GESTAPO (GEheime STAats POlizei) ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ (ΕΥΑΝΘΙΑ ΑΛΕΞΑΚΗ – ΜΑΡΑΘΙΑΝΑΚΗ)

Ο ρόλος της γυναίκας της Κρήτης στην Αντίσταση τα χρόνια 1941-1945 δεν έχει μέχρι σήμερα μελετηθεί πλήρως. Η γυναίκα της Κρήτης, την περίοδο της κατοχής, δεν έχει πάρει τη θέση που της αξίζει στο πάνθεον των ηρώων. Μια από τις γυναίκες της Κρήτης που μετείχαν και βοήθησαν την Αντίσταση ήταν η Ευανθία Αλεξάκη Μαραθιανάκη. Ο αξία της συμμετοχής και σπουδαίας βοήθειας που προσέφερε τα χρόνια 1941-1944 δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα γνωστή, αφού η ίδια δεν το επεδίωξε. Σιωπηλά έκανε το καθήκον της προς την πατρίδα, όταν δέχτηκε το κάλεσμα από τον Βασίλη Ραφτόπουλο.

Ένας από τους πρώτους πληροφοριοδότες της Ανεξάρτητης Ομάδος Ανωγείων (ΑΟΑ 1941-1945) στην πόλη του Ηρακλείου ήταν ο Βασίλης Ραφτόπουλος. Διατηρούσε με τον αδερφό του ζαχαροπλαστείο στην «Πλατειά Στράτα», τον συνέδεε συγγενική σχέση με τον Αρχηγό των Ανωγείων Χριστομιχάλη Ξυλούρη.

Το ζαχαροπλαστείο των αδερφών Ραφτόπουλου ήταν στέκι πολλών ανθρώπων, Κρητών και Γερμανών και οι πληροφορίες που μπορούσε να αντλήσει από εκεί ο Βασίλης Ραφτόπουλος αφορούσαν κυρίως τη στρατιωτική κατάσταση της πόλης του Ηρακλείου αλλά και τις εξορμήσεις των Γερμανών στην ύπαιθρο. Ο ίδιος ο Βασίλης Ραφτόπουλος οργάνωσε ένα πλήρες δίκτυο πληροφοριών. Μία από τις συνεργάτιδές του ήταν η Ευανθία Αλεξάκη – Μαραθιανάκη.

Η Ευανθία Μαραθιανάκη και ο Ταγματάρχης Πασχάλης ή Ρουμπέρτο Ρουτζέρο Χάρτμαν, επικεφαλής της γερμανικής μυστικής αστυνομίας Gestapo Ηρακλείου

Η Ευανθία γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1919. Ήταν κόρη του Γεωργίου Αλεξάκη και της Αικατερίνης. Τα αδέλφια της ήταν ο Κωνσταντίνος, ο Χαράλαμπος και η Καλλιόπη. Η οικογένεια του Γεωργίου Αλεξάκη εντάχθηκε στην αντίσταση από τις πρώτες μέρες της κατοχής. Η κόρη του Καλλιόπη παντρεύτηκε μετά την απελευθέρωση έναν Βρετανό, τον Ερρίκο, που είχε λάβει μέρος στη Μάχη της Κρήτης και παρέμεινε στο νησί. Η Ευανθία παντρεύτηκε τον Σταύρο Μαραθιανάκη από το χωριό Γαράζο Μυλοποτάμου. Δεν απέκτησαν παιδιά. Μετά την κατοχή έζησαν στο Γαράζο. Πέθανε το 1999.

Η Ευανθία δούλευε στο ζαχαροπλαστείο των αδελφών Ραφτόπουλου. Ο Βασίλης της ανέθεσε την παρακολούθηση των Γερμανών στην Gestapo του Ηρακλείου. Τα γραφεία που στέγασαν τη γερμανική αντικατασκοπεία – μυστική αστυνομία, Gestapo, βρίσκονταν στη γωνία των οδών Ιωνίας και ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ, απέναντι από την πρώην κλινική Γαληνού. Επικεφαλής της Gestapo, ο Γερμανός Διοικητής Κρήτης, τοποθέτησε τον Ταγματάρχη Πασχάλη ή Ρουμπέρτο Ρουτζέρο Χάρτμαν. Στη συνέχεια η Gestapo στεγάστηκε στην οδό Πεδιάδος ως το τέλος της γερμανοϊταλικής κατοχής.

Στην Έκθεσή του προς το ΓΕΣ, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται στο Αρχείο της Ανεξάρτητης Ομάδος Ανωγείων, ο Βασίλης Ραφτόπουλος αναφέρεται στην αποστολή που ανατέθηκε στην Ευανθία Μαραθιανάκη, τι ακριβώς έκανε και πώς βοηθούσε τους κρατούμενους. Το απόσπασμα της Έκθεσης του Βασίλη Ραφτόπουλου τονίζει:

Ευανθία Μαραθιανάκη, 2- 42: αναλαμβάνει υπηρεσίαν εντός της Φερζιντάμαρκ

(Μυστική Στρατ. Υπηρεσία καταδίωξης), σερβιτόρα Γερμανών Αξιωματικών. Επειδή την εγνώριζα και προπολεμικώς την εκάλεσα εις την οικίαν μου, την παρεκάλεσα όπως να με βοηθήση, να μου πληροφορήση την κάθε κίνησίν των όταν ετοιμάζονται οι Γερμανοί, απόσπασμα προς αναχώρησιν ή μακριά ή κοντά, απόσταση κ.τ.λ. Εδέχθη ευχαρίστως και όταν συλληφθή ένας εκ των ημετέρων οργανώσεων ή αγγελιοφόρος να έρθη εις επαφήν με αυτόν, να μάθη ή να γράψη ο κρατούμενος γραπτώς εάν κανένα όνομα είναι στην οργάνωση και εάν ευρίσκετο εις κίνδυνον να τον ειδοποιήσω εγώ και αυτός να λάβη τα μέτρα του ακόμη και τροφή, τσιγάρα επρομήθευσε εις τους κρατουμένους . Παν ο,τι άλλο, ερωτήσεις και έρευνα εις όλα πρόθυμη με εξυπηρέτησε μέχρι τον Ιούνιον του 1944.

… … … … … … … … ..

και Σφραγίδα του γερμανικού Φρουραρχείου Ηρακλείου (Kreiskommandantur).

Ο Νίκος Καραγιάννης γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1923. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και βρέθηκαν στο Ηράκλειο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο πατέρας του Σωκράτης και η μητέρα του Παγωνίτσα, από τα Βουρλά, δούλευαν στις σταφιδαποθήκες του Κωνσταντινίδη. Απέκτησαν οικογένεια με πέντε παιδιά. Την Αφροδίτη, μοναδική κόρη και τον Γιώργο, τον Κώστα, τον Νίκο και τον Χρήστο. Τον Νίκο η Κατοχή βρήκε δεκαεφτάχρονο μαθητή της 5ης τάξης της Εμπορικής Σχολής Ηρακλείου.

Το 1941 οργανώθηκε από τον Σήφη Μιγάδη στην Φορς 133, υπηρεσία αντικατασκοπείας των Συμμάχων και δούλεψε ως διερμηνέας κατ’ αρχάν στην Αγία Γαλήνη και έπειτα στο πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου. Από το Καστέλλι, όταν πια είχε ατονήσει το πολεμικό ενδιαφέρον του αεροδρομίου για τους Γερμανούς, έρχεται στα τέλη του 1943 στο Ηράκλειο, προσφέροντας τις κατασκοπευτικές υπηρεσίες του και αναλαμβάνοντας επικίνδυνες αποστολές πάντοτε ενταγμένος στην Φορς 133-τμήμα αντικατασκοπίας. Σε μια τέτοια αποστολή με έναν επικίνδυνο προδότη, τον Αναστάση Συμεωνίδη, προδίδεται και συλλαμβάνεται. Βασανίζεται σκληρά στα μπουντρούμια της Gestapo στην οδό Πεδιάδος, αλλά παρ’όλα τα βασανιστήρια δεν ομολογεί τίποτα.

Δικάζεται στο στρατοδικείο της Αγυιάς στα Χανιά σε θάνατο. Κλείνεται στα κελιά των μελλοθανάτων όπου την τελευταία στιγμή του δίδεται χάρη και η ποινή του θανάτου μετατρέπεται σε υπερορία, (εγκλεισμό στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας). Μέσω Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας μεταφέρεται με άλλους εννέα Ηρακλειώτες στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν και από εκεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μελκ στην Αυστρία.

