες, εδραιώνοντας απόψεις, οι οποίες επαναλαμβάνονταν στη βιβλιογραφία, συχνά καλυμμένες από την αχλή του μύθου και των δοξασιών.

Μεταξύ των ετών 2011 και 2014 διενεργήθηκε συστηματικό διεπιστημονικό πρόγραμμα επαναπροσέγγισης του μυκηναϊκού αποστραγγιστικού έργου της βόρειας Κωπαΐδας, που αποσκοπούσε στο να συμπληρώσει τα ήδη συναχθέντα πορίσματα με νέα δεδομένα, εστιάζοντας κυρίως στη στρωματογραφική έρευνα. Με αφετηρία τη θέση Αντερας, περίπου στο μέσον του βόρειου κωπαϊδικού πεδίου, η πορεία του μυκηναϊκού αποστραγγιστικού έργου ερευνήθηκε εντατικά και τεκμηριώθηκε ψηφιακά, ενώ διενεργήθηκαν 8 στρωματογραφικές τομές.

Τα δεδομένα συσχετίστηκαν με τα αποτελέσματα σωστικής ανασκαφικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε το 2001 με αφορμή τις εργασίες διαπλάτυνσης της επαρχιακής οδού Ορχομενού - Κάστρου, στη θέση Στροβίκι, στις βόρειες παρυφές της λίμνης, και είχε φέρει στο φως κατάλοιπα των μυκηναϊκών έργων». 

Η διαδρομή του μυκηναϊκού αναχώματος εντοπίστηκε και αποτυπώθηκε. Ουσιαστικά λειτουργούσε σαν φράγμα ανάσχεσης και συγκράτησης των νερών, στο υψηλότερο χείλος της λεκάνης, αφήνοντας στην άλλη πλευρά του εδάφη στεγνά για γεωργική εκμετάλλευση. Επίσης, εντοπίστηκε ανάχωμα, που πρέπει να κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια άνυδρων μηνών, όταν η στάθμη της λίμνης ήταν χαμηλή, ή κατά τη διάρκεια μεγάλης περιόδου ξηρασίας. «Είναι λογικό να υποτεθεί η παράλληλη εργασία πολλών συνεργείων σε διακριτά τμήματα, πάγια τακτική για έργα μεγάλης κλίμακας της αρχαιότητας», λέει η αρχαιολόγος. 

Ανασκαφές σε δυο θέσεις

Οι ανασκαφικές έρευνες που διεξήχθησαν στις νησίδες Αγιος Ιωάννης και Πύργος-Αγία Μαρίνα στον βορειοανατολικό μυχό της λίμνης, ήρθαν να συμπληρώσουν περαιτέρω την εικόνα της περιοχής κατά την αρχαιότητα. Οι δύο θέσεις αποτελούν χαμηλά βραχώδη εξάρματα που εν είδει γλωσσοειδών χερσονήσων εισχωρούν στη λίμνη. Επελέγησαν για ανασκαφική έρευνα επειδή υπήρχαν άφθονες επιφανειακές κεραμικές ενδείξεις Μεσοελλαδικής και Υστεροελλαδικής Εποχής, αλλά και λόγω εγγύτητας με τις μεγάλες καταβόθρες του βορειοανατολικού μυχού, μέσω των οποίων ελεγχόταν η ποτάμια τροφοδοσία της λίμνης. Επομένως, οι οικισμοί θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί για τη λειτουργία του μυκηναϊκού αποστραγγιστικού συστήματος. 

Τα έως σήμερα αποτελέσματα υπήρξαν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Στις δύο θέσεις εντοπίστηκαν τμήματα οχύρωσης, κατάλοιπα οικιών με λίθινα τοιχόβαθρα και ανωδομή από πλίθρες, καθώς και ταφές κάτω από τα δάπεδά τους, ενδεχομένως παιδικές, που εμπλουτίζουν τα υπάρχοντα στοιχεία σχετικά με τη συνύπαρξη ζώντων και νεκρών σε μεσοελλαδικές οικιστικές θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας. Καθώς το έδαφος είναι εξαιρετικά βραχώδες για εκμετάλλευση, δεν αποκλείεται οι κάτοικοί τους να είχαν επιτύχει τη δημιουργία καλλιεργήσιμου χώρου στις παρυφές της λίμνης, υπόθεση που, αν επιβεβαιωθεί, ενισχύει την άποψη ορισμένων ερευνητών για το μεσοελλαδικό υπόβαθρο των αποστραγγιστικών έργων.

Στην ακρόπολη του Αγίου Ιωάννη η κυκλώπεια οχύρωση, ανιχνεύσιμη σε μήκος 560 μέτρων, περιβάλλει το πλάτωμα της κορυφής, ακολουθώντας τη γραμμή του φρυδιού του βράχου. Τα οικοδομικά κατάλοιπα που εντοπίστηκαν στον λόφο, σε συνδυασμό με την αποτελούμενη κυρίως από χονδροειδή και ημιχονδροειδή μαγειρικά σκεύη κεραμική επιτρέπουν τη χρονολογική αναγωγή της παλαιότερης, προς το παρόν, οικοδομικής φάσης κατοίκησης στη θέση αυτή γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα π.Χ. 

Σκελετός ιπποειδούς

Σημαντικό εύρημα, σύμφωνα με την ανασκαφέα, και εξαιρετικά σπάνιο για εκείνους τους χρόνους, είναι το τμήμα σκελετού ζώου «τοποθετημένου προσεκτικά κατά χώραν σε πτυχή του ημιβραχώδους εδάφους κάτω από τον μυκηναϊκό ορίζοντα και εντός μεσοελλαδικού στρώματος. Η εξέταση των καταλοίπων του από τον αρχαιοζωολόγο Αγγελο Χατζηκουμή έδειξε ότι πρόκειται για, πιθανότατα θηλυκό, ιπποειδές, με τα κυριότερα παράλληλα παραδείγματα να συνοδεύουν σημαντικές ταφές σε θολωτούς τάφους των μυκηναϊκών χρόνων. Αφενός η παρουσία του πολύτιμου είδους στη μεσοελλαδική ακρόπολη του Αγίου Ιωάννη, μοναδικού σήμερα γνωστού παραδείγματος στη Βοιωτία, και αφετέρου η μεταθανάτια διαχείρισή του προσφέρουν δεδομένα για την κοινωνική θέση και το κύρος του ιδιοκτήτη του». 

Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, καθώς έφεραν στο φως νέα δεδομένα για το μεσοελλαδικό και πρώιμο μυκηναϊκό υπόβαθρο των οικισμών που αναπτύχθηκαν στο βόρειο περιθώριο της λίμνης. Επιπλέον, η διαπίστωση, με στρωματογραφικά δεδομένα, ότι τα οχυρωμένα πολίσματα στους λόφους Αγίου Ιωάννη και Αγίας Μαρίνας εμφανίζουν φάση οχύρωσης, επανακατοίκησης και εγκατάλειψης χρονολογικά ανάλογη με την ακρόπολη στο Γλα, δηλαδή γύρω στα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ., ρίχνει νερό στον μύλο της προβληματικής των κοινωνικο-πολιτικών ιεραρχικών σχέσεων του μυκηναϊκού βορειοανατολικού κωπαΐδικού πεδίου, καθώς και του διπόλου Ορχομενός - Γλας. 

Τέλος, ενισχύει την άποψη της διευθύνουσας την έρευνα ότι γύρω στα 1250 π.Χ. ένα οικοδομικό πρόγραμμα, γιγαντιαίας κλίμακας, έλαβε χώρα στη βόρεια Κωπαΐδα, με πρωτοβουλία του ανακτορικού κέντρου του Ορχομενού. 

Ο Ορχομενός, μια ηπειρωτική και κατ'' εξοχήν παραλίμνια δύναμη, αναμφίβολα διαδραματίζει από νωρίς προεξάρχοντα ρόλο στην περιοχή, υπήρξε στραμμένος περισσότερο προς την Κεντρική Ελλάδα, επενδύοντας όχι τόσο στις υπερπόντιες σχέσεις, όπως η Θήβα, αλλά στο να δαμάσει το μοναδικό φυσικό πόρο που είχε δίπλα του, υπέρ του στόχου της αυτάρκειας σε σιτηρά και άλλες προσόδους. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, κατασκευάστηκε εκτεταμένο τεχνικό έργο αποστράγγισης του βόρειου τμήματος της λίμνης, ιδρύθηκε η ακρόπολη του Γλα σε καίριο σημείο, ώστε να επιτρέπει τον έλεγχο των αποστραγγιστικών έργων της λίμνης, ενώ επανιδρύθηκε σειρά εγκαταστάσεων στις παρυφές της. 

Η συστηματική ανασκαφική έρευνα στις νησίδες Αγιος Ιωάννης και Πύργος - Αγία Μαρίνα στον βορειοανατολικό μυχό της λίμνης στη βόρεια Κωπαΐδα πραγματοποιήθηκε υπό τη διεύθυνση της δρος Κουντούρη, με τη στενή συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας και του καθηγητή Μichael F. Lane από το Πανεπιστήμιο Maryland Baltimore County (UMBC). Η επίκουρος καθηγήτρια Επιστήμης και Τεχνολογίας στο Eρευνητικό Κέντρο Επιστήμης και Τεχνολογίας στην Αρχαιολογία (EKETA) του Ινστιτούτου Κύπρου, Εύη Μαργαρίτη, έχει αναλάβει τη μελέτη των φυτικών καταλοίπων, προκειμένου να υπάρξει ανασύνθεση του παλαιοπεριβάλλοντος και των αγροτικών πρακτικών της περιοχής. 

Το πρόγραμμα υλοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Αιγαιακής Προϊστορίας (INSTAP), του Ιδρύματος Ψύχα και της εταιρείας Λάβα Α.Ε., ενώ ο Δήμος Ορχομενού και η Τοπική Κοινότητα Ακραιφνίου υποστήριξαν θερμά την έρευνα.

Αγγελική Κώττη