Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Απέραντος ο ουρανός» - Διαβάστε το 4o μέρος «Σκυφτός διαβάτης»
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Απέραντος ο ουρανός» - Διαβάστε το 4o μέρος «Σκυφτός διαβάτης»

Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο από το νέο διήγημα του Newsbomb.gr, «Απέραντος ο ουρανός».

Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη ο οποίος το γράφει ειδικά για το Weekend Edition.

O «Απέραντος ο ουρανός» είναι το δεύτερο διήγημα του Κυριάκου για το Newsbomb.gr.

Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο του διηγήματος με τίτλο «Σκυφτός διαβάτης».

Καλή ανάγνωση!

Ήταν Φεβρουάριος όταν ο Κώστας είχε επιστρέψει μαζί με τη Νατάσα από τη χημειοθεραπεία του στο νοσοκομείο. Οι σωματικές του αντοχές στο ναδίρ, το χρώμα του ωχρό και η θλίψη αποτυπωμένη στο πρόσωπό του. Κάθισε σιωπηλός στην πολυθρόνα δίπλα στην τζαμαρία και αφέθηκε σε σκέψεις.

Δυο ημέρες μετά, η κοιλιακή του χώρα είχε πρηστεί. Χρειάστηκε να μεταφερθεί ξανά στο νοσοκομείο ώστε να του αφαιρεθεί μέσω παρακέντησης το ηπατικό υγρό. Ο καρκίνος στο ήπαρ και το πάγκρεας δεν έλεγε να υποχωρήσει.

Μερικές ώρες αργότερα, επέστρεψε στο σπίτι, εμφανώς καταπονημένος. Είχε χάσει αρκετό βάρος, τα μαλλιά του είχαν φυτρώσει δειλά, ενώ οι ουλές μέσα στη στοματική του κοιλότητα του στερούσαν ακόμη και την αίσθηση της δίψας.

Η Νατάσα μαγείρευε κάτι ελαφρύ, όταν ο Κώστας άρπαξε από το χαμηλό τραπέζι μια κορνίζα με μια οικογενειακή φωτογραφία από παρελθοντική εκδρομή στο Σούνιο. Είδε τον εαυτό του να καμαρώνει χαμογελαστός πλάι στον έφηβο γιο του. Σωστός λεβέντης ο Στέλιος, είχε την ίδια πόζα με τον πατέρα του. Στο φόντο ο ναός του Ποσειδώνα λουσμένος από το άπλετο φως του ήλιου.

Ξάφνου, ο Κώστας βούρκωσε. Άρχισε να χαϊδεύει πάνω απ’ το γυαλί τα πρόσωπα της Νατάσας και του γιου τους και το παράπονο τον έπνιξε. Θυμήθηκε πόσα ήθελε να κάνει για χατίρι τους, τα όνειρά του, τις βλέψεις του για το μετά, το παρακάτω, το ύστερα, αλλά… η ασθένεια ορθώθηκε σαν κόκκινο φανάρι και ακινητοποίησε όλες του τις επιθυμίες στο διάβα του χρόνου.

Θύμωσε με τον εαυτό του, διότι όταν πριν από μερικούς μήνες άρχισε να αισθάνεται ενοχλήσεις, δεν απευθύνθηκε σε γιατρό. Νόμισε πως απλώς πονούσε το στομάχι του και απλώς μετρίασε την ανθυγιεινή διατροφή του. Αν είχε ελεγχθεί, ίσως να είχε προλάβει τον καρκίνο στο αρχικό του στάδιο και η όλη του μετέπειτα πορεία να ήταν εντελώς διαφορετική από το μαρτύριο που βίωνε τις τελευταίες εβδομάδες.

Τα «αν» φούντωσαν μέσα του σαν πύρινη λαίλαπα που του έκαιγαν δίχως έλεος το μεδούλι της ψυχής. Άφησε δακρυσμένος την κορνίζα στη θέση της και αμέσως το βλέμμα του έπεσε στην εικόνα με τη Μεγαλόχαρη που κρεμόταν δίπλα στο σκρίνιο. Σούφρωσε χείλη και κούνησε απαξιωτικά το κεφάλι του σαν να Της έπεμπε καημό, μαράζι αλλά συντοχρόνως και θυμό μα και πικρία…

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Ήταν Παρασκευή, όταν ο Μενέλαος άνοιξε την πόρτα του δωματίου του νοσοκομείου και είδε τη Νατάσα να κλαίει με λυγμούς καθισμένη στο πλευρό του Κώστα. Πίσω της ο γιος τους, με σταυρωμένα τα χέρια και τα μάτια καρφωμένα στον πατέρα του, ενώ στην άλλη πλευρά του κρεβατιού, η μητέρα του. Βουβή και παγωμένη σαν τραγική φιγούρα, έβλεπε το ίδιο της το παιδί να ψυχορραγεί και δεν έπαυε να προσεύχεται για ένα θαύμα.

Η Νατάσα πλησίασε τον γιατρό, με μάτια που πετούσαν φλόγες.

«Χθες ήταν καλύτερα. Μιλούσαμε, κουνούσε το κεφάλι του, μου έσφιγγε το χέρι και σήμερα…» ένας κόμπος τύλιξε τις φωνητικές της χορδές. «Σήμερα…» έγειρε το βλέμμα της και είδε τον Κώστα που είχε πέσει σε εγκεφαλικό κώμα από νωρίς το ίδιο χάραμα.

«Μακάρι να ήμουν Θεός. Λυπάμαι Νατάσα. Δεν φαντάζεσαι πόσο!» Ο Μενέλαος βούρκωσε. «Λένε πως εμείς οι γιατροί έχουμε πάθει ανοσία απέναντι σε τέτοιες περιπτώσεις. Εμείς οι γιατροί όμως, είμαστε και άνθρωποι. Πίστεψέ με, αλήθεια λυπάμαι για τον φίλο μου».

«Δηλαδή, θες να μου πεις…» έκανε να μιλήσει, μα δεν άντεξε.

«Όσο αντέξει η καρδιά του. Μία, δύο, πέντε, δέκα ώρες… Όσο αντέξει, καλή μου.

Κρέμασε το πιγούνι της μητέρας του Κώστα, της Σοφίας, σαν άκουσε τα λόγια του γιατρού. Μεμιάς έσκυψε το κεφάλι της στο κρεβάτι, ακριβώς πλάι στον ώμο του γιου της και το τύλιξε με τα χέρια της. Ακόμη και η ύστατη ελπίδα της, μόλις γκρεμίστηκε.

Δίπλα στον Μενέλαο στάθηκε δακρυσμένος ο Στέλιος. «Αυτή είναι η τελευταία σας λέξη;» κρεμόταν από τα χείλη του γιατρού σαν ναυαγός που αναζητά σωσίβιο.

Εκείνος όμως, κατέβασε το κεφάλι του και τότε ο Στέλιος ξέσπασε σε λυγμούς απελπισίας.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Η νύχτα ήταν μαρτυρική! Βάρβαρα τα λεπτά, χαστούκια οι ώρες. Ένα ατέρμονο ψυχικό βασανιστήριο! Οι δείκτες στο ρολόι μπουσούλησαν στα μικρά νούμερα. Σύντομα θα ξημέρωνε Σάββατο! Η ατμόσφαιρα αποπνιχτική…

Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, η Σοφία, ακίνητη στη θέση της, έχασε επαφή με το περιβάλλον, το κεφάλι του Στέλιου κρεμάστηκε, όπως εκείνος καθόταν στην καρέκλα και τα βλέφαρα της Νατάσας, με ζύγι μεγατόνων, έκλεισαν ερμητικά.

Ήταν όλα έτοιμα! Όλα! Κανείς δεν θα καταλάβαινε…

Οι κουρτίνες στο παράθυρο άφηναν μία μικρή χαραμάδα, σαν στενό σοκάκι για τον σκυφτό διαβάτη του χαράματος. Ένα αμυδρό φως τρύπωσε σαν κλέφτης βαστώντας για λάφυρα το ανεξήγητο και το υπερβατικό.

Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και μια σκιά εμφανίστηκε στον χώρο. Μάτια λαμπερά και χείλη ροδαλά. Κορμί αγέρωχο και χέρια καθάρια. Επρόκειτο για άνδρα που με βήμα σταθερό και σίγουρο ζύγωσε ώς το κρεβάτι του Κώστα. Η απέραντη σιωπή έφερε στα αυτιά του τους καρδιακούς παλμούς του ασθενή που ακροβατούσε στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Εκείνος ο άνδρας σήκωσε ελαφρά το χέρι του και έκρυψε το πρόσωπο του Κώστα. Το μέχρι πρότινος αμυδρό φως παρέδωσε σκυτάλη σ’ ένα ευήλιο χάραμα που έπεσε πλατύ και διαχύθηκε αδέσμευτα σ’ ολόκληρο τον χώρο. Ο άνδρας μάζεψε το χέρι του και… χαμογέλασε! Απλώς χαμογέλασε!

Ήταν η στιγμή που ο Κώστας άνοιξε τα μάτια του και το βλέμμα του ενώθηκε με το βλέμμα εκείνου του άνδρα σε μια νοητή, ευθεία γραμμή με έναρξη τη ζωή και τέλμα… πάλι τη ζωή!

«Εσύ…» ψέλλισε αποσβολωμένος ο Κώστας.

Ο άνδρας δεν είπε λέξη.

Ακαριαία ο Κώστας τον αναγνώρισε. Ήταν ίδιος και απαράλλακτος με τον ζητιάνο έξω από το ταξιδιωτικό πρακτορείο, με τον συγγενή ασθενούς στην αίθουσα αναμονής και με τον ρεπόρτερ στο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων.

«Πώς…;» Σαν δραπέτης από τα σπήλαια του αλλόκοτου η φωνή του.

Ο άνδρας όμως εξακολουθούσε να μένει βουβός. Χάρισε στον Κώστα ένα ακόμα χαμόγελο και… γύρισε την πλάτη του κατευθυνόμενος προς την πόρτα.

«Μισό λεπτό!» κατάφερε να ξεδιπλώσει ο Κώστας.

Ο άνδρας ακινητοποιήθηκε.

«Συγγνώμη!» είπε μέσα από μύχια κλάματα ο Κώστας.

Τότε, ο άνδρας έγειρε κατά λίγες μοίρες το κεφάλι του πάνω από τον δεξιό του ώμο και… το κούνησε καταφατικά. Αμέσως μετά, έκλεισε πίσω του την πόρτα.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Οι δείκτες στο ρολόι σήμαναν επτά το χάραμα, όταν ο Κώστας άνοιξε τα μάτια του και ψιθύρισε: «Να… Νατά… Νατάσα».

Όλα επέστρεψαν στην πραγματικότητα! Η Σοφία απέκτησε επαφή με το περιβάλλον, το κεφάλι του Στέλιου ξεκρεμάστηκε και τα βλέφαρα της Νατάσας αποτίναξαν το αβάστακτο ζύγι.

«Κώστα! Κώστα μου…» Σαλεμένη μέσα στη μέθη της στιγμής ξεστόμισε εκείνη. «Στέλιο, τον γιατρό. Τρέξε να φωνάξεις τον γιατρό», αισθητά πιο υψηλός ο τόνος της.

Τα μάτια της Σοφίας γουρλωμένα και το κορμί της αγαλματένιο ομοίωμα του εαυτού της.

«Κώστα μου…», έλεγε και ξανάλεγε η Νατάσα ενώ δεν άφηνε το χέρι του.

«Πού… Πού είμαι;» ρώτησε εξαντλημένος εκείνος.

Τα κλάματα είχαν πνίξει τη Νατάσα. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ζούσε. Δεν μπορούσε να πιστέψει το θαύμα που ζούσε!

«Μαζί μας, Κώστα μου. Μαζί μας!» σαν ήχος από χαλασμένο γραμμόφωνο τα λόγια της. Έφτασε σε απόσταση αναπνοής και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Το πρώτο φιλί της νέας του ζωής!

Η Σοφία μπόρεσε να σηκώσει τα βρεγμένα μάτια της στο ταβάνι στέλνοντας τη μύχια ευγνωμοσύνη της στον Θεό που εισάκουσε την προσευχή της.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Πρώτος ο Μενέλαος και έπειτα σύσσωμο το ιατρικό συμβούλιο έκαναν λόγο για ένα θαύμα που όμοιό του δεν είχαν συναντήσει στην επιστημονική τους καριέρα.

Πέρασαν λίγες μέρες και ο Κώστας πήρε εξιτήριο, καθώς όλες του οι εξετάσεις υπεδείκνυαν έναν άνθρωπο που έχαιρε άκρας υγείας.

Ήταν βράδυ όταν ο Κώστας καθόταν στην ίδια πολυθρόνα πλάι στη τζαμαρία του σπιτιού του. Η Νατάσα γονάτισε μπροστά του και επιτέλους πήρε το θάρρος να τον ρωτήσει…

«Μήπως τώρα θέλεις να μου πεις τι έγινε; Πώς έγινε; Εξήγησέ μου γιατί θα τρελαθώ…»

Ο Κώστας πριν πει το παραμικρό, λοξοκοίταξε την ίδια εικόνα της Μεγαλόχαρης και… για πρώτη φορά Της χαμογέλασε.

«Αν υπήρχαν εξηγήσεις, θα υπήρχαν και λόγια. Εγώ όμως λόγια δεν έχω. Δεν ξέρω τι έγινε. Ξέρω όμως γιατί έγινε. Ήμουν άπιστος, Νατάσα. Μια ζωή χλεύαζα όσους έμπαιναν σε εκκλησίες, άναβαν κεριά, έκαναν προσευχές, απευθύνονταν στον Θεό. Μια ζωή πίστευα πως το υπέρτατο ον είναι ο άνθρωπος. Πόσο αστείος! Μέχρι που… μέχρι εκείνη τη στιγμή που… Ένα φως! Ένα ολοζώντανο φως μου χαμογέλασε. Δεν ξέρω τι έγινε. Ξέρω γιατί έγινε. Και πάντα θα θυμάμαι το πότε. Ήταν Σάββατο. Το Σάββατο του Λαζάρου. Επέστρεψα, αγάπη μου. Ζήτησα συγγνώμη και επέστρεψα».

Η Νατάσα ακούμπησε το μάγουλό της πάνω στα γόνατά του και έμεινε εκεί για ώρα συλλογιζόμενη πως… οι εξηγήσεις από το θαύμα μια προσευχή δρόμος!

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Ο Στέλιος επέστρεψε στο πανεπιστήμιο και συνέχισε τις σπουδές του. Δύο χρόνια αργότερα ορκίστηκε φιλόλογος.

Η Σοφία για όσο θα ζούσε, θα συνέχιζε να ευγνωμονεί τον Θεό που έσωσε τον γιο της από τον σίγουρο θάνατο.

Λίγους μήνες μετά, ο Κώστας με τη Νατάσα βρέθηκαν στο αεροδρόμιο με τα εισιτήρια για τη λατινική Αμερική ανά χείρας. Καθώς το αεροπλάνο κολυμπούσε ανάμεσα στα σύννεφα, ένα ανακριτικό φως χώθηκε μέσα στην καμπίνα. Ο Κώστας σήκωσε το σκίαστρο και αναζήτησε τον ήλιο. Τον εντόπισε κάπου στο βάθος και… δίχως να τυφλωθεί, μπόρεσε και τον κοίταξε κατάματα! Είπε μονάχα μία λέξη. «Ευχαριστώ» και… αγκάλιασε σφιχτά τη Νατάσα.

*«Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη, όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. […] Αυτή ’ναι η αξία του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο. […] Αν δε λιποψυχήσει, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό».

Νίκος Καζαντζάκης

*Αφιερωμένο σε όσους δοκιμάστηκαν από ασθένειες και σε όσους ασπάζονται πως η πίστη σώζει ζωές.

*Τα πρόσωπα του διηγήματος δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Θερμές ευχές για καλό Πάσχα! Είθε το φως της Ανάστασης να λάμψει σε καρδιές και συνειδήσεις…

Τέλος

Διαβάστε επίσης

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Απέραντος ο ουρανός» - Διαβάστε το 1o μέρος «Όνειρο ζωής»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Απέραντος ο ουρανός» - Διαβάστε το 2o μέρος «Το πολύ έξι μήνες»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Απέραντος ο ουρανός» - Διαβάστε το 3o μέρος «Το πρόσωπο στην οθόνη»

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