Η V Μεραρχία Κρητών στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41

ΜΕΡΟΣ Β’

Στις 27 Ιανουαρίου 1941 η V Μεραρχία Κρητών στρατοπέδευσε στην περιοχή της Κλεισούρας και της οροσειράς της Τρεμπεσίνας, πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου κατά τον Ελληνοιταλικό πόλεμο του 1940-41

Από τις 29 – 30 Ιανουαρίου και από τις 13-16 Φεβρουαρίου οι άνδρες της Μεραρχίας έδωσαν σκληρές μάχες για την κατάληψη των υψωμάτων και της δυτικής πλευράς της Τρεμπεσίνας, όπως και των υψωμάτων της οροσειράς Σεντέλι.

Μετά το τέλος των επιχειρήσεων οι μονάδες της Μεραρχίας προχώρησαν στην αμυντική οργάνωση των κατεχομένων θέσεων, ενώ ταυτόχρονα μπήκαν σε κατάσταση επιχειρησιακής στασιμότητας.

Οι Ιταλοί έχοντας διαπιστώσει, αφενός τη μειωμένη επιθετική δραστηριότητα της Μεραρχίας και αφετέρου ό,τι ήταν αδύνατον να ανακαταλάβουν τα υψώματα, ξεκίνησαν καθημερινούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, ενώ το πυροβολικό τους έβαλλε νυχθημερόν με χιλιάδες βλήματα εναντίον των θέσεων της Μεραρχίας, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την τροφοδοσία, κρατώντας τούς άνδρες σε συνεχή υπερένταση, άυπνους και προκαλώντας δεκάδες νεκρούς και τραυματίες. Πολλοί από τους νεκρούς έμεναν άταφοι.

Δυστυχώς το πυροβολικό της Μεραρχίας, λόγω συχνής έλλειψης βλημάτων ελάχιστα απαντούσε στο ιταλικό, ενώ αρκετά από τα πολυβόλα του είχαν αχρηστευτεί, άλλα λόγω παλαιότητας, έτος κατασκευής 1915, άλλα λόγω υπερβολικής χρήσης και άλλα λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών.

Πολυβολητής 5ης Μεραρχίας στη χιονισμένη Τρεμπεσίνα
Πολυβολητής 5ης Μεραρχίας στη χιονισμένη Τρεμπεσίνα

Την ίδια περίοδο οι πολικές θερμοκρασίες προκαλούσαν καθημερινά δεκάδες παγόπληκτους (κρυοπαγήματα) και το θάνατο πολλών υποζυγίων.

Επί πλέον, οι ψείρες, η συχνή έλλειψη και η κακή ποιότητα τροφής και νερού καθιστούσαν ακόμη δυσχερέστερη τη θέση των ανδρών.

Η διοίκηση της Μεραρχίας, με συνεχείς αναφορές προς το 2ο Σώμα Στρατού, εξηγούσε αυτή τη δυσχερή θέση και τους κινδύνους για την ασφάλεια των κατεχομένων θέσεων, σε περίπτωση παραμονής της Μεραρχίας στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Ζητούσε, λοιπόν, την αντικατάστασή της.

Ευτυχώς από τις αρχές Μαρτίου οι καιρικές συνθήκες άρχισαν να βελτιώνονται.

Η επιχειρησιακή στασιμότητα της Μεραρχίας διατηρήθηκε μέχρι την Κυριακή 9 Μαρτίου 1941, όταν ξεκίνησε η «εαρινή επίθεση» των Ιταλών.

Η επίθεση στράφηκε εναντίον του κεντρικού τομέα τού μετώπου, δηλαδή από τα υψώματα Μπούμπεσι μέχρι τα βόρεια αντερείσματα, τα υψώματα, τις κορυφογραμμές και τους οικισμούς της Τρεμπεσίνας, τα υψώματα του όρους Σεντέλι, τα Στενά της Κλεισούρας.

Στη Μεραρχία είχε ανατεθεί η υπεράσπιση των θέσεων, τις οποίες με μεγάλες θυσίες είχε καταλάβει τον περασμένο Ιανουάριο και Φεβρουάριο.

Η ιταλική επίθεση ξεκίνησε στις 7.00 το πρωί της 9ης Μαρτίου με καταιγιστικά πυρά πυροβολικού και αεροπορικούς βομβαρδισμούς που διήρκεσαν, ανάλογα με την τοποθεσία, από μια μέχρι τρεις ώρες. Η περιγραφή των βομβαρδισμών και των κανονιοβολισμών όπως αναφέρουν στα απομνημονεύματά τους οι αξιωματικοί, αυτόπτες μάρτυρες, Ιωάννης Βερνάρδος και Γεώργιος Καββος, είναι συγκλονιστική. Και οι δύο χρησιμοποιούν την ίδια λέξη, ´κόλαση.

Τα χιλιάδες βλήματα και οι βόμβες ανέσκαπταν το έδαφος εκτινάσσοντας τεράστιες ποσότητες χωμάτων, ξερίζωναν δένδρα, θρυμμάτιζαν βράχους, γκρέμιζαν κτήρια, καπνοί κάλυπταν τα πάντα, ο θόρυβος από τις εκρήξεις εκκωφαντικός.

Και ενώ το πυροβολικό εξακολουθούσε να βάλλει, ξεκίνησε τις επιθέσεις του το ιταλικό πεζικό. Οι άνδρες της Μεραρχίας αρχικώς αμύνθηκαν και κατόπιν αντεπιτέθηκαν. Δόθηκαν φονικές μάχες οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις διήρκεσαν ολόκληρη την ημέρα. Όλες οι επιθέσεις αποκρούστηκαν.

Παρόμοιο σκηνικό επανελήφθη και τη 2η ημέρα της «εαρινής επίθεσης. Οι απώλειες για τους Ιταλούς ήταν εκατοντάδες νεκροί και τραυματίες. Μικρότερες για τη Μεραρχία.

Εν τω μεταξύ, οι μονάδες της Μεραρχίας είχαν προβλέψει να οχυρώσουν τις θέσεις τους κατασκευάζοντας ξερολιθιές, ατομικά και ομαδικά ορύγματα και καταφύγια, προφυλαγμένα πολυβολεία και ολμοβολεία, τοποθέτηση συρματοπλεγμάτων.

Από τη δεύτερη ημέρα της «εαρινής επίθεσης» άρχισε να διαφαίνεται ότι η κατάληψη θέσεων του Ελληνικού Στρατού από το ιταλικό πεζικό, παρά την υπεροπλία του, θα ήταν δύσκολη έως αδύνατη.

Η αντοχή και η μαχητικότητα που επιδείκνυε ο Ελληνικός Στρατός ήταν αξιοθαύμαστες, παρά τη συχνή έλλειψη πυρομαχικών και τροφής.

Τις επόμενες ημέρες εντάθηκαν οι βομβαρδισμοί και τα πυρά του πυροβολικού, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στις μονάδες των αμυνομένων, ενώ μειώθηκαν σε αριθμό αλλά όχι σε ένταση οι επιθέσεις του ιταλικού πεζικού. Στον τομέα άμυνας της Μεραρχίας, όλες οι επιθέσεις του ιταλικού πεζικού αποκρούστηκαν με αντεπιθέσεις οι οποίες κατέληγαν πάντα σε μάχες σώμα με σώμα.

Οι απώλειες σε νεκρούς, τραυματίες και παγόπληκτους ήταν μεγάλες και από τις δύο πλευρές, αλλά κυρίως από ιταλικής.

Μεγάλος ήταν και ο αριθμός των αιχμαλώτων, κυρίως Ιταλών.

Στις 25 Μαρτίου έληξε, με αποτυχία, η ´εαρινή επίθεσηª του ιταλικού στρατού. Οι ελληνικές δυνάμεις και η Μεραρχία, διατήρησαν τις θέσεις τους.

Ο αριθμός των νεκρών της Μεραρχίας κατά τη διάρκεια των 15 ημερών της ´εαρινής επίθεσηςª υπερέβη τους 160, ενώ σε πολλές εκατοντάδες ανήλθαν οι τραυματίες και οι παγόπληκτοι.

Στις 6 Απριλίου ξεκίνησε η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας.

Στις 12 Απριλίου, το Γενικό Επιτελείο Στρατού φοβούμενο την περικύκλωση των ελληνικών δυνάμεων στην Αλβανία, λόγω της προέλασης των Γερμανών, διέταξε τη σύμπτυξη όλων των μονάδων. Η διαταγή για τη σύμπτυξη κοινοποιήθηκε στους αξιωματικούς το βράδυ της 12ης Απριλίου. Ο διοικητής του 1ου τάγματος του 43ου ΣΠ Ιωάννης Βερνάρδος στα απομνημονεύματά του περιγράφει τα συναισθήματά του όταν έλαβε τη διαταγή σύμπτυξης:

«… Ανεπόλησα τους κόπους, τας ταλαιπωρίας, τους ενθουσιασμούς, τας ελπίδας και τας τρομακτικάς μας θυσίας ως ηλεκτρικήν εκκένωσιν εις τον εγκέφαλον και ησθάνθην τους κροτάφους μου να σφυροκοπούνται. Θα εγκαταλείψωμεν τους νεκρούς εκεί, εις τα χιονοσκεπή όρη της Αλβανίας και ημείς, ένας δοξασμένος και νικηφόρος στρατός που τον εθαύμασεν η Οικουμένη, επρόκειτο να ριθμώμεν εις νέας περιπετείας αγνώστους ακόμη και θλιβεράς…»ª

Οι μονάδες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους τη νύχτα της 13ης προς 14ης Απριλίου. Μόνο το 2ο και 3ο τάγμα του 14ου ΣΠ Χανίων παρέμειναν για 24 ώρες ακόμη στην Τρεμπεσινα, όπου έδωσαν πεισματώδεις αμυντικές μάχες, για να καλύψουν την οπισθοχώρηση της Μεραρχίας.

Οι απώλειες της Μεραρχίας, μέχρι τη σύμπτυξη της ήταν 1.141 νεκροί, 2.025 τραυματίες, 2.553 παγόπληκτοι και 434 με διάφορα νοσήματα. Συνολικά 6.153 άνδρες, δηλ. το 1/3 της αρχικής της δύναμης.

Στις 17 Απριλίου η Μεραρχία, οπισθοχωρώντας μπήκε σε ελληνικό έδαφος.

Αρχικώς είχε συμφωνηθεί με τους Γερμανούς, ότι κανείς Έλληνας στρατιώτης που πολέμησε στην Αλβανία δεν θα θεωρηθεί αιχμάλωτος πολέμου, ο γερμανικός στρατός θα παρεμβληθεί μεταξύ ιταλικού και Ελληνικού Στρατού για να εμποδίσει τους Ιταλούς να μπουν σε ελληνικό έδαφος και τέλος, οι ελληνικές μονάδες να επιστρέψουν στις έδρες τους και οι στρατιώτες να αποστρατευτούν.

Δυστυχώς, μετά την υπογραφείσα συνθηκολόγηση από Έλληνες φιλογερμανούς στρατηγούς, οι στρατιώτες του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι πολέμου με υποχρέωση να παραδώσουν τον οπλισμό τους.

Η V Μεραρχία παρέδωσε τον οπλισμό της στις 25 Απριλίου.

Πολλοί στρατιώτες προτίμησαν, αντί να παραδώσουν τον οπλισμό τους, να τον κρύψουν, να τον δώσουν στους ντόπιους ή να τον καταστρέψουν.

Τα συναισθήματα των στρατιωτών της Στρατιάς Ηπείρου, από την ημέρα της σύμπτυξης, μέχρι την ημέρα παράδοσης του οπλισμού, είναι δύσκολο να περιγραφούν: απορία, απογοήτευση, πικρία, συγκίνηση, ταπείνωση, θυμός, εκδίκηση.

Επιπλέον για τους Κρήτες, αβεβαιότητα ως προς τον τρόπο επιστροφής στο νησί.

Μετά από πεζοπορία αρκετών ημερών, τα υπολείμματα της Μεραρχίας στην οποία προσκολλήθηκαν χιλιάδες Κρήτες στρατιώτες οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τις μονάδες τους, συνολικά 20.000 άνδρες, πέρασαν στις 17 Μαΐου 1941 από τη Ναύπακτο στον Ψαθόπυργο Πελοποννήσου.

Εκεί πληροφορήθηκαν για τη Μάχη της Κρήτης. Εκεί, μετά δεκαήμερη παραμονή έγινε και η αποστράτευσής τους.

Από λιμάνια της Πελοποννήσου πολλοί αναχώρησαν για την Κρήτη. Άλλοι κατέληξαν στην Αθήνα, όπου όσοι δεν είχαν κάποιο φιλικό ή συγγενικό σπίτι, τριγυρνούσαν κουρελήδες και πεινασμένοι.

Πολλοί είχαν ´εγκατασταθείª γύρω από το Ζάππειο.

Αρχές Ιουλίου σε «συσσίτιο» που οργάνωσε η κατοχική κυβέρνηση στο Παναθηναϊκό Στάδιο, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί έκαναν μπλόκο και συνέλαβαν 1.200 Κρήτες. Χαρακτηρίστηκαν αιχμάλωτοι πολέμου και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Λάρισα. Στους δέκα μήνες που έμειναν εκεί, από την πείνα, το κρύο, τις κακουχίες, τις τιμωρίες πέθαναν περίπου οι εννιακόσοι.

Αρκετοί, από όσους δεν συνελήφθησαν στο μπλόκο και παρέμειναν στην Αθήνα, πέθαναν από το λοιμό και το βαρύ χειμώνα του 1941-42.

 Ταγματάρχης Ευάγγελος Κουρής

Ταγματάρχης Ευάγγελος Κουρής, Διοικητής του 2ου τάγματος του 43ου Συντάγματος Ηρακλείου
Ταγματάρχης Ευάγγελος Κουρής, Διοικητής του 2ου τάγματος του 43ου Συντάγματος Ηρακλείου

Ένας από ηρωικότερους αξιωματικούς της V Μεραρχίας Κρητών, ήταν ο ταγματάρχης Ευάγγελος Κουρής.

Ο Ευάγγελος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο τo 1898.

O πατέρας του Χαράλαμπος καταγόταν από την Ίμπρο Σφακίων και η μητέρα του Σοφία Τσιριντάνη από τη Χώρα Σφακίων.

Κατοικούσαν στα Σελλιά Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης. Απέκτησαν δύο παιδιά, την Ευρυδίκη και τον Ευάγγελο.

Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του σε Σελλιά και Ρέθυμνο.

Το Μάρτιο του 1917 κατατάχτηκε εθελοντής στον Στρατό. Το 1917-18 πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο.

Από το 1919 – 1921, υπαξιωματικός, πολέμησε στις μάχες που έδωσε ο Ελληνικός Στρατός στη Μικρασία (Αϊδίνιο, Κιόσκη, Νασλή, Τσιβρίλ, Καρά- Μπουγιού, Ύψωμα 1799. Στην μάχη του Γιαπά Χαμάμ, 28 Αυγούστου 1921, τραυματίστηκε.

Το 1924 μονιμοποιήθηκε με το βαθμό του Ανθυπασπιστή.

Τον Οκτώβριο του 1940, υπηρετούσε με το βαθμό του Ταγματάρχη – διοικητή του 2ου Τάγματος στο 43ο ΣΠ Ηρακλείου της V Μεραρχίας.

Με το Σύνταγμα μεταφέρθηκε στην πρώτη γραμμή του αλβανικού μετώπου κατά τον Ελληνοιταλικό πόλεμο του 1940-41.

Στο «Τάγμα Κουρή», όπως το αποκαλούσαν στο 43ο ΣΠ, οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν καταγωγή από το νομό Ηρακλείου.

Τους γνώριζε όλους με το μικρό τους όνομα.

Το «Τάγμα Κουρή», όπως αναφέρουν οι συνάδελφοί του αξιωματικοί, Γεώργιος Κάββος, Ιωάννης Βερνάρδος, αλλά και στρατιώτες του στα απομνημονεύματα και στις προφορικές τους μαρτυρίες, έγραψε χρυσές σελίδες ανδρείας και δόξας το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1941 στην Τρεμπεσίνα και στο ύψωμα 1178 του όρους Σεντέλι.

Οι συνάδελφοί και οι στρατιώτες του τον περιγράφουν ως διοικητή εμπειροπόλεμο, γενναίο, συμπολεμιστή με τους άνδρες του στην πρώτη γραμμή, συνετό, ακούραστο και υπερήφανο για την Κρητική και Σφακιανή καταγωγή του. Αγωνιζόταν για την όσο το δυνατόν καλύτερη τροφοδοσία των ανδρών του και φρόντιζε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους τραυματίες.

Αποστρατεύτηκε το 1951 με το βαθμό του Συνταγματάρχη.

Πέθανε στην Αθήνα το 1978.

Πηγές :

  1. Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος, ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ», Εκδόσεις ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ, Ηράκλειο 1982.
  2. Ιωάννης Βερνάρδος, ΤΡΕΜΠΕΣΙΝΑ, Εκδόσεις Αλικιώτης &Υιοί, Αθήνα 1957.
  3. Γιώργος Ζωγραφάκης, Αναμνήσεις από τον πόλεμο του 1940-41 στην Αλβανία, ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ –ΖΑΡΟΣ 2014.
  4. Γεώργιος Κάββος, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ, Εκδόσεις Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2013.
  5. Μανόλης Κούνουπας, Νίκησε δύο φορές το θάνατο, η εποποιία, η οδύσσεια και η ματωμένη απόδραση του ανθυπολοχαγού Παντελή Σαββάκη κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ΡΕΘΥΜΝΟ 2011.
  6. Γεωργίου Μαργαρίτη, ´Ο μεγάλος πόλεμος της Κρήτης», πεπραγμένα του συμποσίου ´«Μέρες του 43»ª, Εκδόσεις Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2012
  7. Γεώργιος Παναγιωτάκης, Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ Ηρακλείου, «ΟΙ ΚΡΗΤΕΣ ΜΑΧΗΤΕΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ», 27 Οκτωβρίου 2009.
  8. Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Ε’ ΙΣΤΟΡΙΚΑ «Σου γράφω από το μέτωπο», Οκτώβριος 2010.
  9. Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΠΟΥ ΕΠΕΣΑΝ ΟΙ 7.948 ΝΕΚΡΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», 29 Οκτωβρίου 1995.
  10. Πιστοποιητικό στρατολογικής κατάστασης του Συνταγματάρχη ε.α Ευάγγελου Κουρή.

 

*Ο Μιχάλης Παπαηλιάκης είναι γεωπόνος-συγγραφέας.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει