ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Γιατί οι νέοι σήμερα χτυπούν πιο εύκολα την πόρτα του ψυχολόγου

Έφηβοι και νεαρής ηλικίας συμπολίτες μας καθώς και ειδικοί ψυχολόγοι μοιράζονται μαζί τις απόψεις τους για το φαινόμενο

 24/09/2019 07:00

Γιατί οι νέοι σήμερα χτυπούν πιο εύκολα την πόρτα του ψυχολόγου

Της Βαλάντου Γιαννακούδη

Όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι σήμερα αποφασίζουν να απευθυνθούν σε έναν ψυχολόγο ή ψυχοθεραπευτή, νιώθοντας πως περνούν μία δύσκολη και μεταβατική περίοδο στη ζωή τους, αντιμέτωποι με πολλές αλλαγές στην ταυτότητά τους. Τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτό το φαινόμενο, καθώς σύμφωνα με τη Μαριάννα Καλογεροπούλου, ψυχολόγο του τμήματος κοινωνικής πολιτικής και ισότητας των φύλων της διεύθυνσης κοινωνικής προστασίας και δημόσιας υγείας του δήμου Θεσσαλονίκης, το 40% του πληθυσμού που απευθύνεται σε αυτούς είναι άτομα της ηλικίας 18-30 ετών.

Δυσκολίες της καθημερινότητας, στις οποίες καλούνται να αντεπεξέλθουν, και όψεις της συμπεριφοράς τους, που δεν μπορούν να εξηγήσουν πολλές φορές, είναι συνήθως οι λόγοι που τους ωθούν στην «αγκαλιά» ενός ειδήμονα. Όπως μας εξηγεί η ψυχολόγος στο κέντρο Νεότητας του δήμου Θέρμης, Βασιλεία Συμεωνίδου, διαφορετικά είναι πλέον τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι νεότερες ηλικίες, καινούργια προβλήματα ανακύπτουν στα μέσα της δεκαετίας και άλλα θέματα έχουν να διαχειριστούν αυτοί που πλησιάζουν τα 30.

Πιο αναλυτικά, σε μία άτυπη κατηγορία θα μπορούσαν τα μπουν τα άτομα που μόλις έχουν τελειώσει το σχολείο και ετοιμάζονται να περάσουν στο επόμενο στάδιο του πανεπιστημίου ή της εργασίας. Στην ουσία είναι αντιμέτωποι με την πρώτη κρίσιμη καμπή της ζωής τους, στην οποία καλούνται να λάβουν καίριες αποφάσεις για το μέλλον τους. Τότε παρατηρείται μία εσωτερική αναζήτηση, ένα στρες, συνδυαστικά πάντα με τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Μάγδας, η οποία όταν ήταν 20 ετών πέρασε μια δύσκολη εφηβεία με συχνά ξεσπάσματα θυμού και νεύρων, που την οδήγησαν μέχρι την πόρτα του ψυχιάτρου, προκειμένου, όπως μας αποκάλυψε, να σταματήσουν οι καβγάδες στο σπίτι.

Η δεύτερη ομάδα είναι άτομα περίπου 25 ετών, που πλησιάζουν στο τέλος των σπουδών τους και έρχονται αντιμέτωποι με ένα νέο σταυροδρόμι, αυτό της αναζήτησης εργασίας. Πρόκειται ουσιαστικά, σύμφωνα με την κ. Συμεωνίδου, «για την εισαγωγή στην ενήλικη ζωή, όπου ο απογαλακτισμός από την οικονομική στήριξη των γονέων αναδεικνύεται σε μία δύσκολη διαδικασία λόγω συνθηκών». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη ηλιακή περίοδο παρουσιάζει η ιστορία του Χρήστου, ο οποίος ξεκίνησε να παρακολουθεί συνεδρίες στα 24 του χρόνια λόγω έντονου άγχους αναφορικά με το επαγγελματικό του μέλλον. Ειδικότερα, εκδήλωνε κακή ψυχολογική κατάσταση και απουσία διάθεσης εξόδου και συναναστροφής με κόσμο. «Βρισκόμουν σε ένα μεταβατικό στάδιο, όπου μόλις είχα τελειώσει τη σχολή και την πρακτική μου, όμως το αντικείμενο στο οποίο απασχολήθηκα μετά δεν μου άρεσε και βίωνα έντονο άγχος για το μέλλον» δηλώνει στη «ΜτΚ».

Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, προσθέτει η ψυχολόγος, εμφανίζεται το εξής παράδοξο φαινόμενο της επιστροφής των νέων στην πατρική στέγη, καθώς αδυνατούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά στις απαιτήσεις της καθημερινότητας. Αυτή η επιστροφή σηματοδοτείται με ψέματα και κρίσεις στην οικογένεια και στο άτομο. Ακολούθως, άλλη μία κρίση που βιώνουν τα νεαρά άτομα παρατηρείται λίγα χρόνια αργότερα, κοντά στην ηλικία των 30 ετών. Τότε είναι που τα άτομα έρχονται αντιμέτωπα με την κοινή αντίληψη ότι η συγκεκριμένη ηλικία αποτελεί βασική καμπή της ζωής τους, που συνήθως χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία οικογένειας ή από μία σταθερή ανοδική επαγγελματική πορεία. Όπως εξηγεί η κ. Συμεωνίδου, «την πίεση πολλές φορές την ασκεί η ίδια η κοινωνία, περιμένοντας το επόμενο στάδιο στη ζωή του ατόμου. Επιπροσθέτως, έτσι όπως είναι τα δεδομένα στη σύγχρονη εποχή, με την υπερεπένδυση που γίνεται στην απόκτηση προσόντων, έχουν ουσιαστικά μετατεθεί τα όρια της εφηβείας, με αποτέλεσμα οι νέοι να μην έχουν κατορθώσει να φτάσουν τους επιδιωκόμενους στόχους στα 30».

Οι αιτίες

Οι λόγοι που μπορούν να αποτελέσουν εναρκτήριο λάκτισμα των συνεδριάσεων με ειδικό είναι αρκετοί και διαφέρουν ανά περίπτωση. Ωστόσο, σύμφωνα με την Άλτα Πανέρα, ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια στο Κέντρο Συμβουλευτικής Ψυχολογικής Υποστήριξης του ΑΠΘ, πάνω από το 50% των νέων που απευθύνονται εκεί βιώνουν αγχώδεις ενοχλήσεις.

Η κρίσιμη ηλικία μετά την εφηβεία έως και τα πρώτα -άντα συμβαδίζει με πολλές ψυχολογικές μεταβάσεις, σύνθετες αποφάσεις που καλείται να πάρει ένας νέος άνθρωπος, γνωρίζοντας ότι θα καθορίσουν το μέλλον του. «Πάνω σε αυτήν την πολλαπλότητα των επιλογών και την πολυπλοκότητα της ψυχοσύνθεσής του δεν είναι και έκπληξη να προκύψει μία αγχώδης διαταραχή ως μία έκφραση της εσωτερικής πίεσης που βιώνει και των δυσκολιών που καλείται να αντιμετωπίσει» υπογραμμίζει η κ. Πανέρα. Στην ουσία, οι αγχώδεις διαταραχές εκδηλώνονται σε ένα μεγάλο φάσμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από την αίσθηση φόβου και ανησυχίας σε συνθήκες οι οποίες αντικειμενικά δεν ενέχουν κίνδυνο. Σε τέτοιες περιπτώσεις πιθανή αναδεικνύεται η εκδήλωση σωματικών ενοχλήσεων στο άτομο, όπως ταχυκαρδία, αίσθηση δύσπνοιας, εφίδρωση, τρέμουλο, τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να επιδεινώσουν το φόβο ότι κάτι κακό συμβαίνει και οργανικά. Κορύφωση όλων αυτών των συμπτωμάτων αποτελούν οι κρίσεις πανικού, που στην ουσία είναι ένας συνδυασμός των παραπάνω.

Το στρες, όπως λένε οι ειδικοί, είναι η «αρρώστια της εποχής». Πρόκειται για την απειλή που νιώθει το άτομο ότι δεν θα τα καταφέρει, ότι κάτι θα του συμβεί στον επαγγελματικό ή στον οικονομικό τομέα σε σχέση με την αυτονόμησή του. Αυτά είναι πράγματα που ούτως ή άλλως τα βιώνει κάποιος σε φάσεις που είναι σταυροδρόμια στη ζωή του. Μπορεί όμως να αποτελέσουν και ευκαιρίες για να εξελιχθεί το άτομο και να πάει ένα βήμα μπροστά, σίγουρα όμως εμπεριέχουν και έναν παράγοντα απειλής, το άγνωστο. Ο τρόπος ζωής, η μετεξέλιξη των αξιών και η εμμονή στον οικονομικό παράγοντα έχουν επηρεάσει καθοριστικά την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου. «Τα πράγματα έχουν να κάνουν με την επίδοση, την επιτυχία, το πόσοι καλοί είμαστε, το πώς φαινόμαστε στους άλλους. Οι κρίσεις πανικού πολλές φορές είναι ένα μήνυμα από το σώμα μας ότι κάτι δεν πάει καλά, έχουμε πάρει έναν λάθος δρόμο. Είναι ένα ζήτημα το οποίο πλέον αγγίζει τις νεαρές ηλικίες και έχει να κάνει με τις πανελλήνιες, τα φροντιστήρια, τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά διαμορφώνουν μια εικόνα για τον εαυτό τους, το πανεπιστήμιο κ.ά.», υπογραμμίζει η κ. Συμεωνίδου.

Ερωτική απογοήτευση

Πέρα από τις αγχώδεις διαταραχές, και οι δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις ωθούν πολλές φορές τους νέους στο γραφείο του ψυχολόγου. Σε αυτήν την ηλικία οι ερωτικές σχέσεις βρίσκονται συνήθως στο προσκήνιο, είτε ξεκινούν είτε γίνονται πιο ουσιαστικές και αυτό αποτελεί αναμφίβολα μία μεγάλη πρόκληση για τους νέους. Όπως μας εμπιστεύτηκε η 24χρονη Όλγα, αφορμή για να αναζητήσει ψυχολογική στήριξη υπήρξε ένας χωρισμός πριν από 1,5 χρόνο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζε την έκαναν να αντιληφθεί ότι χρειάζεται βοήθεια από ειδικό, για να ανταποκριθεί στις περιστάσεις. Πέραν της Όλγας και η Μάρθα 21 ετών είχε έρθει αντιμέτωπη με έναν χωρισμό. Όπως αναφέρει, «περνούσα μία πολύ στρεσογόνα κατάσταση ενός μήνα με κρίσεις άγχους και αποφάσισα ότι, για να σταματήσει αυτό, έπρεπε να ζητήσω βοήθεια. Μετέπειτα κατάλαβα ότι ήταν πολλά ζητήματα μαζί, που δεν είχα λύσει από το παρελθόν και ο χωρισμός υπήρξε απλά το κερασάκι στην τούρτα».

Τι αναζητούν από τον ψυχολόγο

«Ήθελα να βελτιώσω κάποια κομμάτια του εαυτού μου που δεν μου άρεσαν και αποφάσισα ότι αυτή η ηλικία είναι η κατάλληλη να ασχοληθώ σοβαρά», μας λέει η Ελισάβετ, 24 ετών, που ξεκίνησε πριν από ένα τρίμηνο τις συνεδρίες.

Τη δική της οπτική με άκρως γλαφυρό τρόπο μας δίνει η Μάγδα, η οποία εξηγεί πως «όταν κάνεις ψυχανάλυση, το πιο σημαντικό που νιώθεις είναι η ελευθερία να πεις τα πάντα, όσα δεν είχες ξεστομίσει μέχρι εκείνη τη μέρα. Υπήρχαν σκέψεις στο μυαλό μου που τις έλεγα δυνατά και εκεί αυτομάτως συνειδητοποιούσα και το πρόβλημα. Ύστερα ξεκινούσε ένα ταξίδι με τον εαυτό σου, δηλαδή η ψυχανάλυση δεν σταματούσε στο γραφείο του ψυχολόγου αλλά συνεχιζόταν όλη τη μέρα καθώς σε έβαζε σε μια διαδικασία σκέψης, επεξεργασίας και ερμηνείας, προκειμένου να βρεις απαντήσεις σε κάποιες συμπεριφορές σου, που μέχρι τότε σου φαίνονταν ανεξήγητες». Γενικά, σύμφωνα με την ίδια, «η ψυχοθεραπεία αποτελεί μια δύσκολη διαδικασία, καθώς το άτομο θα έρθει αντιμέτωπο με τον εαυτό του, την κακή του πλευρά, την ευαίσθητη, την ανασφαλή και με προβλήματα που δεν είχε αντιμετωπίσει πλήρως στο παρελθόν και θα τα φέρει στην επιφάνεια. Απαιτεί ψυχική δύναμη, θάρρος και θέληση για να μπορέσει το άτομο να αλλάξει και να εξελιχτεί, ενώ αποκαλύπτει πως έχει νιώσει, σε πρώτη φάση, ότι αυτή η διαδικασία της κάνει κακό».

Η Όλγα, με τη σειρά της, υποστηρίζει και η ίδια πως αυτή η διαδικασία προκαλεί πολλά έντονα συναισθήματα, «γιατί φέρνεις στη μνήμη σου γεγονότα, μπορεί όντως να σε σοκάρει μία πλευρά του εαυτού σου, απλά από τη στιγμή που το κάνεις συνειδητά όλο αυτό, γνωρίζεις ότι δεν θα είναι τα πάντα ιδανικά, διότι πας εκεί, για να κάνεις δουλειά με τον εαυτό σου.

Από τη δική της μεριά, η κ. Συμεωνίδου εξηγεί πως «οι περισσότεροι που έρχονται στον ψυχολόγο είναι για να νιώσουν καλύτερα και να επιλύσουν το πρόβλημά τους. Εμείς αυτό που κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να τους βοηθήσουμε να δουν τα πράγματα με άλλη οπτική, να κατανοήσουν τις δυνατότητες και τις ελλείψεις τους πιο ρεαλιστικά και να νιώσουν δυνατοί να προχωρήσουν ως σύνολο, αποδεχόμενοι τον εαυτό τους, πιστεύοντας σ’ αυτόν και ίσως να αποτινάξουν κάποια στερεότυπα, που ενδεχομένως δεν τους αφήνουν να εξελιχθούν όπως θα ήθελαν».

Είναι ταμπού;

Αν και ο ψυχολόγος έχει πάψει να αποτελεί ταμπού για την πλειοψηφία, καθώς όλο και περισσότεροι όχι μόνο κάνουν συνεδρίες αλλά κυρίως μιλάνε πλέον ανοιχτά γι’ αυτό, ωστόσο τα στερεότυπα δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως. Όπως εκμυστηρεύτηκε στη «ΜτΚ» η Όλγα, «πολλοί νομίζουν ότι είσαι τρελή. Σε κοιτάνε κάπως, μόλις το μάθουν» και συμπληρώνει ότι δεν επιλέγει να το λέει σε όλους, παρόλο που νιώθει περήφανη γι’ αυτήν της την απόφαση. Έτυχε να το μάθει κάποιος και να αντιδράσει, λέγοντάς μου, «είσαι μικρό κορίτσι, τι δουλειά έχεις, γιατί να πας σε ψυχολόγο;». Θεωρούν ότι για να πας πρέπει να έχεις κάποιο «πολύ σοβαρό πρόβλημα» τονίζει, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά της γύρω από αυτήν τη στάση. Περίεργες αντιδράσεις είχε συναντήσει και η Μάγδα όταν οικείο της πρόσωπο είχε απορήσει με αυτήν της την απόφαση, ρωτώντας την χαρακτηριστικά «μα γιατί δεν τα λες σε εμένα και πας εκεί;».

Ο 26χρονος Χρήστος, από τη μεριά του, αναφέρει πως υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι ήταν πιο κοντά στην εκκλησία και του πρότειναν να απευθυνθεί σε έναν πνευματικό αντί για ψυχολόγο, ενώ η Ελισάβετ υποστηρίζει ότι υπάρχει ακόμη το ταμπού με τον ψυχολόγο και κατανοεί ότι πρόκειται για μία δύσκολη απόφαση. «Στις αρχές δεν μου ήταν εύκολο να πω στους οικείους μου ότι λαμβάνω ψυχολογική υποστήριξη από ειδικό. Η ερώτηση που μου έκανε συνήθως κάποιος όταν του το έλεγα ήταν «γιατί, έγινε κάτι και θέλεις να πας;». Αδυνατούσαν να καταλάβουν πως δεν υπάρχει κάποια αφορμή απαραίτητα, απλά θέλω να βάλω κάτω κάποια πράγματα που με προβληματίζουν και να τα λύσω. Σήμερα πλέον νιώθω άνετα να μιλήσω γι’ αυτό» καταλήγει η ίδια.


H επίδραση των social media

Σύμφωνα με έρευνα, η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) σχετίζεται με τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας, την κατάθλιψη, το άγχος και την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Κάποια από τα προβλήματα που μπορούν να εμφανιστούν στο άτομο μέσω της συχνής χρήσης των ΜΚΔ και να επηρεάσουν την ψυχική υγεία είναι η αρνητική επίπτωση στον ύπνο, στην αυτοεκτίμηση και η έκθεση στο διαδικτυακό εκφοβισμό.

Ο Νίκος Ξανίδης, κλινικός ψυχολόγος στην παιδοψυχιατρική μονάδα παιδιών και εφήβων στο βρετανικό Ε.Σ.Υ., υποστηρίζει πως ο λόγος που οι νέοι απασχολούνται όλο και περισσότερο στα ΜΚΔ είναι επειδή διακατέχονται από την ανάγκη τού «ανήκειν» και το φόβο της μη συμμετοχής στα κοινωνικά δρώμενα.

Επιπρόσθετα κίνητρα χρήσης των ΜΚΔ αποτελούν η ενημέρωση και η σύναψη διαπροσωπικών σχέσεων. Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες που αυξάνουν το ρίσκο προβληματικής χρήσης των ΜΚΔ αποτελούν η χαμηλή αυτοεκτίμηση, προβλήματα ψυχικής υγείας, προβλήματα στην κοινωνική επικοινωνία, ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά και η μοναχικότητα. Ακόμη, ο ίδιος προσθέτει ότι «σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες η χρήση των ΜΚΔ σχετίζεται με την εγκεφαλική περιοχή που είναι υπεύθυνη για την αίσθηση επιβράβευσης και ανταμοιβής που δυνητικά μπορεί να καταστήσει την ασχολία αυτή εθιστική μέσω της έκκρισης του νευροδιαβιβαστή της ντοπαμίνης (π.χ. θετικά σχόλια που λαμβάνουμε στα ΜΚΔ) όπως και σε άλλες εθιστικές συμπεριφορές».

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 22/9/2019.

Της Βαλάντου Γιαννακούδη

Όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι σήμερα αποφασίζουν να απευθυνθούν σε έναν ψυχολόγο ή ψυχοθεραπευτή, νιώθοντας πως περνούν μία δύσκολη και μεταβατική περίοδο στη ζωή τους, αντιμέτωποι με πολλές αλλαγές στην ταυτότητά τους. Τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτό το φαινόμενο, καθώς σύμφωνα με τη Μαριάννα Καλογεροπούλου, ψυχολόγο του τμήματος κοινωνικής πολιτικής και ισότητας των φύλων της διεύθυνσης κοινωνικής προστασίας και δημόσιας υγείας του δήμου Θεσσαλονίκης, το 40% του πληθυσμού που απευθύνεται σε αυτούς είναι άτομα της ηλικίας 18-30 ετών.

Δυσκολίες της καθημερινότητας, στις οποίες καλούνται να αντεπεξέλθουν, και όψεις της συμπεριφοράς τους, που δεν μπορούν να εξηγήσουν πολλές φορές, είναι συνήθως οι λόγοι που τους ωθούν στην «αγκαλιά» ενός ειδήμονα. Όπως μας εξηγεί η ψυχολόγος στο κέντρο Νεότητας του δήμου Θέρμης, Βασιλεία Συμεωνίδου, διαφορετικά είναι πλέον τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι νεότερες ηλικίες, καινούργια προβλήματα ανακύπτουν στα μέσα της δεκαετίας και άλλα θέματα έχουν να διαχειριστούν αυτοί που πλησιάζουν τα 30.

Πιο αναλυτικά, σε μία άτυπη κατηγορία θα μπορούσαν τα μπουν τα άτομα που μόλις έχουν τελειώσει το σχολείο και ετοιμάζονται να περάσουν στο επόμενο στάδιο του πανεπιστημίου ή της εργασίας. Στην ουσία είναι αντιμέτωποι με την πρώτη κρίσιμη καμπή της ζωής τους, στην οποία καλούνται να λάβουν καίριες αποφάσεις για το μέλλον τους. Τότε παρατηρείται μία εσωτερική αναζήτηση, ένα στρες, συνδυαστικά πάντα με τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Μάγδας, η οποία όταν ήταν 20 ετών πέρασε μια δύσκολη εφηβεία με συχνά ξεσπάσματα θυμού και νεύρων, που την οδήγησαν μέχρι την πόρτα του ψυχιάτρου, προκειμένου, όπως μας αποκάλυψε, να σταματήσουν οι καβγάδες στο σπίτι.

Η δεύτερη ομάδα είναι άτομα περίπου 25 ετών, που πλησιάζουν στο τέλος των σπουδών τους και έρχονται αντιμέτωποι με ένα νέο σταυροδρόμι, αυτό της αναζήτησης εργασίας. Πρόκειται ουσιαστικά, σύμφωνα με την κ. Συμεωνίδου, «για την εισαγωγή στην ενήλικη ζωή, όπου ο απογαλακτισμός από την οικονομική στήριξη των γονέων αναδεικνύεται σε μία δύσκολη διαδικασία λόγω συνθηκών». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη ηλιακή περίοδο παρουσιάζει η ιστορία του Χρήστου, ο οποίος ξεκίνησε να παρακολουθεί συνεδρίες στα 24 του χρόνια λόγω έντονου άγχους αναφορικά με το επαγγελματικό του μέλλον. Ειδικότερα, εκδήλωνε κακή ψυχολογική κατάσταση και απουσία διάθεσης εξόδου και συναναστροφής με κόσμο. «Βρισκόμουν σε ένα μεταβατικό στάδιο, όπου μόλις είχα τελειώσει τη σχολή και την πρακτική μου, όμως το αντικείμενο στο οποίο απασχολήθηκα μετά δεν μου άρεσε και βίωνα έντονο άγχος για το μέλλον» δηλώνει στη «ΜτΚ».

Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, προσθέτει η ψυχολόγος, εμφανίζεται το εξής παράδοξο φαινόμενο της επιστροφής των νέων στην πατρική στέγη, καθώς αδυνατούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά στις απαιτήσεις της καθημερινότητας. Αυτή η επιστροφή σηματοδοτείται με ψέματα και κρίσεις στην οικογένεια και στο άτομο. Ακολούθως, άλλη μία κρίση που βιώνουν τα νεαρά άτομα παρατηρείται λίγα χρόνια αργότερα, κοντά στην ηλικία των 30 ετών. Τότε είναι που τα άτομα έρχονται αντιμέτωπα με την κοινή αντίληψη ότι η συγκεκριμένη ηλικία αποτελεί βασική καμπή της ζωής τους, που συνήθως χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία οικογένειας ή από μία σταθερή ανοδική επαγγελματική πορεία. Όπως εξηγεί η κ. Συμεωνίδου, «την πίεση πολλές φορές την ασκεί η ίδια η κοινωνία, περιμένοντας το επόμενο στάδιο στη ζωή του ατόμου. Επιπροσθέτως, έτσι όπως είναι τα δεδομένα στη σύγχρονη εποχή, με την υπερεπένδυση που γίνεται στην απόκτηση προσόντων, έχουν ουσιαστικά μετατεθεί τα όρια της εφηβείας, με αποτέλεσμα οι νέοι να μην έχουν κατορθώσει να φτάσουν τους επιδιωκόμενους στόχους στα 30».

Οι αιτίες

Οι λόγοι που μπορούν να αποτελέσουν εναρκτήριο λάκτισμα των συνεδριάσεων με ειδικό είναι αρκετοί και διαφέρουν ανά περίπτωση. Ωστόσο, σύμφωνα με την Άλτα Πανέρα, ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια στο Κέντρο Συμβουλευτικής Ψυχολογικής Υποστήριξης του ΑΠΘ, πάνω από το 50% των νέων που απευθύνονται εκεί βιώνουν αγχώδεις ενοχλήσεις.

Η κρίσιμη ηλικία μετά την εφηβεία έως και τα πρώτα -άντα συμβαδίζει με πολλές ψυχολογικές μεταβάσεις, σύνθετες αποφάσεις που καλείται να πάρει ένας νέος άνθρωπος, γνωρίζοντας ότι θα καθορίσουν το μέλλον του. «Πάνω σε αυτήν την πολλαπλότητα των επιλογών και την πολυπλοκότητα της ψυχοσύνθεσής του δεν είναι και έκπληξη να προκύψει μία αγχώδης διαταραχή ως μία έκφραση της εσωτερικής πίεσης που βιώνει και των δυσκολιών που καλείται να αντιμετωπίσει» υπογραμμίζει η κ. Πανέρα. Στην ουσία, οι αγχώδεις διαταραχές εκδηλώνονται σε ένα μεγάλο φάσμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από την αίσθηση φόβου και ανησυχίας σε συνθήκες οι οποίες αντικειμενικά δεν ενέχουν κίνδυνο. Σε τέτοιες περιπτώσεις πιθανή αναδεικνύεται η εκδήλωση σωματικών ενοχλήσεων στο άτομο, όπως ταχυκαρδία, αίσθηση δύσπνοιας, εφίδρωση, τρέμουλο, τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να επιδεινώσουν το φόβο ότι κάτι κακό συμβαίνει και οργανικά. Κορύφωση όλων αυτών των συμπτωμάτων αποτελούν οι κρίσεις πανικού, που στην ουσία είναι ένας συνδυασμός των παραπάνω.

Το στρες, όπως λένε οι ειδικοί, είναι η «αρρώστια της εποχής». Πρόκειται για την απειλή που νιώθει το άτομο ότι δεν θα τα καταφέρει, ότι κάτι θα του συμβεί στον επαγγελματικό ή στον οικονομικό τομέα σε σχέση με την αυτονόμησή του. Αυτά είναι πράγματα που ούτως ή άλλως τα βιώνει κάποιος σε φάσεις που είναι σταυροδρόμια στη ζωή του. Μπορεί όμως να αποτελέσουν και ευκαιρίες για να εξελιχθεί το άτομο και να πάει ένα βήμα μπροστά, σίγουρα όμως εμπεριέχουν και έναν παράγοντα απειλής, το άγνωστο. Ο τρόπος ζωής, η μετεξέλιξη των αξιών και η εμμονή στον οικονομικό παράγοντα έχουν επηρεάσει καθοριστικά την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου. «Τα πράγματα έχουν να κάνουν με την επίδοση, την επιτυχία, το πόσοι καλοί είμαστε, το πώς φαινόμαστε στους άλλους. Οι κρίσεις πανικού πολλές φορές είναι ένα μήνυμα από το σώμα μας ότι κάτι δεν πάει καλά, έχουμε πάρει έναν λάθος δρόμο. Είναι ένα ζήτημα το οποίο πλέον αγγίζει τις νεαρές ηλικίες και έχει να κάνει με τις πανελλήνιες, τα φροντιστήρια, τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά διαμορφώνουν μια εικόνα για τον εαυτό τους, το πανεπιστήμιο κ.ά.», υπογραμμίζει η κ. Συμεωνίδου.

Ερωτική απογοήτευση

Πέρα από τις αγχώδεις διαταραχές, και οι δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις ωθούν πολλές φορές τους νέους στο γραφείο του ψυχολόγου. Σε αυτήν την ηλικία οι ερωτικές σχέσεις βρίσκονται συνήθως στο προσκήνιο, είτε ξεκινούν είτε γίνονται πιο ουσιαστικές και αυτό αποτελεί αναμφίβολα μία μεγάλη πρόκληση για τους νέους. Όπως μας εμπιστεύτηκε η 24χρονη Όλγα, αφορμή για να αναζητήσει ψυχολογική στήριξη υπήρξε ένας χωρισμός πριν από 1,5 χρόνο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζε την έκαναν να αντιληφθεί ότι χρειάζεται βοήθεια από ειδικό, για να ανταποκριθεί στις περιστάσεις. Πέραν της Όλγας και η Μάρθα 21 ετών είχε έρθει αντιμέτωπη με έναν χωρισμό. Όπως αναφέρει, «περνούσα μία πολύ στρεσογόνα κατάσταση ενός μήνα με κρίσεις άγχους και αποφάσισα ότι, για να σταματήσει αυτό, έπρεπε να ζητήσω βοήθεια. Μετέπειτα κατάλαβα ότι ήταν πολλά ζητήματα μαζί, που δεν είχα λύσει από το παρελθόν και ο χωρισμός υπήρξε απλά το κερασάκι στην τούρτα».

Τι αναζητούν από τον ψυχολόγο

«Ήθελα να βελτιώσω κάποια κομμάτια του εαυτού μου που δεν μου άρεσαν και αποφάσισα ότι αυτή η ηλικία είναι η κατάλληλη να ασχοληθώ σοβαρά», μας λέει η Ελισάβετ, 24 ετών, που ξεκίνησε πριν από ένα τρίμηνο τις συνεδρίες.

Τη δική της οπτική με άκρως γλαφυρό τρόπο μας δίνει η Μάγδα, η οποία εξηγεί πως «όταν κάνεις ψυχανάλυση, το πιο σημαντικό που νιώθεις είναι η ελευθερία να πεις τα πάντα, όσα δεν είχες ξεστομίσει μέχρι εκείνη τη μέρα. Υπήρχαν σκέψεις στο μυαλό μου που τις έλεγα δυνατά και εκεί αυτομάτως συνειδητοποιούσα και το πρόβλημα. Ύστερα ξεκινούσε ένα ταξίδι με τον εαυτό σου, δηλαδή η ψυχανάλυση δεν σταματούσε στο γραφείο του ψυχολόγου αλλά συνεχιζόταν όλη τη μέρα καθώς σε έβαζε σε μια διαδικασία σκέψης, επεξεργασίας και ερμηνείας, προκειμένου να βρεις απαντήσεις σε κάποιες συμπεριφορές σου, που μέχρι τότε σου φαίνονταν ανεξήγητες». Γενικά, σύμφωνα με την ίδια, «η ψυχοθεραπεία αποτελεί μια δύσκολη διαδικασία, καθώς το άτομο θα έρθει αντιμέτωπο με τον εαυτό του, την κακή του πλευρά, την ευαίσθητη, την ανασφαλή και με προβλήματα που δεν είχε αντιμετωπίσει πλήρως στο παρελθόν και θα τα φέρει στην επιφάνεια. Απαιτεί ψυχική δύναμη, θάρρος και θέληση για να μπορέσει το άτομο να αλλάξει και να εξελιχτεί, ενώ αποκαλύπτει πως έχει νιώσει, σε πρώτη φάση, ότι αυτή η διαδικασία της κάνει κακό».

Η Όλγα, με τη σειρά της, υποστηρίζει και η ίδια πως αυτή η διαδικασία προκαλεί πολλά έντονα συναισθήματα, «γιατί φέρνεις στη μνήμη σου γεγονότα, μπορεί όντως να σε σοκάρει μία πλευρά του εαυτού σου, απλά από τη στιγμή που το κάνεις συνειδητά όλο αυτό, γνωρίζεις ότι δεν θα είναι τα πάντα ιδανικά, διότι πας εκεί, για να κάνεις δουλειά με τον εαυτό σου.

Από τη δική της μεριά, η κ. Συμεωνίδου εξηγεί πως «οι περισσότεροι που έρχονται στον ψυχολόγο είναι για να νιώσουν καλύτερα και να επιλύσουν το πρόβλημά τους. Εμείς αυτό που κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να τους βοηθήσουμε να δουν τα πράγματα με άλλη οπτική, να κατανοήσουν τις δυνατότητες και τις ελλείψεις τους πιο ρεαλιστικά και να νιώσουν δυνατοί να προχωρήσουν ως σύνολο, αποδεχόμενοι τον εαυτό τους, πιστεύοντας σ’ αυτόν και ίσως να αποτινάξουν κάποια στερεότυπα, που ενδεχομένως δεν τους αφήνουν να εξελιχθούν όπως θα ήθελαν».

Είναι ταμπού;

Αν και ο ψυχολόγος έχει πάψει να αποτελεί ταμπού για την πλειοψηφία, καθώς όλο και περισσότεροι όχι μόνο κάνουν συνεδρίες αλλά κυρίως μιλάνε πλέον ανοιχτά γι’ αυτό, ωστόσο τα στερεότυπα δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως. Όπως εκμυστηρεύτηκε στη «ΜτΚ» η Όλγα, «πολλοί νομίζουν ότι είσαι τρελή. Σε κοιτάνε κάπως, μόλις το μάθουν» και συμπληρώνει ότι δεν επιλέγει να το λέει σε όλους, παρόλο που νιώθει περήφανη γι’ αυτήν της την απόφαση. Έτυχε να το μάθει κάποιος και να αντιδράσει, λέγοντάς μου, «είσαι μικρό κορίτσι, τι δουλειά έχεις, γιατί να πας σε ψυχολόγο;». Θεωρούν ότι για να πας πρέπει να έχεις κάποιο «πολύ σοβαρό πρόβλημα» τονίζει, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά της γύρω από αυτήν τη στάση. Περίεργες αντιδράσεις είχε συναντήσει και η Μάγδα όταν οικείο της πρόσωπο είχε απορήσει με αυτήν της την απόφαση, ρωτώντας την χαρακτηριστικά «μα γιατί δεν τα λες σε εμένα και πας εκεί;».

Ο 26χρονος Χρήστος, από τη μεριά του, αναφέρει πως υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι ήταν πιο κοντά στην εκκλησία και του πρότειναν να απευθυνθεί σε έναν πνευματικό αντί για ψυχολόγο, ενώ η Ελισάβετ υποστηρίζει ότι υπάρχει ακόμη το ταμπού με τον ψυχολόγο και κατανοεί ότι πρόκειται για μία δύσκολη απόφαση. «Στις αρχές δεν μου ήταν εύκολο να πω στους οικείους μου ότι λαμβάνω ψυχολογική υποστήριξη από ειδικό. Η ερώτηση που μου έκανε συνήθως κάποιος όταν του το έλεγα ήταν «γιατί, έγινε κάτι και θέλεις να πας;». Αδυνατούσαν να καταλάβουν πως δεν υπάρχει κάποια αφορμή απαραίτητα, απλά θέλω να βάλω κάτω κάποια πράγματα που με προβληματίζουν και να τα λύσω. Σήμερα πλέον νιώθω άνετα να μιλήσω γι’ αυτό» καταλήγει η ίδια.


H επίδραση των social media

Σύμφωνα με έρευνα, η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) σχετίζεται με τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας, την κατάθλιψη, το άγχος και την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Κάποια από τα προβλήματα που μπορούν να εμφανιστούν στο άτομο μέσω της συχνής χρήσης των ΜΚΔ και να επηρεάσουν την ψυχική υγεία είναι η αρνητική επίπτωση στον ύπνο, στην αυτοεκτίμηση και η έκθεση στο διαδικτυακό εκφοβισμό.

Ο Νίκος Ξανίδης, κλινικός ψυχολόγος στην παιδοψυχιατρική μονάδα παιδιών και εφήβων στο βρετανικό Ε.Σ.Υ., υποστηρίζει πως ο λόγος που οι νέοι απασχολούνται όλο και περισσότερο στα ΜΚΔ είναι επειδή διακατέχονται από την ανάγκη τού «ανήκειν» και το φόβο της μη συμμετοχής στα κοινωνικά δρώμενα.

Επιπρόσθετα κίνητρα χρήσης των ΜΚΔ αποτελούν η ενημέρωση και η σύναψη διαπροσωπικών σχέσεων. Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες που αυξάνουν το ρίσκο προβληματικής χρήσης των ΜΚΔ αποτελούν η χαμηλή αυτοεκτίμηση, προβλήματα ψυχικής υγείας, προβλήματα στην κοινωνική επικοινωνία, ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά και η μοναχικότητα. Ακόμη, ο ίδιος προσθέτει ότι «σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες η χρήση των ΜΚΔ σχετίζεται με την εγκεφαλική περιοχή που είναι υπεύθυνη για την αίσθηση επιβράβευσης και ανταμοιβής που δυνητικά μπορεί να καταστήσει την ασχολία αυτή εθιστική μέσω της έκκρισης του νευροδιαβιβαστή της ντοπαμίνης (π.χ. θετικά σχόλια που λαμβάνουμε στα ΜΚΔ) όπως και σε άλλες εθιστικές συμπεριφορές».

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 22/9/2019.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία