Μνήμες που ο χρόνος δεν τις σβήνει ποτέ

Υπάρχουν γεγονότα στη ζωή μας τα οποία μένουν ανεξήτιλα χαραγμένα στη μνήμη μας, που ο χρόνος δεν τα σβήνει ποτέ. Έτσι λοιπόν θυμάμαι κάποια γεγονότα τα οποία έζησα σε παιδική ηλικία, τα οποία αναφέρω παρακάτω, για να θυμηθούν οι παλαιότεροι και να μάθουν οι νεότεροι, ώστε να μπορούν να συγκρίνουν το χθες με το σήμερα.

Περιστατικό πρώτο. Όταν το μήνα Μάη του έτους 1941 κατέλαβαν τα γερμανικά στρατεύματα την Κρήτη, κάλεσαν οι Γερμανοί σε ορισμένα κεντρικά χωριά της Κρήτης τους προέδρους των κοινοτήτων να παρουσιαστούν με τους στρατιώτες  που πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης. Ένα λοιπόν από τα χωριά που είχαν καλέσει να παρουσιαστούν οι πρόεδροι των χωριών της περιοχής τους, ήταν και ο Πύργος Μονοφατσίου. Ήταν λοιπόν δύο Γερμανοί μαζί με μια διερμηνέα η οποία λεγόταν Λυκάκη.

Ο πρώτος πρόεδρος τον οποίο κάλεσαν κατ’ αλφαβητική σειρά ήταν ο πρόεδρος του χωριού Αχεντριάς, Εμμανουήλ Ξηρουχάκης, ο οποίος παρουσιάστηκε μαζί με δεκατρείς συνχωριανούς του – στρατιώτες και ρωτήθηκε μέσω της διερμηνέως Λυκάκη, αν τα δεκατρία αυτά άτομα πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης.

Ο πρόεδρος λοιπόν του χωριού Αχεντριάς, αγνοώντας τον κίνδυνο που διέτρεχε, απάντησε ότι οι άνθρωποι αυτοί, είναι κτηνοτρόφοι και μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος επέστρεψαν στο χωριό τους και ασχολήθηκαν με τις δουλειές τους και δεν πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης, ενώ η αλήθεια ήταν, ότι όλοι τους έλαβαν μέρος στη Μάχη της Κρήτης στην περιοχή Μάλεμε – Χανίων.

Οι Γερμανοί λοιπόν πείστηκαν και τους άφησαν να φύγουν. Οι δεκατρείς λοιπόν κάτοικοι του Αχεντριά, για να ευχαριστήσουν τον πρόεδρο του χωριού, πήγαν στο κρεοπωλείο του Ψαθάκη, κατοίκου του Πύργου, και είπαν στον κρεοπώλη να φτιάξει μια συκωταριά να τη φάνε.

Τους είδε λοιπόν ο συμβολαιογράφος Αλέξανδρος Εληώτης, συγγενής του Προέδρου Αχεντριά και τους λέει, σηκωθείτε και φύγετε, γιατί μπορεί να σας ξαναφωνάξουν και τότε θα έχετε κακά ξεμπερδέματα. Σηκώθηκαν λοιπόν και έφυγαν. Οι άλλοι πρόεδροι όμως της περιοχής είπαν την αλήθεια και αυτούς που  είχαν πολεμήσει στη Μάχη της Κρήτης, τους κράτησαν και τους έστειλαν στη Γερμανία σαν ομήρους πολέμου.

Περιστατικό δεύτερο. Το χειμώνα του 1943 κρυβόταν στον Αχεντριά και συγκεκριμένα στο σπίτι του Ξηρχογιαννιού (Κούκλα), ο οποίος ήταν άγαμος, ο καταζητούμενος από τους Γερμανούς Ανδρέας Γαλανάκης από το Σκινιά Μονοφατσίου, ο οποίος ήταν και ανάπηρος (είχε σοβαρό πρόβλημα στο ένα πόδι). Το μήνα Μάρτη λοιπόν του ίδιου χρόνου ήρθε στον Αχεντριά, κατευθυνόμενος στο σπίτι του προέδρου Αχεντριά, ο Εμμανουήλ Γρυλιωνάκης από τη Βιάννο και ζήτησε να δει τον Ανδρέα Γαλανάκη.

Ο πρόεδρος όμως δεν ήταν στο σπίτι του και ήταν μόνο η γυναίκα του Καλλιόπη Ξηρουχάκη. Τη ρώτησε λοιπόν ο Γρυλιωνάκης να του πει πού είναι ο Ανδρέας Γαλανάκης, αλλά επειδή η γυναίκα του προέδρου φοβήθηκε μήπως ήταν κάποιος κατάσκοπος και ενώ γνώριζε τον Ανδρέα Γαλανάκη, ο οποίος είχε φιλοξενηθεί αρκετές φορές στο σπίτι της, δεν έδωσε καμιά πληροφορία. Μάλιστα του είπε “εδώ στο χωριό μας δεν έχομε κανένα με το όνομα Ανδρέας, μήπως κάνετε λάθος χωριό;”.

Αφού λοιπόν κατάλαβε ο Γρυλιωνάκης ότι δεν μπορούσε, να πάρει καμιά πληροφορία, πήγε σε ένα καφενείο του χωριού και εκεί συνάντησε τον πρόεδρο Εμφανουήλ Ξηρουχάκη, που ήταν γνωστός του, και αφού τον κέρασε καφέ, τον πήρε και πήγαν να συναντήσει τον Ανδρέα Γαλανάκη.

Το βράδυ της ίδιας μέρας πήγαν στο σπίτι του προέδρου και τους έκανε τραπέζι και ο Γρυλιωνάκης εντυπωσιασμένος από την απάντηση της γυναίκας του προέδρου. Έλεγε και ξανάλεγε για τον τρόπο που διαχειρίστηκε αυτό το θέμα, διότι μπορούσε να είναι ακόμη και κατάσκοπος που ήθελε να βρει τον Ανδρέα Γαλανάκη και να τον παραδώσει στους Γερμανούς.

Περιστατικό τρίτο. Οι Γερμανοί είχαν πληροφορίες ότι στο χωριό Αχεντριάς υπήρχαν 150 όπλα και ζήτησαν από τον πρόεδρο το Δεκέμβριο μήνα 1942 να τα συγκεντρώσει και να τα παραδώσει στους Γερμανούς. Είπε λοιπόν ο πρόεδρος στους κατοίκους του χωριού, σε μια μάζωξη που έγινε, να παραδώσουν τα όπλα, ρίχνοντάς τα σε συγκεκριμένο σημείο νύκτα, χωρίς vq ξέρει κανείς, τι και ποιος παρέδωσε όπλα. Μαζεύτηκαν λοιπόν περισσότερα από 50 όπλα, από τα οποία ο πρόεδρος κράτησε τα καλύτερα 13,  έδωσε 11 στους αντάρτες και ο ίδιος κράτησε ένα πιστόλι εξάσφαιρο και έναν δίκαννο τσιφτέ.

Επειδή λοιπόν οι Γερμανοί έρχονταν και ξαναέρχονταν στο χωριό και ζητούσαν τον πρόεδρο, προφανώς για να τους παραδώσει και τα υπόλοιπα όπλα, αναγκάστηκε να βγει στο βουνό. Μια μέρα λοιπόν ήρθαν δύο Γερμανοί και ζήτησαν τον πρόεδρο και η γυναίκα του είπε στους Γερμανούς  ότι είναι στο Ηράκλειο.

Επειδή όμως δεν πείστηκαν, βγάζει ο ένας Γερμανός το πιστόλι και το τοποθετεί πάνω στο στήθος της γυναίκας του προέδρου και λέει στον παρευρισκόμενο Μιχάλη Σφακιανάκη, μυλωνά του αλευρόμυλου, πόσα πίκουλα (παιδιά) έχει και αυτός απαντάει “έξι”.  Και λέει ο Γερμανός:  “Αν δεν είχες τα έξι πίκουλα, θα σε σκότωνα”.

Έτσι λοιπόν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της και με τα έξι παιδιά της, κρυβόταν σε διάφορα μέρη, όπως σε συγγενικά σπίτια στους Φιλίππους και στον Αχεντριά, μέχρι που δόθηκε αμνηστία στις αρχές του μήνα Ιούνη 1943 λόγω κάποιας εορτής του Χίτλερ και έτσι επέστρεψε στο σπίτι του ο πρόεδρος και η οικογένειά του.

*Ο Ιωάννης Ξηρουχάκης είναι πρώην δ/ντής ΕΛΤΑ

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει