Ο μεγάλος σεισμός της Πάρου το 1733 που ταρακούνησε τις Κυκλάδες – Τι μας διδάσκει

Ο μεγάλος σεισμός της Πάρου το 1733 που ταρακούνησε τις Κυκλάδες – Τι μας διδάσκει

Ο πρόσφατος μεγάλος νότια της Ζακύνθου επανέφερε στο προσκήνιο το βασικό ερώτημα όλων των πολιτών: "πόσο κινδυνεύει η περιοχή μου;" Το σεισμικό παρελθόν όμως δείχνει το μέλλον. Γράφει ο Δρ. Γεράσιμος Παπαδόπουλος Διευθυντής Ερευνών στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και πρόεδρος του Συστήματος Προειδοποίησης για Τσουνάμι στο ΒΑ Ατλαντικό και τη Μεσόγειο.

“Πόσο κινδυνεύει η περιοχή μου;” Αυτό το ερώτημα μου ετέθη από πολλούς ανθρώπους σε όλη τη χώρα. Κάθε φορά η απάντηση βασίζεται στο ιστορικό των σεισμών.

Δεν έχουν όλες οι περιοχές το ίδιο ιστορικό γιατί η σεισμικότητα δεν είναι παντού η ίδια. Όμως, από πρακτική άποψη δεν υπάρχει ούτε μία γωνιά της πατρίδας μας που να είναι απρόσβλητη από σεισμούς. Κάθε περιοχή πλήττεται από τους σεισμούς, άλλη συχνότερα άλλη αραιότερα. Για παράδειγμα, στις Κυκλάδες οι σεισμοί δεν είναι τόσο συχνοί όσο στο Ιόνιο ή στα Δωδεκάνησα. Όμως, και στις Κυκλάδες έχουν γίνει ισχυροί σεισμοί στο παρελθόν.

Ο σεισμός της Πάρου

Στο σημείωμα αυτό θα εξιστορήσουμε σύντομα το μεγάλο σεισμό του 1733 που έπληξε την Πάρο και τη Σίφνο, αλλά δεν είναι γνωστός στους ντόπιους, μόνο στους σεισμολόγους.

Οι γνώσεις μας για το σεισμό αυτό βασίζονται σε ενθυμήσεις που έγραψαν αυτόπτες μάρτυρες και οι οποίες διασώθηκαν και αργότερα δημοσιεύτηκαν το 1910 από τον ακάματο ιστορικό Σπυρίδωνα Λάμπρο, αλλά και από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής που συνέλλεξε ο αείμνηστος Καθηγητής Ν. Αμβράζης.

Ήταν ημέρα Κυριακή, σούρουπο της 9ης Δεκεμβρίου του 1733, με το παλιό ημερολόγιο, 20 Δεκεμβρίου με το νέο. Η Πάρος και τα υπόλοιπα Κυκλαδονήσια κυριολεκτικά συγκλονίστηκαν. Ας δούμε, με μικρές γλωσσικές βελτιώσεις, τι λέει ο Αντώνης Μαυρομμάτης στην ενθύμησή του που γράφτηκε στην Παροικιά και πως ερμηνεύουμε σεισμολογικά τα λεγόμενα του:

«1733, Δεκεμβρίου 9, ημέρα Κυριακή βασιλεύοντος του ηλίου, έκανε μέγα σεισμό και σε μισή ώρα ήλθε και δεύτερος και όλος ο κόσμος, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, από το φόβο του μαζεύτηκε στην Καταπολιανή. Έκαναν δέηση και τα μεσάνυχτα έκανε και άλλο σεισμό δυνατό όπως και ο πρώτος. Και μετά τρεις μέρες, την Τετάρτη, ημέρα του Αγίου Σπυρίδωνος, λένε ότι έκανε και άλλο σεισμό, όμως άλλοι τον κατάλαβαν και άλλοι δεν τον κατάλαβαν. Όμως τα μεσάνυχτα, περασμένη του Αγίου Σπυρίδωνος, προς το ξημέρωμα της Πέμπτης, έκανε τόσο μεγάλο σεισμό όπου έπεσαν τα βορεινά καμπαναριά της Καταπολιανής».

Από αυτήν περιγραφή καταλαβαίνουμε ότι ήδη από τις 21 Δεκεμβρίου ξεκίνησαν οι προσεισμοί. Από άλλη ενθύμηση από τη Σίφνο προκύπτει ότι η σεισμική δράση ξεκίνησε στις 19 Δεκεμβρίου (7 με το παλιό ημερολόγιο). Στις 23 Δεκεμβρίου έκανε το μεγαλύτερο σεισμό που ήταν ο κύριος. Ο καθηγητής, Β. Παπαζάχος, έχει κατά προσέγγιση υπολογίσει ότι το μέγεθος ήταν περίπου 6,8 στην κλίμακα Ρίχτερ, αλλά η δική μου νεότερη εκτίμηση είναι ότι ο σεισμός ίσως ήταν μικρότερος, με μέγεθος μεταξύ του 6 και του 6,5. Σε κάθε περίπτωση επρόκειτο για πολύ ισχυρό σεισμό. Ας δούμε, όμως, τη συνέχεια της διήγησης του Αντώνη Μαυρομμάτη:

«Και σηκώθηκαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά και πήγαν στην Καταπολιανή κλαίγοντας. Και καθώς ήταν μαζεμένος όλος ο κόσμος μέσα στην εκκλησία έκαναν δεήσεις με κλάματα, ήλθε και δεύτερος σεισμός». Προφανώς επρόκειτο για ισχυρό μετασεισμό που έγινε λίγη ώρα μετά τον κύριο σεισμό. Στη συνέχεια θα δούμε ότι ακολούθησαν και άλλοι μετασεισμοί.

«Και ο κόσμος από το φόβο του έτρεξε και αγκάλιασε την Παναγία και τις άλλες εικόνες. Όμως, δε μπορώ να περιγράψω το θρήνο που έγινε τότε μέσα στην Παναγία. Και από τότε λένε ότι κάνει σεισμούς τη νύχτα αλλά άλλοι τους καταλαβαίνουν και άλλοι όχι». Από αυτή τη διήγηση αποκομίζουμε την πληροφορία ότι οι μετασεισμοί συνεχίστηκαν με μικρότερα μεγέθη και γι’ αυτό ήταν αισθητοί μόνο από μερικούς κυρίως τη νύχτα.

Και η διήγηση καταλήγει: «Λένε ακόμη πως ο πρώτος σεισμός ήταν παγκόσμιος και σκότωσε πολύ κόσμο και έβλαψε πολλές περιοχές, όπως η Σίφνος και άλλα νησιά». Εδώ, ο Αντώνης Μαυρομμάτης, μας πληροφορεί ότι ο κύριος σεισμός «ήταν παγκόσμιος». Προφανώς εννοεί ότι δεν έγινε αισθητός μόνο στην Πάρο αλλά και σε μακρινότερες περιοχές. Αυτή η πληροφορία διασταυρώνεται από άλλες ιστορικές πηγές που λένε ότι πράγματι ο σεισμός έγινε προκάλεσε μερικές βλάβες στη Σάμο και τη Χίο και έγινε αισθητός μέχρι τη Σμύρνη, και ίσως μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Η πληροφορία ότι σκότωσε κόσμο δεν επαληθεύεται από άλλη πηγή.

Από άλλη διήγηση μαθαίνουμε ότι στη Σίφνο ο σεισμός προκάλεσε πανικό και την κατάρρευση πολλών σπιτιών περιλαμβανομένου του τρούλου του ενοριακού ναού. Η δόνηση ήταν τόσο ισχυρή ώστε τα καμπαναριά χτυπούσαν μόνα τους. Και στη Σέριφο προκλήθηκαν σημαντικές βλάβες. Στην Αγ. Άννα και το Βαθύ της Αμοργού τα σπίτια εβλάβησαν. Στο Βαθύ η θάλασσα πλημμύρισε το λιμάνι. Αυτό σημαίνει ότι εκεί δημιουργήθηκε ένα μικρό τσουνάμι. Από τα στοιχεία αυτά με επιφύλαξη μπορούμε να υποθέσουμε ότι το επίκεντρο του σεισμού βρισκόταν στα νότια της Πάρου και της Σίφνου.

Από τις γνωστές ιστορικές πηγές δεν προκύπτει σαφώς ότι υπήρξαν θύματα εξαιτίας του ισχυρού σεισμού. Αν δεν υπήρξαν τότε αυτό ίσως οφείλεται στους προσεισμούς που λειτούργησαν ως φυσική προειδοποίηση των κατοίκων. Σε κάθε περίπτωση η σεισμική δράση του 1733 δείχνει ότι ακόμη και σε περιοχές που θεωρούνται ως «άσειστες» κατά καιρούς γίνονται επικίνδυνοι σεισμοί. Και όπως είχε πει ο Λατίνος ιστορικός και γεωγράφος, Πλίνιος, «όπου έσεισε θα σείσει». Για το λόγο αυτό σε κάθε περιοχή πρέπει να υπάρχει προετοιμασία και σχεδιασμός. Ποτέ δεν ξέρουμε ποιος θα είναι ο επόμενος στόχος του Εγκέλαδου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα