Οι δελφικοί χρησμοί σφυρηλάτησαν την ελληνική αρχαιότητα, αν και οι διφορούμενες προφητείες της Πυθίας δεν ήταν σίγουρα για όλους.

Χρειαζόταν σωφροσύνη και ευθυκρισία για να μαντέψεις τα σωστά βήματα και να μη βρεθείς στη λάθος πλευρά της Ιστορίας.

Οι Έλληνες δεν έπαιρναν αψήφιστα τις βουλές των θεών και τα αποκαλυπτικά μηνύματά τους. Η Πυθία, η εκάστοτε Πυθία, η πρωθιέρεια του Απόλλωνα στο Μαντείο των Δελφών, έπεφτε σε έκσταση και μετέφερε τη χρησμοδότηση του θεού προς τον ενδιαφερόμενο, καθώς όλοι ήθελαν να μάθουν τις θεϊκές διαθέσεις για τα σχέδιά τους.

Λακωνικοί, δυσνόητοι, αινιγματικοί και διφορούμενοι, οι χρησμοί της Πυθίας δεν ήταν παίξε-γέλασε και η σωστή αποκωδικοποίησή τους ήταν υψίστης σημασίας για τα μελλούμενα του αρχαίου κόσμου.

Η μυστηριώδης λαλιά της ιέρειας έδινε μορφή και υπόσταση σε εκστρατείες και πολιτικά γεγονότα που άλλαζαν τον τότε γνωστό κόσμο. Και τα παραδείγματα είναι εδώ άφθονα.

Με έναν τέτοιο χρησμό ο βασιλιάς της Σπάρτης και κορυφαίος νομοθέτης Λυκούργος έθεσε τα θεμέλια του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Όπως μας λέει ο Πλούταρχος, ο Λυκούργος κατέληξε στη νέα του νομοθεσία («Ρήτρα») υπό την άμεση επίβλεψη της Πυθίας, εγκαθιδρύοντας τελικά ένα καθεστώς πολιτικής και κοινωνικής ευνομίας. Κι όταν έφτασε στα τελευταία του, πάλι το Μαντείο των Δελφών επικαλέστηκε για να δεσμεύσει τους εφόρους και τον λαό στη θεόπνευστη νομοθεσία που τους είχε εκχωρήσει, κάνοντας τη λυκούργεια «Ρήτρα» να ζήσει για περισσότερα από 500 χρόνια.

Και ο Σόλων ο Αθηναίος κάτι αντίστοιχο δεν έκανε για να εγκαθιδρύσει θεσμικά τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία και να ανατρέψει τους ανηλεείς Δρακόντειους Νόμους; Χρησμό του Μαντείου των Δελφών επικαλέστηκε κι αυτός εγκαινιάζοντας τις σαρωτικότερες αλλαγές που είδε ποτέ δημοκρατική μεταρρύθμιση.

Αμ και ο Γρίνος κάπως έτσι δεν ίδρυσε την Κυρήνη του περί το 630 π.Χ., την αποικία της Θήρας στη Βόρεια Αφρική που θα μετατρεπόταν σε ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά, εμπορικά και θρησκευτικά κέντρα του ελληνικού κόσμου! Όπως μας λέει ο Ηρόδοτος, ήταν ο Απόλλωνας που τον κάλεσε να αποικήσει τη Λιβύη σε δελφικό χρησμό του 639 π.Χ. Ο Γρίνος τον αψήφησε, είδε εφτά τραγικά χρόνια ξηρασίας στο νησί και έσπευσε τότε στην εκστρατεία για να βρει τη Λιβύη και να την καταλάβει.

Ακόμα και ο πανίσχυρος μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β’, αφού ένωσε υπό την ηγεμονία του τα υπόλοιπα ελληνικά βασίλεια της εποχής, θέτοντας ουσιαστικά τις βάσεις για την κατοπινή αλεξάνδρεια εκστρατεία, δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσει να αγνοεί την πανελλήνια αίγλη του Μαντείου των Δελφών.

Και τη δύναμη της Δελφικής Αμφικτιονίας φυσικά, την οποία κατέκτησε στον Γ’ Ιερό Πόλεμο και έλεγχε τώρα με τέτοιον τρόπο που ανάγκασε τον Δημοσθένη να κατηγορήσει την Πυθία ως «φιλιππίζουσα» (όπως μας βεβαιώνει ο Πλούταρχος). Η Πυθία τον αντάμειψε με έξι χρησμούς και τον έπεισε πως ήταν καλύτερο να αποκτήσει οικονομική δύναμη παρά στρατιωτική υπεροχή («Αργυρέαις λόγχαισι μάχου και πάντα κρατήσεις»), διαβάζοντας σωστά πως ο χρησμός δεν αναφερόταν στις λόγχες των στρατιωτών του αλλά στα ασημένια νομίσματα που είχε μόλις κόψει. Εκεί, στα πλούσια κοιτάσματα του Παγγαίου σε χρυσό και άργυρο, θα βασιζόταν η κατοπινή κοσμοκρατορία των Μακεδόνων.