Όταν η Γερμανία αρχίζει να καταρρέει, μεταφέρονται οι κρατούμενοι του Μελκ στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Εμπενζεέ, κοντά στο Τυρόλο της Αυστρίας. Στις 5/5/1945 απελευθερώνονται από τον αμερικάνικο στρατό και ο Νίκος Καραγιάννης επιστρέφει στο Ηράκλειο την 1/8/1945.

Μετά την επιστροφή του, χωρίς να χρησιμοποιήσει υπερβολές, έγραψε σε ένα κείμενο 120 σελίδων, τα γεγονότα της διαδρομής του από την πρώτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης ως τον Μάιο του 1949. Στο χειρόγραφό του έδωσε τον τίτλο: ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ. Όταν βρέθηκε στην Gestapo του Ηρακλείου στην οδό Πεδιάδος, περιγράφει τη βοήθεια που του πρόσφερε η Ευανθία Μαραθιανάκη.

Ο Νίκος Καραγιάννης καταθέτει τη μαρτυρία του ως εξής:

«…εμένα με πήρε ένας δεσμοφύλακας και με κατέβασε από μια εξωτερική σκάλα στο υπόγειο του σπιτιού που ήταν διασκευασμένο σε μοναχικά κελιά κρατουμένων και με μια κλωτσιά με έβαλε στο κελί υπ’αριθμ. 3. Ήμουν ο μόνος κρατούμενος στα 5 κελιά, εκεί αμπαρωμένος με μια τεράστια αμπάρα απ’έξω χωρίς φως, χωρίς αέρα, χωρίς ελπίδα με μόνη παρέα τις στρατιές των κοριών, τι να σας πω, μυριάδες αυτοί οι άσπλαχνοι κοριοί που ανέβαιναν στο στόμα σου, στα μάτια σου, παντού και που βρωμοκοπούσαν όταν τους σκότωνες. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω το χώρο που θα έμενα κύριος είδε πόσες μέρες. Το κελί ήταν στενό 1 μέτρο περίπου φάρδος και 2.10 μήκος, που τον καταλάμβανε ένας πάγκος κατά μήκος πλάτους 80 εκατοστών. Η πόρτα ήταν ξύλινη, χονδρή με ένα στρογγυλό ανοιγματάκι σαν τον πάτο ενός ποτηριού προφανώς για να ρίχνει μια ματιά ο σκοπός που υπήρχε απ’έξω και ένα φεγγιτάκι ψηλά που είχε ένα δικτυωτό σύρμα ατσάλινο από εκείνα που δεν λυγίζουν (τσακίζουν).

Άρχισα τώρα να συνειδητοποιώ πόσο τραγικά άσχημη ήταν η κατάστασή μου, πόσο θα μπορούσα άραγε να αντέξω λέγοντας δεν ξεύρω; Έπρεπε να το πάρω απόφαση. Ούτως ή άλλως ο θάνατος ήταν σίγουρος, τουλάχιστον να μην προδώσω τους συναγωνιστές μου γι’αυτό έπρεπε να παραμείνω στο δεν ξεύρω μέχρι να ιδώ τι εξέλιξη θα έχουν τα πράγματα. Το απόγευμα πέρασε, χωρίς φωνή ούτε ακρόαση, άκουγα μόνο το ποδοβολητό των Γερμανών από πάνω μου. Η νύχτα ήταν φοβερή, χωρίς κλινοστρωμνή, στο ξερό ξύλο με τους αμέτρητους κοριούς, τους ψύλλους και τις ψείρες, που να κοιμηθείς, δεν σ’άφηναν άγρυπνο μόνο τα ζωύφια αλλά και οι κατάμαυρες σκέψεις τόσο απελπιστικά σκληρές.

Η νύχτα η πρώτη πέρασε έτσι μέσα στο έρεβος της σκοτεινιάς και της απελπισίας και άμα ξημέρωσε για καλά και άρχισαν πάνω τα σούρτα φέρτα, κάπως ηρέμησε το πνεύμα μου και με προκαλούσε η προσμονή της ημέρας. Τι θα γινόταν σήμερα;

Κάποια ώρα άκουσα βήματα στη σκάλα, ανοίγει η έξω πόρτα και ο γερμανός έρχεται στο κελί μου, ξεκλειδώνει και με βγάζει έξω όπου με οδηγεί στο διπλανό σπίτι του Καλιγέρη, από την τρύπα που είχε ανοίξει στον τοίχο, στο πλυσταριό να πλυθώ στις γούρνες. Δίπλα στις γούρνες ήταν ένα παραθυράκι που έβλεπε σε μια στενή αυλή, στο βάθος της οποίας ήταν η κουζίνα, (μαγειρείον), των Γερμανών. Καθώς πλυνόμουν είδα μια φιγούρα μέσα από την πόρτα του μαγειρείου, μια γυναίκα που σαν να προσπαθούσε κάτι να μου πει. Ήταν μια λαντζέρισσα, ήταν η Ευανθία που εργαζόταν στο ζαχαροπλαστείο του Βασίλη Ραφτόπουλου στο Καμαράκι παλαιότερα και που πηγαίναμε κανένα μήνυμα, αραιά και που, γιατί ο Βασίλης ήταν δικός μας. Το τι χαρά πήρα δεν περιγράφεται, όμως εφ’όσον πλύθηκα ο σκοπός με πήρε και με έβγαλε κατ’ευθείαν επάνω σε ένα μεγάλο δωμάτιο με ένα τεράστιο τραπέζι στη μέση, βαρύ, δρύινο και 3-4 Γερμανούς μέσα με βούνευρα στα χέρια.

Πριν καλά καλά να καταλάβω τι γίνεται βρέθηκα ξαπλωμένος μπρούμυτα στο τραπέζι, 2 να μου κρατούν χέρια και πόδια και 2, ένας από κάθε μεριά, να βαράνε ανελέητα το σώμα μου, όπου την πάρω. Με ταράξανε στο ξύλο, με εξουθενώσανε, με έκαναν σωστό αγρίμι να σφαδάζω, να ουρλιάζω από τους πόνους, να σκοτεινιάζει ο κόσμος, χωρίς κουβέντα από αυτούς!

…Η δεύτερη νύχτα πέρασε σαν την πρώτη και η δεύτερη μέρα άρχισε σαν την πρώτη, στο πλυσταριό όπως χθες και πλύσιμο στις γούρνες, όταν εμφανίζεται στην αυλίτσα η Ευανθία και κουβαλάει κάτι στα σκουπίδια και αφήνει ένα χαρτάκι στο περβάζι του παραθύρου. Το πήρα με λαχτάρα και το φύλαξα με δέος στην τσέπη μου και μετά πάλι στο κελί μου. Φαίνεται ότι κάτι σοβαρό απασχολούσε τους ανακριτές μου και δε με πήγαν κατ’ευθείαν επάνω ! Στο διάδρομο του υπογείου που ήταν τα κελιά κρεμόταν ένας γλόμπος ηλεκτρικός που άναβε μέρα νύχτα και ψευτοφώτιζε το διάδρομο. Όταν λοιπόν έμεινα μόνος έβγαλα από την τρύπα έξω το σημείωμα και προσπάθησα να το διαβάσω. Ήταν από το Μιχάλη τον Ακουμιανό που προσπαθούσε να με εμψυχώσει, διαβεβαιώνοντάς με ότι θα έκαναν το παν για να με σώσουν. Μια αχτίδα φωτός στην απελπισία μου, μου έδωσε κουράγιο να κάτσω και να σκεφθώ πως θα χειριζόμουν σήμερα την ανάκριση.

Κατά τις 10 π.μ. με ανέβασαν επάνω για να αρχίσει η κυρίως ανάκριση. Στο διάδρομο πηγαίνοντας επάνω για το γραφείο δυο Γερμανοί άσχετοι έλεγαν ο ένας στον άλλο «Ξεύρεις πιάσανε τον γιατρό Μανταλενάκη και όπου να’ναι τον φέρνουν», αυτό δήθεν μεταξύ τους, αλλά οπωσδήποτε να το ακούσω εγώ. Κόλπο βέβαια που δεν έπιανε δεδομένου ότι εγώ εγνώριζα ότι ο Μανταλενάκης ήταν σε ασφαλές μέρος…

… Χωρίς οι ανακριτές μου να μπορούν να μου αποδείξουν ότι ξεύρω πολύ περισσότερα, εξακολούθησαν τη μέθοδο της παντοειδούς πίεσης με ξυλοδαρμούς ανελέητους από τη μια, υποσχέσεις από την άλλη. Δεν με έκαμψαν, στάθηκα για την ηλικία μου παλικάρι και εξακολουθώ και σήμερα να υπερηφανεύομαι γι’αυτό.

Είχα ζητήσει από την Ευανθία χαρτί και μολύβι, πράγμα που μου προμήθευσε ας είναι καλά η κοπέλα όπου και αν βρίσκεται γιατί ήταν όχι απλώς μια όαση ανάσας, αλλά πηγή του Σιλωάμ για μένα απ’όπου αντλούσα δύναμη και θάρρος. Μέχρι ιδιόχειρο σημείωμα γράμμα του Τομ Ταμπάμπιν του Άγγλου Ταγματάρχη μου έφερε στην φοβερή απομόνωσή μου, που για μένα ήτανε τόσο μεγάλο πράγμα που με γέμισε με περηφάνια και κουράγιο.

Είναι μεγάλο πράγμα στην απελπιστική κατάσταση που βρίσκεσαι να παίρνεις γράμμα από τον ανώτερο Άγγλο υπεύθυνο που σου εκφράζει το θαυμασμό του και σε βεβαιώνει ότι θα γίνει ότι χρειάζεται για να σωθείς. Γιγαντώνεις εκείνη την ώρα, μυθοποιείσαι, είναι πράγματα που δεν περιγράφονται. Η ανάκριση άρχισε να αραιώνει γιατί δεν έβγαινε τίποτε πέρα από τα γνωστά παρ’όλες τις πιέσεις και τα βασανιστήρια…

… Σε μια πρωινή έξοδο, στο πλυσταριό, είχα με νεύματα δώσει να καταλάβει η Ευανθία ότι χρειαζόμουν χαρτί και μολύβι, πράγμα που είχε κάνει με επιτυχία και τα είχα πάντα χωμένα στην κωλότσεπή μου. Γιατί το αναφέρω αυτό; Γιατί με την πάροδο του χρόνου οι Γερμανοί προχωρώντας τις έρευνές τους με τη βοήθεια του Αναστάση και άλλων καλοθελητών, είχαν εντοπίσει το Μιχάλη, δηλαδή είχαν μάθει πως λέγεται Ακουμιανάκης από την Κνωσό κλπ. και μάλιστα ο Φρανς μου το είπε με υπερηφάνεια ζητώντας μου να παύσω να τον προστατεύω γιατί αυτός δεν μπορεί να κάνει τίποτε για μένα, δεδομένου ότι η σύλληψή του ήταν πλέον ζήτημα χρόνου.

Εγώ βέβαια υποστήριζα πάντα πως μόνο το Μιχάλη ξεύρω και τίποτε άλλο. Όταν με κατέβασαν στο κελί κουτσά στραβά έγραψα ένα σημείωμα και ενημέρωνα το Μιχάλη να λάβει τα μέτρα του γιατί ήταν ήδη γνωστός και την άλλη μέρα το πρωί με την Ευανθία πάντα το έστειλα έξω. Τι έκανε ο Μιχάλης έκτοτε μόνο μετά την απελευθέρωση το έμαθα, πάντως τόσο αυτός όσο και τα άλλα παιδιά είχαν αναθαρρήσει δεδομένου ότι ήταν πια φανερό πως ύστερα από τόσες μέρες βασανισμών και ανακρίσεων δεν είχα προδώσει τίποτε και κανένα!

… Κάποτε οι Γερμανοί μη μπορώντας να αποδείξουν τίποτε περισσότερα από όσα γνώριζαν και είχα και εγώ επιβεβαιώσει έκλεισαν το φάκελο και με έβγαλαν από τα κελιά του υπογείου και με μετέφεραν στο διπλανό σπίτι σε ένα ημιυπόγειο δωμάτιο που έβλεπε στην μεγάλη αυλή, με άλλους κρατουμένους μέσα, πράγμα που άλλαξε κάπως τη ζωή μου. Βλέπαμε περιορισμένα βέβαια χώρο, όμως βλέπαμε φως, ήλιο, κουνέλια απέναντι να κάνουν έρωτα. Πλησίαζαν Χριστούγεννα όταν ένα πρωί η Ευανθία μου έδωσε ένα ιδιόχειρο σημείωμα–γράμμα του Τομ ο οποίος πέρα από το θαυμασμό του μου εξέφραζε τις ευχαριστίες του και μου γνώριζε πως κατεβάλλοντο σοβαρές προσπάθειες ώστε να μην καταδικασθώ σε θάνατο!

Εξάλλου τι άλλο θα μπορούσε να μου πει ο άνθρωπος; Εκείνο που με χαροποιούσε περισσότερο από όλα ήταν ότι η δική μου υπόθεση δεν είχε κανένα αντίκτυπο στην οικογένειά μου. Δεν πείραξαν κανένα οι Γερμανοί…

… Έτσι περάσαν τα Χριστούγεννα και εκεί μεταξύ Χριστουγέννων-Νέου Έτους ένα πρωινό ήλθε το καμιόνι και φόρτωσε εμένα και 2-3 άλλους και κινήσαμε για την Αγυιά στα Χανιά όπου και θα με δικάζανε στο γερμανικό Στρατοδικείο!

Θυμάμαι ακόμα την πρώτη στάση μας στο Γενί Γκαβέ από όπου πήγαινα πάντα με τα πόδια στ’Ανώγεια γιατί λαχτάρισα για μια στιγμή που μας κατέβασαν να ουρήσουμε να ορμήσω προς τα πάνω και να σκαρφαλώσω σαν κατσίκι στο βουνό, όμως οι Γερμαναράδες με τα αυτόματα μας είχαν στα 2 μέτρα έτοιμοι και έμεινα μόνο με τη λαχτάρα.

Φτάσαμε έτσι στις φυλακές της Αγυιάς και κατεβήκαμε στην είσοδο της φυλακής. Ήταν μια φαρδιά είσοδος με 1-2 σκαλοπάτια και έμπαινες σε μια αίθουσα χωλ ευρύχωρη αρκετά και γύρω γύρω τα γραφεία. Σαν να ήταν ένας χώρος σκεπασμένος σε όλη την νοτική πλευρά των φυλακών βάθους 15 μέτρων περίπου και από μια πόρτα μεγάλη μας κατέβασαν στην μεγάλη αυλή της φυλακής, όπου μας οδήγησαν σε κάτι μεγάλα κτήρια στην κάτω πλευρά της αυλής.

Ήσαν 2 ή 3 κτήρια δεν θυμάμαι καλά που το κάθε ένα είχε 4-5 μεγάλους θαλάμους και προορίζοντο για τους υπόδικους ή δικασμένους σε φυλάκιση. Σ’αυτό το κτήριο μας συνόδευσε ο αρχιδεσμοφύλακας των φυλακών ονόματι Ρόκος και από πίσω κοντά ένας αδέσποτος κακόσκυλος κούτρουλος, τεμπέλης, (κούτρουλος ίσον με κομμένη την ουρά) και μας έβαλε σε ένα θάλαμο που ήταν αρκετοί άλλοι ήδη μέσα.

Αν δεν με απατά η μνήμη μου, είμαστε μαζί με τον Χατζησπύρου τον Κώστα, (προϊστάμενο στο ΙΚΑ Ηρακλείου), τον Γιάννη τον Λαθουρά και το Χρήστο το Σπίρτζη, από τον Κατσαμπά και ένα δυο άλλοι. Μας έβαλε ο Ρόκος όλους μαζί σε ένα θάλαμο και βολευτήκαμε κάπως, σε κάτι φαρδιά ξύλινα κρεβάτια με στρώματα.

Τους Χατζησπύρου, Λαθουρά, Σπίρτζη, τους είχανε συλλάβει για κομμουνιστική δράση επειδή ο συνεταίρος του Σπίρτζη στο μαγαζί που έκανε στο Καμαράκι, τους είχε προδώσει για να φάει το μαγαζί. Τέτοια πράγματα γινόντουσαν αρκετά, δηλαδή προδοσίες για προσωπικούς, οικονομικούς και οικογενειακούς λόγους, ήτανε κάτι το συνηθισμένο…

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου  Θραψανού Πεδιάδος

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει