“ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ” ΟΤΑΝ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΒΕΡΩΦ ΕΓΡΑΦΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΡΑΜΜΟ

O Ηπειρώτης πολιτικός δημιούργησε έναν από τους ελάχιστους αντίλογους στην πλειάδα βιβλίων που δημιουργήθηκαν από αριστερούς συγγραφείς για τον Εμφύλιο

Για λογαριασμό του γαλλικού εκδοτικού οίκου Breteuil o Ευάγγελος Αβέρωφ έγραψε στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 το βιβλίο “Φωτια και τσεκούρι” το οποίο βασίστηκε κυρίως σε πληροφορίες από την πλευρά του κυβερνητικού στρατού φιλοξενώντας και ανέκδοτα, μέχρι την εποχή εκείνη, στοιχεία. Η ελληνική έκδοση κυκλοφόρησε το 1974 και επανακδόθηκε πριν από λίγα χρόνια από τις εκδόσεις της Εστίας. Στο αφιέρωμα του News 24/7 για την επέτειο των 68 χρόνων από την ολοκλήρωση του εμφύλιου φιλοξενούμε το κεφάλαιο Η μάχη των συνόρων (σελ. 440 – 459).

Η μάχη των συνόρων

Ο Παπάγος εννοούσε να εκμεταλλευθεί τις επιτυχίες του Στρατού χωρίς την παραμικρή αργοπορία.

Ήδη στις αρχές Αυγούστου, από Φλωρίνης μέχρι Καστοριάς, και από Κοζάνης μέχρι Ιωαννίνων, σχεδόν τα δύο τρίτα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, αρτίως εξοπλισμένων, βρίσκονταν σε θέση μάχης. Ήταν παρατεταγμένες εκεί επτά μεραρχίες πεζικού και μια ολόκληρη μεραρχία ΛΟΚ. Διέθεταν όλα τα σύγχρονα μέσα πυρός, συγκοινωνιών και τηλεπικοινωνιών. Ανατολικότερα, απέναντι από τη βουλγαρική μεθόριο, υπήρχαν δύο άλλες μεραρχίες και δύο ταξιαρχίες, που αποτελούσαν το Γ” Σώμα Στρατού. Στα μετόπισθεν αυτής της Στρατιάς, τα αεροδρόμια εξυπηρετούσαν μια αεροπορία μικρή σε όγκο αλλά βελτιωμένη σε ποιότητα, και προπάντων προικισμένη με έμψυχο υλικό πολύ πεπειραμένο στις επιχειρήσεις ενός ορεινού πολέμου.

Οι δυνάμεις αυτές είχαν τώρα λάβει το όνομα «Πρώτη Στρατιά» και είχαν τεθεί υπό τας διαταγάς του Στρατηγού Βεντήρη. Τα τρία Σώματα Στρατού εδιοικούντο από στρατηγούς που είχαν δώσει εξετάσεις στα πεδία των μαχών (Τσακαλώτος, Μανιδάκης, Γρηγορόπουλος). Ως προς τις διοικήσεις των μεραρχιών και των ταξιαρχιών, είχαν και αυτές ανατεθεί όλες σε αξιωματικούς που είχαν διακριθή κατά τον συμμοριτοπόλεμο.

Όλα αυτά ηύξαναν βεβαίως την απόδοση του Στρατού.

Ο Παπάγος ήταν ο ενδεδειγμένος άνθρωπος για να κάμει αυτές τις τοποθετήσεις, γιατί, εκτός του κύρους του, ήταν γνωστό ότι είχε το τάλαντο της καλής επιλογής των συνεργατών του.

Η «μάχη των συνόρων», γνωστή υπό το κωδικό όνομα «Πυρσός», ανηγγέλλετο λοιπόν υπό εξαιρέτους οιωνούς για τις κυβερνητικές δυνάμεις.

Οι γενικές συνθήκες ήταν τόσο ευνοϊκές ώστε θα έπρεπε να αναμένει κανείς ότι ο Δ.Σ.Ε. θα απεσύρετο εγκαίρως. Δεν συνέβη καθόλου αυτό

Αντιθέτως, το Πολεμικό Συμβούλιο της ανταρσίας είχε μόλις λάβει ομοφώνως την απόφαση να κρατήσει με κάθε θυσία τα δύο ορεινά συγκροτήματα. Η διαταγή μιλούσε για «άμυνα επί τόπου, χωρίς την παραμικρή ιδέα εγκαταλείψεως θέσεως».

Είναι σήμερα γνωστό ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η άμυνα θα μπορούσε να διαρκέσει έως τον χειμώνα, και ότι τότε η φύση του εδάφους θα απέκλειε τις επιχειρήσεις. Ήλπιζαν ότι μετά τον χειμώνα ο Στρατός θα είχε χάσει το ηθικό του -λόγω αποτυχιών και απωλειών- και ότι ο Δ.Σ.Ε. θα μπορούσε, εξαιτίας αυτού, να επαναλάβει τις νυκτερινές επιδρομές του εναντίον καλά διαλεγμένων θέσεων, και ότι θα μπορούσε να αρχίσει μια γενική αντεπίθεση, να ανατρέψει τον εχθρό, να καταλάβει πόλεις, και σιγά-σιγά να πλατύνει τον χώρο της «Ελεύθερης Ελλάδας».

Αυτές τις λανθασμένες ελπίδες φαίνεται ότι δεν τις έτρεφαν μόνο οι ηγέτες αλλά και οι μαχηταί του Δ.Σ.Ε. Οι τελευταίοι ήταν τώρα λιγότεροι και το ποσοστό των γυναικών έφθανε τα 25%, αλλά ήταν όλοι αποφασισμένοι να υπερασπισθούν τα δύο ορεινά συγκροτήματα που αποτελούσαν την τελευταία σανίδα σωτηρίας τους Τα γνώριζαν άριστα και τα θεωρούσαν απόρθητα.

Δεν ήταν βεβαίως απόρθητα αλλά ήταν καλύτερα παρά ποτέ οχυρωμένα: τα υπόγεια πυροβολεία τους είχαν πολλαπλασιασθεί τα πάσης φύσεως πολυβόλα ήταν πολυάριθμα, και κάθε συγκρότημα διέθετε 16 κανόνια και 15 αντιαεροπορικά πυροβόλα. Αιχμάλωτοι είχαν δώσει τις πληροφορίες αυτές.

Ο αριθμός των υπερασπιστών δεν είναι απολύτως εξηκριβωμένος. Ποικίλλει αναλόγως της πηγής προελεύσεως των πληροφοριών. Οι πιθανότεροι αριθμοί, κατά τη μελέτη αυτή, είναι οι ακόλουθοι: 7.000 μαχηταί στο Βίτσι, 5.000 στον Γράμμο, 2.500 αποθεραπευθέντες τραυματίες κατανεμημένοι σε εφεδρικά τμήματα εκεί κοντά, αλλά επί αλβανικού εδάφους. Ανατολικότερα, 1.300 άνδρες στο Καϊμακτσαλάν και 1.500 στο Μπέλες, όλοι σε επαφή -αντιστοίχως- με τα γιουγκοσλαβικά και τα βουλγαρικά σύνορα.

Ο Παπάγος απεφάσισε να αφήση για αργότερα την εκκαθάριση του Μπέλες, αλλά να καταλάβει το Καϊμακτσαλάν που βρισκόταν πλησιέστερα προς τα δύο ορεινά Καταφύγια. Το έκαμε στις αρχές Ιουλίου, με μια σειρά συγκρούσεων που διήρκεσαν μια βδομάδα. Οι περισσότεροι υπερασπισταί του Καϊμακτσαλάν διέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία, όπου αφοπλίσθηκαν. Οι άλλοι -το ένα τρίτο περίπου- προτίμησαν να σκοτωθούν επί τόπου.

Ο Παπάγος, ο οποίος, όπως και κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, είχε ως πρώτο επιτελικό βοηθό του τον Στρατηγό Κιτριλάκη, είχε ετοιμάσει για την επίθεση κατά των δύο Καταφυγίων σχέδιο λεπτομερέστατο. Το κύριο γενικό χαρακτηριστικό του ήταν η παραπλάνηση του εχθρού.

Το συγκρότημα του Βίτσι, το οποίο δεν είχε καταληφθεί από τον Στρατό κατά τη διάρκεια του συμμοριτοπολέμου, ήταν λιγότερο γνωστό, καλύτερα οχυρωμένο και είχε περισσοτέρους υπερασπιστάς: έπρεπε λοιπόν να πιστέψει ο εχθρός ότι η επίθεση κατά του Βίτσι, όπως και κατά το 1948, θα έμενε για το τέλος. Έτσι, τη 2α Αυγούστου, μετά από ισχυρή προπαρασκευή πυρών πυροβολικού και αεροπορικού βομβαρδισμού, εξαπελύθη ισχυρή επίθεση κατά του Γράμμου.

