Μνήμες της προσφυγιάς

Τέτοιες μέρες... τέτοια λόγια!

Σεπτέμβριος του σχολικού έτους 1922-1923, τότε που θα άνοιγαν τα σχολεία και οι μαθητές θα επέστρεφαν στις σχολικές τους αίθουσες. Όμως αυτές οι αίθουσες ή μάλλον πολλές απ’ αυτές είχαν διατεθεί προκειμένου να καλύψουν άλλες ανάγκες, ίσως πιο ιερές.

Η Μικρασιατική Καταστροφή, με την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τα πάτρια εδάφη της Ιωνίας, έδωσε την ευκαιρία στους Τούρκους με την ανοχή, ή καλύτερα με τις ευλογίες της συμμάχου μας Δυτικής Ευρώ[ης, να ξεριζώσει από τις πανάρχαιες εστίες του, τον Ελληνισμό.

Εναν Ελληνισμό σωστό ράκος, που περίμενε κάποιο πλοίο σωτηρίας. Τους φεύγοντες τους αποχαιρετούσαν οι φλόγες της “πυρπολημένης νύφης της Ιωνίας”, της Σμύρνης, που την έχαναν από τα μάτια τους, όπως έχαναν και τα πάτρια εδάφη τους μαζί και τους αγαπημένους τους προγόνους, αλλά και κάθε τι το ιερό και όσιο!

Αυτά λοιπόν τα δημόσια κτήρια, οι αίθουσες αυτές της διδασκαλίας, ευρύχωρες και υψηλοτάβανες, καθώς ήταν, απετέλεσαν τα πρώτα στέγαστρα και για πολλά χρόνια φιλοξένησαν πολλούς συνανθρώπους, ταλαιπωρημένους και βασανισμένους, που είχαν βάλει πλώρη από τα νερά του Βοσπόρου, στα άλλα νερά του Αιγέα, αναζητώντας τα αυτονόητα! Πριν από σαράντα χρόνια περίπου…

Μαθητής του εξαταξίου γυμνασίου Β’ Αρρένων Βόλου. Θυμάμαι τον συνοικισμό των προσφύγων της Νέας Ιωνίας, έναν συνοικισμό που εδώ και χρόνια έχει ενωθεί με την πόλη του Βόλου. Θυμάμαι τους ανθρώπους του, φιλόξενοι και τόσο καταδεκτικοί.

Εκείνες τις μυρωδιές όταν οι νοικοκυρές μαγείρευαν με πολίτικες συνταγές, με κάθε λογής μυρωδικά και μπαχάρια. Και τα σπιτάκια τους μικρά, ασπρισμένα με μικρά παραδοσιακά παραθυρόφυλλα, το ένα δίπλα στο άλλο με ένα πεντακάθαρο μακρύ δρομάκι να τα διασχίζει.

Θυμάμαι τις γυναίκες να βεγγερίζουν με τις ώρες, όταν οι άνδρες τους πήγαιναν στα καφενεία. Να λένε ιστορίες, παλιές και σύγχρονες. Έ νας μικρόκοσμος με χιλιάδες διηγήσεις ανθρώπων, που προσπαθούσαν να σταθούν όρθιοι και να ορθοποδήσουν στη νέα τους πατρίδα. Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, που ποτέ δεν το έβαζαν κάτω, ποτέ δεν τους είδα σκεπτικούς, ούτε μελαγχολικούς.

Πάντοτε διατηρούσαν το θάρρος τους, αλλά και την καλή τους διάθεση. Το περιβάλλον τους ήταν πάντα ευπρεπές με μοναδική τάξη και καθαριότητα. Συνηθισμένοι να γλεντούν και να διασκεδάζουν με εκείνα τα παλιά τραγούδια, τ’ ανατολίτικα, τα σμυρναίικα που τα διακρίνει το πάθος και ο καημός.

“Πενήντα μήνες σ΄ αγαπώ,

κοντεύουν πέντε χρόνια,

αν λεμονιά εφύτευα

θε να ‘βγαζε λεμόνια…

Υπνος μ’ επήρε κι έγειρα

στου καραβιού την πλώρη,

και ήρθε και μ’ εξύπνησε

του καπετάνιου η κόρη”.

Και η επωδός, η τόσο χαρούμενη και πεταχτή, με τον τόσο χορευτικό ρυθμό και όπου νομίζει κανείς ότι ακούει και αυτό ακόμη το χτύπημα του τακουνιού:

“Το μαλλώνω, το μαλλώνω

κι ύστερα το μετανοιώνω…”

Κάπου – κάπου, αλλά σπάνια, ακούγονται και μερικά από τα λεγόμενα “αντάμικα” τραγούδια:

Εγώ της λέω ψήσε αυγά

κι αυτή μου στήνει τον καυγά…”.

 

Η πόλη μας, το Ηράκλειο, ζεστή και φιλόξενη δέχθηκε και φιλοξένησε, από την πρώτη στιγμή, τους πρόσφυγες, που η κατάστασή τους ήταν άθλια. Σύμφωνα με δημοσίευμα της τότε καθημερινής εφημερίδας “Νέα Εφημερίς” στο φύλλο της με ημερομηνία 3 Αυγούστου 1922, μας παρέχεται η πληροφορία ότι θα συσταθούν επιτροπές για την περίθαλψή τους.

Τότε μαθαίνουμε, ότι έχουμε και την πρώτη ομαδική άφιξη του προσφυγικού στοιχείου στην πόλη μας. Ο επόμενος μήνας είναι μήνας ομαδικών αφίξεων των προσφύγων.

Πρόσφυγες… αυτοί οι κατατρεγμένοι! Αυτοί που τόσο προσέφεραν στον τόπο μας, που τόσα στοιχεί μας μετέφεραν κυρίως πολιτισμικού χαρακτήρα, στα οποία θέλω να επικεντρωθώ, αφού η Σμύρνη ήταν το κέντρο μιας ιδιαίτερα πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, εκείνες τις μέρες! Θέατρα, θίασοι, μουσικές συναντήσεις, γιορτές και πανηγύρια.

Μια εικόνα χαράς. Ατέλειωτες οι καντάδες. Η πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου δέχτηκε κυρίως την επίδραση της μικρασιατικής μουσικής και τους άριστους Σμυρναίους οργανοπαίχτες, όπως δέχτηκε και τις παραστάσεις του Καραγκιόζη σε διάφορα στέκια της πόλης.

Προπαντός όμως η ηρακλειώτικη κοινωνία, όσο περνούσαν τα χρόνια και όσο περισσότερο ενσωματώνονταν αυτοί οι συνάνθρωποί μας, γλέντησε, χόρεψε, διασκέδασε αλλά και τραγούδησε με τους ήχους του γραμμοφώνου, αλλά και των προσφύγων γραμμοφωνατζήδων που πάντα πρόθυμοι και ακούραστοι ήταν στη διάθεση του ηρακλειώτικου κοινού, πρωτοστατώντας στο κέφι και τη χαρά!

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει