Πώς σκοπεύει να τονώσει το εισόδημα των Ελλήνων η κυβέρνηση

Πώς σκοπεύει να τονώσει το εισόδημα των Ελλήνων η κυβέρνηση

«Το 2019, για πρώτη φορά, μετά από σχεδόν μία δεκαετία, θα υπάρχουν αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις»

Η κυβέρνηση έχει θέσει ως έναν από τους βασικούς της στόχους την τόνωση του εισοδήματος των εργαζομένων και όπως επεσήμανε πρόσφατα σε τηλεοπτικές της δηλώσεις η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, αυτό θα συμβεί για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία.

«Το 2019, για πρώτη φορά, μετά από σχεδόν μία δεκαετία, θα υπάρχουν αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις. Αυτό από μόνο του, δείχνει απτά και υλικά τι σημαίνει το τέλος των μνημονίων» τόνισε χθες χαρακτηριστικά η υπουργός σε συνέντευξή της στον τηλεοπτικό σταθμό TV100 της Θεσσαλονίκης.

Σύμφωνα με τα όσα επεσήμανε η υπουργός αλλά και άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι το τελευταίο διάστημα αυτό θα γίνει κυρίως με δύο τρόπους: με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που επανήλθαν από την 21η Αυγούστου και με την αύξηση του κατώτατου μισθού. Στόχος να υπάρξει αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων σε όλα τα μισθολογικά επίπεδα. Αυτό θα γίνει καθώς επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να τονωθεί και η ζήτηση στην Ελληνική αγορά εργασίας.

Ειδικά για την αύξηση του κατώτατου μισθού, έχει υπογραμμιστεί από κυβερνητικά χείλη πως «θα γίνει τον Ιανουάριο και θα υπάρξει ταυτόχρονη κατάργηση του λεγόμενου υποκατώτατου μισθού για τους νέους κάτω των 25 ετών, μίας ντροπιαστικής, ρατσιστικής διάκρισης για τους νέους».

Η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης φαίνεται και από τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού σε ομιλία της: «η αύξηση του μισθού αποτελεί τον πυρήνα του πολιτικού μας σχεδίου», άλλωστε «με αυτήν την πράξη θα χτυπήσουμε τον πυρήνα της κοινωνικά ολέθριας θέσης ότι, τάχα, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας επέρχεται μέσα από τη συμπίεση των μισθών. Τη ζήσαμε αυτή τη θέση, όταν το 2012 συρρικνώθηκε ο κατώτατος μισθός και το 2013 η ανεργία εκτινάχθηκε στο 28%».

«Πρέπει να είμαστε πεπεισμένοι για τη σπουδαιότητα και την ορθότητα του πολιτικού μας στόχου. Διότι σε αυτή τη μάχη είμαστε μόνοι μας», υποστήριξε εξηγώντας ότι «δυστυχώς δεν έχουμε μια σοβαρή τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση να στηρίζει αυτούς τους στόχους και να διεκδικεί. Αυτά τα ζητήματα του πολιτικού προσανατολισμού και του σχεδίου μας με σαφείς αιχμές έχουν τη μεγαλύτερη σημασία και λιγότερο, το ποια πρόσωπα που θα τα υλοποιήσουν», είπε κλείνοντας η κ. Αχτσιόγλου.

Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως την τροπολογία για την αύξηση του κατώτατου μισθού έχει ψηφίσει και η ΝΔ που στην συζήτηση στην Βουλή τον Σεπτέμβριο την έκρινε ως λογική, ρεαλιστική, υπεύθυνη και αναγκαία για τους εργαζομένους, δια στόματος του πρώην υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση.

Παράλληλα βέβαια κατηγόρησε το ΣΥΡΙΖΑ για υποκρισία, υποστηρίζοντας ότι με δική του ευθύνη καθυστέρησε κατά δύο χρόνια η αύξηση του κατώτατου μισθού, ενώ δήλωσε δικαιωμένος που η σημερινή κυβέρνηση φέρνει έναν νόμο που ο ίδιος προώθησε το 2013 ως υπουργός Εργασίας αλλά τότε τον κατήγγειλε ως αντιεργατικό.

Ως προς τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, σύμφωνα με την κ. Αχτσιόγλου έχουν επεκταθεί ήδη 10 κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καλύπτουν περίπου 200.000 εργαζόμενους. Όπως διευκρίνισε, αυτό σημαίνει αύξηση μισθών και βελτιωμένους όρους εργασίας για δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους.

Παράλληλα, υποστήριξε ότι με την υπογραφή και την επέκταση κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, οι μισθοί βγαίνουν από το πεδίο του ανταγωνισμού και οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται σε ένα περισσότερο υγιές πλαίσιο που είναι η παραγωγικότητά τους, το παραγόμενο προϊόν τους και η ποιότητά του, υπογραμμίζοντας ότι οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ σχεδόν στο σύνολό τους έχουν ήδη νομοθετηθεί.

«Πρόκειται για μία σειρά μέτρων ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.Αναφερόμενη στην αγορά εργασίας, η κυρία Αχτσιόγλου δήλωσε, μεταξύ άλλων ότι, τα τελευταία 3,5 χρόνια, έχουν δημιουργηθεί περισσότερες από 300.000 θέσεις εργασίας, ενώ για την καταπολέμηση της παραβατικότητας «ενισχύσαμε το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας με περίπου 200 άτομα προσωπικό».