Ο Έλληνας «βασιλιάς» των ακινήτων στην Αυστραλία

Ο Έλληνας «βασιλιάς» των ακινήτων στην Αυστραλία

Ο δισεκατομμυριούχος Κώστας Μακρής διαθέτει εμπορικά κέντρα, κτίρια γραφείων και μαρίνες στην μακρινή ήπειρο, αλλά αποφεύγει τις επενδύσεις στην Ελλάδα

Λέγεται ότι οι Έλληνες όπου κι αν πήγαν στο εξωτερικό, πέτυχαν. Και είναι αλήθεια, για τους περισσότερους τουλάχιστον απ’ αυτούς. Ωστόσο, λίγοι είναι αυτοί που κατάφεραν να πατήσουν «κορυφές» στον επαγγελματικό τους χώρο και να συμπεριληφθούν ανάμεσα στους κορυφαίους. Ένας από αυτούς είναι ο 71χρονος Κώστας Μακρής, ο «βασιλιάς» των Mall της Αυστραλίας, ο οποίος τα τελευταία χρόνια συμπεριλαμβάνεται μόνιμα ανάμεσα στους 50 πλουσιότερους ανθρώπους της μακρινής ηπείρου, διαθέτοντας περιουσία ύψους 1,26 δισ. δολαρίων σύμφωνα με την λίστα BRW Rich 2018.

Ο Κώστας Μακρής γεννήθηκε το 1947 στο Λυγουριό, ένα χωριό της Επιδαύρου. Όμως πολύ σύντομα η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο Χολαργό, όπου και μεγάλωσε. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και έτσι παράλληλα με το σχολείο άρχισε να δουλεύει περιστασιακά, για να βοηθήσει την οικογένειά του. Όμως η οικονομική κατάσταση ήταν τόσο δύσκολη, που παρά τη σκληρή δουλειά του πατέρα του Σπύρου, τα χρήματα δεν έφθαναν για να συντηρηθεί η οικογένεια. Έτσι, σε ηλικία 12 ετών εγκατέλειψε το σχολείο και ξεκίνησε να εργάζεται μεταπουλώντας πρώτες ύλες για λογαριασμό καταστημάτων με ποσοστό 25%. Αυτή ήταν, όπως είπε γελώντας σε εκπομπή της Αυστραλιανής τηλεόρασης, η πρώτη του «επιχειρηματική δραστηριότητα».

Η μετανάστευση στην Αυστραλία και η θέληση να πετύχει

Ωστόσο, η οικονομική κατάσταση της χώρας πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, μαζί και της οικογένειάς του και έτσι το 1963 ο 16χρονος τότε Κώστας παίρνει την απόφαση, όπως και χιλιάδες άλλοι νέοι σε ηλικία Έλληνες, να μεταναστεύσει, με σκοπό να μαζέψει χρήματα και κάποια στιγμή να επιστρέψει στην Ελλάδα. Προορισμός του η Αυστραλία, όπου αφού εξασφάλισε βίζα, έφθασε μετά από ταξίδι με το πλοίο, που διήρκεσε ένα μήνα. Εκεί ξεκίνησε να εργάζεται σε εργοστάσιο χαλυβουργίας, δουλεύοντας από τις 6:00 το πρωί έως τις 10:00 το βράδυ, 7 μέρες την εβδομάδα.

Όπως είπε ο ίδιος μιλώντας σε τ/σ της Αυστραλίας για τη ζωή του, το γεγονός ότι ήταν μόνος του, μακριά από οικογένεια, φίλους και πατρίδα, το σκλήρυνε. «Ήθελα να επιτύχω. Ήθελα να βγάλω χρήματα και να γίνω αφεντικό του εαυτού μου και όχι να έχω κάποιον άλλο πάνω από το κεφάλι μου», είπε. Και το έκανε. Το 1967 άνοιξε το πρώτο του κατάστημα γρήγορης εστίασης «fish and chip» και πήγε τόσο καλά, που 6 μήνες αργότερα άνοιξε στον ίδιο δρόμο ένα μανάβικο και ένα παντοπωλείο. Από τότε όπως λέει, του μπήκε η ιδέα των πολυκαταστημάτων, κάτι που έκανε στόχο ζωής.

Αργότερα, πούλησε τις επιχειρήσεις αυτές, αλλά όχι και τα καταστήματα και αγόρασε μία καφετέρια και ένα εστιατόριο με γεύματα βασισμένα στο κοτόπουλο. Η επιμονή του στην καλή ποιότητα, το καλό σέρβις και τις φθηνές τιμές, τον επιβράβευσε, καθώς επέκτεινε την επιχείρηση, δημιουργώντας αλυσίδα εστιατορίων.

Από το λιανικό εμπόριο στην αγορά ακινήτων

Το 1980 ωστόσο αποφάσισε να εγκαταλείψει το χώρο της εστίασης και να μπει στο χώρο των ακινήτων. Έτσι, πούλησε την αλυσίδα εστιατορίων και αγόρασε το πρώτο του εμπορικό κέντρο στην πρωτεύουσα Αδελαΐδα. Η επιτυχία του εγχειρήματός του ήρθε πολύ γρήγορα και δικαιώθηκε ξανά η ικανότητα του να αναγνωρίζει τις επαγγελματικές ευκαιρίες. Η επίτευξη μακροχρόνιων συμβολαίων μίσθωσης καταστημάτων και η δημογραφική αύξηση του έδωσε την αυτοπεποίθηση να χρησιμοποιήσει την οικονομική του δύναμη, για να επεκτείνει το χαρτοφυλάκιό του, σε μια εποχή όπου οι αποδόσεις λιανικής ήταν υψηλότερες από τις αποδόσεις για άλλες μορφές ιδιοκτησίας.

Και αυτή ήταν μόνο η αρχή. Ο δραστήριος επιχειρηματίας δημιούργησε την Makris Group, η οποία είναι ένας οικογενειακός όμιλος ιδιοκτησίας ακινήτων, στο χαρτοφυλάκιο της οποίας ανήκουν σήμερα επτά εμπορικά κέντρα σε Αδελαΐδα, Μελβούρνη και στη «Χρυσή Ακτή» του Κουίνσλαντ, δύο πολυόροφα κτίρια γραφείων στην Αδελαΐδα και δύο μαρίνες στην Αδελαΐδα και την «Χρυσή Ακτή» του  Κουίνσλαντ. Μάλιστα, ο κ. Μακρής μετέφερε μετά από 45 χρόνια την έδρα των επιχειρήσεων του από την Αδελαΐδα στο Κουίνσλαντ, όπου βρίσκεται η «Χρυσή Ακτή», το νέο «Ελ Ντοράντο» για τον τουρισμό της Αυστραλίας.

Ωστόσο, οι επιχειρήσεις δεν είναι μόνο κέρδη, αλλά και απώλειες. Έτσι, σύμφωνα με την ιστοσελίδα afr.com, τον Δεκέμβριο του 2017 ο κ. Μακρής εγκατέλειψε το σχέδιο επένδυσης ύψους 200 εκατομμυρίων δολαρίων στην μετατροπή σε εμπορικό κέντρο του ακινήτου Le Cornu στην Αδελαΐδα, το οποίο ήταν εγκαταλελειμμένο για τρεις δεκαετίες και το πούλησε στον Δήμο για 34 εκατομμύρια δολάρια. Ο σχεδιασμός περιελάμβανε μεταξύ άλλων την κατασκευή ενός ξενοδοχείου Sheraton, κτίρια γραφείων, συγκρότημα καταστημάτων και κινηματογράφων και διαμερίσματα.

Η «πικρή» επιχειρηματική εμπειρία στην Ελλάδα

Ο Κώστας Μακρής θέλησε μεταξύ άλλων να επενδύσει και στην Ελλάδα, αλλά προφανώς σε λάθος τομέα, αυτόν του ποδοσφαίρου, όπου γνώρισε τη μεγαλύτερη ήττα της ζωής του. Ο ομογενείς επιχειρηματίας αποφάσισε το 2005 να αγοράσει την ΠΑΕ Παναχαϊκή στην τιμή των 900.000 ευρώ από τον τότε κάτοχο της, Στάθη Μουτζουρούλια. Τέσσερα χρόνια αργότερα έχοντας ξοδέψει σημαντικά ποσά σε μετεγγραφές και στα λειτουργικά έξοδα της ομάδας, παραχώρησε το πλειοψηφικό πακέτο στον δικηγόρο Αλέξη Κούγια, αποχωρώντας από τα διοικητικά της ομάδας πικραμένος.

Αν και ο ίδιος δήλωνε μετά απ’ αυτήν την εμπειρία, ότι «τέλειωσε για μένα η Ελλάδα» επιχειρηματικά, ωστόσο επανήλθε το 2013, εκδηλώνοντας ενδιαφέρον σε κοινοπραξία με επενδυτή από το Ντουμπάι, στον τότε διαγωνισμό αποκρατικοποίησης της μαρίνας Αλίμου, που είχε προκηρύξει το ΤΑΙΠΕΔ. Αν και πέρασε την πρώτη φάση της διαγωνιστικής διαδικασίας, στην οποία συμμετείχαν άλλοι 10 ενδιαφερόμενοι, ξαφνικά ο κ. Μακρής απέσυρε τον Μάρτιο του 2014 το ενδιαφέρον του.

Έτσι, οι σχεδιασμοί του για την ανάπτυξη δύο ξενοδοχειακών μονάδων, εμπορικού κέντρου, αλλά και σημείων αναψυχής πάνω σε πλατφόρμες, που θα βρίσκονταν μέσα στη θάλασσα, έμειναν στα χαρτιά. Ο λόγος της αποχώρησής του φέρεται να ήταν η διαφωνία του με το ΤΑΪΠΕΔ, καθώς ο ίδιος ήθελε τη μαρίνα «καθαρή», δηλαδή το Ταμείο να μην την πουλήσει αφήνοντας στον πλειοδότη όλους όσοι «στεγάζονταν» στο χώρο, είτε επρόκειτο για αθλητικά σωματεία, είτε για κέντρα αναψυχής.

Ο ομογενής επιχειρηματίας φέρεται να ενδιαφέρθηκε και για το ξενοδοχειακό συγκρότημα του Αστέρα Βουλιαγμένης, ωστόσο δεν διεκδίκησε ποτέ το project. Το μόνο που φέρεται να διερεύνησε, ήταν αν θα είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει σε μακροχρόνια μίσθωση του ξενοδοχείου.