Είναι πραγματικά αναρίθμητοι οι δελφικοί χρησμοί που διαμόρφωσαν στο γενικό του περίγραμμα τον αρχαίο κόσμο. Δεν ήταν άλλωστε μόνο οι Έλληνες που πήγαιναν για να ακούσουν αυτά τα «ήξεις αφήξεις», το ίδιο έκαναν πολλοί ακόμα λαοί της Ανατολικής Μεσογείου (Λύδοι, Φρύγες, Αιγύπτιοι κ.λπ.).

Η διφορούμενη απόκριση της Πυθίας αποτελούσε τη σημαντικότερη πρόβλεψη για την έκβαση κατακλυσμιαίων γεγονότων και ήταν σχεδόν αδιανόητο για τους βασιλιάδες και τους νομοθέτες της εποχής να μη σπεύσουν να τη συμβουλευτούν. Στο όνομα του Μαντείου των Δελφών έλαβε εξάλλου χώρα και το μόνο μαζικό έγκλημα των προγόνων μας.

Μόνο που κάποια στιγμή όλα αυτά θα έφταναν στο τέλος τους. Το σημαντικότερο μαντείο του αρχαιοελληνικού κόσμου, ο ίδιος ο ομφαλός της Γης, όπως πίστευαν οι πρόγονοί μας, θα έχανε τη λάμψη του, πέφτοντας θύμα λεηλασιών, φυσικών καταστροφών και εκδικητικών ορέξεων. Της ανθρώπινης βαρβαρότητας δηλαδή.

Ο ρωμαίος στρατηγός Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας λεηλάτησε τους Δελφούς κατά τον Α’ Μιθριδατικό Πόλεμο το 86 π.Χ., ενώ κάτι αντίστοιχο φαίνεται να έκανε και ο αυτοκράτορας Νέρωνας το 66 μ.Χ. Παρά το γεγονός ότι η δυναστεία των Φλάβιων σεβάστηκε τον χώρο και προσπάθησε να τον αποκαταστήσει, το μαντείο είχε απωλέσει την αίγλη και τη δύναμή του.

Κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα μ.Χ., όσο η νέα θρησκεία του χριστιανισμού κέρδιζε ολοένα και περισσότερο έδαφος, τόσο πιο πολύ υποχωρούσαν και διώκονταν τα εθνικά δόγματα, κατά την τελευταία αυτή φάση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η αντιπαγανιστική νομοθεσία των φλάβιων αυτοκρατόρων στέρησε από τους ελληνικούς ναούς και τα μαντεία ό,τι περιουσιακό στοιχείο είχαν. Ήταν το μέτρο που θα έβαζε την οριστική ταφόπλακα στους Δελφούς.

Παρά το γεγονός ότι το περίβλεπτο μαντείο έκλεισε επισήμως κατά τον δεύτερο διωγμό των εθνικών και των ειδωλολατρών από τον Θεοδόσιο Α’ το 391 μ.Χ., κάποιος προσπάθησε να αναβιώσει την αίγλη του, αντιστρέφοντας την περιρρέουσα θρησκευτική ατμόσφαιρα. Ως Ιουλιανός ο Παραβάτης θα έμενε γνωστός επειδή αντιστρατευόταν τον χριστιανισμό.

Αυτός έστειλε στους Δελφούς τον γιατρό του για να μάθει αυτό που έμελλε να είναι ο τελευταίος χρησμός της Πυθίας. Ο Πύθιος Απόλλωνας δεν θα ξανακουγόταν ποτέ πια στον κόσμο…

Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης και η μάχη χριστιανισμού και ειδωλολατρίας

Πριν φτάσει στα πράγματα ο ρωμαίος αυτοκράτορας της πρωτοβυζαντινής περιόδου Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός, περισσότερο γνωστός ως Ιουλιανός ο Παραβάτης ή Ιουλιανός ο Αποστάτης, αν και κάποιοι επιμένουν να τον χαρακτηρίζουν Μέγα, οι παγανιστές αποκαλούνταν «Εθνικοί». Μετά τον Ιουλιανό, θα τους ήξεραν ως «Έλληνες».

Ήταν πράγματι ο άνθρωπος που καθιέρωσε τον όρο «Έλληνας» να σημαίνει τον οπαδό της παλιάς θρησκείας, της εθνικής, των ειδωλολατρών που πίστευαν ακόμα στο παραδοσιακό Δωδεκάθεο. Ως Έλληνας αυτοπροσδιοριζόταν έπειτα από τόσα και τόσα χρόνια ρωμαϊκού ζυγού.

Ο ανιψιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας του ανέβηκε στο τιμόνι της Ρώμης ως καίσαρας το 361 μ.Χ., σε μια εποχή που ο χριστιανισμός είχε πια βαθιές ρίζες στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ως ο μόνος παγανιστής αυτοκράτορας μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο, όχι μόνο αποκήρυξε τη νέα πίστη, αλλά έκανε και ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την υπονομεύσει ανοιχτά.

Έχοντας λάβει ευρύτατη κλασική παιδεία και μιλώντας άπταιστα τα ελληνικά, ο ειδωλολάτρης Ιουλιανός δεν έβλεπε με καλό μάτι την εξάπλωση του χριστιανισμού, τον οποίο θεωρούσε ασύμβατο με τον ελληνικό τρόπο ζωής («Ημίν ανήκουσιν η ευγλωττία και αι τέχναι της Ελλάδος και η των Θεών αυτής λατρεία, υμέτερος δε κλήρος εστί η αμάθεια και η αγροικία και ουδέν πλέον. Αύτη εστίν η σοφία υμών»).

Ήθελε διακαώς την επιστροφή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην εθνική θρησκεία και προσπάθησε όχι μόνο να αναβιώσει τα ελληνικά ήθη και έθιμα, αλλά και να περιστείλει δραστικά την απήχηση του χριστιανισμού στα λαϊκά στρώματα.

Αφού αποκατέστησε λοιπόν επισήμως την εθνική θρησκεία το 362 μ.Χ., απαγόρευσε σε χριστιανούς ρητοροδιδασκάλους και γραμματικούς να διδάσκουν την κλασική παιδεία των Ελλήνων (με διάταγμα στις 13 Μαρτίου του 362 μ.Χ.). Και το δικαιολογούσε στη βάση της ασυμβατότητας των δύο παραδόσεων, της κλασικής ελληνικής διδασκαλίας και της χριστιανικής κοσμοθεωρίας, όπως διαβάζουμε στην επιστολή του (επιστολή #42) που διασώζεται αποσπασματικά:

«Σωστή παιδεία, νομίζω, δεν σημαίνει το να χειρίζεσαι τις λέξεις με ευρυθμία, αλλά το να σε διακρίνει η υγιής νοητική διάθεση να σκέφτεσαι λογικά, να έχεις σωστές απόψεις για το καλό και το κακό, το ωραίο και το αισχρό. Αυτός, λοιπόν, που άλλα πιστεύει και άλλα διδάσκει σε όσους μαθητεύουν πλάι του, νομίζω έχει απομακρυνθεί τόσο από την παιδεία όσο και από την τιμιότητα».

Όταν πίστεψε πως τακτοποίησε το θρησκευτικό ζήτημα στα εδάφη του, στράφηκε κατόπιν στο Μαντείο των Δελφών θέλοντας να αναβιώσει την παλιά του δόξα. Εκχώρησε στους ιερείς του Πύθιου Απόλλωνα πλήθος προνομίων και τους προικοδότησε με τακτές εισφορές, λαμβάνοντας πολλά ακόμα μέτρα τόσο για την παλινόρθωση της εθνικής θρησκείας όσο και την άμεση υπονόμευση του χριστιανισμού. Κι έχουμε τον έγκριτο ιστορικό της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου Αμμιανό Μαρκελλίνο να μας τα βεβαιώνει αυτά στην «Ιστορία» του.

Κάποια στιγμή λοιπόν ο θρησκευτικός μεταρρυθμιστής της αυτοκρατορίας στέλνει τον προσωπικό του γιατρό και άνθρωπο της εμπιστοσύνης του Ορειβάσιο να συμβουλευτεί την Πυθία για τον καλύτερο δυνατό τρόπο αναβίωσης της αίγλης του μαντείου. Θεωρούσε πως τα χαρμόσυνα νέα για τα μέτρα του θα είχαν φτάσει ως τους Δελφούς και ο Απόλλωνας θα είχε έναν καλό λόγο να πει για όλα αυτά. Ήταν άλλωστε ο άνθρωπος που επανέφερε τις παραδόσεις των αρχαίων Ελλήνων και ξαναζωντάνεψε το μαντείο!

Μόνο που η απόκριση της Πυθίας, στον τελευταίο χρησμό που έδωσε ποτέ, θα σήμανε και το τέλος όχι μόνο του ιερού, αλλά και όλου του αρχαιοελληνικού κόσμου. Όπως μας τα παραδίδει ο χριστιανός ιστορικός της εποχής Φιλοστόργιος, η Πυθία αποφάνθηκε: «Είπατε τω βασιλήι, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν ου μαντίδα δάφνην, ου παγάν λαλεούσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ» («πέστε του βασιλιά: γκρεμίστηκαν οι πλουμιστές αυλές εχάθη, δεν έχει ο Φοίβος πια καλύβι, ούτε προφητικιά έχει δάφνη μήτε πηγή που να λαλά και το μελητικό νερό βουβάθη», σε μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη).

Η Πυθία προφήτευσε όχι μόνο το δικό της τέλος αλλά και την πτώση όλων των παλαιών θεών. Όσο για τον ίδιο τον Ιουλιανό, τον επόμενο χρόνο θα ήταν κι αυτός παρελθόν, καθώς σε εχθροπραξίες με τους Πέρσες το 363 μ.Χ. θα τρυπιόταν πισώπλατα από το δόρυ άραβα στρατιώτη και θα άφηνε την τελευταία του πνοή στη σκηνή του. Μαζί του πέθανε και όλος ο παλιός ο κόσμος. Δεν τον σκότωσε πάντως ο Άγιος Μερκούριος, όπως ήθελε ο χριστιανικός μύθος.

Η νεότερη ιστορική έρευνα αμφισβητεί πάντως τη γνησιότητα της μαρτυρίας του Φιλοστόργιου, θεωρώντας τη χριστιανικό στρατήγημα είτε του ίδιου του εκκλησιαστικού ιστορικού του 4ου αιώνα μ.Χ. (το έργο του οποίου δεν διασώζεται εξάλλου, αναφέρεται απλώς αποσπασματικά σε μεταγενέστερες πηγές) είτε του βυζαντινού χρονογράφου και μοναχού Γεώργιου Κεδρηνού.

Ο οποίος γράφει τον 11ο-12ο αιώνα μ.Χ., κάνοντας μια συρραφή από έργα παλαιότερων χρονογράφων και ιστοριογράφων αμφιβόλου αξιοπιστίας («Σύνοψη Ιστοριών»). Επινόηση θεωρείται άλλωστε και η πολυθρύλητη απάντηση των εθνικών στον χρησμό που διαδιδόταν αργότερα στα πέρατα του χριστιανικού κόσμου: «Έστ’ ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καί ές αεί έσεται» («Θα έρθει η μέρα που ο Φοίβος θα επιστρέψει και θα μείνει για πάντα»).

Αυτός έλεγαν οι ειδωλολάτρες πως ήταν ο πραγματικά τελευταίος χρησμός της Πυθίας, προφητεύοντας την επάνοδο του ελληνικού πνεύματος στα πατρώα του εδάφη. Η σύγχρονη ιστορική έρευνα υποδεικνύει ότι η φράση που μας παραδίδεται δεν ήταν χρησμός, παρά μια παραφθορά της έκκλησης των ιερέων του Φοίβου προς τον αυτοκράτορα για άμεση αποκατάσταση των ζημιών που είχαν προκληθεί στο ιερό. Δοσμένη σε μορφή επιγράμματος, συντάχτηκε είτε από τους δελφικούς ιερείς είτε από τον ίδιο τον ιατροφιλόσοφο Ορειβάσιο με αποδέκτη τον εθνικό αυτοκράτορα.

Παρά τις προσπάθειες του Ιουλιανού, ο κόσμος που ονειρευόταν να αναβιώσει δεν υπήρχε πια. Μπορεί να δήλωνε με παρρησία «Έλλην ειμί» και να απαγόρευε να τον αποκαλούν «δεσπότη», κάτι ανήκουστο για βυζαντινό αυτοκράτορα, οι απόπειρές του θα απέβαιναν ωστόσο άκαρπες. Ο ενθουσιασμός του για παλινόρθωση του Δωδεκάθεου αποδείχθηκε ανεδαφικός, καθώς ο χριστιανισμός είχε ήδη αποκτήσει βαθύτατα ερείσματα στην αυτοκρατορία.

Το 379 μ.Χ. θα ανέβαινε εξάλλου στον θρόνο ο Θεοδόσιος ο Μέγας, απαγορεύοντας όλες τις θρησκείες πλην της χριστιανικής και μετατρέποντας σε εκκλησίες ό,τι είχε απομείνει όρθιο από τους ναούς των εθνικών. Οι παρακμασμένοι Δελφοί χρησμοδοτούσαν τουλάχιστον ως το 384 μ.Χ. και έκλεισαν οριστικά το 391 μ.Χ., με σχετικό διάταγμα του Θεοδοσίου.

«Νενίκηκάς με Ναζωραίε», «με νίκησες Χριστέ», φέρεται να είπε ο Ιουλιανός πριν κλείσει τα μάτια του. Δεν το είπε πιθανότατα, η πραγματικότητα παρέμενε ωστόσο…