Η παραπλανητική αυτή επιχείρηση διεξήχθη με τόση ορμή, ώστε έδωσε σαφώς την εντύπωση ότι ήταν η κυρία επίθεση.

Οι στρατηγοί του Ζαχαριάδη έσπευσαν να μεταφέρουν στον Γράμμο όλες τους τις ασθενείς εφεδρείες. Με την υποστήριξη και βολών προερχομένων από το αλβανικό έδαφος -βολών που ήταν συχνά πολύ φονικές- τα ανταρτικά τμήματα υπερασπίσθηκαν με πείσμα τα βουνά τους, και ανέλαβαν μάλιστα και πολλές αντεπιθέσεις.

Παρ” όλα αυτά, εντός πέντε ημερών, τα δυτικώς του Γράμμου στρατεύματα κατόρθωσαν να απειλήσουν πολλές συγκοινωνιακές αρτηρίες και να καταλάβουν και να κρατήσουν πολλές θέσεις-κλειδιά, η κατοχή των οποίων θα διηυκόλυνε την τελική προσπάθεια. Το τάγμα του Κουμανάκου αιφνιδίασε τους αντάρτες και κατέλαβε ένα φοβερό προπύργιο (υψόμετρο 1.800) που εδέσποζε σημαντικών διαβάσεων της περιοχής των ελληνοαλβανικών συνόρων.

Η επιχείρηση στοίχισε ακριβά στον Στρατό (583 αξιωματικοί και στρατιώτες εκτός μάχης) αλλά διευκόλυνε πολύ την επιχείρηση κατά του Βίτσι, γιατί ολόκληρο σχεδόν το πυροβολικό του Εθνικού Στρατού που ήταν στο Γράμμο, αμέσως μετά τη δράση του της πρώτης ημέρας, είχε εν τω μεταξύ μεταφερθεί στο μέτωπο του Βίτσι.

Εναντίον του συγκροτήματος του Βίτσι, που είχε έκταση εν κατόψει περίπου 300 τετραγωνικών χιλιομέτρων (=300.000 στρεμμάτων), ο Εθνικός Στρατός επετέθη τη 10η Αυγούστου. Οι μάχες εμαίνοντο στον Γράμμο, και τίποτε δεν επέτρεπε να υποψιασθεί κανείς ότι την ίδια ώρα άρχιζε αλλού μια ευρύτερη και ακόμη πιο φιλόδοξη επίθεση. Αυτή όμως εξαπελύετο από πέντε σημεία, με εντολή την πάση θυσία διείσδυση εντός του συγκροτήματος. Εξαπελύετο και από άλλα δύο σημεία, στα δύο άκρα της παρατάξεως, με εντολή την προώθηση, από αντίθετες κατευθύνσεις, παράλληλα προς τα αλβανικά σύνορα (βλέπε χάρτη), ώστε να κυκλωθεί όλο το συγκρότημα του Βίτσι.

 

Οι περισσότερες των ισχυρών αυτών επιθέσεων αιφνιδίασαν τους αντάρτες και σημείωσαν γι” αυτό κατά την πρώτη ημέρα αισθητές προόδους. Η άμυνα έγινε άγρια και πεισματική αργότερα, το πρωί της επομένης, της 11ης του μηνός, αλλά ήταν πλέον αργά, γιατί είχαν πραγματοποιηθεί σημαντικές διεισδύσεις. Πάντως, από τη στιγμή εκείνη η μάχη του Βίτσι έγινε πολύ σκληρή.

Οι μεν πολεμούσαν με την ορμή που δίνει το δράμα της τελικής νίκης και της αποκαταστάσεως της ελευθερίας. Οι άλλοι, άνδρες και γυναίκες, πολεμούσαν με ανάλογη ορμή, με την ορμή που δίνει η απελπισία, το ναυάγιο του θαύματος στο οποίο είχαν πιστέψει, η απώλεια του τόπου όπου είχαν γεννηθεί, η προοπτική μιας χαμένης ζωής, ζωής εξόριστης έπειτα από τρία χρόνια υπεράνθρωπων προσπαθειών, στερήσεων και θυσιών.

Κάθε τμήμα γης που χανόταν, γινόταν αντικείμενο, φοβερών αντεπιθέσεων. Στις 14 του μηνός, για να ανακουφισθεί το συγκρότημα του Βίτσι, ο Δ.Σ.Ε. εξαπέλυσε ισχυρή αντεπίθεση στον Γράμμο. Συνετρίβη γρήγορα.

Γιατί τώρα ο Στρατός δεν είχε μόνο ορμή: ήταν και πολύ ισχυρότερος. Έπειτα, στο Βίτσι, μετά τις εντελώς πρώτες επιτυχίες, επωφελείτο ενός άλλου τακτικού πλεονεκτήματος: με τη διάνοιξη πολλών ρηγμάτων (βλέπε βέλη στο χάρτη υπ” αριθμόν 8), το ορειβατικό πυροβολικό κατελάμβανε καλύτερες και πολύ κατάλληλες θέσεις, και κτυπούσε αποτελεσματικά τα οχυρωμένα σημεία, που ήταν πλέον καλύτερα ορατά.

Η μόνη επίθεση που δεν εξελίχθηκε σύμφωνα με τα σχέδια ήταν εκείνη η οποία από το νότιο άκρο έπρεπε να προχωρήσει προς βορράν, κατά μήκος της αλβανικής μεθορίου. Υπήρξε αργή.

Το σφάλμα ήταν ότι άρχισε ημέρα και όχι νύκτα, όπως προεβλέπετο. Κατά τα άλλα όμως, τα κύρια αίτια της βραδύτητος δεν ήταν μόνον η δυσκολία του εδάφους και η προβαλλόμενη άμυνα: ήταν και τα εξαιρετικά φονικά πυρά που προήρχοντο από το αλβανικό έδαφος.

Τα πυρά αυτά ήταν τόσο φονικά ώστε στην Αθήνα προεκάλεσαν σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των ενήμερων Υπουργών και του Πρωθυπουργού των. Πράγματι, μερικά μέλη της Κυβερνήσεως Διομήδη (ο Σοφούλης είχε πεθάνει στις 24 Ιουνίου και είχε αντικατασταθεί από τον Αντιπρόεδρό του) επέμειναν να εισέλθουν ελληνικά τμήματα στην Αλβανία και να εξουδετερώσουν όσους παρενέβαιναν εκ του ασφαλούς στη μάχη. Τελικά, οι απόψεις των Υπουργών αυτών δεν ελήφθησαν υπ” όψιν. Το ελληνικό αίμα δεν στοίχιζε τότε ακριβά.

Σημειώθηκε και άλλο επεισόδιο, στο οποίο η Αλβανία ευθέως ανεμείχθη κατά τη μάχη του Βίτσι.

Σε ένα λόφο που βρισκόταν σε επαφή με τα αλβανικά σύνορα, έγινε αντιληπτό, μετά από μία πολύ αιματηρή σύγκρουση, ότι ένας λόχος του μικρού Αλβανικού Στρατού είχε πολεμήσει, με γενναιότητα μάλιστα, μαζί με τους αντάρτες. Επί του πεδίου της μάχης βρέθηκαν τα χαρτιά του διοικητού του λόχου, μετρήθηκαν είκοσι Αλβανοί στρατιώτες νεκροί, και συνελήφθησαν επτά αιχμάλωτοι. Περίεργο επεισόδιο, με το οποίο εν τούτοις δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς, ιδίως επειδή δεν φαίνεται να είχε σημειωθή άλλο ανάλογο.

Το σημαντικό γεγονός είναι ότι η μάχη του Βίτσι, όσο και αν υπήρξε άγρια και πεισματική, κατ” ούσίαν, τελείωνε το βράδυ της 15ης Αυγούστου. Στις 16, η αντίσταση έπαυε και στα πλέον απόρθητα σημεία του ορεινού συγκροτήματος.

Η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε βιαστικά αποχωρήσει από την τότε πρωτεύουσα (το χωριό Πυξός, δυτικά της λίμνης της Μικρής Πρέσπας), για να καταφύγει στην Αλβανία. Την ακολουθούσαν 4.000 μαχηταί (μεταξύ των οποίων ακαθόριστος αριθμός τραυματιών), που απεστάλησαν αμέσως στον Γράμμο. Χίλιοι περίπου άνδρες αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στη Γιουγκοσλαβία, όπου αφοπλίσθηκαν και μετεφέρθησαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

Η δεύτερη φάση της επιχειρήσεως «Πυρσός», δηλαδή η φάση της καταλήψεως του Βίτσι, ήταν πολύ πιο αιματηρή από την πρώτη, της παραπλανητικής επιθέσεως κατά του Γράμμου: εντός πέντε ημερών ο Εθνικός Στρατός είχε 1.682 αξιωματικούς και στρατιώτες εκτός μάχης. Ο Δ.Σ.Ε. είχε 1.182 νεκρούς και, κατά τους αιχμαλώτους, ίσο περίπου αριθμό τραυματιών.

Από της πλευράς του σεβασμού που οφείλεται στη ζωή του ανθρώπου, η εκατόμβη ήταν ανατριχιαστική. Αν όμως ελάμβανε κανείς υπ” όψιν του μόνο τη στεγνή στρατιωτική πλευρά, ο όγκος των δύο στρατών δεν επέτρεπε τη σύγκριση των απωλειών. Για τον Δ.Σ.Ε. το πλήγμα ήταν πάρα πολύ βαρύτερο.

Για τον Δ.Σ.Ε. ήταν κατ” ουσίαν η «παλαιά φρουρά» που πολεμούσε. Που πολεμούσε και πέθαινε… χωρίς ελπίδα…

 

Μολαταύτα, παρά τη θεαματική ήττα του Βίτσι, ο ελληνικός κομμουνισμός, εν πλήρει ομοφωνία, απεφάσισε να συνεχίση τον αγώνα. Ένα ανακοινωθέν του Πολεμικού Συμβουλίου, του Πολιτικού Γραφείου της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. και του Γενικού Αρχηγείου του Δ.Σ.Ε., που είχαν συνεδριάσει από κοινού στις 20 Αυγούστου, δήλωνε: «Ο εχθρός συγκεντρώνεται στον Γράμμο για μια αποφασιστική αναμέτρηση. Στον Γράμμο έχουμε όλες τις δυνατότητες να καταφέρουμε το θανάσιμο πλήγμα στον εχθρό. Έχουμε αρκετή δύναμη, ισχυρά μέσα και πλεονεκτικό έδαφος. Στον Γράμμο απέτυχε πέρυσι ο μοναρχοφασισμός. Στον Γράμμο φέτος του καταφέραμε σοβαρό χτύπημα με τον ελιγμό του Απρίλη. Στον Γράμμο, 2 με 8 Αυγούστου, έσπασε τα μούτρα του. Έχουμε και την πείρα του Βίτσι και το σοβαρό μάτωμα που προκαλέσαμε στον εχθρό στο Βίτσι. Εδώ μπορούμε και πρέπει να θάψουμε τον μοναρχοφασισμό».

Όλες οι διαταγές που βρέθηκαν σε νεκρούς μετά τη μάχη ήταν γραμμένες στον ίδιο τόνο. Επέμεναν: «Ο Γράμμος θα γινόταν για τον εχθρό το αξεπέραστο βουνό κι ο οριστικός του τάφος».

Όποιοι και αν ήταν οι σκοποί της αμύνης του Γράμμου, καταλαμβάνεται κανείς από δέος όταν βλέπει με πόση ελαφρότητα το ιδεολογικό πείσμα λίγων ηγετικών στελεχών μπορεί να οδηγήση στο θάνατο άνδρες και γυναίκες στο άνθος της ηλικίας τους, και στο άνθος των ψευδαισθήσεών τους.

Γιατί αν ο Ζαχαριάδης και ο Γούσιας κινητοποιούσαν όλες τις δυνάμεις τους, γνώριζαν ότι ο Στρατός θα κατέφερε φοβερό κτύπημα.

Με μια απότομη και ραγδαία μετακίνηση στρατευμάτων, μεγάλο μέρος των μονάδων που είχαν καταλάβει το Βίτσι βρέθηκαν ενώπιον του Γράμμου, ο οποίος ήδη επολιορκείτο στενά. Εδώ η επίθεση ανεμένετο και ο αιφνιδιασμός δεν μπορούσε να επιτύχει παρά μόνον ως προς τοπικές επιχειρήσεις. Για να υπάρξει ταχύ αποτέλεσμα και να μειωθούν οι απώλειες, έπρεπε κυρίως να υπολογίζει κανείς στη σκληρότητα των πρώτων κρούσεων, ώστε να ανοιχθούν ρήγματα και να κλονισθεί το ηθικό του αντιπάλου.

Οι κρούσεις επρόκειτο να είναι τρομακτικές.

Στις 22, όλα ήταν έτοιμα. Ο Βασιλεύς Παύλος, συνοδευόμενος από τον Στρατηγό Βεντήρη, τον Στρατηγό Βαν Φλητ και άλλους ξένους αξιωματικούς, είχε φθάσει εκείνη την ημέρα σ” ένα πολύ προχωρημένο φυλάκιο του όρους Αμμούδα. Επρόκειτο η άφιξή του να δώσει τρόπον τινά το σήμα της εξαπολύσεως της επιθέσεως. Την τελευταία όμως στιγμή, κατόπιν διαταγής του Αρχιστρατήγου και παρά την επί τόπου άφιξη του Βασιλέως, η επίθεση ανεβλήθη επί τριήμερον.

Για την αναστολή της επιθέσεως ο Παπάγος είχε ένα σπουδαίο λόγο, που επρόκειτο να είναι τρομερός για τον εχθρό: οι Αμερικανοί είχαν μόλις παραδώσει 50 αεροπλάνα Χελντάιβερς που είχαν τη δυνατότητα να κάνουν καθέτους εφορμήσεις μέσα στα βουνά, να πολυβολούν, να βομβαρδίζουν ή να καίνε με εμπρηστικές βόμβες, με μεγάλη ακρίβεια. Ήθελε λοιπόν ο Αρχιστράτηγος να είναι σε θέση να δράσουν και τα αεροπλάνα αυτά.

 

Έτσι, προ της αυγής της 25ης Αυγούστου, ένας κατακλυσμός φωτιάς και σιδήρου έπεσε επί των ορεινών θέσεων που υπερήσπιζαν το τελευταίο φρούριο του Δ.Σ.Ε. Το κλειδί της αμύνης προς βορράν, μια ψηλή ράχη μεταξύ της Ι και της III Μεραρχίας (βλέπε χάρτη), σφυροκοπήθηκε από εκατό πυροβόλα και από την αεροπορία. Ο βομβαρδισμός των θέσεων που ήταν ενώπιον της XV Μεραρχίας ήταν επίσης από τους ισχυρότερους.

Έτσι, ο Στρατηγός καπετάν Γούσιας, ο μπαλωματής του Συρράκου Γιώργος Βροντίσιος, νόμισε ότι το σχέδιο του αντιπάλου ήταν να εισβάλει στο οχυρό Καταφύγιο διασπώντας τη γραμμή Τσάρνο-Πύργος-Κιάφα-Αρένα. Την ενίσχυσε λοιπόν αμέσως με όλες τις εφεδρείες του.

Αυτό διευκόλυνε την εφαρμογή των σχεδίων του Αρχιστρατήγου. Γιατί η ισχυρή πίεση επί της γραμμής αυτής, η οποία στις 6 το πρωί εξεδηλώθη και με μαζικές επιθέσεις πεζικού, απέβλεπε συγχρόνως και σε κάτι άλλο: τη μείωση της αιματοχυσίας που γινόταν για να επιτύχει το τολμηρό κλείσιμο της τανάλιας παράλληλα προς τα αλβανικά σύνορα· εκείνο το εγχείρημα που είχε εις μάτην δοκιμασθεί το 1948 και που θα επανελαμβάνετο τώρα: από νότου και από βορρά θα κυκλωνόταν επί των συνόρων το συγκρότημα του Γράμμου, ενώ συγχρόνως θα υφίστατο και ισχυρή μετωπική επίθεση επί πολλών σημείων.

Η άμυνα υπήρξε παντού αγριότατη. Οι μαζικοί βομβαρδισμοί φαίνονταν να μην είχαν προκαλέσει σοβαρές ζημίες. Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό ότι είχαν πάντως επηρεάσει το ηθικό. Γιατί όταν κατά το μεσημέρι της πρώτης ημέρας το απειλητικό και αποφασιστικό Τσάρνο (υψόμετρο 1.430, δίπλα στον Πύργο, στον χάρτη ), κατελήφθη με μια τελική επίθεση δια της λόγχης, δεν έγινε καν απόπειρα ανακαταλήψεώς του δι” αντεπιθέσεως. Επίσης, οι μεγάλης σημασίας γειτονικές τοποθεσίες που κατελήφθησαν μία έως δύο ώρες αργότερα, στοίχισαν πολύ αίμα, αλλά έμειναν οριστικά στα χέρια των τακτικών τμημάτων.

Έως το βράδυ, κατόπιν σφοδροτάτων συγκρούσεων, κατελαμβάνοντο και άλλες θέσεις-κλειδιά της αμύνης του Γράμμου.

Χάρις στην κατάληψη αυτών των θέσεων, μερικά τμήματα του Στρατού κατόρθωσαν να διεισδύσουν κατά τη νύκτα εντός του ορεινού Καταφυγίου. Οι δύο προωθήσεις, παράλληλα προς τα σύνορα, εξελίσσοντο και αυτές ικανοποιητικά.

Την επομένη το πρωί, στις 26 του μηνός, η όψη του πεδίου της μάχης ήταν εντελώς διαφορετική από ό,τι ήταν προ είκοσι τεσσάρων ωρών.

Στις 26 οι μάχες γίνονταν πλέον εντός του ορεινού συγκροτήματος, και από το άλλο μέρος έκλεινε περισσότερο η τολμηρή τανάλια που επρόκειτο να σφραγίσει τα αλβανικά σύνορα. Η βολή του ορειβατικού πυροβολικού ήταν πολύ περισσότερο αποτελεσματική, γιατί γινόταν από πιο προωθημένες και καλύτερες θέσεις. Η αεροπορία συνέχιζε τις επιθέσεις της, οι οποίες, σε πιο περιορισμένο χώρο, ήταν περισσότερο εντυπωσιακές και φονικές.

Στις 26, το πείσμα της αντιστάσεως είχε μειωθεί. Διετηρείτο πλήρες σε ορισμένες θέσεις, εξασθενούσε σε άλλες, και σε μερικές έπαυε εντελώς.

Η άμυνα επρόκειτο να δεχθεί εκείνη την ημέρα ένα άλλου είδους κτύπημα, το οποίο δεν ανέμενε.

Έως τότε, η Αλβανία είχε κάνει το παν για να βοηθήσει τον Δ.Σ.Ε. Αλλά την 25η Αυγούστου, οι δύο επιθέσεις του Στρατού κατά μήκος των αλβανικών συνόρων δεν παρενοχλήθηκαν από σοβαρά πυρά προερχόμενα από το αλβανικό έδαφος. Το απόγευμα τα πυρά αυτά σταμάτησαν εντελώς.

Ο Εμβέρ Χότζα, ο νέος τότε Αλβανός δικτάτωρ, είχε αιφνιδίως φοβηθεί: ήταν απομονωμένος. Ο Τίτο διέκειτο εχθρικά απέναντί του. Θάλασσα τον χώριζε από τους προστάτες της χώρας του, που, μετά τους Ιταλούς και προ των Κινέζων, ήταν οι Ρώσοι. Εάν ο Ελληνικός Στρατός, αναδιοργανωμένος, γεμάτος ορμή, και συγκεντρωμένος επί των συνόρων του, του έδινε ξαφνικά ένα απότομο κτύπημα, θα κατελάμβανε άνευ αντιστάσεως όλη τη Νότιο Αλβανία, της οποίας ο πληθυσμός ήταν κατά πλειοψηφία ελληνικός. Δεν θα σταματούσε παρά στις καταλληλότερες για την άμυνά του τοποθεσίες, που δεν θα είχε παρά να διαλέξει. Και όταν ο Ελληνικός Στρατός εγκαθίστατο εκεί… «μακάριοι οι κατέχοντες»…

Στις 26 Αυγούστου λοιπόν, εν πλήρει μάχη, ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των Τιράνων έσπευσε να αναγγείλει ότι όποιος Έλλην διήρχετο τα αλβανικά σύνορα θα αφοπλιζόταν, θα συνελαμβάνετο και θα ετίθετο υπό περιορισμόν.

Έτσι, ο Αλβανός δήλωνε εμμέσως προς όλο τον κόσμο ότι η μάχη είχε χαθή. Και ήταν μόνο η δεύτερη ημέρα…

Παρ” όλα αυτά, πολλά προπύργια του Δ.Σ.Ε. ημύνθησαν μέχρι του τελευταίου ανδρός. Αλλά ήταν μάταιο.

Οι σκληρές μάχες συνεχίσθηκαν χωρίς καμιά διακοπή στις 26 και στις 27, αλλά οι πρόοδοι που σημείωναν τα τακτικά στρατεύματα έδειχναν σαφώς ότι η μάχη είχε κριθή. Έπρεπε πλέον να τελειώσει το ταχύτερο, για να μειωθούν κατά το δυνατόν οι απώλειες.

Το βράδυ της 27ης, όλοι οι διοικηταί των μεραρχιών του Εθνικού Στρατού έπαιρναν τη διαταγή να επιτεθούν καθ” όλη τη νύκτα εναντίον των θέσεων που ανθίσταντο ακόμη, και ιδίως εναντίον των θέσεων που στηρίζονταν στην αλβανική μεθόριο. Η εντολή όριζε ότι η επίθεση θα συνεχιζόταν χωρίς καμιά διακοπή.

Σημειώθηκαν μερικές σκληρές συγκρούσεις κατά τις δύο επόμενες ημέρες. Ήταν όμως μεμονωμένες.

Στις 28, την εβδόμη εσπερινή, κατελαμβάνετο η κορυφή του Γράμμου, σε υψόμετρο 2.520 μέτρων. Στις 29 κατελαμβάνοντο άλλες δεσπόζουσες και οχυρωμένες θέσεις. Το πρωί της 30ής Αυγούστου έπεφτε το φοβερό Κάμενικ, η ισχυρότερη θέση-κλειδί στην αλβανική μεθόριο.

Στις δέκα το πρωί της ημέρας εκείνης ο άγων έληγε.

Σ” αυτή την τελευταία και μάταιη γι” αυτόν μάχη, ο Δ.Σ.Ε. έχανε 922 νεκρούς, και περί τους χίλιους αιχμαλώτους και λιποτάκτες. Είχε υποχωρήσει παίρνοντας μαζί του περί τους 1.500 τραυματίες.

Η αυτοκτονία είχε αποφασισθεί από κοινού, αλλά για τους άλλους, όχι για τους ηγέτες: κανένα μέλος του Πολεμικού Συμβουλίου, του Πολιτμπυρώ, ή του Γενικού Αρχηγείου του Δ.Σ.Ε. δεν ήταν μεταξύ των νεκρών.

Τα λάφυρα, εξάλλου, που περιήρχοντο στα χέρια του Στρατού, έδειχναν με τον όγκο τους και την ποικιλία τους την ισχύ της αμύνης. Τα πολυβόλα υπερέβαιναν τα 600, οι όλμοι διαφόρων διαμετρημάτων τους 200, τα πυροβόλα έφταναν τα 40, οι χειροβομβίδες σε πολλές χιλιάδες, τα πολεμοφόδια γενικώς σε πολλούς τόννους.

Ο Στρατός, κατά την τρίτη φάση της επιχειρήσεως «Πυρσός», πάλι εντός πέντε ημερών, είχε 1.795 αξιωματικούς και στρατιώτες εκτός μάχης. Δηλαδή για τις τρεις φάσεις ο αριθμός ανήρχετο σε 3.960. Οι συνολικές απώλειες του Δ.Σ.Ε. κατά τον τρομερό εκείνο Αύγουστο έφθαναν σε 2.280 νεκρούς, 3.000 περίπου τραυματίες και 1.632 αιχμαλώτους και λιποτάκτες.

Η επιτάφιος πλάκα είχε σφραγίσει τον τάφο για τον οποίο είχε μιλήσει το Κ.Κ.Ε. Αλλά, αντιθέτως προς τις ελπίδες του, ο τάφος έκλεινε τα σώματα των παιδιών του, παρά τις προσπάθειές τους και τις θυσίες τους…

Ο ανταρτοπόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει.

Ο Εθνικός Στρατός είχε τελικά εξέλθει νικητής από ένα φοβερό και ιδιόρρυθμο πόλεμο, που η τακτική του του ήταν ξένη.

Την παραμονή της ενάτης επετείου της ενάρξεως του Ελληνοϊταλικού πολέμου, την 27η Οκτωβρίου 1949, ο Αλέξανδρος Παπάγος προήγετο σε Στρατάρχη -τίτλος απονεμόμενος για πρώτη φορά σε Έλληνα αξιωματικό.

Μέσα στους τάφους και τα ερείπια, τα συσσωρευμένα επί εννέα έτη πολέμου και ανταρτοπολέμου, ο Ελληνικός Λαός γνώριζε και πάλι επιτέλους την ελευθερία και την ειρήνη.

Αυτά τα αγαθά, τα τόσο απλά και τόσο φυσικά, είχαν τόσο πολύ λησμονηθεί και φαίνονταν τόσο ωραία, ώστε διηρωτάτο κανείς αν θα τα χαιρόταν για πολύ καιρό.

Αυτό το άγχος θα βάραινε στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου κατά τα επόμενα χρόνια.

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα