Μια θετική εξέλιξη για την ανώτατη παιδεία

ΑΝAΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ 37 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ

Πολύ πρόσφατα η υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε ότι αναστέλλεται η προγραμματισμένη για το ακαδημαϊκό έτος 20-21 έναρξη λειτουργίας 37 νέων πανεπιστημιακών τμημάτων.

Η απόφαση αυτή εκπλήσσει με βάση τα όσα είχαμε συνηθίσει μέχρι σήμερα και τούτο γιατί για πρώτη φορά μειώνονται τα πανεπιστημιακά τμήματα αντί να αυξάνονται. Η απόφαση αυτή, όπως προϊδεάζει ο τίτλος του άρθρου είναι σωστή με ακαδημαϊκά κριτήρια και στη συνέχεια θα επιχειρηθεί η  τεκμηρίωση της ορθότητάς της.

Ο θεμελιακός ρόλος της εκπαίδευσης, από την εποχή της  αρχέγονης κοινοβιακής συνύπαρξης του ανθρώπου,  μέχρι και  τις μέρες μας, είναι να βοηθήσει τις κοινωνίες να εξελιχθούν. Αυτός ο ιδιαίτερος και σημαντικός ρόλος της ήταν αφορμή  ώστε η εκπαίδευση να αποτελεί στην πορεία του χρόνου μέχρι και σήμερα πεδίο δράσης λαμπρό για τους ασκούντες κάθε φορά την εξουσία, έτσι ώστε να υφίσταται τόσες παρεμβάσεις, σχεδόν πάντα αντιφατικές, όσο κανένας άλλος τομέας της δημόσιας  ζωής.

Ο λόγος αυτών των αντιφατικών παρεμβάσεων είναι το αποτέλεσμα από τη μια των διαφορετικών ιδεολογικοπολιτικών αντιλήψεων των εκάστοτε κρατούντων  και των αναπόφευκτων αντιπαραθέσεων που συνεπάγονται αυτές και, από την άλλη, το γεγονός ότι όλοι τους χρησιμοποίησαν την παιδεία ως το εφαλτήριο για τη συστηματική εμπέδωση, την εξάπλωση και εδραίωση του ιδεολογικοπολιτικού τους υποβάθρου

. Έτσι ο ρόλος της εκπαίδευσης για την εξέλιξη  και την ποιότητα των κοινωνιών ασκούνταν πάντα με έντονα τα στοιχεία από τις επιδράσεις των πολιτικών ιδεολογιών των κρατούντων. Η εκπαιδευτική τους πολιτική, άλλοτε έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στα κοινωνικά χαρακτηριστικά της παιδείας, άλλοτε στα οικονομικά της χαρακτηριστικά και άλλοτε στα τεχνοκρατικά  της χαρακτηριστικά.

Ένας άλλος τομέας  που δεχόταν παρεμβάσεις από  την Πολιτεία, πλέον τούτων των επεμβάσεων στην δομή της παιδείας, ήταν η διεύρυνση και η οργάνωση της εξάπλωσης των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, ανά την επικράτεια

. Στο πρόσφατο παρελθόν σταθμό προς αυτή την κατεύθυνση αποτέλεσε η υλοποίηση του μοντέλου της διπολικής περιφερειακής ανάπτυξης που συνέπεσε χρονικά με το τέλος της προηγούμενης και την έναρξη της νέας χιλιετίας.

Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, σε κάθε περιφέρεια  θα έπρεπε να υπάρχει ένα δίπολο που θα απαρτιζόταν από ένα τουλάχιστο πολυθεματικό Πανεπιστήμιο και από ένα πολυθεματικό Τ.Ε.Ι.. Με βάση αυτό το μοντέλο, πολύ γρήγορα οι 11 από τις 13 περιφέρειες της ελληνικής επικράτειας διέθεταν αυτή τη διπολική δομή, με εξαίρεση τις δυο περιφέρειες του Αιγαίου και τούτο λόγω των ειδικών γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων τους.

Η εξέλιξη του αριθμού Πανεπιστημίων και Τ.Ε.Ι. και του αριθμού των τμημάτων τους, κατ’ εφαρμογή αυτού του μοντέλου, μέσα σε μια δεκαετία ήταν 18 Πανεπιστήμια και 175 τμήματα το 1993, 18 και 188  το 1997, 19 και 238   το 2002 και 21 Πανεπιστήμια και 254 τμήματα το 2005. Η αντίστοιχη εξέλιξη για τα Τ.Ε.Ι. ήταν 13 Τ.Ε.Ι. και 131 τμήματα το 1993, 15 και 141 το 1997, 15 και 174 το 2002 και 16 Τ.Ε.Ι. και 188 τμήματα το 2005.

Η αύξηση των τμημάτων στα Πανεπιστήμια και τα Τ.Ε.Ι. συνοδεύτηκε και από αύξηση των γνωστικών αντικειμένων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων πρόσθετων πεδίων καλλιέργειας της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας. Ενδεικτικά στα Πανεπιστήμια για την πενταετία 1997-2002 δημιουργήθηκαν  58 νέα τμήματα που συνοδεύτηκαν από 42 νέα γνωστικά αντικείμενα και για το ίδιο χρονικό διάστημα στα Τ.Ε.Ι. δημιουργήθηκαν 44 νέα τμήματα που συνοδεύτηκαν από 34 νέα γνωστικά αντικείμενα.

Το αποτέλεσμα αυτών των πράξεων της Πολιτείας κατ΄ εφαρμογή του εθνικού χωροταξικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη της ανώτατης εκπαίδευσης, ήταν να αυξηθεί ο αριθμός των εισακτέων στην ανώτατη εκπαίδευση από 42.000  το 1993 σε 84.000 το 2003, γεγονός που  εξυπηρετούσε και πολιτικές σκοπιμότητες.

Δηλαδή σε μια δεκαετία συντελέστηκε διπλασιασμός των εισακτέων, στα Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι., χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται και ανάπτυξη της υλικοτεχνικής τους υποδομής και ανάλογη αύξηση των λειτουργικών τους δαπανών, οι οποίες γιγαντώθηκαν με την αύξηση του αριθμού των εισακτέων. Ανάλογο έλλειμμα παρατηρήθηκε και στην πρόσληψη μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού.

Στα  Πανεπιστήμια, την αντίστοιχη χρονική περίοδο, τα μέλη διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού αυξήθηκαν από 6.300 σε 9.200 και στα Τ.Ε.Ι. τα μέλη εκπαιδευτικού προσωπικού  από 2.000 σε 2.700. Ειδικά για τα Τ.Ε.Ι. στην προαναφερόμενη χρονική περίοδο η αύξηση των εισακτέων ήταν 115% ενώ η αύξηση των μελών Ε.Π. ήταν μόλις 35%.

Επιπλέον, αυτή η πέρα από κάθε ακαδημαϊκή λογική αύξηση του αριθμού των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, χωρίς να προετοιμαστεί ανάλογα η δευτεροβάθμια για να μπορεί να ανταποκριθεί στην παραγωγή ανάλογου αριθμού και επιπέδου υποψηφίων, είχε ως αποτέλεσμα να εισέρχονται στις ανώτατες σχολές υποψήφιοι με βαθμό κάτω της βάσης.

Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε με την είσοδο της χώρας σε οικονομική κρίση, που είχε ως αποτέλεσμα το πάγωμα των προσλήψεων πάσης φύσεως ανθρώπινου δυναμικού, τη δραματική περιστολή των χρηματοδοτήσεων των ιδρυμάτων, ενώ η εισροή εισακτέων παρέμεινε η ίδια. Αυτό οδήγησε σε οικονομική ασφυξία τα εκπαιδευτικά ιδρύματα με αναπόφευκτη συνέπεια την υποβάθμιση των σπουδών, ελλείψει μελών ΔΕΠ, οικονομικών πόρων και υλικοτεχνικών υποδομών.

Σημαντικά προβλήματα που επιπλέον προέκυψαν λόγω της διεύρυνσης της ανώτατης εκπαίδευσης ήταν η διασπορά των νέων τμημάτων ανά την επικράτεια και η αναδιάρθρωση των γνωστικών αντικειμένων.

Η ίδρυση νέων τμημάτων θεωρήθηκε από την Πολιτεία ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για περιφερειακή ανάπτυξη, κατακερματίζοντας τα ιδρύματα και διασπείροντας τα τμήματά τους σε όλη την επικράτεια, κατά παράβαση στοιχειωδών κανόνων που επιβάλλει η ακαδημαϊκή δεοντολογία και στη λογική του κάθε πόλις και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο.

Ούτε μελέτες σκοπιμότητας ούτε βιωσιμότητας συντάσσονταν και, το κυριότερο, οι οποιεσδήποτε δράσεις γίνονταν κατά παρέκκλιση των εντεταλμένων για αυτόν τον σκοπό ακαδημαϊκών οργάνων και ειδικότερα της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ). Κινητήριος μοχλός για τις αποφάσεις ήταν η αποκλειστική εξυπηρέτηση πολιτικών και πελατειακών σχέσεων.

Επίσης η αναδιάρθρωση των γνωστικών αντικειμένων με τη δημιουργία των νέων λόγω της διεύρυνσης ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη διόρθωση πλεονασμάτων σε ορισμένες ειδικότητες που οι αλλαγές στον οικονομικό ιστό της χώρας είχαν δημιουργήσει, πράγμα που ποτέ δεν έγινε. Για παράδειγμα, η συρρίκνωση του γεωργικού τομέα στη χώρα μας επέβαλε και την ανάλογη μείωση των θέσεων ανθρώπινου δυναμικού που θα τον υπηρετούσαν.

Αυτό δεν συνέβη ποτέ, παρά τις προσπάθειες του υπογράφοντα και παρά την κινητοποίηση του συνόλου σχεδόν των σχολών που παρείχαν γεωπονική παιδεία, την οποία προκάλεσε ο ίδιος, σε πανελλήνιο επίπεδο και η ευθύνη της Πολιτείας είναι ακέραιη.

Στον ευρωπαϊκό χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το 2% των υποψηφίων εισάγεται σε σχολές που παρέχουν γεωπονική παιδεία. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 12%, με τον κύριο όγκο των εισακτέων να διοχετεύεται στην τεχνολογική εκπαίδευση.

Η πρόσφατη απόφαση της υπουργού Παιδείας διορθώνει επιτέλους αυτήν τη δυσαρμονία, αφού τα οκτώ από τα τριανταεπτά τμήματα, η λειτουργία των οποίων αναστέλλεται, αφορούν τμήματα που παρέχουν γεωπονική παιδεία.

Δεδομένου ότι η διεύρυνση της ανώτατης εκπαίδευσης συνεχίστηκε μέχρι σήμερα, σε γενικές γραμμές στο πνεύμα που περιγράφηκε και με πρωταγωνιστές κατά κύριο λόγο τους πολιτικούς αντί τους ακαδημαϊκούς δασκάλους, θα ήταν ενδιαφέρον να συνεχιστεί η διερεύνησή της και είναι σίγουρο ότι θα αποκαλυφθούν και άλλες  υπερβολές.

Εκείνο όμως που είναι πιο σημαντικό είναι  η προσπάθεια που ξεκίνησε από την νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να σηματοδοτήσει την απαρχή της απεμπλοκής του πολιτικού κόσμου από τα θέματα που αφορούν την παιδεία και που η ίδια η Πολιτεία έχει εκχωρήσει τη διαχείρισή τους στην ακαδημαϊκή κοινότητα, κατοχυρώνοντας νομοθετικά το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ.

 

* Ο Δρ. Κων/νος Σινάνης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΛ.ΜΕ.ΠΑ.

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει