Το πρώτο μου τσιγάρο

Τέτοιες μέρες... τέτοια λόγια!

Κόβει το τσιγάρο… η κυβέρνηση και απ’ ό,τι φαίνεται, με θετικό μάτι βλέπουν αυτή την κίνηση όλοι. Παρ’ όλα αυτά εγώ θυμήθηκα τα μαθητικά μου χρόνια, τότε που κρυφοκαπνίζαμε όσα περισσότερα τσιγάρα βρίσκαμε!

Έτσι ήθελα να νιώθω καλύτερα. Το χωριό μου φυσικά δεν είχε Γυμνάσιο και αναγκαζόμασταν να πηγαίνουμε καθημερινά στο διπλανό κεφαλοχώρι στην Αργαλαστή. Εκεί βρισκόταν το τριτάξιο ιστορικό γυμνάσιο, όπου παλιότερα γυμνασιάρχης είχε διατελέσει ο μεγάλος μας ποιητής Κώστας Βάρναλης!

Πολλές φορές φιλοξενούσε ο ίδιος τον Αλέξανδρο Δελμούζο,  συζητώντας ατέλειωτες ώρες, αλλά και απολαμβάνοντας στα γραφικά ταβερνάκια των νοτιοπηλειορίτικων γύρω χωριών, το παλιό καλό κρασί και τους πηλειορίτικους μεζέδες. Καθημερινά έκανα το δρομολόγιο Λαύκος-Αργαλαστή και το μεσημέρι επιστροφή, με εκείνα τα παλαιού τύπου τριανταδυάρια λεωφορεία του ΚΤΕΛ, τα οποία μπορεί κανείς να δει σε παλιές ελληνικές ταινίες του κινηματογράφου κατά τις δεκαετίες του εξήντα και του εβδομήντα.

Αλίμονο σ’ εκείνους που δεν ήταν καπνιστές, γινόντουσαν την ίδια ώρα παθητικοί καπνιστές από εκείνη την έντονη τσιγαρίλα η οποία διαχεόταν στον εσωτερικό χώρο του λεωφορείου, κυρίως από τις σταχτοθήκες που βρίσκονταν ανά μία στην πλάτη του κάθε καθίσματος του λεωφορείου.

Θυμάμαι όμως τόσο έντονα πόσο αποκρουστική μου φαινότανε στα παιδικά μου χρόνια εκείνη η τσιγαρίλα που έβγαζαν με την αναπνοή τους όλοι σχεδόν οι καπνίζοντες. Όπως επίσης θυμάμαι και τα κιτρινισμένα από τη νικοτίνη δάκτυλά τους, ακόμα και τα νύχια τους. Όλα αυτά μαζί έβγαζαν την αποκρουστική εκείνη μυρωδιά. Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι γούστο ήταν αυτό, αυτή η συνήθεια να καπνίζουν οι άνθρωποι. Ποτέ μου δεν πήρα κάποια απάντηση, αντίθετα μ’ έτρωγε η περιέργεια.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα γείτονά μου ναυτικό να μου λέει: ”Αυτά δεν είναι για  σένα, είσαι μικρός ακόμα”. Το χωριό μου είχε πολλούς ναυτικούς και πολλοί απ’ αυτούς προκόψανε αφού αμείβονταν καλά, έκαναν περιουσία. Τους περισσότερους θυμάμαι να καπνίζουν τσιγάρα μάρκας ΚΕΝΤ, Παλλάς ή Old Navy, να φορούν ρολόγι συνήθως Seico πεντάρι και κολώνια Old Spice.

Επανέρχομαι όμως στην περιέργεια που είχα για τους καπνιστές. Ίσως εκείνη να ήταν η αιτία που μ’ έκανε να δοκιμάσω το πρώτο μου τσιγάρο. Και τι τσιγάρο! Ένα αποτσίγαρο πολυτελείας από τον μεγαλύτερο κατά έξι χρόνια γείτονά μου ναυτικό, τον Δημήτρη… Και τραβώντας δύο ρουφιές πνίγηκα στο βήχα. Την περιέργεια λοιπόν αυτή την είχαν και οι περισσότεροι συμμαθητές μου, που θα κάπνιζαν! Ίσως να είχαμε κατά νου, όλοι μας, καπνιστές και μελλοντικοί καπνιστές, ότι είμαστε περισσότερο άνδρες με το να καπνίζουμε.

Αργότερα στις τρεις μεγαλύτερες τάξεις του εξαταξίου Γυμνασίου, τις οποίες έκανα στο Βόλο (τετάρτη, πέμπτη και έκτη Γυμνασίου), δεν σας λέω τίποτα. Άνδρας με τα όλα μου, κάθε διάλειμμα τρυπώναμε στα αποχωρητήρια του Β’ Αρρένων Γυμνασίου του Βόλου και καπνίζαμε αρειμανίως, σαν αράπηδες που λέει ο λόγος.

Χρειάστηκε όμως χρόνος αρκετός  να εξοικειωθώ μ’ αυτό το χόμπι-σπορ του καπνιστή. Χρειάστηκε να παρακολουθήσω ολόκληρα σεμινάρια για να μάθω να καπνίζω. Σκοπός μου βέβαια απ’ ό,τι σήμερα αντιλαμβάνομαι δεν ήτανε να καπνίσω, αλλά να με δουν ότι καπνίζω.

Επανέρχομαι όμως στα σεμινάρια από μεγαλύτερους έμπειρους καπνιστές “θα πρέπει να χτυπήσεις πρώτα το τσιγάρο στο πακέτο ή στο νύχι και αν θέλεις να είναι βαρύ το χαρμάνι θα το σαλιώνεις λίγο, μετά το ανάβεις και στην πρώτη ρουφηξιά κάνεις μια βαθιά εισπνοή. ”Παναγία μου!

Τι το ήθελα αυτό το φροντιστήριο;”, είπα μέσα μου, αφού πρώτα εξετέλεσα κατά γράμμα τις συμβουλές των πιο έμπειρων. Μου κόπηκε εντελώς η αναπνοή, βούρκωσαν και γουρλώσανε τα μάτια μου, με έπιασε ένας παράξενος και ατέλειωτος βήχας… τί το ‘θελα το τσιγάρο; Καλά δεν ήμουν προτού καπνίσω;

Πράγματι με είχε βάλει σε μπελάδες, αλλά  το φαίνεσθαι φαίνεσθαι. Εξακολούθησα να (κάνω πως) καπνίζω, χωρίς να τραβώ μέσα μου τον καπνό. Αρχισα σιγά σιγά να το συνηθίζω, για να μη νιώθω κι εγώ κατώτερος από τους υπολοίπους που κάπνιζαν.

Ωστόσο, μου είχε εξηγήσει ο ξάδελφός μου, μεγαλύτερός μου κατά δύο χρόνια, ότι δεν πρέπει να με πιάνει απογοήτευση, διαβεβαιώνοντάς με ότι όλοι έτσι νιώθουν στο πρώτο τους τσιγάρο. “Ναι,ξάδερφε, νιώθουν έτσι. Ωστόσο  ανάβουν και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο και πάει λέγοντας. Εγώ δεν είδα κανένα απ’ αυτούς μόλις τους κρούβει ο καπνός και κόβεται η αναπνοή τους να σταματούν το κάπνισμα. Βλέπω ότι συνεχίζουν να καπνίζουν και μάλιστα  με περισσότερο πάθος”.

Δεν ξέρω αν είχα δίκιο κατά τα λεγόμενά μου, προς τον ξάδελφό μου ή αν και ο ίδιος τα πίστευε όλα αυτά αφού παρασύρθηκα. Χρειάστηκε να καπνίσω πολλά τσιγάρα, αμέτρητα πακέτα για εικοσιπέντε περίπου χρόνια, διαπιστώνοντας τη βλακεία που έκαναν. Ευτυχώς το κατάλαβα σχετικά νωρίς.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει