Ευαγγελίας Πετρουγάκη, “Τα ελληνικά της Κρήτης”

Της Μαρίας Φραγκιαδάκη*

Η Ευαγγελία Πετρουγάκη έχει εκδώσει μέχρι τώρα δύο επιτυχημένες ποιητικές συλλογές. Το τρίτο της βιβλίο, «Τα Ελληνικά της Κρήτης», είναι ένα εξαιρετικό μελέτημα για την κρητική διάλεκτο, τη ζωντανή γεωγραφική ποικιλία της ελληνικής γλώσσας, σεβαστή κι αναγνωρίσιμη, που μιλιέται στο νησί μας.                                                                                                                                                            Το βιβλίο, καρπός πολύχρονης ενασχόλησης και μελέτης, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συναρπάζει τον αναγνώστη. Δεν πρόκειται για λεξικό ή γραμματική ούτε για επιστημονική μελέτη. Είναι μια σειρά δοκιμίων που αναφέρονται όλα στη φυσιογνωμία της κρητικής ντοπιολαλιάς. Στο πρώτο παρουσιάζονται ευσύνοπτα τα κύρια χαρακτηριστικά της, με ιδιαίτερη έμφαση στους πολλούς αρχαϊσμούς, ενώ στα επόμενα, με αφορμή μεμονωμένες λέξεις, φωτίζονται πολύπλευρα αρκετά διαλεκτικά γνωρίσματα.  Η συγγραφέας επισημαίνει τη «ραγδαία υποχώρηση των τοπικών ιδιωμάτων και των διαλεκτικών ποικιλιών» που συντελείται στις μέρες μας, αλλά μας καλεί σε «έναν μικρό περίπατο στο απέραντο δάσος των λέξεων της τοπικής μας γλώσσας». Και μας χαρίζει ένα συναρπαστικό ταξίδι στο χρόνο με όχημα τις λέξεις, καθώς ανιχνεύεται η μακρά ιστορική τους πορεία από την εποχή του Ομήρου ως σήμερα.  

Αποδεικνύεται έτσι ότι η διαλεκτική μας γλώσσα έχει ένα πλούσιο λεξιλόγιο με λέξεις κληρονομημένες από παλαιότερες μορφές αλλά και λέξεις δάνεια από άλλες γλώσσες. Λέξεις ομηρικές επιζούν σχεδόν απαράλλακτες στη σημερινή γλώσσα των Κρητών. Άλλες που κάποτε, όχι πολύ παλιά, εκφράζανε έναν ολόκληρο κόσμο, είναι πλέον λησμονημένες, ενώ άλλες συνεχίζουν να ζουν, αλλάζοντας τη σημασία τους ανάλογα με τις πολιτικο-οικονομικές συνθήκες και τα αξιακά πρότυπα της κάθε εποχής.

«Είναι, βλέπετε, και των λέξεων η μοίρα απρόβλεπτη. Άλλες γεννιούνται με μια μόνο σημασία και στο μέλλον πλαταίνουν αγκαλιάζοντας και άλλες εννοιολογικές αποχρώσεις και σημασίες, ενώ άλλες συρρικνώνονται, φθείρονται, ή βουλιάζουν οριστικά στο ορμητικό ποτάμι της λήθης», σημειώνει στοχαστικά η συγγραφέας.

Ωστόσο, δεν θρηνολογεί για αλλοίωση ή θάνατο της γλώσσας, ούτε μιλάει για επικίνδυνη φθορά. Τονίζει μόνο καθαρά τις αναπόφευκτες αλλαγές, μέσα από μια δυναμική διαδικασία προσαρμογής της γλώσσας, η οποία χάνει μεν λέξεις αλλά εμπλουτίζεται και ανανεώνεται συνεχώς με άλλες. Προβάλλεται, δηλαδή, έστω και μέσα από τη θραυσματική λειτουργία των λέξεων, η συνέχεια και η διαχρονικότητα της γλώσσας μας∙ μιας ζωντανής διαλέκτου, με αξιοθαύμαστη μουσικότητα και ευφωνία, ποικιλία και πολυσημία, περιγραφική δύναμη και εξαιρετική εικονοπλασία.

Μα οι λέξεις δεν ονομάζουν απλώς πράγματα και καταστάσεις∙ τους δίνουν υπόσταση. «Δίνουν φωνή στον πόνο, στη χαρά, στην αγωνία μας. Έχουν πάνω τους τα σημάδια από τις ιστορικές μας περιπέτειες…». Γι’ αυτό, η Πετρουγάκη, με εφαλτήριο τις λέξεις, θα μιλήσει σφαιρικότερα για τον τόπο και την κουλτούρα του, για έναν κόσμο δικό της και δικό μας.

Ποικίλα τα θέματα που μελετά. Σε κάποια από τα δεκατρία κεφάλαια του βιβλίου της, για παράδειγμα, αναφέρεται: στην πανάρχαιη υφαντική τέχνη, τις κρητικές ανυφαντούδες, τις μαντικές δοξασίες, τις αποσπερίδες, το ψίκι∙ στην άυλη ηθική και πνευματική μας κληρονομιά, τη λαϊκή αισθητική, τα πρότυπα σεμνότητας και ανδρείας, ομορφιάς και κάλλους∙ στη χλωρίδα με τα αρχαιοπρεπή ονόματα, τα τοπικά προϊόντα και τις διατροφικές συνήθειες, την πολυκαλλιέργεια, την απλή λιτή ζωή, το μοίρασμα «του βρισκούμενου» με φίλους και ξένους∙ στις ασθένειες και τα γιατροσόφια, τη λαϊκή ιατρική και φαρμακευτική∙ στην εναρμονισμένη με τους ρυθμούς της φύσης και του κυκλικού χρόνου ζωή των «φυσικών» ανθρώπων που «βίωναν τη φύση όχι μόνο ως αρχέτυπο του κάλλους και του θαυμαστού αλλά και ως έκφραση του ανέκφραστου»∙ στην αχρήματη οικονομία αλλά και στις νομισματικές συναλλαγές που «γέννησε τις Τράπεζες, τους τραπεζίτες και τους τοκογλύφους…  Από τότε που τα χρήματα έπαψαν να είναι πράγματα κι έγιναν μόνο νομίσματα, δεινοπαθεί η Οικουμένη».

Και κλείνει το βιβλίο με την εξαιρετική επιλογική κατακλείδα:
«Χρυσό μελισσολόι κι οι λέξεις, που ανασταίνουν μνήμες βαθιές ενός απολεσθέντος παραδείσου!».

Με πρωταγωνίστριες λοιπόν τις λέξεις που πυροδοτούνται από ανεξίτηλες αναμνήσεις της «ηλικίας της αθωότητας», η συγγραφέας δημιουργεί πολυεπίπεδα κείμενα που αγγίζουν τα όρια του λογοτεχνικού, του στοχαστικού και του επιστημονικού δοκιμιακού είδους.

Και είναι εκπληκτικό πώς δομούνται τόσο ετερόκλητα στοιχεία, πώς συστεγάζονται οι ιστορίες της γιαγιάς, το τραγούδι της μάνας ή η φωνή του πατέρα με τους στίχους του Χορτάτζη και του Κορνάρου, πολύ περισσότερο, με τα αποσπάσματα του Αριστοτέλη, του Διοσκουρίδη ή του Σέξτου Εμπειρικού. Πολλά και ποικίλα τα χωρία από την αρχαία αλλά και νεότερη γραμματεία, από χριστιανικά κείμενα και έργα της κρητικής σχολής, από τη λαϊκή ποίηση (Φραγκούλης και Γιάννης Βάρδας), τα δημοτικά τραγούδια και τις μαντινάδες.

Όλο αυτό το πλήθος των παραθεμάτων και των διακειμενικών αναφορών που βρίσκονται εγκατασπαρμένα στο γεμάτο ψυχή και γνώση βιβλίο, μαρτυρούν μια κοπιώδη ερευνητική εργασία. Η Πετρουγάκη, με τη μακροχρόνια αυτή αναζήτηση, επιδιώκει να ενημερώσει και να διαφωτίσει υπεύθυνα και αξιόπιστα, καλλιεργώντας έναν γόνιμο και υγιή προβληματισμό γύρω από το ευαίσθητο θέμα της γλώσσας, για το οποίο συχνά ακούγονται, είτε από άγνοια είτε εκ του πονηρού, παραπλανητικές και επικίνδυνες απόψεις. Γι’ αυτό επιλέγει να απευθυνθεί με το βιβλίο της σε ένα ευρύ κοινό, θέλοντας να καταστήσει κοινωνό ορθών επιστημονικών απόψεων τον οποιοδήποτε αναγνώστη, κυρίως τον μη ειδικό. Απορρίπτει λοιπόν τον «αποστειρωμένο» ακαδημαϊσμό και την αφ’ υψηλού διδασκαλία, και γράφει με τρόπο συνειδητά εκλαϊκευτικό.

Έτσι, άλλοτε με τη νοσταλγική φωνή του κοριτσιού που αναθυμάται, άλλοτε με την επιστημονική γλώσσα της φιλολόγου, συνομιλεί με τον αναγνώστη, σα να του διηγείται ιστορίες ή παραμύθια. Οι συναρπαστικές αυτές μικρο-αφηγήσεις, με τις ποιητικές εισαγωγές και τις στοχαστικές κατακλείδες, δημιουργούν ένα πρόσφορο έδαφος για να ερμηνευθούν και να κατανοηθούν ευκολότερα τα επιστημονικά τεκμήρια και οι απόψεις ειδικών γλωσσολόγων και μελετητών. Ο λόγος κατ’ εξοχήν αποδεικτικός, αντικειμενικός και ισορροπημένος, παραμένει ψύχραιμος, διακριτικός, δίχως εξάρσεις, ακόμα κι όταν αναφέρεται σε βαθιές προγονικές μνήμες. Λόγος που δεν ξεπέφτει ποτέ σε άγονη πατριδοκαπηλία, όπως  εξάλλου βεβαιώνει και η ίδια η συγγραφέας: «δεν θα ήθελα να θεωρηθεί πως προσπαθώ να ανακηρύξω τη γλώσσα μας ως ύψιστη και ως δημιούργημα ενός περιούσιου λαού.  Απλώς, αναφέρομαι στα δώρα που μας χαρίζει αυτή η γλώσσα… ανασκάπτοντας τις παμπάλαιες λέξεις της, που μπορούν να ακονίσουν την ευαισθησία μας και να γονιμοποιήσουν τη σκέψη μας».

Τα κείμενα της Πετρουγάκη προκαλούν, πράγματι, σκέψεις και προβληματισμό, με την αλήθεια τους, μα συγκινούν κιόλας. Γιατί ο σκοπός του βιβλίου είναι η πληροφόρηση, η πειθώ, αλλά και η τέρψη∙ η ανάδειξη της αλήθειας και η ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, μέσω της γνώσης και της εμπειρίας, χωρίς άσκοπους εξωραϊσμούς. Ωστόσο, μια αύρα ρομαντικής κατάθεσης σαν να χρωματίζει την ατμόσφαιρα.

Σαν να εξιδανικεύεται η αγροτική ζωή∙ σαν να μην τονίζονται οι δυσκολίες, ο κόπος, η στέρηση, ο πόνος, οι αρρώστιες, οι ανισότητες, η εκμετάλλευση.                                     Αν και καθόλου δεν αποσιωπούνται όλα ετούτα, η αλήθεια είναι ότι διαχέεται μια αισιόδοξη αίσθηση σ’ αυτά τα κείμενα που τα ζεσταίνει η αγάπη και ο σεβασμός. Γιατί η Ευαγγελία Πετρουγάκη δεν κραυγάζει με βεβαιότητες ή αφορισμούς κι ούτε προτείνει αφελώς επιστροφή στις ρίζες. Δείχνει μόνο ότι χάνεται η αρμονία, η ισορροπία ανθρώπου – φύσης, η αλληλεγγύη, η απλότητα, η ολιγάρκεια, αξίες δοκιμασμένες στον χρόνο. Και όλες αυτές οι σημαντικές απώλειες τονίζονται με λόγο ακριβή αλλά ήπιο, τρυφερό, συναινετικό, διανθισμένο κάποτε με χιούμορ, ενίοτε και με ποιητικές αποχρώσεις. Ακόμα και η νοσταλγία γίνεται γονιμοποιός, με τη λακωνικότητα των εκφράσεων και των εικόνων. Το ιδεολογικό ετούτο σκεπτικό και η καθαρή, χαριτωμένη γλώσσα συγκροτούν μια αυθεντική ποιητικότητα του ύφους -και του ήθους.

Αυτή η όμορφη περιπλάνηση στο απώτερο και πρόσφατο παρελθόν, μπορεί να γίνει οδηγός και για το παρόν. Τώρα που όλο και περισσότερο πυκνώνουν οι φωνές για ολιστική αντίληψη και θεώρηση της ζωής, τούτο το πόνημα μάς δείχνει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος οφείλει να δει με κριτική στάση πώς λειτουργούν τα πράγματα στον κόσμο της φύσης, για να δει και τον εαυτό του, με σεβασμό και ενσυναίσθηση, ως αναπόσπαστο μέρος αυτού του κόσμου. Εκεί έγκειται, νομίζω, και η μεγάλη του αξία.

Μα το βιβλίο της Ευαγγελίας Πετρουγάκη, γραμμένο με γνώση, σοβαρότητα και ευαισθησία, αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για το μέλλον της γλώσσας και του πολιτισμού της Κρήτης.  Υπόδειγμα επίσης επιτυχούς σύζευξης λόγιου και λαϊκού πολιτισμού, θα είναι και ένα θαυμάσιο βοήθημα για τους φοιτητές-μελετητές του πανεπιστημίου μας στο αμέσως προσεχές μέλλον.

Γιατί «Τα Ελληνικά της Κρήτης» είναι ένα βιβλίο για όλους!
Εξάλλου, στο ταξίδι του είναι όλοι καλεσμένοι!

 

*Η Μαρία Φραγκιαδάκη είναι φιλόλογος

Μπορεί επίσης να σας αρέσει